ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΡΑΝ, NAZIM HIKMET RAN, TOYΡKIA..., ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ...ΠΟΙΗΤΙΚΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 1:32 μ.μ.

0

Ο Ναζίμ Χικμέτ στη φυλακή της Bursa


Ναζίμ Χικμέτ Ραν- Nazim Hikmet Ran, Τουρκία

(Θεσσαλονίκη, 15 Γενάρη 1902-Μόσχα, 2 Ιούνη 1963)

αντί άλλων σχολίων...

...ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Γεννήθηκα στα 1902, / δεν ξαναγύρισα στη γενέτειρά μου / δε θα ’θελα να ξαναγυρίσω. / Τριών χρονών, εγγονός του Πασά, βρισκόμουν / στη Δαμασκό, / στα δεκαεννιά μου φοιτητής στη Μόσχα, / στα σαρανταεννιά πάλι στη Μόσχα / κι από τα δεκατέσσερά μου γράφω στίχους.

Άλλος ξέρει τα χόρτα ένα προς ένα, / άλλος ξέρει τα είδη όλων των ψαριών, / εγώ έμαθα κάθε είδος χωρισμού. / Άλλος γνωρίζει απ’ έξω όλα τα ονόματα των άστρων, /

Εγώ έμαθα όλα τα ονόματα των πόθων / κι όχι μόνο τα ονόματα.

Κοιμήθηκα σε φυλακές και σε ξενοδοχεία μεγάλα, / πείνασα, στη φυλακή έκαμα απεργία πείνας / και, θαρρώ, δεν υπάρχει φαγητό / που να μην το ’χω δοκιμάσει.

Στα τριάντα μου θέλησαν να με κρεμάσουν, / στα σαράντα οχτώ μου μού ’δωσαν το Βραβείο Ειρήνης, / στα τριανταέξη μου πέρασα έξι μήνες / σ’ ένα κελί από μπετόν τεσσάρων μέτρων. / Στα πενηνταεννιά μου πέταξα σε δεκαοχτώ ώρες / από την Πράγα στην Αβάνα.

Τον Λένιν, όχι, δεν τον είδα, / μα στα 1924 / στάθηκα φρουρός πλάι στο φέρετρό του / κ’ η επίσκεψή μου, στα 1961, / στο Μαυσωλείο του, / γράφτηκε στα βιβλία. / Θελήσανε να με πετάξουν απ’ το κόμμα, / μα δεν το πέτυχαν, και δε συντρίφτηκα κάτω / απ’ τα είδωλα που γκρεμίζονταν.

Μ’ έναν νεαρό σύντροφο περπάτησα πάνω / στον θάνατο, ταξιδεύοντας, / στα 1951. Μα τον άλλο χρόνο / επί τέσσερις μήνες / περίμενα ανάσκελα τον θάνατο, με ραγισμένη / καρδιά. /Ζήλευα σαν τρελός τις γυναίκες / που αγάπησα, μα ακόμη / δεν ένιωσα καθόλου φθόνο για το Σαρλώ. Μ’ αν τις γυναίκες / που αγάπησα ξεγέλασα, ποτέ μου / δε μίλησα πίσω από τις πλάτες / των φίλων μου. Κι αν μ’ άρεσε, όσο να πεις, / και το πιοτό, ποτέ μου / δεν έγινα νυχτόβιος. Το ψωμί μου / με του προσώπου μου το κέρδισα πάντα τον ιδρώτα, / κι όχι μόνο για μένα, γι’ αυτό κ’ είμαι / ευτυχισμένος. Ντρέπομαι που είπα / ψέματα, μ’ αν είπα / ψέματα ήτανε για να μη λυπήσω / τον άλλο, μα και ψέματα / είπα δίχως κανένα λόγο. Φλερτάρισα στο τραίνο, / σ’ αυτοκίνητο και σ’ αεροπλάνο, / πολλοί δεν το μπορούνε. Πήγα / στην όπερα, πολλοί δεν το μπορούνε / μήτε κ’ έχουν / ακουστά τ’ όνομά της. Αλλά στα μέρη / που οι πολλοί πήγαιναν, δεν πήγα / ύστερα από τα 1921: / στο τζαμί, / στην εκκλησία, / στη χάβρα, / πήγα όμως / στον μάγο / για να μου πει / τη μοίρα μου / διαβάζοντας τα κατακάθια του καφέ μου. / Σε τριάντα μπορεί και σε σαράντα γλώσσες / τυπώθηκαν όσα έγραψα, μα στην Τουρκία, / στη μητρική μου γλώσσα, / απαγορεύονται. Δεν έχω πέσει στο κρεβάτι / από καρκίνο, πάντως / δε συμφωνήσαμε καθόλου / να μη μ’ επισκεφτεί. / Πρωθυπουργός και τα τέτοια δε θα γίνω, / μήτε κ’ η δουλειά αυτή μ’ αρέσει. / Δεν πολέμησα ποτέ μου, / δεν έτρεξα σε καταφύγιο μες το μεσονύχτι, / δεν έπεσα χάμω σ’ αεροπορικό βομβαρδισμό, / μα στα εξήντα μου / ερωτεύτηκα.

Με λίγα λόγια, σύντροφοι, / στο Βερολίνο, σήμερα, / πάω να πεθάνω / από μι’ αναίτια θλίψη. / Μπορώ πάντως να πω / ότι έζησα σαν άνθρωπος, / μα πόσο καιρό ακόμη / θα ζήσω / και ποιος ξέρει / τι θα περάσει ακόμη / απ’ το κεφάλι μου;

(Ανατολικό Βερολίνο, 11 Σεπτεμβρίου 1962)

ΓΙΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΨΕΜΑ

Τα χέρια σας βαριά ’ναι σαν τις πέτρες

θλιμμένα σαν τις τραγουδημένες μελωδίες στη φυλακή

βαριά κι ογκώδη σαν τα ζώα που τα φορτώνουν,

τα χέρια σας που μοιάζουν με μανιασμένα πρόσωπα

πεινασμένων αγοριών.

Τα χέρια σας ελαφρά κι ευκίνητα σαν τα μελίσσια,

φορτωμένα σαν τους μαστούς με γάλα,

ατρόμητα καθώς η φύση,

τα χέρια σας που τη στοργή και τη φιλία

κάτω από το σκληρό τους δέρμα κρύβουν.

Ο πλανήτης μας δε στέκεται ανάμεσα στα κέρατα ενός βοδιού,

μέσα στα χέρια σας στέκεται…

Αχ οι άνθρωποι, οι δικοί μας,

σας τρέφουνε με ψέματα,

όταν πεινασμένοι

σας χρειάζεται ψωμί και κρέας,

αφήνετε τον κόσμο τούτο με τα κλαδιά βαριά από τους καρπούς

χωρίς να ’χετε φάει ποτέ σε καθαρό τραπεζομάντηλο.

Αχ οι άνθρωποι οι δικοί μας,

οι άνθρωποι της Ασίας κυρίως, της Αφρικής,

της μέσης και της κοντικής Ανατολής,

των νησιών του Ειρηνικού

κι εκείνοι του τόπου μου,

δηλαδή περισσότερο από εβδομήντα στους εκατό ανθρώπους

είσαστε κοιμισμένοι, είσαστε γέροι…

Είστε περίεργοι κ’ είστε νέοι καθώς τα χέρια σας…

Οι άνθρωποι, αχ οι δικοί μας,

αδερφέ μου απ’ την Ευρώπη ή την Αμερική,

είσαι ξύπνιος, είσαι τολμηρός,

είσαι απερίσκεπτος όπως τα χέρια σου,

σου λένε ψέματα, σε κάνουν να βαδίζεις…

Οι άνθρωποι, αχ οι δικοί μας,

αν λένε ψέματα οι κεραίες,

αν λένε ψέματα οι περιστροφές,

αν λένε ψέματα τα βιβλία,

αν λένε ψέματα η αφίσα, η τοιχοκολλημένη στον στύλο αγγελία,

αν λένε ψέματα οι γυμνές γάμπες των κοριτσιών πάνω στην οθόνη,

αν λέει ψέματα το αμάρτημα,

αν λέει ψέματα το νανούρισμα,

αν λέει ψέματα τα’ όνειρο,

αν λέει ψέματα ο βιολιστής στο καμπαρέ,

αν λέει ψέματα το σεληνόφως μες τις απελπισμένες νύχτες,

αν λέει ψέματα το χρώμα,

αν λέει ψέματα η φωνή,

αν λέει ψέματα αυτός που εκμεταλλεύεται τα χέρια σας,

αν όλος ο κόσμος κι όλα τα πράγματα λένε ψέματα εκτός απ’ τα χέρια σας,

αυτό γίνεται για να ’ναι υποχρεωτικά, σαν τον πηλό,

τυφλά σαν τα σκοτάδια

ηλίθια σαν τα τσοπανόσκυλα

και για να μην επαναστατούνε τα χέρια σας

και για να μην τελειώσει ποτέ τούτη η αδικία,

του εμπόρου τ’ όνειρο

στον θανάσιμο τούτο κόσμο

στον κόσμο αυτό όπου θα ’ταν όμορφο να ζεις.


ΡΟΥΜΠΑΪ (ΡΟΥΜΠΑΓΙΑΤ)

4

Έτσι είναι, καναρίνι μου, ανάμεσα σ’ εσέ κ’ εμένα

δεν υπάρχει παρά μια διαφορά βαθμίδας.

Δε μπορείς να πετάξεις, μ’ όλο που φτερά ’χεις.

Εγώ, δε μπορώ να σκεφτώ, κι ας έχω χέρια.

μετάφραση, Άρης Δικταίος