Η "ΦΑΡΣΑ" ΣΤΗ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ, ΣΕΛΙΔΕΣ ΘΕΑΤΡΟΥ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 9:29 π.μ.

0


Στα πλαίσια της σύγχρονης προσπάθειας να παρακαμφθεί το θεσμικό θέατρο με την επιστροφή στο τυπικό δράμα και τις παντομίμες των πλανόδιων θιάσων, ο ψυχολογικός ρόλος της φάρσας και η μόνιμη δημοτικότητα των πλανόδιων μίμων αποτελούν, βέβαια, θέματα πολύ σημαντικά. Είναι άραγε η φάρσα ένα διέξοδο για τη συντηρητική και πειθαρχημένη κοινωνία που γυρεύει κάπου να ξεσπάσει; Ή μήπως είναι μια απόλαυση που μπορούν να τη χαρούν μονάχα όσοι είναι ικανοί να αγνοήσουν τους περιοριστικούς κοινωνικούς κανόνες του χτες; Και γιατί άραγε, στον εικοστό αιώνα, η τεχνική της φάρσας να χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο για τη δημιουργία έργων με «μαύρο χιούμορ» για το θέατρο του Παράλογου;

«Δεν έχω ακόμα συναντήσει κανέναν ορισμό της Φάρσας κι ούτε θα τολμούσα εγώ πρώτος να την προσδιορίσω. Δεν ξέρω γιατί, κατά κακή της τύχη, θεωρείται από το ευρύ κοινό το πιο αξιοκαταφρόνητο θεατρικό είδος» (Nahum Tate, Πρόλογος στο «Δούκας ή καθόλου Δούκας», έκδοση του 1693).

Την εποχή όπου, νεοδιορισμένος ποιητής στην υπηρεσία του Βασιλικού Οίκου της Μεγάλης Βρετανίας, ο Nahum Tate ξεσπάθωσε για να υπερασπίσει τη Φάρσα, στα 1693, οι λογοτέχνες συνάδελφοί του συνήθιζαν να χρησιμοποιούν τη λέξη σαν όρο περιφρονητικό. Ο Thomas Rhymer λόγου χάριν είχε βάναυσα καταδικάσει τον Othello του Shakespeare, αποκαλώντας τον «χυδαία φάρσα, ανάλατη και ανούσια»…Όμως, στη γλώσσα της κριτικής, η λέξη αυτή χρησιμοποιείται συνήθως σήμερα με μια έννοια πιο δημιουργική, για να προσδιορίσει ένα ιδιαίτερο είδος κωμωδίας…

Η Φάρσα έχει φτάσει κάπως αργοπορημένη στο λεξιλόγιο της θεατρικής ορολογίας. Σε αντίθεση με τους όρους «κωμωδία», «τραγωδία» ακόμα και «σάτιρα» η χρήση της δεν έχει κατακυρωθεί από την κλασική λογοτεχνία. Και πραγματικά, τόσο στο Ελληνικό όσο και στο Ρωμαϊκό θέατρο φαίνεται να διαχώριζαν ανέκαθεν τις ποικίλες μορφές της κωμωδίας σύμφωνα με τα θέματά τους, πολύ περισσότερο παρά σύμφωνα με το «κωμικό» τους ύφος. Έτσι, η Παλαιά Κωμωδία ταυτιζόταν με τη γελοιοποίηση των ατόμων, η Νέα Κωμωδία με τις οικογενειακές δολοπλοκίες και περιπέτειες, η fabula (comoedia) atellana αναφερόταν σε φάρσες και θέματα προερχόμενα από την αγροτική περιοχή της Atella κ.λπ. Τα ελάχιστα, μολαταύτα, που γνωρίζουμε για τις καταβολές του ελληνικού κλασικού δράματος υποδηλώνουν πως οι Αθηναίοι θεατρικοί συγγραφείς του πέμπτου αιώνα προ Χριστού αντλούσαν το υλικό τους από παλιές παραδόσεις, σχετικές με παραστάσεις κωμωδίας σε χωριά, παραστάσεις πολύ αγαπητές στους Έλληνες Δωριείς, ιδιαίτερα μάλιστα όταν προέρχονταν απ’ την γειτονική πόλη των Μεγάρων. Ίσως να επρόκειτο για ερασιτεχνικά σύντομα έργα βασισμένα σε φάρσες, που προμήθευαν υλικό για περισσότερα λογοτεχνικά θεατρικά έργα, με τον ίδιο τρόπο που και τα λαϊκά δράματα προσφέρουν το υλικό τους για έργα δραματουργών σε ολόκληρο τον κόσμο. Για τους Αθηναίους, οι αστεϊσμοί των Μεγάρων είναι αναμφισβήτητα κατώτερης ποιότητας, και ο Αριστοφάνης μάλιστα υπερηφανεύεται πως στα θεατρικά του έργα δεν χρησιμοποιεί «γέλιο κλεμμένο από τα Μέγαρα». Αυτό βέβαια δεν τον εμποδίζει, όπως και άλλους μεγάλους θεατρικούς συγγραφείς, να εφαρμόζει ακριβώς εκείνο που απαρνιέται.

Jessica Milner Davis

( μετάφραση, Ιουλία Ράλλη- Καίτη Χατζηδήμου)