ΟΙ ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΙ, ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 11:38 μ.μ.

0



Μια λυγιρή βαρεαρρωστά για 'νός αγούρ' αγάπην,
για 'νός αγούρου και ξανθού, κι έχει περίσσα πάθη.
Και τρεις καλές συντρόφισσες παν την παρηγορήσουν.
η μια κρατεί βασιλικόν, άλλη κρατεί απίδι,
κι όπου την αγαπά καλά, τα δάκρυα στο μαντίλι.
Η μια τήνε κατηγορεί, κι η άλλη την υβρίζει.
"Δεν αγαπήσαμεν κι ημείς αγάπην σαν κι εσένα;
Μα 'χαμεν  σιδερήν καρδιάν, συκώτια μαραμένα".
Κι οπού την αγαπά καλά, γλήγορ' απολογείται.
"Εσείς κι αν αγαπήσετε, μαύρ' ήτον, κι άσχημ' ήτον.
μα τούτη, κι αν αγάπησεν, αγγελομάτης ήτον".
"Κόρη, σαν μου τον επαινάς, πας να μου τόνε φέρεις;"
"Βράσ' άλουση και λούσε με, με κτένι κτένισέ με,
πλέξε μου τα μαλλάκια μου, να πα' να σου τον φέρω".
"Λούω σε και κτενίζω σε. φοβούμαι μη τον πάρεις".
"Όχι, να ζω, συντρόφισσα, δεν είμαι απ' εκείνες!"
"Πάρε τα όρη πίσω σου και τα βουνά εμπρός σου,
σαν δεις παντιέραν πράσινην, εκεί 'ν' τα γονικά του".
Παίρνει τα όρη πίσω της και τα βουνά εμπρός της,
βλέπει παντιέραν πράσινην, βρίσκει τα γονικά του.
Βλέπει τον κι έτρωγ', έπινε, μ' άρχοντας και παροίκους,
και είχε τόσες απ' εδώ, και τόσες απ' εκείθε,
και δεν τον περιφθάνανε, μόν' ερωτά κι εκείνην.
"Πες μου, να ζήσεις, λυγιρή, πού πας και πού διαβαίνεις;"
"Εσ' έχεις τόσες απ' εδώ και τόσες απ' εκείθε,
και δεν σε περιφθάνουσι, μόνο' ερωτάς κι εμένα;
Μα, μια που ευλογήθηκες, κι έβαλες το στεφάνι,
μάλιστα πού είναι κι εύμορφη, πώς την αποξεχάνεις;"
"Για ποιαν με λέγεις, λυγιρή, για ποιαν με συντυχαίνεις;
Για μιαν ξανθήν και μιαν λιγνήν, μιαν χαμηλοβλεπούσαν,
οπού γελά και πέφτουνε τα ρόδα στην ποδιάν της;"
"Αφού λοιπόν την επαινείς, πώς την αποξεχάνεις;"
"Είπα σου τα παινέματα, να πω και τα ψεγάδια.
Αν την φιλήσω, γόζεται, αν την τσιμπήσω, κλαίει,
κι αν πιάσω τα βυζάκια της, της μάνας της το λέγει"
"Έλα, πάμε, φεγγίτη μου, κι εγώ μένω εγγύτρα".
"Αν κάμ' ο κόρακας αετόν, κι πέρδικα ιεράκι,
και η σταφίδα ιασουμί, θα κάμωμεν αγάπην".
Παίρνει και πά', και λέγει της τα πικραμένα λόγια.
Σαν πέρδικα μοιριολογά, σαν περιστέρα κλαίει,
σιγά σιγά σηκώνεται, στο παραθύρ' εβγαίνει.
Βλέπει τον και κατέβαινε στους κάμπους καβαλάρης,
μες στα χρυσά βενέτικα, στα μαύρα βουτημένος,
και μες στα κατακκόκινα πύργος θεμελιωμένος.
Τα κουτουνιά τ' αστράπτασι, που ήτον τ' αντεριά του,
και τα σγουρά του τα μαλλιά, τον ήλιον λαμπυρίζουν.
"Αν τον ειπώ κλημόβεργαν, το κλήμα κόμπους έχει,
κι αν τον ειπώ λυγόβεργαν, βέργα 'ναι και λυγίζει,
κι αν τον ειπώ βασιλικόν, απ' την κοπριάν εβγαίνει,
κι αν τον ειπώ χήρας υιόν, ίσως κακοφανεί του.
Να του ειπ' ό,τι πρέπει του, κι ό,τι πρεπούμενόν του.
-Βέργα μου, ασημίτης μου, σπαθί μου διαμαντένιο,
πρασινοφτέρουγ' αετέ, πού πας να κυνηγήσεις;"
"Εμένα μ' υπανδρεύουνε κάτω στο σταυροδρόμι.
κι αν θες, και καταδέχεσαι, έλα κι εσύ στον γάμον,
να πιάσεις και τα στέφανα, να γένεις και κουμπάρα".
"Αυτού που πας να κοιμηθείς, και μ' άλλην νεάν να μείνεις,
τα κάλλη μου θυμήσου τα, τες ευμορφιές μου 'πε της.
τες αγνωσιές μου τες πολλές, μην της τες φανερώσεις.
Ήτον τα χείλη μου νερόν, το στόμα μου πηγάδι,
κι έπεφτες στον παράδεισον, λουλούδ' εκεί να κόβεις".
"Εκεί ας ξοδιάσουν τα καρυδιά, κι ας χαλαστούν οι γάμοι.
κι έλα κι ημείς, κοκόνα μου, να κάμωμεν αγάπη".


_____


Το τραγούδι ήταν γνωστό σε πολλά νησιά του Αιγαίου, χωρίς να γνωρίζουμε σε ποιο μέρος της Ελλάδας δημιουργήθηκε.