Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 11:15 π.μ.

0

Η (δέκατη τρίτη) ανανέωση ύλης της ιστοσελίδας ολοκληρώθηκε στις 31 Οκτώβρη. Η επόμενη ανανέωση θα γίνει στις 31 Γενάρη 2013.

Το συνολικό περιεχόμενο της ιστοσελίδας υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα και είναι πνευματικά κατοχυρωμένο.

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 11:14 π.μ.

0

Τα νέα τεύχη των λογοτεχνικών περιοδικών που στάλθηκαν ευγενώς στην ιστοσελίδα μπορείτε να τα δείτε στην ομώνυμη ενότητα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ, ΠΩΣ Ο ΑΚΡΙΤΗΣ/ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ, Ο ΜΑΝΤΗΣ/ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΙΡΑΚΗΣ, Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΜΟΥ, ΑΝ ΤΥΧΕΙ ΚΑΙ ΠΕΘΑΝΩ, ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΩΝ ΗΧΩΝ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 11:13 π.μ.

0

Γιώργος Μπλάνας

Πώς ο ακρίτης πολεμά πάλιν μετά της Μαξιμούς, νικήσας αυτήν

Θα σε νικούσα οπωσδήποτε, στο τέλος,
θα σε κατείχα κόκκινη
από το αίμα, την ντροπή ή την τριβή.
Θα σε κατείχα.
Αλλ' ήσουν μάγισσα εσύ,
πολεμιστής και γνώριζες
πώς ξεπετιέται στην καυτή ξερολιθιά ενός μακελειού,
η ακανθώδης υγρασία του θηλυκού.

Σήκωσα τότε το σπαθί
των ώμων σου τη γύμνια να σκορπίσω
και στην αχλή της σάρκας σου
που ίδρωνε ξαναμμένη,
το βλέμμα δεν μπορούσα να κρατήσω.
Πέρα μου γλίστρησε η ψυχή:
κατ' όπου δέντρο και πηγή
και γη ανθισμένη.
Δεχόμενος κατάστηθα
τον αιχμηρό του στήθους σου παλμό,
γκρεμίστηκα κι απόμεινα στη γη,
βλέποντας πάνω μου το φως,
με στόμα ορθάνοιχτο
ν' αποζητά το άσπρο σου βυζί.

Θα σε νικούσα οπωσδήποτε, στο τέλος,
θα σε κατείχα κόκκινη,
από το αίμα, την ντροπή ή την τριβή.
Αλλ' ήσουν μάγισσα εσύ,
δεν είχα εκλογή:
Ω, Μαξιμώ, μην τρέμεις
να σ' ελεήσω ώσπερ γυνήν 
και κάλλος στολισμένην !

_____

Παντελής Μπουκάλας

Ο μάντης (απόσπασμα)

[...]
Ύβρις, κι ανθρώπεψα έτσι, κι άλλο δρόμο να φτάσω ως τον
άνθρωπο μέσα μου, στις ζωές μου δε γνώρισα, πάρεξ
σφάλμα και ύβρι. Μου πήρε τότε το βλέμμα η θεά, ακου-
μπώντας μ' ανήδονη δύναμη το χέρι της στα μάτια μου
που τα είχε υγράνει το ανέφικτο. Τυφλός ξαφνικά, και 
δεσμώτης του νου μου. Να υπάρχω στην κυριολεξία του 
δέρματος, να με μοιραίνει των ήχων των οσμών η ύλη
βαριά ως το πένθος. Αποσπασμένος από έναν κόσμο που
με τρόπους πολλούς ιστορούσε την ομορφιά του, το κυρτό
με το κοίλο αρμόζοντας, το πορφυρό με το πράσινο, το
υψηλό γαλανό με το υγρό του αντίκρισμα, το θεριό με την 
έλαφο, τον καρπό με τα δόντια που τον δικαιώνουν, το
ωμό με το πνεύμα, το τερπνό με τη λύπη, τη σποδό με
τη μορφή, την πέτρα με δρόσο, την ηδονή με το δίδυμο
άδειο, τη μέθη με τη βέβαιη θλίψη της, το πυκνό με το
ξέφωτο, τη ροή με το ακίνητο, τη σάρκα με το τέλος της:
την άλλη σάρκα.

_____

Γιώργος Τσακιράκης

Ο θάνατός μου

Ο θάνατός μου, θα είναι ένας λεπτός θάνατος, 
απέραντος. Ένας θάνατος υπέροχος, 
απλωμένος στις στέγες των χαμηλών σπιτιών, 
με το αίμα του κρυμμένο κάτω απ' τα κεραμίδια,
μέσα στις ρόγες μεθυσμένων σταφυλιών,
ταξιδευτής του Παράλ και της Αβάνα,
βυθισμένος στο βόρειο σέλας και στις
λίμνες της στέπας. Άμεν!

*

Αν τύχει και πεθάνω

Αν τύχει και πεθάνω
καταχωρήστε τις χειρονομίες μου
σε μιαν Ανθολογία με πολλά
δωμάτια, για ν' αποφεύγω την ανία.

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ, ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ή ΜΟΝΟΛΟΓΙΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 11:12 π.μ.

0



 Τμήμα της επιστολής που είχε στείλει ο 
Κώστας Βάρναλης στον Κωστή Παλαμά 
το 1904, φοιτητής φιλολογίας τότε, με την παράκληση να διαβάσει τα πρώτα του 
ποιήματα με τον τίτλο "Πυθμένες". 

Στα "Ποιητικά", στην εκλογή που έκανε ο ίδιος για την έκδοση του 1956, δεν διάσωσε κανένα από τα ποιήματα αυτής της συλλογής.

 «κ. συνάδελφε...τα ποιήματά σου θυμίζουνε κι άλλων ποιητών μας τους τρόπους και θέλουνε χτένισμα». Του απάντησε ο Παλαμάς. Κι ο Βάρναλης γράφει: "Όσο και να ήμουνα παιδί, δε γελάστηκα. Κατάλαβα πως ο Παλαμάς μου έλεγε μ’ ευγενικό φέρσιμο, πως από τα ποιήματά μου έλειπε και η πρωτοτυπία και η τεχνική. Δηλαδή το παν»

*

"Μετά τον Αύγουστο του 1970 ο Βάρναλης φαίνεται πως αποφάσισε να ετοιμάσει μια συλλογή με ποιήματα που άμεσα είτε έμμεσα του είχε εμπνεύσει η συμφορά  της 21ης Απριλίου 1967. Λογικά δεν είχε καμιά πιθανότητα να τη δει τυπωμένη. Έκανε λοιπόν ένα πρώτο σχέδιο κατάταξης 16 ποιημάτων και το παράδωσε μαζί με όλο το σχετικό υλικό  στην εκδότριά του Νανά Καλλιανέση. Αυτό, ας πούμε, ήταν τότε το οριστικό χειρόγραφο της συλλογής "Οργή λαού". Ωστόσο, στο μεταξύ έγραφε κι άλλα και επεξεργαζόταν τα παλαιότερα. Οφείλω να δηλώσω, πως μόνο το πρώτο (και κύριο) μέρος της συλλογής αντιπροσωπεύει την αναμφισβήτητη εκδοτική βούληση του Βάρναλη…"                                                                      
Γ.Π.Σαββίδης

Ένα απ' τα  «επιγράμματα» της συλλογής "Οργή Λαού"

Επίστευα μωρό τους πιο μεγάλους,
τη μάνα, τον παπά και τους δασκάλους,
πως έσωσε τον κόσμο ο Χριστός
από πείνα, σκλαβιά και Χάρο αυτός.
Καλά να το πιστεύουν τα μωρά,
μα και γαϊδάροι με μια πήχη ουρά;

*

Σε σχετικά κοντινό, χρονικά, δημοσίευμα στον τύπο επισημαίνεται πως:

«Ήταν ο πρώτος ποιητής που κατήγγειλε την ανισότητα, την αδικία και την εξαθλίωση της εργατικής τάξης, με μια γλώσσα ρέουσα, κοφτερή, γεμάτη λαϊκούς χυμούς. Έχοντας την πεποίθηση, όπως ο δάσκαλός του, ο Παλαμάς, ότι ο ποιητής παίζει και το ρόλο προφήτη στην κοινωνία, ο Βάρναλης εξήγγειλε την έλευση ενός αταξικού, δίκαιου κόσμου».

 *

Για τους  "Σκλάβους Πολιορκημένους" (έκδοση 1927) ο ίδιος γράφει: Πολλοί νομίσανε…πως με το έργο μου "Σκλάβοι Πολιορκημένοι" ήθελα τάχα να δείξω ποια ήτανε η αληθινή ψυχολογία των αγωνιστών του ’21: αντιηρωική, μοιρολάτρισσα, πεσιμιστική κι όχι τέτοια, που την αιστάνθηκε και μας την παράστησε ο Σολωμός στους "Ελεύθερους Πολιορκημένους".
Μα το έργο μου δεν έχει καμιάν ουσιαστική σχέση με την επανάσταση του ’21 γενικά ή την έξοδο του Μεσολογγίου ειδικά. Ο τίτλος του "Σκλάβοι Πολιορκημένοι"… δίνει αφορμή για παρεξήγηση… Μα το θέμα δεν είναι το ίδιο…Θέμα (ιστορικό εννοώ) δεν έχουνε οι "Σκλάβοι Πολιορκημένοι". Έχουνε σκοπό το κήρυγμα της κοινωνικής επανάστασης. Και καταλήγουνε στην ιστορική και την ηθική δικαίωση αυτής της επανάστασης μετά το ξετίναγμα που κάνουνε όλων εκείνων των θεμελιακών, των "υψηλών" αξιών του αστικού καθεστώτος, που είναι όλες αξίες νεκρές, άγονες, ψεύτικες...

...Το "Σολωμό χωρίς μεταφυσική", τους "Σκλάβους Πολιορκημένους", τα πρώτα σκίτσα της "Απολογίας του Σωκράτη" και τα πρώτα διορθώματα της β’ έκδοσης του "Φωτός που καίει" τα έγραψα στη Γαλλία, στο χωριό Σεν-Μαρ-Λα Πιλ της Τουραίνης. Εκεί είχε σπίτι ο ξυλογράφος Γιάννης Κεφαληνός και με φιλοξενούσε κάθε φορά, που…οι ιδέες μου με τιμωρούσανε για τις…αταξίες μου με προσωρινή ή παντοτεινή απόλυση από τη θέση μου και μ’ αναγκάζανε να ζητώ άσυλο κοντά στον εξαιρετικό αυτόν καλλιτέχνη και φίλο και προπαντός άνθρωπο…Ποτέ μου δεν έζησα πλουσιότερη πνευματική και…υλική ζωή από τα χρόνια, που πέρασα…πρόσφυγας στο σπίτι του Κεφαληνού. Είχαμε μια πλούσια βιβλιοθήκη…χιλιάδες τριανταφυλλιές στον κήπο…χιλιάδες τουλίπες…οπωροφόρα δέντρα και λαχανικά όλων των εξαιρετικών ειδών…περιστέρια και κότες και κουνέλια από τις καλύτερες ράτσες…Τα βράδια τα περνούσαμε στο ατελιέ διαβάζοντας και δουλεύοντας. Ησυχία και ερημιά παντού. Εγώ δούλευα κυρίως τις πρωινές ώρες. Τα βράδια…έσβηνα ό,τι έγραφα το πρωί!...

*

Σκλάβοι Πολιορκημένοι

(aποσπάσματα από συνθέσεις του πρώτου, από τα τέσσερα, μέρους:
ΤΟ ΘΕΪΚΟ ΗΤΟΙ ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΑΘΟΣ)

Οι πόνοι της Παναγιάς

Σπιτάκι μου, -στανάχωρο, και κάμαρά μου, - χαμηλή!
Πόνοι μου σφάζουν το κορμί, μα την ψυχή μου πιο πολλοί.
Πήρα το δρόμο το δρομί στον κάμπο να καθήσω.
Αντρούλη μου, σα δε με βρεις με την καρδιά σου την καλή,
Ο πόνος, που με κυνηγά, θενά με φέρει πίσω.

Ω χώμα, που τραγουδιστά σε πίνει ο πέφκος ο βαθής,
όσο και μπάρσαμο πικρό στα φύλλα σου να σουρωθείς,
μέσα σου χώνομαι κι εγώ, τα σπλάχνα γλύκανέ μου.
Αχ, χάιδεψέ μου τα μαλλιά της κεφαλής μου της ξανθής,
πάρε τη σκέψη μου πολύ μακριά, πνοή του ανέμου!

Σαν καρδερίνα του Μαρτιού με τα φτερά τ’ αστραφτερά,
που σε βαθιά τριανταφυλλιά, πλάι σε τρεχάμενα νερά,
μ’ άχερα, λάσπη και μαλλί ζεστή φωλιά κρεμάει,
την κούνια σου, παιδάκι μου, με ξύλα φκιάνω ευωδερά
και βάνω προσκεφάλι σου τον ήλιο του Ανθομάη.

………………………………………………………………………

*

Η αγωνία του Ιούδα

Αμμόσκονη πολλά ψιλή, δίχως αγέρα μηδ’ αχό,
πνίγει τον κόκκινο ουρανό, που δίχως ήλιο ανάβει.
Λιγάκι ψήλος αερινό, μια στάλ’ ανάσα, αγκομαχώ:
Άμποτε να με βούλιαζε ξυλάρμενο καράβι,
ω βράδι καλοκαιρινόν, η μπόρ’ αφτή, που αστράβει.

Βλέπω την πόλη από μακριά, την Άγια Πόλη, π’ αγαπώ.
Απάνω της μια χαρακιά γραμμένη με το μέλι.
Απ’ την κλεισμένη μου καρδιά περνάς, σοκάκι χαρωπό,
γλιστράς, γυναίκα, πράσινο μέσα στο κύμα χέλι, -
την ερημιά βαρέθηκα κ’ η πόλη δε μας θέλει!

Ξυπόλυτοι, μ’ ένα ραβδί κ’ ένα ταγάρι σταβρωτά,
τη μέρα να κρυβόμαστε, τη νύχτα να δρομάμε,
- ξυπνούν αλάργα τα σκυλιά και μας γαβγίζουν σερπετά.
πόσες ημέρες νηστικοί, θυμάμαι δε θυμάμαι! –
αχ, δε βαστώ, καρδούλα μου, κι ό,τι λογιάζεις κάμε.

……………………………………………………………………..

*

Ο «καλός» λαός

Απ’ το χωριό κατέβηκα
μ’ όλη τη φαμελιά μου.
Καρδιά μου, τι ξαλάφρωμα!
Τι πρήξιμο η κοιλιά μου!
Βάντε κλήρο, ρίχτε ζάρι,
το μαντύ του ποιος θα πάρει.

Με γκάιδες και με πίπιζες
πήδα κορίτσι ντρέτο!
Σα μέστωσες κι ωρίμασες,
θανά κοπείς εφέτο.
Θα σε πάρει να σε πα
με καρότσα και παπά.

Μας σφίγγ’ η φλόγα, κόκκινη,
το λάρυγγα, θελιά.
Κι όσο μπορούν ουρλιάζουνε
κι ανθρώποι και σκυλιά.
Και σηκώνουν το φουστάνι
νιες και γράδες όσο φτάνει.
……………………………………..

Το χερομάχο σόγι σου
μες στην κοπριά σ’ εγέννα
κ’ εζήτας βασιλίκι σου
Γη κι Ουρανό ενωμένα!
Πίσκοπε του Δαμαλά,
τώρα το ’παθες καλά.

Χωρίς φουσάτα μπρούτζινα,
πεζούρα και καβάλλα,
χωρίς καράβια στο γιαλό
και ματωμένη πάλα,
λιμάρης και ξυπόλυτος,
να! βασιλιάς απόλυτος.

…………………………………..



ΠΕΤΡΑΡΧΗΣ, ΟΨΕΙΣ ΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 11:12 π.μ.

0


Πετράρχης (Φραντσέσκο Πετράρκα), Αρέτσο Τοσκάνης 1304- Αρκουά Πάντοβας 1374


Ο Πετράρχης, έζησε αρχικά στην Πίζα και αργότερα πήγε στην Αβινιόν. Μετά τις πρώτες σπουδές του στο Καρπαντράς, συνέχισε νομικές σπουδές στο Μονπελιέ και στην Μπολόνια (1320). Το 1327 συνάντησε, στην εκκλησία Σεντ-Κλερ, τη Λορ ντε Νοβ, τη Λάουρα, που την αγάπησε παράφορα· ο έρωτάς αυτός έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή και στο έργο του. Την ίδια εποχή ο Π., που ήταν ένα από τα πρωτοπόρα πνεύματα της Αναγέννησης, ζούσε μια κοσμική ζωή γεμάτη λάμψη, έκανε πολλά ταξίδια και διπλωματικές αποστολές, ενώ παράλληλα διένυε περιόδους αυτοσυγκέντρωσης, αφιερωμένες στον στοχασμό και στην ποίηση.
Το 1341 τιμήθηκε από την Καθολική Εκκλησία, σε ειδική τελετή στο Καπιτώλιο της Ρώμης, με τον τίτλο του δαφνοστεφούς ποιητή για το έργο του, το οποίο μέχρι τότε αποτελούσαν το μεγάλο επικό ποίημα Africa, γραμμένο στα λατινικά και εμπνευσμένο από τον Βιργίλιο και τον Τίτο Λίβιο, οι Epistolae metricae (Έμμετρες επιστολές) πάνω σε διάφορα θέματα, και το ιστορικό έργο De viris illustribus. Από τη βαθιά θρησκευτική κρίση, όμως, που του προκάλεσε η είσοδος του αδελφού του Γκεράρντο στον μοναστικό βίο, γεννήθηκε στην περίοδο 1342-43 ένας διάλογος στα λατινικά με τον τίτλο Secretum, ένα είδος εσωτερικού οδοιπορικού όπου, διαβάζοντας τον άγιο Αυγουστίνο, διερευνά τις αμφιβολίες της πίστης του και την έλλειψη ψυχικής σταθερότητας απέναντι στις ψευδαισθήσεις αυτού του κόσμου. Η εσωτερική αυτή βούληση, που είναι λιγότερο θέληση παραίτησης και περισσότερο επιθυμία εσωτερικής τελείωσης, απέκτησε συγκεκριμένη μορφή στις μικρές πραγματείες του, De vita solitaria και De otio religioso (1347-57). Την ίδια εποχή, παρά τον θάνατο της αγαπημένης του, η οποία έπεσε θύμα του λοιμού που ερήμωνε τότε την Ευρώπη (1348), και παρά τα πολλά ταξίδια του, ο Π. αφοσιώθηκε με πάθος στη μελέτη της αρχαιότητας και συγκέντρωσε γύρω του έναν κύκλο μαθητών, μεταξύ των οποίων και ο Βοκάκιος, με τον οποίο συνδέθηκε φιλικά.
 Στα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του στο Μιλάνο, στην Πάντοβα και στη Βενετία, που τα χαρακτήριζε μεγαλύτερη σταθερότητα, ανέπτυξε έντονη συγγραφική δραστηριότητα. Στη διάρκεια αυτής ακριβώς της περιόδου, ο Π. συγκέντρωσε σε τόμο τις Επιστολές και έγραψε μεταξύ άλλων τους Θριάμβους (Trionfi), μικρό αλληγορικό ποίημα σε τοσκανική διάλεκτο, όπου περιγράφεται, κατά τον τρόπο του Δάντη, η πορεία της ψυχής από τον γήινο στον θείο έρωτα. Έγραψε επίσης το De remediis utriusque fortunae, ελεύθερους στοχασμούς για την καλή και την κακή τύχη ή για την τέχνη να ζει κάποιος ευτυχισμένος, αφιερωμένο στον Άτσο ντι Κορέτζιο. Το αριστούργημα του όμως είναι το Canzoniere, που τιτλοφορείται επίσης Rime sparse ή Rerum vulgarium fragmenta, συλλογή 366 ποιημάτων σε λαϊκή γλώσσα (από τα οποία 317 σονέτα και 29 καντσόνι), που κατά παράδοση χωρίζεται σε δύο μέρη: In vita και In morte di madonna Laura. Το έργο αυτό, που το σχεδίασε την περίοδο 1336-37, το επεξεργάστηκε εκ νέου και το συμπλήρωσε πολλές φορές. Αν και τα περισσότερα από τα ποιήματα της συλλογής μιλούν για τον έρωτα, μερικά θίγουν επίσης και πολιτικά ή θρησκευτικά προβλήματα της εποχής. Πρόκειται για την ιστορία ενός έρωτα χωρίς ανταπόκριση, το μυστικό ημερολόγιο μιας ερωτικής και συγχρόνως μυστικιστικής αναζήτησης, που συνεχίζεται πάντα σε ένα επίπεδο ακραίας έντασης.
 Ποτισμένος με τις έμμονες ιδέες και τους μύθους του Μεσαίωνα, μεγάλος θαυμαστής της αρχαιότητας (μανιώδης συλλέκτης αρχαίων χειρογράφων, ανακάλυψε ο ίδιος το Pro Archia του Κικέρωνα, το 1333), ο Π. προέβαλε ένα καινούργιο ιδεώδες, το ιδεώδες του ουμανισμού, το οποίο προσανατόλισε για αιώνες το ευρωπαϊκό αισθητήριο. Κορυφαίος των Ιταλών ποιητών, οφείλει στο Canzoniere του τον τίτλο του μετρ της ερωτικής ποίησης. Εναρμονίζοντας στοιχεία δανεισμένα από την αρχαία (αλεξανδρινοί, ελεγειακοί), αλλά και τη γαλλική παράδοση (τροβαδούροι, αυλική λογοτεχνία), σε μια πολύ καλλιεργημένη τοσκανική διάλεκτο, που είχε αργότερα απηχήσεις σε όλον τον ιταλικό ρεαλισμό του 19ου αι., η ποίηση αυτή αποτέλεσε την αφετηρία του λεγόμενου πετραρχισμού. Από το τέλος του 14ου αι. έως περίπου το 1550 , στην αρχή στην Ιταλία και αργότερα στην υπόλοιπη Ευρώπη και κυρίως στη Γαλλία, ένας αριθμός επιγόνων, περισσότερο ή λιγότερο πιστών στον ιδεαλισμό του Π., επέστρεψαν στα θέματά του, στην ερωτική ψυχολογία του, στην ποιητική μορφή των σονέτων του, ωθώντας συχνά την τάση αυτή έως τον μανιερισμό και την εκζήτηση.
Τέλος, μεγάλη υπήρξε η επίδραση του Π. και στην ιταλική μουσική, ακόμη και όταν ο ίδιος βρισκόταν στη ζωή. Ο Γιάκοπο ντα Μπολόνια έγραψε μουσική για κείμενά του· η έκδοση του Canzoniere, που τύπωσε ο Μπάρμπο το 1501, έδωσε ένα ορμητικό ξεκίνημα σε μεγάλο αριθμό συνθέσεων των οποίων το πνεύμα, υπό την επίδραση του ποιητή, συντέλεσε στο να εξελιχτεί γρήγορα η φρότολα προς το μαδριγάλι. Πολλοί χρησιμοποίησαν τη μουσική έκφραση των κειμένων του, τα οποία αξιοποιήθηκαν αργότερα και έξω από τα ιταλικά σύνορα (Γαλλία, Αγγλία).

*

Τη μετάφραση των παρατιθέμενων- και άλλων- Canzoniere την βρήκα στην Ελληνική. Θεώρησα όμως χρήσιμο να επεξεργαστώ την τυπική- όχι πάντως αποτυχημένη- μορφή τους, ώστε να αποπνέουν, κατά το δυνατό, την λεπτότητα, το βάθος του συναισθήματος και την γλυκύτητα της έκφρασης του ποιητή.
 

Canzoniere, CLVI

Αγγελική συνάντησα αρετή πάνω στη γη
κι ομορφιά παραδείσου πάνω στο χώμα της.
Έτσι, είμαι μαζί θλιμμένος κι ολόχαρος με την ανάμνησή της
κι ό,τι αντικρύζω είν' όμοιο με όνειρο, σκιά και καπνό.

Και δυο δακρυσμένα μάτια είδα αξιέραστα,
που ζηλόφθονα τα είδε ο ήλιος χίλιες φορές,
κι ανάμεσα στους αναστεναγμούς άκουσα λέξεις να υψώνονται
που κίνησαν τα βουνά και τα ποτάμια βαλσάμωσαν.

Η Αγάπη, η Κρίση, ο Πόνος, η Αξιότητα και ο Θρήνος,
το γλυκύτερο, με πολλές φωνές, ύφαναν πονεμένο τραγούδι,
απ' όσα κάτω απ' το φως του φεγγαριού έχουν ακουστεί.

Κι ο παράδεισος δόθηκε ολόκληρος στην αρμονία του,
κανένα φύλλο δεν ανάσαινε στα κλαδιά,
με τόση γλύκα ήταν ολόγιομοι ο άνεμος και η αύρα.

*

Canzoniere, XIX (απόσπασμα)

...

Perό con gli occhi lagrimozi e 'nfermi
mio destino a vederla mi conduce;
et so ben ch'ϊ vo dietro a quel che m'arde. 

...

Κι όμως, με υγρά κι ανήμπορα μάτια, το πεπρωμένο με έλκει
το βλέμμα μου να στρέψω σ' εκείνην: και συγκλονίζομαι γνωρίζοντας
πως η φωτιά που με καίει μου λέει να προχωρήσω πέρα απ' τη φλόγα της.

*

Canzoniere, CCCXXIII (απόσπασμα)

...

Είδα, τέλος, να περιδιαβαίνει στοχαστική
ανάμεσα στα λούλουδα και στο λεπτό χορτάρι
μια τόσο αξιολάτρευτη κι αιθέρια γυναίκα,
που την αναλογίζομαι φλεγόμενος και τρέμοντας.
Ταπεινή ύπαρξη, αγέρωχη μπροστά στον Έρωτα,
με μια λευκή εσθήτα τόσο αραχνοΰφαντη,
χρυσάφι λες ανάμεικτο με τ' άσπρο χιόνι,
στεφανωμένο το κεφάλι της με κορώνα
κρυμμένη από αδιαπέραστη ομίχλη.
Ήταν τότε που λύγισε στο χώμα, όπως λουλούδι
όταν το κόβεις, δαγκωμένη στη φτέρνα από ένα μικρό φίδι*,
ολόχαρη πάντως και αποφασισμένη για το ύστερο ταξίδι.
Ω, είναι ο θρήνος που κρατάει μόνο, απ' την αρχή
μέχρι εκεί που ο κόσμος τελειώνει.

*

Canzoniere, CCCLIV (απόσπασμα)

...

Forma par non fu mai dal di ch' Adamo
aperse li occhi in prima; et basti or questo
piangendo i' 'l dico, et tu piangendo  scrivi.

...

Καμιά μορφή δεν την ξεπερνούσε από τότε που ο Αδάμ
γεννήθηκε στο φως. Θρηνώντας αυτά τα ιστορώ, θρηνώντας
πρέπει κι εσύ να τα ιστορήσεις. Ας είναι για την ώρα αυτό αρκετό.

λογοτεχνική απόδοση, Γιώργος Τσακιράκης

_____

*ωστόσο η Λάουρα πέθανε από πανώλη το 1348

ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΓΥΝΑΙΚΑ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΜΑ...ΣΠΑΝΙΑ ΣΤΙΓΜΙΑΙΟ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 11:11 π.μ.

0



Γιάννης Ρίτσος, Το σύμβολο "γυναίκα"

...Απρόσιτες γυναίκες, δεσποτικές, αυταρχικές, αειπάρθενες,
φιλενάδες της νύχτας, φιλενάδες της μουγγής βλάστησης.
...Εμείς δεν γνωρίζουμε τα ξόρκια τους όταν γυαλίζουν στην αυλή
με χώμα τα χαλκώματα κι αστράφτουν τα χαλκώματα στον ήλιο
σαν επίγεια ουράνια σώματα, κι αστράφτουν κ' οι γυναίκες
μες στον θρίαμβο της ηγεμονίας τους μπροστά απ' τις βουβές
στρατιές των κλεισμένων πραγμάτων.

Δε γνωρίζουμε την πεισμωμένη ελευθερία της σιωπής τους
όταν αρνούνται να οργιστούν, την περηφάνειά τους καθώς
η σεμνότητα λυγίζει τα ματόκλαδά τους, την πολυάριθμη 
άμυνά τους, σαν τα σφιχτά αλλεπάλληλα φλούδια του φρέσκου 
σκόρδου, αυτά τα εύθραυστα ντύματα. Τι εννοούν; τι αποσιωπούν;
..................................................................................................
Αυτές μόνες μες στο περιβόλι με τα υψηλά ηλιοτρόπια
περίμεναν βέβαιες τη γέννηση, και τα ηλιοτρόπια τους φώτιζαν
το λαιμό και το πρόσωπο με φωτεινούς κύκλους κ' οι πρώτες
ρόδινες φακίδες στα μεγάλα μέτωπά τους ήταν τα μυστικά σημάδια
της αιώνιας ζωής όπως οι βολβοί των φυτών, οι πατάτες των
κυκλάμινων, όπως οι απόρρητες ρίζες των δέντρων που δουλεύουν
χωρίς να τις ακούμε, χωρίς να τις βλέπουμε.

("Όταν έρχεται ο ξένος")

*

Η πορεία του Γιάννη Ρίτσου στην ποιητική διάσταση πραγματώνεται βασικά με μια ομάδα πολυδιάστατων συμβόλων. Ανάμεσα σ' αυτά είναι η σιωπή, η μνήμη, ο χρόνος, ο θάνατος, το βουνό, η μοναξιά, η παραίτηση, η διαφάνεια, ο καθρέφτης, η γυναίκα....Για τον Γιάννη Ρίτσο, το"σύμβολο" της γυναίκας δεν έχει χάσει τίποτε από το μυστήριο και τη θεμελιακή του "μυστικότητα". Και ακόμη, ο Γιάννης Ρίτσος είναι ένας από τους λίγους ποιητές για τους οποίους η γυναίκα αποχτάει κι αποκαλύπτει όψεις που ξεπερνάνε την απλή της φύση για να κερδίσει το φωτοστέφανο του ανείπωτου και της υπέρτατης γοητείας...Είναι η γυναίκα που ανεπαίσθητα επιβάλλει μιαν άγνωστη αξιοπρέπεια στον άντρα, αμετάφραστη, επειδή ανήκει σ' ένα πλάσμα εξωτερικά κοντινό και προσιτό, με μια εσωτερικότητα όμως που ο στοχασμός δυσκολεύεται ν' αναγνωρίσει και να διευκρινίσει απόλυτα. Ένα πλάσμα αδιερεύνητης ιερατικότητας που κινείται στο κλίμα μιας μυστηριακής "δύναμης της ζωής", ήρεμο, σιωπηλό κι όμως θριαμβευτής και παντοδύναμο. Κι ακόμη, υπάρχει η υπόσχεση μιας ασταμάτητης δημιουργίας, υπόσχεση και πράξη, δοχείο της αιωνιότητας και θεώρηση της αδιάφθορης ψυχής.

Κρεσέντζιο Σαντζίλιο

ΤΑ ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΡΩΤΗΣΗ, ΝΥΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ, ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 11:10 π.μ.

0



 

Ένα (προτιμώμενο) ερώτημα, αντί (περιττού) εορτασμού.

Τις τελευταίες ημέρες, καθώς έκλειναν τα τρία χρόνια της ιστοσελίδας, στο τέλος Οκτώβρη, μια αγαπημένη αναγνώστρια με ρώτησε:

«κ. Τσακιράκη, πόσα βγάζετε το χρόνο απ’ την ιστοσελίδα;»

Μέσα στη γενική «συναλλαγή» αλλά και ανέχεια η ερώτηση δεν με εξέπληξε. Η απάντηση όμως αφορά όλους .

Στην ιστοσελίδα αυτή, ρέει και συσσωρεύεται χρυσός αποκλειστικά σε ράβδους ποίησης, που διατίθενται δωρεάν. Ή, διαφορετικά, η ιστοσελίδα αυτή είναι ένας κοινός ναός χωρίς Επίτροπους και παγκάρια. Τον οικοδόμησα και τον υπηρετώ με μαρτύριο, σαν ποιητής αδιάβροχος στη διάβρωση και διάβροχος στη συναίσθηση. Δεν θ’ αφήσω τον καθαρό μου καθρέφτη να μου γυρίσει την πλάτη, δείχνοντας τον τυφλό εαυτό μου σαν ένα τερατώδες φάντασμα, και να με σημειώνει αλύπητα, ούτε θα ψαλιδίσω με αργύρια τον δικό σας και τον δικό μου ουρανό. Τα ενδύματά μου δεν τα πουλάω, έστω και εντελώς αφόρετα. Ένα βιβλίο μου μπορεί. Θα ξυπνάω κάθε πρωινό μάρτυρας μιας μονομαχίας τιμής ανάμεσα σε μένα και σ’ οποιονδήποτε μικρόψυχο και μικρόνοο κερδώο μύθο.

**

Πιστεύω βαθιά ότι, παρά την οποιαδήποτε παρουσία στον διαδικτυακό χώρο, η έντυπη "οντότητα" είναι καταλυτικά χρήσιμη και- ενδεχομένως- πολιτιστικά αναντικατάστατη. Μ' αυτή τη σκέψη, παρά την πλήρη οικονομική αδυναμία έκδοσης, θα καταβάλω κάθε προσπάθεια ώστε το υλικό της τριετίας 2009-2012 της ιστοσελίδας- και κάθε επόμενης τριετίας που ελπίζω να υπάρξει- να καταστεί έντυπο, έστω και με ίδια έξοδα και προσωπική εργασία, και να διοχετευθεί αποκλειστικά σε βιβλιοθήκες, ώστε να είναι ευρύτερα προσβάσιμο. 

**

Τέλος, τα σαρανταέξι χιλιάδες φτερά που πέταξαν στην τριετία αυτή πάνω από τον Ουρανό της, μου δίνουν τη θαυμάσια και αυστηρή εντολή να συνεχίσω με μοναχικότητα, ταπεινότητα, απλότητα και χωρίς αγοραίους συμβιβασμούς να πετάω ανάμεσά τους. Ένα μεγάλο ευχαριστώ για την ευγένεια και τη λεπτότητά σας.

ΔΙΑΤΡΗΤΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ, ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΑΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΚΑΙ ΣΑΝ ΕΡΕΘΙΣΜΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 11:08 π.μ.

0

Διάτρητος ρεαλισμός

ΚΟΡΙΝΝΑ, ΚΛΑΣΙΚΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 11:08 π.μ.

0



Κόριννα, 5ος ή 3ος αι. π.Χ.  

171 (4+5D)                                        

  ]ΚΏΡΕΙ-
ΤΕΣ ΈΚΡΟΥ]ΨΑΝ ΔΆΘΙΟ[Ν ΘΙ]ΆΣ
ΒΡΈΦΟ]Σ ΆΝΤΡΟΙ, ΛΑΘΡΆ[ΔΑ]Ν ΑΓ-
ΚΟ]ΥΛΟΜΕΊΤΑΟ ΚΡΌΝΩ, ΤΑ-
ΝΊΚΑΝ ΝΙΝ ΚΛΈΨΕ ΜΆΚΗΡΑ ΡΕΊΑ
ΜΕΓ]ΆΛΑΝ Τ' [Α]ΘΑΝΆΤΩΝ ΈΣ-
ς] ΈΛΕ ΤΙΜΆΝ. ΤΆΔ' ΈΜΕΛΨΕΜ.
ΜΆΚΑΡΑΣ Δ' ΑΥΤΊΚΑ ΜΏΣΗ
Φ]ΕΡΈΜΕΝ ΨΆΦΟΝ Έ[Τ]ΑΤΤΟΝ
ΚΡ]ΟΥΦΊΑΝ ΚΆΛΠΙΔΑΣ ΕΝ ΧΡΟΥ-
ΣΟΦΑΊΣ. ΤΎ Δ' ΆΜ ΠΆΝΤΕ[Σ] ΏΡΘΕΝ.

ΠΛΊΟΝΑΣ Δ' ΕΊΛΕ ΚΙΘΗΡΏΝ.
ΤΆΧΑ Δ' ΕΡΜΆΣ ΑΝΈΦΑΝ[ΈΝ
ΝΙ]Ν ΑΟΎΣΑΣ ΕΡΑΤΆΝ ΩΣ 
Έ]ΛΕ ΝΊΚΑΝ ΣΤΕΦ[Ά]ΝΥΣΙΝ
.......].(.)ΑΤΏ. ΑΝΕΚΌΣΜΙΟΝ
ΜΆΚΑ]ΡΕΣ. ΤΏ ΔΈ ΝΌΟΣ ΓΕΓΆΘΙ.

Ο ΔΈ ΛΟ]ΎΠΗΣΙ ΚΆ[Θ]ΕΚΤΟΣ
ΧΑΛΕΠ]ΉΣΙΝ FΕΛΙ[Κ]ΏΝ Ε-
.......]ΛΙΤΤΆΔΑ [Π]ΈΤΡΑΝ
.......]ΚΕΝ Δ' Ό[ΡΟ]Σ. ΥΚΤΡΏΣ
.......]ΩΝ ΟΥΨ[Ό]ΘΕΝ ΕΊΡΙ-
ΣΈ ΝΙΝ Ε]Μ ΜΟΥ[ΡΙ]ΆΔΕΣΣΙ ΛΆΥΣ
..................................................


Οι Κούρητες 
έκρυψαν το θεϊκό της θεάς
βρέφος στη σπηλιά, κρυφά 
απ' τον πανούργο Κρόνο. όταν
το 'κλεψε η μακάρια Ρέα,
μεγάλη απ' τους αθανάτους
πήρε τιμή. αυτά τραγούδησε.
κι αμέσως οι Μούσες στους μακάριους
ψήφο να ρίξουν όρισαν
κρυφά μέσα στις κάλπες
χρυσές. κι αυτοί όλοι σηκώθηκαν ευθύς.

και πήρε περισσότερους ο Κιθαιρώνας.
και γρήγορα ο Ερμής στο πρόσωπό του έλαμψε,
φωνάζοντας ότι την ποθητή
τη  νίκη κέρδισε, με στεφάνια 
]τον στόλισαν
οι αθάνατοι. κι εκείνου ο νους αχάρη.

κι αυτός από λύπες κατεχόμενος
βαριές ο Ελικώνας
]γυμνή πέτρα 
]το βουνό. οικτρά 
]από ψηλά έπεσε
σε μυριάδες βράχια...

*

172 (19D)

ΕΠΊ ΜΕ ΤΕΡΨΙΧΌΡΑ [
ΚΑΛΆ FΕΡΟΊ ΑΪΣΟΜΈΝΑΝ
ΤΑΝΑΓΡΊΔΕΣΣΙ ΛΕΥΚΟΠΈΠΛΥΣ
ΜΈΓΑ Δ' ΕΜΉΣ ΓΈΓΑΘΕ ΠΌΛΙΣ
ΛΙΓΟΥΡΟΚΩΤΊΛΗΣ ΕΝΟΠΉΣ.

Όταν εμένα η Τερψιχόρη [
που όμορφα τραγούδαγα η γριά
στις Ταναγραίες τις λευκόπεπλες.
και πολύ με τα δικά μου η πόλη χάρηκε
γλυκόλαλα άσματα.

*

173 (15D)

ΜΈΜΦΟΜΗ ΔΈ ΚΉ ΛΙΓΟΥΡΆΝ
ΜΟΥΡΤΊΔ' ΙΏΝΓ' ΌΤΙ ΒΑΝΆ ΦΟΎ-
Σ' ΈΒΑ ΠΙΝΔΆΡΟΙ ΠΌΤ' ΈΡΙΝ.

Κατηγορώ και τη γλυκόφωνη
Μυρτίδα εγώ, γιατί γυναίκα ενώ είναι,
με τον Πίνδαρο κάποτε συναγωνίστηκε.

*

174 (3D)

ΘΈΣΠΙΑ ΚΑΛΛΙΓΈΝΕΘΛΕ, ΦΙΛΌΞΕΝΕ, ΜΩΣΟΦΊΛΕΙΤΕ.

Θέσπια από γενιά ευγενική, φιλόξενε, που οι Μούσες
αγαπούνε.

μετάφραση, Λουκάς Παπαδημητρόπουλος

_____

Στο πρώτο από τα εδώ αποσπάσματα το θέμα, κατά την εκδοχή της Κόριννας, στα ευανάγνωστα μέρη,  είναι ένας λυρικός αγώνας τραγουδιού μεταξύ των δυο επώνυμων ηρώων των δυο φημισμένων βουνών, που πήραν τα ονόματά τους από αυτούς, στον οποίο νίκησε ο Κιθαιρώνας και ο Ελικώνας από τη λύπη του κατακρημνίσθηκε.

Κατά τον Λυσίμαχο τον Κυρηναίο ο Κιθαιρώνας και ο Ελικώνας ήταν αδέλφια πολέμια μεταξύ τους, ενώ ο Ψευδο-Πλούταρχος, "Περί ποταμών και ορών επωνύμια", αναφέρει πως, κατά τον Ερμηάνακτα τον Κύπριο, από τα δυο αδέλφια ο Ελικώνας ήταν πράος και προσηνής και γηροκομούσε τους γονείς του, ενώ ο Κιθαιρώνας, όντας πλεονέκτης και επιθυμώνατας να μεταφερθεί σ' αυτόν η περιουσία, κατά πρώτο σκότωσε τον πατέρα του και στήνοντας ενέδρα κατακρήμνισε τον αδελφό του αλλά συμπαρασύρθηκε. "Κατά δέ θεών πρόνοιαν εις ομώνυμα όρη μεταμορφωθέντες εγένοντο Κιθαιρών μεν δια την ασέβειαν Ερινύων μυχός, Ελικών δε δια την φιλοστοργίαν Μουσών ενδιαίτημα".

μεταφορά πληροφοριών από την Αγγλική (σχολιασμός D. Page) και την αρχαία Ελληνική , Γιώργος Τσακιράκης

_____

Η Κόριννα, αρχαϊκή λυρική ποιήτρια, γεννήθηκε στην Τανάγρα της Βοιωτίας, έζησε όμως για αρκετό καιρό στη Θήβα. Η Σούδα μας πληροφορεί:  "Κόριννα Αχελωιοδώρου και Προκατίας Θηβαία ή Ταναγραία μαθήτρια Μυρτίδος...ενίκησε δε πεντάκις, ως λόγος, Πίνδαρον. έγραψ ε δε βιβλία και επιγράμματα και νόμους λυρικούς". Τα ανέκδοτα, που συνδέουν την Κόριννα με τον Πίνδαρο( και την τοποθετούν στον 5ο αι. π.Χ) και τις νίκες επί αυτού δεν πρέπει να τα πάρουμε στα σοβαρά, αφού μάλιστα η ίδια η ποιήτρια κατηγορεί τη Μύρτιδα, ότι τόλμησε να ανταγωνιστεί τον Πίνδαρο. Ο Πλούταρχος και ο Αιλιάνος την θεωρούν σύγχρονη του Πινδάρου. Όμως, από το 1930 κ.εξ. υποστηρίχθηκε από τον Lobel ότι δεν έζησε πριν απ' τον 3ο αι. π.Χ. Το πρόβλημα παραμένει διότι και για τις δύο περιπτώσεις υπάρχουν πολλά θετικά επιχειρήματα. Τα ποιήματα της Κόριννας δεν είναι βέβαιο ότι εκδόθηκαν από τους Αλεξανδρινούς. Το όνομά της προστίθεται με αμφισβήτηση στον κατάλογο των εννέα λυρικών, ως δέκατο όνομα. Από τους τίτλους των έργων και από τα λίγα σωζόμενα αποσπάσματα προκύπτει, ότι η Κόριννα, που γράφει στην Βοιωτική διάλεκτο γι' αυτό είναι κάπως δύσκολη στην κατανόηση, χρησιμοποιούσε ευχαρίστως τοπικούς μύθους. Από τον πάπυρο του Βερολίνου, που μας χάρισε αρκετούς στίχους, διαπιστώνουμε μια ιδιότυπη ποιητική διατύπωση: απλή, παρατακτική, λιτή και μεστή, γεμάτη χάρη.

Αριστόξενος Σκιαδάς

_____

Κώρει/τες, Κουρήτες (συμπλήρωσε Lobel), αναφέρεται μάλλον στις νύμφες που φύλαγαν τον Δία ως βρέφος σε ένα σπήλαιο ("άντρον") στην Κρήτη. "Ώσθ' οι Κουρήτες ήτοι δια το νέοι και κόροι όντες υπουργείν ή δια το κουροτροφείν τον Δία...ταύτης ηξιώθησαν της προσηγορίας", Στράβωνας, 10,3,11

ΕΜΙΛ ΝΕΛΛΙΓΚΑΝ, ΚΑΝΑΔΑΣ, ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ...ΠΟΙΗΤΙΚΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 11:07 π.μ.

0

EMILE NELLIGAN / ΕΜΙΛ ΝΕΛΛΙΓΚΑΝ, 1879-1941, Καναδάς


Ο Εμίλ Νελλιγκάν γεννήθηκε το 1859 στο Μοντρεάλ του Καναδά. Πολύ νωρίς, από τα δεκαέξι, τον ενδιαφέρει μόνο η ποίηση και εγκατέλειψε το Γυμνάσιο. Στα δεκαοχτώ του χρόνια έγινε το πιο νέο μέλος της Φιλολογικής σχολής του Μοντρεάλ. Ο πατέρας του, που δεν συμμεριζόταν τις ποιητικές του τάσεις, τον έστειλε με τη βία στην Αγγλία να εργαστεί, από όπου επέστρεψε σε λίγες ημέρες. Με την επιστροφή του τον έστειλε σε λογιστικό γραφείο, το οποίο επίσης εγκατάλειψε σχεδόν αμέσως. Κάτω από αυτή την πίεση έπαθε νευρικό κλονισμό και κατάθλιψη και στα είκοσί του, το 1899, μπήκε στο άσυλο και έμεινε εκεί μέχρι το θάνατό του το 1941, σε ηλικία εξηνταδύο ετών. Πριν μπει, είχε δημοσιεύσει μερικά ποιήματα. Τα περισσότερα, περίπου εκατό, ξαναγράφτηκαν κατά την παραμονή του στο άσυλο, κάτω απ' την παρότρυνση γιατρών, νοσοκόμων και επισκεπτών και εκδόθηκαν το 1904 από φίλο του. Η ποίησή του είναι συμβολιστική με ρομαντικά στοιχεία και έχει επιδράσεις απ' τους Μπωντλέρ, Βερλαίν, Ρολλινά, Ροντεμπάχ, Πόε. Ο ίδιος δεν έμαθε ποτέ τη θερμή υποδοχή της ποίησής του Αλλά έγινε διάσημος μετά το θάνατό του. Ένα σημαντικό βραβείο φιλολογίας, στο όνομά του, δίνεται κάθε χρόνο σε ένα νέο ποιητή της βόρειας Αμερικής. Ο Εμίλ Νελλιγκάν έχει μελετηθεί από πολλούς επιστήμονες και έχει διδαχτεί σ' όλα τα παιδιά του Γυμνασίου του Κεμπέκ.


Ιερός υπνάκος

Καλοκαιρινό σκίτσο

Αληθινά, είναι κομψός στο καινούριο του ράσο,
αυτός ο αγαπημένος μικρός φουσκομάγουλος ηγούμενος
για τον οποίο το καλό τραπέζι ασκεί αθώες έλξεις...
Το ονειρεύεται καλυμμένος κάτω απ' τον σκιερό πλάτανο.

Σήμανε μεσημέρι. Καταμεσής τ' ουρανού καμαρώνει ο ήλιος,

και ο κύριος βικάριος, τι σκανδαλώδες πορτραίτο!
Αποκοιμήθηκε, ολοστρόγγυλος, στην πρασινάδα, αφηρημένος,
σκεπτόμενος τις μεγάλες αμαρτίες κάποιας ερωμένης.

Έρχονται απ' την κουζίνα...και, κάτω απ' την άσπρη κουρτίνα,

η Μπλανς σπρώχνει τον Μισέλ, την Λουίζ, τον εκκλησάρη,
κι όλοι τους να τα κοπανάνε ξεσπάζοντας σε γέλια.

Όμως, ο ηγούμενος, χωρίς καθόλου να μέμφεται τον εαυτό του,

τεντώνεται και μουρμουρίζει μ' ένα θεϊκό χαμόγελο
πως, παρ' όλα αυτά, ο Διόνυσος ήταν καλός χριστιανός.

*

Χειμερινή βραδιά

Αχ! πώς χιόνισε το χιόνι!
Το τζάμι μου είναι ένα περιβόλι πάχνης.
Αχ! πώς χιόνισε το χιόνι!
Τι είναι ο σπασμός του να ζεις
μπροστά στον πόνο που έχω, που έχω.

Όλες οι λιμνούλες κείτονται παγωμένες.
Η ψυχή μου είναι μαύρη! Πώς ζω; Πού πηγαίνω;
Όλες οι ελπίδες κείτονται παγωμένες.
Είμαι η καινούρια Νορβηγία
απ' όπου οι ξανθοί ουρανοί φύγανε.

Κλάψτε, πουλιά του Φλεβάρη,
στην απαίσια ανατριχίλα των πραγμάτων,
κλάψτε, πουλιά του Φλεβάρη,
κλάψτε τα δάκρυά μου, κλάψτε τα τριαντάφυλλά μου,
στα κλαριά της κουμαριάς.

Αχ! πώς χιόνισε το χιόνι!

Το τζάμι μου είναι ένα περιβόλι πάχνης.
Αχ! πώς χιόνισε το χιόνι!
Τι είναι ο σπασμός του να ζεις
μπροστά στην ανία που έχω, που έχω...

Ο ΑΤΥΧΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ, ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 11:06 π.μ.

0



Ο άτυχος Γιάννης, περιγελαστικό απ' την Κρήτη

Ως είχαμεν το Γιάννη μας λουσμένο, κτενισμένο,
στον μύλο τον εστείλαμε, να πά' ν' αλέσ' αλεύρι.
Βρίσκει τσι πόρτες σφαλικτές, και τα νερά κομμένα.
πηδά κι αφήνει τα νερά, κι αλέθει και ξαλέθει.
Στο γάιδαρο το φόρτωσε, ξεκάπουλα καθίζει.
Στο δρόμο τ' απαντήχνουνε οι σκύλ' οι Γεγουδαίοι.
Σαν πιάνουσι και δέρνου τον και παίρνουν του τ' αλεύρι.
Η μάνα του τόνε θωρεί από το παραθύρι.
"Καλώς τονε, το Γιάννη μου, α μου βαστά κι αλεύρι".
"Το γέρο μαύρο σου βαστώ, μα πήραν το τ' αλεύρι".
Αρπά το σκορδοκόπανο, θέτει του πέντε-δέκα.
Άλλη κι α δε τον έβλαψε, μα οι ομυαλοί του πέσαν,
και θέτει και ψυχομαχεί, μόν' η μπαϊλού τού στέκει.
Τρεις καλογράδες το γρικούν απού το μαναστήρι,
κι αρπάχν' η μια το θυμιατό, κι η άλλη το λιβάνι,
και παν να τόνε θάψουνε, το δάσκαλο το Γιάννη.
Προφταίνει μια κι αρπάχνει τη, κι η άλλη τριγυρίζει
κι άλλη την εκούντησε, να σηκωθεί, να κάτσει.

_____

μπαϊλού, πιθανό τα βάγια
κουντώ, σπρώχνω

ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ, Μ' ΕΝΑ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ, ΜΟΥΣΙΚΗ Ή ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 11:06 π.μ.

0



Σκλάβοι πολιορκημένοι, στίχοι απ' τους "πόνους της Παναγιάς"



Αρχαία Ελληνική μουσική

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ, ΙΠΠΗΣ, ΣΕΛΙΔΕΣ ΘΕΑΤΡΟΥ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 11:05 π.μ.

0


Αριστοφάνους, Ιππής (αποσπάσματα)


ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ

........................................
Γιατί θα 'ρθει ο Παφλαγόνας*
που δέρματα πουλάει, κλέφτης, φωνακλάς που έχει
φωνήν ωσάν του Κυκλοβόρου του χειμάρρου.

ΝΙΚΙΑΣ

Λοιπόν ανάγκη αυτός που πρόβατα πουλάει
ν' αφανιστεί απ' αυτόν που δέρματα πουλάει.

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ

Ναι, βέβαια.

ΝΙΚΙΑΣ

Ωιμένα, ο δόλιος. Λοιπόν πούθε θάρθει πλέον
ένας μονάχα ακόμα, που να πουλάει κάτι;

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ

Είναι ακόμα ένας που αφάνταστη τέχνην έχει.

ΝΙΚΙΑΣ

Ποιος είναι; Πες, παρακαλώ σε.


ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ

Να το πω;

ΝΙΚΙΑΣ

Να ζήσεις.

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ

Λουκάνικα πουλάει αυτός που τούτον* θ' αφανίσει.

ΝΙΚΙΑΣ

Λουκάνικα πουλάει; τι τέχνη, ω Ποσειδώνα.

........................................

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ

Μακαρισμένε αλλαντοπώλη, έλα, αγαπημένε,
προχώρει που της πόλεως κ' εμάς ήρθες σωτήρας .

..........................................

Άνθρωπε καλότυχε, άνθρωπε πλούσιε,
ως σήμερα ένα τίποτε και αύριο υπερμεγάλε,
άρχοντα των ευτυχισμένων Αθηναίων.

ΑΛΛΑΝΤΟΠΩΛΗΣ

Καλότυχε, τι δε μ' αφήνεις τις κοιλιές να πλύνω,
να πουλώ τα λουκάνικά μου, μα με περιπαίζεις;

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ

Ω ποιες κοιλιές, ανόητε; για κοίταξε εδώ πέρα.
Δε βλέπεις τούτη την κοσμοπλημμύρα;

ΑΛΛΑΝΤΟΠΩΛΗΣ

Ναι, τη βλέπω.

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ

Όλων αυτών εσύ εξουσιαστής θα γίνεις,
της αγοράς και των λιμένων και της Πνύκας.
............................................

ΑΛΛΑΝΤΟΠΩΛΗΣ

Εγώ;

.............................................

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ

Και τις αγορές θωρείς και τα καράβια;

.............................................

Πώς λοιπόν μεγάλη τύχη εσύ δεν έχεις;
Τώρα στρέψε το μάτι σου προς την Καρία
το δεξιό και τάλλο προς την Καρχηδόνα.

ΑΛΛΑΝΤΟΠΩΛΗΣ

Και θα ευτυχήσω λοιπόν, αν αλλοιθωρήσω;

...............................................

Πες μου και πως θα γίνω 
μεγάλος άνθρωπος εγώ, αφού είμαι αλλαντοπώλης;

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ

Γι' αυτόν το λόγον ακριβώς θα γίνεις μέγας,
γιατί είσαι πρόστυχος κι αδιάντροπος κι αχρείος.

ΑΛΛΑΝΤΟΠΩΛΗΣ

Δεν κρίνω εγώ τον εαυτό μου άξιον για τόσα.


ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ

...............................................
Ω καλοτυχισμένε, όλες τις καλωσύνες
έχεις όπου χρειάζονται να διοικήσεις.

...............................................

ΑΛΛΑΝΤΟΠΩΛΗΣ

Το μάντεμα με δείχνει αλήθεια, όμως θαυμάζω 
πώς θα μπορέσω τον λαόν εγώ να κυβερνήσω;

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ

Είναι ευκολώτατη δουλειά. Κάνε ό,τι κάνεις.
Τα πράγματα ανακάτωνε και βάλε τα όλα αντάμα,
όπως γεμίζεις τάντερο με το κομμένο κρέας
και πάντα το λαό κολάκευε γλυκαίνοντάς τον
με λόγια της κουζίνας. Κι όλα τάλλα τάχεις
όσα χρειάζονται να σύρεις το λαό, μεγάλη 
φωνή, και πρόστυχος και διαστραμμένος είσαι.
Έχεις ό,τι χρειάζεται για μια εξουσία,
και συμφωνούν οι προφητείες και της Πυθίας ακόμα.
Μα στεφανώσου, και θυσία στην Ανοησία 
κάνε και κοίτα τον εχθρό σου* πώς θα πολεμήσεις.

.................................................

ΧΟΡΟΣ (προς τον Κλέωνα)

Καλά να πάθεις, γιατί πριν να μοιραστούνε
τρως τα δημόσια, και τους κατηγορούμενους,
όπως ζουλούν να ιδούν τα σύκα, αν έχουν ωριμάσει,
τους σφίγγεις για να ιδείς αν ημπορούν ν' αντισταθούνε.
.................................................

 ΚΛΕΩΝ

Δε σε φοβούμαι όσο το βουλευτήριο ζει
κι' όσο ο λαός στην απομώρια του είναι βυθισμένος.

ΧΟΡΟΣ

Με τόση αδιαντροπιά αυτός να μιλεί
στο κάθε τι είναι μαθημένος,
χωρίς καθόλου μάλιστα ν' αλλάζει
το χρώμα του προσώπου του που τον σκεπάζει.
....................................................

ΑΛΛΑΝΤΟΠΩΛΗΣ (προς τον Κλέωνα)

Κ' εγώ ξέρω πολύ καλά για σένα
πώς πήρες δέκα τάλαντα από την Ποτείδαια.

ΚΛΕΩΝ

Λοιπόν; θέλεις να πάρεις ένα να σωπάσεις; 

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ

Ο άνθρωπος θα τόπαιρνε ευχαρίστως. Τώρα λύσε
τα παλαμάρια, ο άνεμος λιγώτερο φυσάει.

...................................................

ΧΟΡΟΣ
...................................................
Και πια  σ' αυτούς τους στίχους μας
καθένας λίγη προσοχή ας χαρίσει,
ω εσείς όπου της κάθε Μούσας
τις χάρες έχετε γνωρίσει.
Αν ποιητής παλιός κανείς της κωμωδίας
μάς βίαζε τους στίχους του να βγούμε και να πούμε
στο θέατρο, εύκολα δεν ήθελε επιτύχει.
Μα τώρα ο ποιητής αυτός εδώ το αξίζει,
γιατί μισεί τους ίδιους που κ' εμείς μισούμε,
τολμάει να λέει τα δίκαια, και με γενναιότη
να πάει μπρος την ανεμοζάλη και την τρικυμία.
.....................................................

ΑΛΛΑΝΤΟΠΩΛΗΣ (προς Κλέωνα)

Πόσο πολύ πίστεψες πως είν' ο λαός δικός σου.

.....................................................

ΚΛΕΩΝ

Ναι, μα το Δία, με την επιδεξιοσύνη που έχω
μπορώ πλατύν ή στενό το λαό εγώ να τον κάνω.

ΑΛΛΑΝΤΟΠΩΛΗΣ

Σ' αυτό είναι κι ο πισινός μου επιδέξιος.
......................................................

ΚΛΕΩΝ

Λαέ, εγώ είμαι από παληούθε ετοιμασμένος
κ' επιθυμώ από τρισπαληούθε να σ' ευεργετήσω.

ΑΛΛΑΝΤΟΠΩΛΗΣ

Κ' εγώ δέκα φορές και δώδεκα παληότερά σου,
χιλιόπαληα κι από παμπάλαια παμπάλαια.

ΛΑΟΣ

Κι εγώ σας περιμένω από τριάντα χιλιάδες χρόνια,
και σας μισώ απ' ανέκαθεν κι από παμπάλαια χρόνια.

ΑΛΛΑΝΤΟΠΩΛΗΣ

Ξέρεις λοιπόν τι θα κάνεις;

ΛΑΟΣ

Θα μου πεις, αν δεν ξέρω.

ΑΛΛΑΝΤΟΠΩΛΗΣ

Άφησε εμέ κι αυτόν εδώ να παραβγούμε
ν' αγωνιζόμαστε ποιος πιο καλά θα σε δουλεύει.

.....................................................

μετάφραση, Μάρκος Αυγέρης

_____

Ο Αριστοφάνης σατυρίζει τους Αθηναίους για την ανάθεση των κοινών συχνά σε ανάξιους πολίτες αλλά και για τις δικές τους αδυναμίες. Είναι αξιοσημείωτο ότι κανείς απ' τους ηθοποιούς δεν ήθελε να υποδυθεί τον Κλέωνα και τον υποδύθηκε με θάρρος ο ίδιος ο Αριστοφάνης, σχεδόν με βεβαιότητα χωρίς προσωπείο.

*και στις τρεις περιπτώσεις αναφέρεται στον Κλέωνα.