ΛΕΟΠΟΛΔ ΣΕΝΤΑΡ ΣΕΝΓΚΟΡ, ΣΕΝΕΓΑΛΗ,ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ...ΠΟΙΗΤΙΚΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 1:06 μ.μ.

0


Λεοπόλδ Σενγκόρ, Leopold Sedar Senghor (Joal, 1906-2001), Σενεγάλη

Ο Σενγκόρ ήταν μια απ' τις μεγαλύτερες πνευματικές μορφές που έχει αναδείξει ως σήμερα η Αφρική. Θεωρείται ένας απ' τους πρωτεργάτες και απόστολους της νεγροσύνης (Negritude) και έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στο κίνημα για την ανεξαρτησία των αφρικανικών κρατών. Ποιητής, δοκιμιογράφος, φιλόσοφος και πολιτικός ήταν επανειλημμένα υποψήφιος για Nobel. Έχοντας σπουδάσει προπάντων στο Παρίσι έγραφε κυρίως στα Γαλλικά. Κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο αιχμαλωτίστηκε από τους ναζί. Χρημάτισε υπουργός της Γαλλικής κυβέρνησης και μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης και πρώτος πρόεδρος της Σενεγάλης από το 1960 - έτος της ανεξαρτησίας της - μέχρι το 1980, οπότε αποσύρθηκε. Ανάμεσα στα διεθνή βραβεία που έλαβε συμπεριλαμβάνεται και το βραβείο "Αθήναι" του Ιδρύματος "Αλέξανδρος Ωνάσης".


Μαύρη γυναίκα

Μαύρη γυναίκα! Γυμνή γυναίκα!
Ντυμένη με το χρώμα σου
Που ’ναι ζωή.
Με τη γύμνια σου
Που ’ναι ομορφιά.

Στη σκιά σου έχω αναστηθεί.
Ένιωσα την αβρότητα των χεριών σου
απάνω στα μάτια μου.
Και τώρα, ψηλά πολύ, στην κορφή
του ηλιοψημένου παρελθόντος
-μεσ’ στην καρδιά του Καλοκαιριού
στου μεσημεριού την καρδιά-
Έρχομαι κοντά σου, ω πρόθυμη
δική μου Γη! Και η ομορφιά σου
μου τρυπά την καρδιά, όπως
το ισχυρό βλέμμα του αετού.

Γυμνή γυναίκα! Μαύρη γυναίκα!
Ώριμο φρούτο σκοτεινής σάρκας,
μαύρου κρασιού συγκρατημένη έκσταση,
στόμα που κάνει το στόμα μου
να τραγουδεί. Σαβάνα
με καθαρούς ορίζοντες, σαβάνα
που τρέμει κάτω απ’ τα καυτά χάδια
του ανατολικού άνεμου, ταμ-ταμ
σκαλιστό, ζωντανό ταμ-ταμ που γογγύζει
κάτω απ’ του κατακτητή τα δάχτυλα.
Η χαμηλότερη φωνή σου είναι του εραστή τραγούδι.

Μαύρη γυναίκα! Γυμνή γυναίκα!
Λάδι αρυτίδωτο από τους ανέμους, λάδι
που μαλακώνει τους μηρούς των αθλητών
απάνω στης πριγκίπισσας των Μάλι
τους μηρούς, γαζέλα με δεσμούς ουράνιους,
τα μαργαριτάρια είναι αστέρια
που λάμπουν τη νύχτα απάνω
στη σάρκα σου. Απολαυστικό παιχνίδι
του μυαλού, εικόνα κόκκινου χρυσού
απάνω στη φλεγόμενη σάρκα,
στη σκιά των μαλλιών σου
κοντά στων ματιών σου τους ήλιους
στενεύει η αγωνία μου.

Γυμνή γυναίκα! Μαύρη γυναίκα!
Να τραγουδήσω θέλω την εφήμερη
ομορφιά σου. Να ριζώσω
την ύπαρξή σου στην αιωνιότητα.
Προτού φτάσει η φθονερή μοίρα
και στάχτη σε κάνει για να θρέψει
μ’ αυτή τις ρίζες της ζωής.

*

Αλλά ξέχασε όλα εκείνα τα ψέματα

Αλλά ξέχασε όλα εκείνα τα ψέματα, σαν
μια φευγαλέα απερισκεψία στα άδεια
οικόπεδα των προαστίων, όλες εκείνες
τις προδοσίες και τις εκρήξεις και τους θανάτους
στην ψυχή – είναι η σιωπή των κατεστραμμένων
 πόλεων μακριά, κατά μήκος στην Λευκορωσία –
μ’ όλες τις ασπίδες του κομμένες κοντές, ωσάν
κάποιες αναμαλλιασμένες γυναίκες κτηνώδικα
βιασμένες. Στ’ αβρό άγγιγμα αυτής
της άνοιξης, σε μια τέτοια γαλάζια αβρότητα
που είναι αυτή η Άνοιξη, α! να ονειρεύεσαι
τα νέα κορίτσια όπως ένας ονειρεύεται
τ’ αγνά λουλούδια στον πράσινο τρόμο, του δάσους.
Στις σκιές του παρθένου δάσους να πιστεύεις
πως υπάρχουν ανοιξιάτικα μάτια. Μάτια
από φως που τρομάζουν, καθώς τρομάζει
το ξέφωτο της ζούγκλας από τον κατακτητή του
Ήλιο, το πρωί. Να πιστεύεις πως υπάρχουν
χέρια ηρεμότερα κι από τα φοινικόδεντρα,
απαλότερα κι από το λίκνισμα μιας θαλάσσιας
Νύμφης – χέρια απαλά, να λικνίσουν
την καρδιά μου με παλάμες απάνω
από τη θλίψη και τον ύπνο μου.

Έρχομαι σε σένα, ένα λείο βέλος όρθιο,
το κεφάλι ψηλά απάνω από τα χαμόκλαδα.
Ω χείλη σκοτεινά από μοναχικούς ετήσιους
ανέμους, αδέρφια της νύχτας ιερών χορών
τ’ ουρανού! Ακούστε τη φωνή της, χαμηλή
και βαθύτατη – μια μεγάλη μπρούντζινη καμπάνα,
από πολύ μακριά! Η καρδιά της χτυπά
στον ίδιο τόνο με τη δική μου και ο ρυθμός της
είναι ρυθμός πολεμικών ταμ-ταμ. Να πιστέψεις
πως αυτή είναι η μία, Νέα Γυναίκα, που
προσμένει στην εξώθυρά της για τους
                                   ταχυδρόμους μου
και που φαντάζεται το πρόσωπό μου μέσα
στο κεφαλομάντηλό της, που λουλουδίζει!
Στ’ απαλό φως αυτής της Άνοιξης
-να πιστέψεις -, με προσμένει η παρθένος μου
με τα μαύρα μεταξένια μαλλιά.

εισαγωγικές πληροφορίες και μετάφραση, Θανάσης Νταουσάνης