ΙΣΘΜΟΣ, ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΜΠΟΓΛΗΣ/ΩΔΗ ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ, ΦΑΙΔΡΟΣ ΜΠΑΡΛΑΣ/Ω, ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 9:25 μ.μ.

0

Σταύρος Σταμπόγλης

Ισθμός

Περνάς ανάμεσα από καλημέρες
Και ύστερα κανένα εμπόδιο με την ακριβή του έννοια
Τώρα μπορείς να διαπεράσεις την κατάφορτη
Πορτοκαλιά και τις χαραμάδες του φοίνικα
Μπορείς να εισχωρήσεις στη μασχάλη της κιτρέας
Δέντρο έμπλεο από άνθη και καρπούς στα μέσα του Γενάρη
Σαν έρωτας αιλουροειδών με το χιονιά
στ' αχαμνά του να φλέγεται

Ύστερα διασχίζεις αναμνήσεις με άτια, άμαξες και παιδιά
Κι αμέσως γδέρνεσαι μια ιδέα στο καμπαναριό
Ενόχληση ελάσσονος σημασίας εμπρός στον ορίζοντα
Φτάνεις επιτέλους στη θάλασσα
Κατευθείαν για Διαπόριους νήσους και ό,τι ήθελε προκύψει
Τι να σ' εμποδίσει, τα Διυλιστήρια Κορίνθου, οι διαπλεύσεις
ή μήπως οι δέσμες των αυτοκινητοδρόμων

Αν και το μέλλον μάλλον είναι δικό τους,
πρόκειται για ασήμαντους εισοδιστές στο αιδοίο
του αρχιπελάγους προσώρας
Έτσι κι αλλιώς ο Σαρωνικός δείχνει
πως έχει τη θέληση να πνιγεί τελευταίος

*

Φαίδρος Μπαρλάς

Ωδή του Σεπτεμβρίου

Αυτός ο μήνας πώς την σκάβει την ψυχή.
πώς η αξίνα
χτυπάει αναπάντεχα τις ρίζες,
με το κρυμμένο, πεντακάθαρο νερό.

Δεν είναι σαν την Άνοιξη ο καιρός,
αυτός, ο δροσερά συννεφιασμένος.
αυτός ζητάει πάντα πιο πολλά
και τέτοια που δεν ξέρει να ονομάσει.

Και τούτη η γλύκα μες στο αίμα σαν χυμός
από κατάμαυρο βατόμουρο, σαν πάρει
να σκοτεινιάζει ή άμα βρέξει ξαφνικά.

Πρόσωπα βιαστικά μες τη βροχή,
πολύ πιο έντονα, βαθύτερα από πάντα,
πρόσωπα μες από το θαύμα της βροχής.

Στην παραζάλη του νερού ανακατώνεται
μες στο παρόν όλο βουή το παρελθόν.

Άκου όταν τελειώσει αυτή η βροχή,
μπορείς κατάματα στ' αστέρια να καπνίσεις
την πίπα απ' το παλιό τριανταφυλλόξυλο.

Ή πάλι να χαθείς μεσ' στην πλατεία,
μες στη ζεστή εγκαρδιότητα που έχουν
το πλήθος που βουίζει ο ψίθυρός του,
τα μαγαζιά που ετοιμάζονται να κλείσουν
κι αυτά τα φώτα που δεν στέγνωσαν ακόμη.

*

Γιώργος Σαραντάρης

Ω, Περιστέρι της ψυχής...

Ω, περιστέρι της ψυχής πήγαινε στο καλό
πήγαινε τώρα με το μελτέμι
και φίλησέ μου όσα μαργαριτάρια συναντήσεις
αν δε με βλέπεις μη φοβάσαι θα γιορτάζω μαζί σου
στο ταξίδι μας θα σηκώσουμε τα νερά της θάλασσας
να ευλογήσουν ό,τι αγαπήσαμε
και ό,τι δεν ξεχνάμε πια.
Η θάλασσα θρυματίστηκε σε αναρίθμητα κρύσταλλα
τα μαζέψαμε και καβάλα στον άνεμο ταξιδεύουμε
τα ρίχνουμε όπου βλέπουμε γυναίκες να δέρνονται
τότε ξαναγίνονται οι θάλασσες
και άφθαστη αθωότητα τις διακρίνει
τότε εμείς οι άντρες πετάμε ψηλότερα στον ουρανό
για να χορταίνουμε από μακρυά το φέγγος
ενώ οι γυναίκες αιώνια αφηγούνται στα μωρά
τη γέννηση των θαλασσών.