Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 12:59 π.μ.

0

Η (δέκατη τέταρτη) ανανέωση ύλης της ιστοσελίδας ολοκληρώθηκε. Ανανεώθηκαν συνολικά έξι ενότητες στις 31 Γενάρη και εννέα την 1η Φλεβάρη  Η επόμενη ανανέωση θα γίνει ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΤΗΣ 1ης ΜΑΗ 2013.

Το συνολικό περιεχόμενο της ιστοσελίδας υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα και ειναι κατοχυρωμένο πνευματικά.

ΣΠΥΡΟΣ ΒΡΕΤΤΟΣ, ΟΜΟΝΟΙΑ 1983 / ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ, ΤΟ ΔΙΑΔΗΜΑ, ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ ΙΠΠΟΚΑΜΠΟΥ / ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΥΡΜΟΥΖΗΣ, ΦΟΡΤΗΓΟΝ "ΚΟΜΗΣ ΜΠΕΝΤΦΟΡΝΤ" ,ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΩΝ ΗΧΩΝ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 12:54 π.μ.

0


Σπύρος Βρεττός

Ομόνοια 1983

Το πρωί το άλογό σου θα τιναχτεί στα τέσσερα
απ’ το βραχνό μαγνητόφωνο του τυφλού.
Θα σε δω να καλπάζεις ξέφρενα
στα υπόγεια της Ομόνοιας
κατά τις ηλεκτρικές εξόδους.
Τις κινήσεις σου που φωσφορίζουν έξω
και σβήνονται όταν περνούν αυτοκίνητα, τις είπες
              λάθος.
Τώρα επαναστατείς χωρίς ν’ αντιδράς.
Σου αρκεί που καλπάζεις και τραβάς το χαλινάρι
σαν ν’ αλλάζεις τις ταχύτητες μιας μηχανής.
Κυκλοφορείς ανάμεσα σε κερματοδέκτες
και αυτόματες επανεκδόσεις  του προσώπου σου,
κι έχεις αφήσει τη σκέψη σου
στους θολωτούς τάφους των Μυκηνών
και στο γύρο του θανάτου επαρχιακού λούνα παρκ.
Είσαι ο υπόγειος ιππέας, ο ξέφρενος.
Η χαίτη του αλόγου σου ακουμπάει στη στέρεη πλάκα.
Τώρα ξετυλίγεσαι σ’ ευθεία γραμμή.
Εγώ σε βλέπω κοκαλωμένο
στις γραμμές του ηλεκτρικού,  να ’χεις διακόψει,
μέρες τώρα, την υπόγεια κυκλοφορία.
Έχεις μια παγωμένη ικανοποίηση
που δεν κατέβηκες περισσότερο
και στ’ άλλα οργανωμένα επίπεδα του κατεστημένου
παρά σταμάτησες εδώ.
Και δεν με αισθάνεσαι που βγαίνω από μέσα σου
με άλογο πιο άγριο.

____

Γιώργος Βέης

Το διάδημα

Καθώς γύρισε σελίδα στη ζωή του
αντίκρισε τα σφαγμένα κριάρια
άλλο ένα φλογισμένο πανηγύρι των μουσουλμάνων
πίστεψε για μια στιγμή ότι είχε βρεθεί σε λάθος επεισόδιο
αναζήτησε την έξοδο κινδύνου
αλλά απλώς στεκόταν εκεί
ένα δευτερόλεπτο προτού αρχίσει η πτώση
χωρίς φρένα,
χωρίς αέρα και νοσταλγία
μόνο χολή

*

Με τον τρόπο του ιππόκαμπου

Θα μείνει πάντα ένα ερωτηματικό
πότε ξεκάθαρο, πότε θολό,
δειλό σαν μια υπόθεση μεταμορφώσεων
αιωρούμενο, πάντως όχι τόσο βασανιστικό
όσο επίμονα παιδικό
από εποχή σε εποχή
μια ένδειξη αβρότητας
που έμεινε αναπάντητη
μέσα στη μπόρα της αλλοφροσύνης των άλλων
που έζησαν υποχρεωτικά μαζί μας
μετά το ναυάγιο.
Πώς το είπε εκείνο το βράδυ ο Φιοντόρ;
«Ο καθένας από μας είναι ένοχος απέναντι σε όλους,
για όλους και για όλα».
Είναι άραγε έτσι ή κάπως διαφορετικά;

_____

Δημήτρης Χουρμούζης

Φορτηγόν «Κόμις Μπέντφορντ – «φέρον κατά το πλείστον ελληνικόν πλήρωμα»-
Δεν ξέρεις το πώς θα ’ρθει το τέλος, το πότε θα ’ρθει το τέλος,
το πού θα ’ρθει)
Οι άνεμοι κι οι θάλασσες το τι θα φέρουν, δεν ξέρεις.
Σαν ξεκινάς, όχι για ταξίδι, όχι για την Ιθάκη
κι όχι ακόμα για θησαυρούς κι ανακαλύψεις,
Σαν ξεκινάς με δυο άδεια χέρια και μάτια
τσιμέντο γιομάτα,
ανώνυμος,
κι εφιαλτικός στην εθνικότητα που δεν γνώρισες,
σαν ξεκινάς να κατακτήσεις
-κι όχι τόσο για την κατάκτηση-
κόσμους που εσύ γέννησες,
ανθρώπους που εσύ έπλασες
δρόμους και πολιτείες
κι ένα ταύρο με σημαίες στα κέρατα,
δεν ξέρεις το πώς θα ’ρθει  το τέλος
- άλλωστε δεν σ΄ενδιαφέρει…
Εμείς,
το «Ελληνικόν πλήρωμα
εδώ στ’ ανοιχτά της Οκινάβας. Βρεθήκαμε.
εμείς
«Το Ελληνικόν», επί του φορτηγού «Κόμις Μπέντφορντ»,
ναυάγια στα νότια της Ιαπωνίας
(και τάχα στην Ιαπωνία;)
Εμείς το πλήρωμα του ναυαγήσαντος σκάφους
χωρίς ιστορία πια και ίσως χωρίς μνήμη
δίχως δυο παιδικά μάτια αναμονής θριάμβου
μόνο με μια «καταγωγή» χωρίς καταγωγή,
μ’ έναν Ήλιο που δεν ξέρουμε τι να τον κάμνουμε
μια μοίρα. Κι ένα όνομα: «το ελληνικόν»…
…Δεν θα ζητήσω το πώς βρεθήκαμε εδώ
κι ούτε ευθύνες για τον καταποντισμό
τώρα πια, ο ενσκήψας τυφών κι η θάλασσα
δεν επιτρέπουν δίκην.
Δεν το νιώσαμε πως είχαμε έλθει τόσο κοντά…
…………………………………………………………….
Μαζεύαμε μνήμες απ’ την πλαγιασμένη άγκυρα,
όνειρα απ’ τις δεμένες βάρκες του ¨κόμιτος»,
έρωτες απ’ τα νησιά μας:
……………………………………………………………
αμετανόητοι κι επίμονοι, εμείς,
Εμείς  «το ελληνικόν». Και πού θα πάμε;
…Στα μάτια φάνταξε απίθανα όμορφο το τέλος,
γυμνά λαιμά γυναικών, στήθη στολισμένα
και μικρά ποδάρια ηδονής
-Όπως δα σ’ Έλληνες μόνο ταιριάζει
σαν υψώθηκε το κοράλι.
Μάζα σκληρή, ακίνητος τάφος, άγραφο πρόσωπο
σ’ αυτήν την περιοχή τη δίχως αιτία και νόημα
δίχως προέκταση κι ελληνική γραμμή
δίχως κατανόηση και συναίνεση για την αδημονούσα
εφηβεία μας…………………………………………..
Κουβαλούσαμε λοιπόν τόση μνήμη;
Φέρναμε λοιπόν τόσα χιλιόμετρα  Δρόμων στ’ αμπάρι μας;
Κι έτσι ανυποψίαστοι…
Τώρα, ξερός κρότος, ο όγκος του κοραλλιού,
το σκάφος σκίστηκε στα δυό,
οι Δρόμοι απλώθηκαν στο νερό της θάλασσας,
μπλεχτήκαν στα μαλλιά ερωτευμένης γιαπωνέζας,
κι απλώσαν σκληρά κι αδυσώπητα,
φίλια πρόσωπα, εικονίσματα κι αποδημία
και μια μικρή κοπέλλα  με πιπεριές στα δάχτυλα…
Ντυθήκαμε στα νερά.
Ταξιδεύουμε στα νερά.
Σκεπτόμαστε με τα νερά στο στόμα, ξερνώντας
θάνατο και βλαστήμια στη φύτρα μας.
Σαν ήλθε ο τυφών «Χάριετ» ήμασταν έτοιμοι:
Το ταξίδι συνεχιζόταν!
Κάθοδος κι άνοδος, ευθεία και τεθλασμένη,
έννοιες που απώλεσαν πια το βάρος τους,
οι σημαίες κυρτές, μεσίστιες
Γιατί – Τι ενδιαφέρει; -
Είναι το «ελληνικόν» που εδώ ανοιχτά της Οκινάβας
νοτίως της Ιαπωνίας
στο γεωγραφικό μήκος της κάθε χώρας,
Ισημερινό και τροπικό του Αιγόκερω,
και πέραν του Ισημερινού και τροπικού του Αιγόκερω,
στην κάθε Γης,
στη Γης,
«Το ελληνικόν»
κατεποντίσθη!

_____

-Τα δυο ποιήματα του Γιώργου Βέη είναι αδημοσίευτα.
-Το «Φορτηγόν “Κόμις Ρέντφορντ”…», δημοσιεύτηκε το 1956.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ, ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ή ΜΟΝΟΛΟΓΙΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 12:45 π.μ.

0



Γιάννης Σκαρίμπας, ο ιδαλγός της Χαλκίδας , 1893-1984

"Θάθελα κάτι για την ποίηση νάλεγα – μα δεν μπορεί, δε φτάνει τούτη η χουμάτινη και παράχορδη φωνή μου. Θα τόλεγα σαν κάλεσμα της αινιγματικής ερημιάς μας, κάτι σαν διαμαρτυρία μας, στη στιγερή διαταράχτριά μας – την ζωή", Γ.Σ.
                       (απ’ τον πρόλογο του βιβλίου του "Άπαντες στίχοι, 1936-1970").

"Μόνο με το κωμικό στοιχείο μπορείς να πολεμήσεις τον αντίπαλο, κάθε στραβό κι ανάποδο και το κατεστημένο μας". Γ.Σ

*

Ο Σκαρίμπας έμεινε ένας φανατικός του μεσοπολέμου, ο πιο γνήσιος, αναμφισβήτητα μέσα στην Ελληνική ποίηση. Ποιητής με μια χορδή, κλεισμένος στον ιδιόμορφο κόσμο του, έχτισε το μεσοπολεμικό του όνειρο με εμμονή κι υπομονή, αδιάφορος ίσως στο χρόνο που κυλούσε και στις πληγές που ανοίγονται, ανάμεσα στο «Ουλαλούμ» του 1936, στους «Εαυτούληδες» του 1950 και στους «Βοϊδαγγέλλους» του 1968», Στέφανος Ροζάνης, «Οι πνευματικοί προσανατολισμοί του μεσοπολέμου κι ο Γιάννης Σκαρίμπας».

*

Το είπα κι άλλοτε στην κριτική των “Ουλαλούμ”: Ο Γιάννης Σκαρίμπας είναι ασύλληπτος. Οσονδήποτε κι αν δίνεται διατηρεί ακέραια πάντα την προσωπικότητά του, γι’ αυτό και δύσκολα θαύρει μιμητές, γι’ αυτό και θα ζήσει, Πέτρος Ολύμπιος, «Γιάννης Σκαρίμπας», κριτική μελέτη, 1937

*

Μα ο Σκαρίμπας δεν οδηγεί τον αναγνώστη του σε απαισιόδοξα συμπεράσματα. Αντίθετα, με το ιδιότροπο ύφος του, με την καυτή σάτιρά του και με την ειρωνεία του, αποκαλύπτει τα κακώς κείμενα και δίνει τις προσωπικές του λύσεις…Είναι μαχητικός συγγραφέας: κατά των καθαρευουσιάνων, κατά του παπαδαριού, κατά της υποκρισίας, κατά του πολέμου και της δικτατορίας, κι υπέρ της Αλήθειας όσο συντριπτική κι αν είναι αυτή: όπως το αποδεικνύει στο μελέτημά του των τελευταίων χρόνων για την Επανάσταση του 1821.  Τα πλατιά του ενδιαφέροντα, που καλύπτουν όλα τα είδη Τέχνης (διήγημα, ποίηση, μυθιστόρημα, θέατρο, δοκίμιο), δεν υποχώρησαν ούτε στα βαθιά του γεράματα. Εκεί, στην αγαπημένη του Χαλκίδα, όπου έζησε για πάνω από πενήντα χρόνια, εξακολούθησε να γράφει και ν’ αγωνίζεται, Δ.Π. Κωστελένος

*

Είναι ένας ποιητής ριγών και μεταφέρων το ποιητικό ρίγος. Δημιουργεί την παράξενη ποίησή του μέσα σ' έναν ονειρικό κόσμο, γεμάτον μουσικότητα και, πάνω απ' όλα, γνησιότητα, με στίχους σπαστούς, απρόσμενα δομημένους με "εκρήξεις, αφορισμούς, φως και δάκρυ, πίκρα και σαρκασμό". Είναι ακόμα- θα τα πω σαρωτικά- καυτός, σφριγηλός, σαφής, κοφτός, ειλικρινής, καθαρός, σπινθηρίζων, χωρίς κενή σοβαροφάνεια, γνήσιος, δυναμικός, ανθρώπινος, λυρικός, ονειροπόλος, νοσταλγικός, λιτός. Τι άλλο...

Το τραίνο

Πώς ήταν έτσι πώς μου εφάνη
Τόσο μελαγχολικό αυτό το τραίνο,
Σχεδόν όλο πηγαίνω και δεν φτάνει
Σχεδόν ούτε δε φτάνει ούδε πηγαίνω.

Ούτε θυμάμαι πρωί αν ήταν,
Η νύχτα κι έλαμπε ο δίσκος της Εκάτης,
Έτσι του μελαγχολικό όπως εκείταν
όπως εγώ είμαν χαύνος του επιβάτης.

Όπως σχεδόν παιδί – ωραίον όπως
Δεν ξέρω τι με πήρε εντός του – μόνο
Καιρός αν ήταν, ή ήταν δρόμοι ή ήταν τόπος
Που ταξίδευε (σκέφτομαι) στο χρόνο…

Κι όπως βροντούν εντός του οι κρότοι
Πότε στατό και πότε χωρίς φρένο
Με αναφτούς τους φάρους του στα σκότη
Άπιαστο, σερπετό και νυχτωμένο.

Κι όλο κυλάει στου νου τη ρόδα
(σε τέρμα ή σ’ επιστροφή ή αιωνιότη;)
κι είναι σαν ανθοστολισμένο με τα ρόδα
τραίνο που μεταφέρει μου τη νιότη.

Και πάει σαν άστρο κι ως μές’ σ’ ύπνο
Κι ουδέ ξέρω, για να πω σε ποίο,
Αν μέσα σε φέρετρο κείτομαι ή σε λίκνο,
Αν είναι τραίνο αυτό κι εγώ τοπίο.

Πάντως και πάει και πάει κι είναι το τραίνο
Και πάει μαζί του, η ζωή με τα φτερά της
Και πάντως είναι περίεργο ως πηγαίνω
Περίεργο πάντως ως είμαι του επιβάτης.

*

Αλλαγή επαγγέλματος

Όσα ’χαν να ’ρθουν ήσαν δώ: τα ψάρια, οι αυγές, τ’ αμπέλι.
Πάσα ένα με την τέχνη του, καθ’ ένα σε μια στράτα:
Ο Μάης ν’ ανθίζει τα κλαριά, τ’ άνθη να κάνουν μέλι
και τ’ άστρα – κει στον ουρανό – όλα μαζί, μια τράτα.
Κι ήμουν κι εγώ. Στη γης όπου δουλειά και κρότοι,
εμένα η υπηρεσία μου στο τελωνείο ήτον:
Διασαφήσεις να ιστορώ για «έν κιβώτιον» ότι
«εκ ξύλου – ήτανε –κοινού», μ’ «εν τούτοις και ουχ ήττον».
Κι ήρθες εσύ. Και να η ζωή ξεφεύγει του σκοπού της.
Για σένα ο Μάης τώρ’ ανθεί, τ’ αηδόνια στέλνουν ήχους
κι εγώ δίχως «κιβώτιον» και δίχως πια «εν τούτοις»
μνέσκω τα τσαλιμάκια σου να κάνω φως και στίχους.

*

Τ’ αφιγκράτα του βραχοκάβουρα

Άμα θάχω μιαν – αμφί – χτένα
Εντεκάποδη,
Θ’ αποδημήσω στους ρόμβους.
Εκεί, θα πατήσω ένα υποδεκάμετρο
Που θα του καταμετράω τους σφυγμούς μου.

Ύστερα, στις δυο γωνιές της πλάτης μου
Θα μου βγουν μαύρα μάτια.
Θα σπάσει τότες η υγεία μου
Σε παραλληλόγραμμα επεισόδια…

Μετά, θάρθουν οι βάρβαροι
Με τ’ ακουστικά της σιωπής μου.
Και τότε μόνο (ω ΔΕΗ)
Θα μασάω τεθλασμένες.

Ουχ’ ήττον,
Η ατμομηχανή της νυκτός (όπου
Απ’ το τζάμι της ο μηχανοδηγός της θα βλέπει)
Θα επωάζει – αυτή – τρίγωνα
Και αριθμούς διαιρετέους.

Καιρός,
-: Έλλειψις θυέλλης
-: Θάλασσα παροιμιώδης
-: Η Χαλκίδα – Σελήνη – θάναι καθιστή στην ουρά της
-: σαν γάτα.



ΠΤΩΧΟΠΡΟΔΡΟΜΙΚΑ, ΟΨΕΙΣ ΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 12:36 π.μ.

0


 

Τα Πτωχοπροδρομικά, 12ος αιώνας, είναι τέσσερα, συνολικά, ποιήματα.

Είναι τα παλαιότερα (;) της λεγόμενης "Βυζαντινής δημώδους γραμματείας". Υποστηρίζεται ότι είναι δημιουργήματα μεταγενέστερων, που χρησιμοποίησαν το όνομα του Θεόδωρου Πρόδρομου. Ο ποιητής εμφανίζεται σε τέσσερις διαφορετικές, λίαν δραματικές σκηνές: μια για να εξευμενίσει τη δύστροπη γυναίκα του που τολμάει να τον αποκλείει ακόμη και από το οικογενειακό τραπέζι με αποτέλεσμα να κοντεύει να πεθάνει της πείνας· μια για να συντηρήσει το ενδεές νοικοκυριό της πολυμελούς οικογένειάς του· μια για να ζητήσει κάποια αμοιβή για τον εαυτό του ως σπουδαγμένο φιλόλογο ("ανάθεμα τα γράμματα...")· και μια για να ζητήσει μετάθεση, ως καλόγερος πια, από ένα κακώς διοικούμενο μοναστήρι σε άλλο, προφανώς καλύτερο...
 

Αν και πολλά στοιχεία υποδεικνύουν τη σχέση των ποιημάτων με την αυτοκρατορική αυλή των Κομνηνών του 12ου αιώνα, η ταύτιση του δημιουργού τους με τον γνωστό λόγιο αυλικό ποιητή Θεόδωρο Πρόδρομο είναι αμφίβολη, κυρίως με βάση το πλούσιο δημώδες γλωσσικό υλικό και το ύφος τους. Πρόκειται για έργα που ανήκουν στην παρακλητική ή επαιτική ποίηση, είδος γνωστό από παλιά, με στοιχεία σάτιρας.

Πέρα από την καθαρά λογοτεχνική τους αξία, που από ορισμένους αμφισβητείται (όπως ο Φώτης Κόντογλου), πρόκειται για"κοσμικά" (σε διάκριση με τα εκκλησιαστικά) κείμενα και αποτελούν κλειδί για τη μελέτη της εξέλιξης της μεσαιωνικής ελληνικής γλώσσας. 


Πρόσφατα, το 2012, από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, εκδόθηκε το σημαντικό βιβλίο "Πτωχοπρόδρομος", έργο του φιλέλληνα και ελληνιστή Hans Eideneier. Η εικονογράφηση είναι του Ελέκου Φασιανού.

*

...Τα ποιήματα του Φτωχοπρόδρομου είναι κακότεχνα και κακορίζικα, αλλά μέσα σε αυτά βρίσκει κανένας θησαυρό από λόγια, που πολλά από αυτά βρίσκουνται στο στόμα του λαού ως τα σήμερα....
                                                                                                                  Φώτης Κόντογλου  

*

(αποσπάσματα)


"…για την πενία των σπουδαγμένων"


Από μικρού με έλεγεν ο γέρων ο πατήρ μου
Τέκνον μου, μάθε γράμματα, κι ωσάν εσέναν έχει,
Βλέπεις τον δείνα, τέκνον μου, πεζός περιεπάτει,
Και τώρα έν’ διπλοεντέλητος και παχυμουλαράτος.

Αυτός μικρός ουδέν είδεν του λοετρού κατώφλιν,
Και τώρα λουτρακίζεται τρίτον την εβδομάδαν.
Ο κόλπος του εβουρβούρυζεν φθείρας αμυγδαλάτας,
Και τώρα τα νομίσματα γέμει τα μανδηλάτα.

Και έμαθον τα γραμματικά μετά πολλού του κόπου.
Αφ’ ου δε τάχα γέγονα γραμματικός τεχνίτης,
Επιθυμώ και το ψωμίν και του ψωμιού την μάνναν.
…………………………………………………….
Εδάρε τότε αν μ’ έποικαν τεχνίτην χρυσσοράπτην,
Από αυτούς που κάμνουσι τα κλαπωτά και ζώσι,
Και έμαθα τέχνην κλαπωτήν την περιφρονημένην,
Ου μην ήνοιγα τ’ αρμάριν μου και ηύρισκα ότι γέμει
Ψωμίν, κρασίν πληθυντικόν και θυννομαγειρίαν,
Και παλαμιδοκόμματα και τσίρους και σκουμπρία.
Παρ’ ου ότι τώρα ανοίγω το, βλέπω τους πάτους όλους,
Και βλέπω χαρτοσάκκουλα γεμάτα τα χαρτία.

Γείτονα έχω πετσωτήν, ψευδοτσαγγάρην τάχα,
Πλην ένι καλοψωνιστής, ένι και χαροκόπος.
……………………………………………………...
Αυτός γαρ εμπουκκώνεται, κλώθει την μαγειρίαν,
Και εγώ υπάγω και έρχομαι πόδας μετρών των στίχων.
Αυτός χορταίνει το γλυκύν εις το τρανό μουχρούτιν,
Και εγώ ζητώ τον ίαμβον, γυρεύω τον σπονδείον,
Γυρεύω τον πυρρίχιον και τα λοιπά τα μέτρα.
Αλλά τα μέτρα πού ωφελούν την άμετρον την πείναν!

*

"Άλλο…όπου συγκρίνει τον πλούσιο γείτονα με τον εαυτό του"

Γείτοναν έχω κοσκινάν, φάρσωμα μας χωρίζει,
Και βλέπω την ιστίαν του, πώς συχνοφλακαρίζει,
Και πώς πολλάκις των κρεών την τσίκναν απολύει.
Πώς δ’ αυ εις την ανθρακιάν την φοβερήν εκείνην
Κείμενα βλέπω, βασιλεύ, τα πλήθη των ιχθύων.
Και εγώ τσικνώνω δια ψωμίν, ζητώ και ουδέν μ’ εδίδουν,
Αλλ’ ονειδίζουν άπαντες και καθυβρίζουσί με,
Λέγοντες, «φάγε γράμματα και χόρτασε, παπά μου».

*

"Άλλο…όπου εξιστορεί τα πάθη του εξαιτίας της γυναίκας του"

………………………………………………
και θέλω δείξαι προφανώς την ταύτης μοχθηρίαν
τους καθ’ ημέραν χλευασμούς και τας ονειδισίας.
……………………………………………….
«…Εγώ ήμην ευγενική και συ πτωχός πολίτης
Συ είσαι Πτωχοπρόδρομος και εγώ ήμην Ματζουκίνη.
……………………………………………….
Το τι σε θέλω εξαπορώ, το τι σε χρήζω ουκ οίδα.
Αν ουκ εθάρρεις κολυμβάν, κολυμβητής μη εγένου,
Αλλ’ ας έκνηθες την λέπραν σου, και ας ήφινες εμέναν.
Ει δε κομπώσειν ήθελες και λαβείν και πλανήσειν,
Ας έλαβες ομοίαν σου, καπήλου θυγατέραν,
Κουτσοπαρδάλαν τίποτε γυμνήν, ηπορημένην».

Η δε τας αποκρίσεις μου μη καταδεχομένη
Στήκει, τριχομαδίζεται, δέρει τα μάγουλά της.
Συνάγει τα παιδία της, απαίρει και την ρόκαν,
Εμβαίνει εις το κουβούκλιν της, κλείει σφιχτήν την θύραν,
Μουλλώνεται και κρύπτεται, εμέ δ’ αφίνει έξω,
………………………………………………….
Τρέμω, πτοούμαι, δέδοικα μη φονευθώ προ ώρας,
Και χάσης σου τον Πρόδρομον, τον κάλλιστον ευχέτην.

*

"…περιγράφει τα δεινά του ως καλογέρου. Για κάθε μικρό παράπτωμα, τιμωρείται"

Όταν εξέλθω γαρ μικρόν από της εκκλησίας,
Αν ραθυμήσω πώποτε και λείψω από τον όρθρον,
Ου φέρειν όλως δύναμαι τας προσταγάς εκείνων.
Το πού ήτον εις το θυμιατόν; Ας βάλη μετανοίας.
Το πού ήτον εις το κάθισμα; Ψωμίν μηδέν τον δώσουν.
Το πού ήτον εις τον εξάψαλμον; Κρασίν μηδέν τον δώσουν.
Πού ήτον εις τον εσπερινόν; Ας τον εκβάλλουν έξω.

"…δικαιολογίες, ώστε να βγαίνει τακτικά έξω από το μοναστήρι, επειδή το θέλει κι όχι όποτε τον στέλνουν για θελήματα"

Και πρόσχες και την δύναμιν του ψεύδους ίνα μάθης,
Και να γελάσης των πολλών εφευρημάτων λόγους.
«Πάτερ, πετσίν ουδέν έχω, να αναβώ να αγοράσω,
και μελανίτσιν ολίγον και τώρα εία που φθάνω.
Πάτερ, πανίτσιν έδωκα προχθές εις τον βαφέα,
Να υπάγω να ζητήσω το, και τώρα εία που φθάνω.
Πάτερ, αυς λέγουν, εκ παντός ψυχομαχεί ο αδελφός μου
Ας έβγω, ας δράμω να ιδώ, και τώραν εία που φθάνω».
Ταύτα λαλούντες έχομεν μικράν παρηγορίαν
Και εκ της μονής εκβαίνοντες βλέπομεν και τον κόσμον.

ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΙΡΑΚΗΣ, ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΜΑ...ΣΠΑΝΙΑ ΣΤΙΓΜΙΑΙΟ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 12:22 π.μ.

0


ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ

Το όνομα του βλέμματός τους
καθορίζει την παρουσία των
ασαφών ορίων. Τη μελαγχολία
του χαμένου παιχνιδιού ή τα
δεσμά μιας αποτρόπαιας αγωνίας
μπροστά στην επιτύμβια στήλη
που γράφει πρόωρα τ’ όνομά τους.

Νομίζεις πως στέκονται ανάμεσα
σε αόρατες ράγες που δεν πάνε
παραπέρα απ’ τον ήχο του όπλου
και το θάνατο. Ανάμεσα σε
στιλπνούς κάλυκες και κοπάδια
από σκοτεινές ύαινες με αποτρόπαια
αποτυπώματα.

Αν καταφέρουν να τρέξουν
κατά το δάσος, θα τα προλάβει
η χλόη και το κόκκινο δειλινό
θα γίνει χαμένο λυχνάρι μπροστά
στην ψυχή τους.

Προσπαθώ να υψώσω ένα σπασμωδικό
«αλληλούια», για να ξορκίσω το δρεπάνι
που πλησιάζει βλοσυρά τα σμιχτά τους
βλέφαρα, την ώρα που με ρωτούν «θα
ξαναβγεί, κύριε, το χέρι μου;».

Πού να βρεις το στίγμα μιας
ανέμελης παιδικής προσευχής
πριν απ’ τον ζεστό βραδινό ύπνο,
με τα χέρια ενωμένα γλυκά πάνω
στο στήθος και μια κούκλα
στο μέρος της καρδιάς.

Πώς να θαμπώσεις το τζάμι
του μέλλοντος, που δεν τα περιμένει
με θαυμαστικά, όπως τους ταιριάζει.

                   Γιώργος Τσακιράκης

_____

(απ' το βιβλίο "Το μανιφέστο της ειρήνης
και τρεις θλίψεις για τον Ουρανό")  

ΑΠΑΝΤΗΣΗ Σ' ΕΝΑ ΕΠΙΜΑΧΟ ΘΕΜΑ, ΝΥΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ, ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 12:21 π.μ.

0


Απάντηση σ’ ένα επίμαχο θέμα

Τι είναι η ποίηση
Τι είναι η ποίηση
Τι είναι η ποίηση
        Ο Αντριάνο Σπατόλα
λέει
   ρωτάει
ανθρώπους
          που του λένε
                              λέει
η ποίηση
δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα επειδή
επειδή κι επειδή και
ποια είναι η χρησιμότητά του
Αντριάνο
αυτό είναι σωστό και λάθος
αυτό είναι σωστό
η ιστορία
γράφει ο Μίλοβαν Τζίλας
αναζητάει πάντα τον τρόπο της ελάχιστης αντίστασης
κι η ποίηση
υπάρχει κάποιο τέτοιο πράγμα
ακόμα και χωρίς ευτυχία
ακόμα και χωρίς αγάπη
ακόμα και χωρίς ελευθερία
ακόμα και χωρίς ελπίδα
ακόμα και χωρίς μελάνι
ακριβώς
όπως υπάρχει η ιστορία
που πάντα αναζητάει
τον τρόπο της ελάχιστης αντίστασης
και που
ακόμα και χωρίς ευτυχία
ακόμα και χωρίς αγάπη
ακόμα και χωρίς ελευθερία
ακόμα και χωρίς ελπίδα
ακόμα και χωρίς μελάνι
απλούστατα συμβαίνει και
είναι ακριβώς τόσο άχρηστη
όσο κι η ποίηση
που ακριβώς όσο είναι απαραίτητο
απλούστατα συμβαίνει
αλλά
αναζητάει ευτυχία αγάπη ελευθερία κι ελπίδα
κι έτσι
ακόμα και χωρίς μελάνι
στυλό διαρκείας
γραφομηχανή
πάντοτε
ανώφελα
διαλέγει
τον τρόπο της αντίστασης
κι αυτό
αυτό ακριβώς
είναι αυτό που είναι καλό.

Γκέραλντ Μπίζινγκερ, Gerald Bisinger

ΦΟΥΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟ ΜΕΛΛΟΝ, ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΑΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΚΑΙ ΣΑΝ ΕΡΕΘΙΣΜΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 12:19 π.μ.

0


Μελλοντικός φουτουρισμός

ΣΚΟΛΙΑ, ΚΛΑΣΙΚΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 12:18 π.μ.

0



ΣΚΟΛΙΑ (αρχαϊκή λυρική ποίηση)

σκόλιον, το: είδος άσματος ψαλλομένου προς λύραν υπό των συμποσιαζόντων εν ατάκτω σειρά διαδοχής, του άδοντος κρατούντος κλάδον μυρσίνης, ον είχε λάβει παρά του προηγουμένου αοιδού.
                                                                      Δ. Δημητράκου, Μέγα λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης

Το σκόλιο ήταν ένα τραγούδι που οι συμπότες, σε συμπόσια ή συμποσιακές παρέες, έλεγαν με τη συνοδεία λύρας ο ένας μετά τον άλλον. Η εναλλαγή αυτή γινόταν με ακανόνιστη τάξη (σκολιός=κυρτός, δύστροπος, στριφνός, επομένως, στην περίπτωση των "σκολίων", μπερδεμένος). Όποιος τραγουδούσε κρατούσε στα χέρια του ένα κλαδί μυρσίνης ή δάφνης (έθος ην ...δάφνης κλώνα ή μυρρίνης λαβόντα προς τούτον άδειν) , που το έδινε σ' όποιον ήθελε, για να δοθεί συνέχεια στο τραγούδι.Τα σκόλια έπρεπε να είναι απλά και εύκολα, γιατί ήταν παροίνια, τραγουδιόνταν με την πόση οίνου (απλά γαρ ταύτα εχρήν είναι και εύκολα, ως παρά πότον αδόμενα). Είναι διακριτό ότι και φημισμένοι ποιητές δεν απόφευγαν να γράψουν σκόλια, όπως φαίνεται από έργα του Αριστοφάνη. «Άισον δη μοι σκολιόν τι λαβών Αλκαίου κανακρέοντος» -τραγούδα μου ένα σκόλιο που θα πάρεις απ' τον Αλκαίο και τον Ανακρέοντα. Στους "Σφήκες", στίχοι 1219-1248, γίνεται ένας διάλογος μεταξύ του Βδελυκλέονα και του Φιλοκλέονα με σκόλια*.  Τα τμήματα του σημειώματος που βρίσκονται μέσα στις παρενθέσεις προέρχονται από σχόλια στους "Σφήκες" του Αριστοφάνη (Scholia Graeca...κ.λπ.) απ' το βιβλίο "Αριστοφάνης, Aristophanis Comoediae", έκδοση Οξφόρδης, 1844)

*

177 (6D)

ΕΙΘ ΕΞΗΝ ΟΠΟΙΟΣ ΤΙΣ ΗΝ ΕΚΑΣΤΟΣ
ΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΔΙΕΛΟΝΤ ΕΠΕΙΤΑ ΤΟΝ ΝΟΥΝ
ΕΣΙΔΟΝΤΑ ΚΛΕΙΣΑΝΤΑ ΠΑΛΙΝ
ΑΝΔΡΑ ΦΙΛΟΝ ΝΟΜΙΖΕΙΝ ΑΔΟΛΩΙ ΦΡΕΝΙ

Μακάρι να μπορούσε και να δει ποιος ο καθένας είναι,
το στήθος του ανοίγοντας, μέσ’ στο μυαλό του έπειτα
βλέποντας και κλείνοντάς το πάλι,
τον άντρα μ’ απονήρευτο μυαλό φίλο του να τον έχει.

*

181 (19D)

ΣΥΝ ΜΟΙ ΠΙΝΕ ΣΥΝΗΒΑ ΣΥΝΕΡΑ ΣΥΣΤΕΦΑΝΟΦΟΡΕΙ
ΣΥΝ ΜΟΙ ΜΑΙΝΟΜΕΝΩΙ ΜΑΙΝΕΟ, ΣΥΝ ΣΩΦΡΟΝΙ ΣΩΦΡΟΝΕΙ

Μαζί μου πίνε, τα νιάτα σου μαζί μου πέρνα, μαζί μου
αγάπα, μαζί μου το στεφάνι βάλε,
τρελός μαζί μου να τρελαίνεσαι, μαζί μου σώφρων
μυαλό να ’χεις.

*

186 (20D)

ΥΠΟ ΠΑΝΤΙ ΛΙΘΩΙ ΣΚΟΡΠΙΟΣ Ω ΕΤΑΙΡ ΥΠΟΔΥΕΤΑΙ
ΦΡΑΖΕΥ ΜΗ ΣΕ ΒΑΛΗΙ ΤΩΙ Δ ΑΦΑΝΕΙ ΠΑΣ ΕΠΕΤΑΙ ΔΟΛΟΣ

Κάτω από κάθε πέτρα κρύβεται, φίλε μου, σκορπιός.
Μη σε κεντρίσει πρόσεχε. Και το σκοτάδι ακολουθεί
ο κάθε δόλος.

*

190 (3D)

ΕΝ ΔΗΛΩΙ ΠΟΤ ΕΤΙΚΤΕ ΤΕΚΝΑ ΛΑΤΩ
ΦΟΙΒΟΝ ΧΡΥΣΙΚΟΜΑΝ ΑΝΑΚΤ ΑΠΟΛΛΩ
ΕΛΑΦΗΒΟΛΟΝ Τ ΑΓΡΟΤΕΡΑΝ
ΑΡΤΕΜΙΝ Α ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΜΕΓ ΕΧΕΙ ΚΡΑΤΟΣ

Γέννησε κάποτε η Λητώ στη Δήλο τέκνα δυο,
το Φοίβο τον χρυσόμαλλο, τον άρχοντα Απόλλωνα,
μα και την ελαφοτοξεύτρα Άρτεμη, την κυνηγήτρα,
που στις γυναίκες έχει δύναμη μεγάλη.

*

192 (Hybr.  1D)


ΕΣΤΙ ΜΟΙ ΠΛΟΥΤΟΣ ΜΕΓΑΣ ΔΟΡΥ ΚΑΙ ΞΙΦΟΣ
ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΛΟΝ ΛΑΙΣΗΙΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΧΡΩΤΟΣ
ΤΟΥΤΩΙ ΓΑΡ ΑΡΩ ΤΟΥΤΩΙ ΘΕΡΙΖΩ
ΤΟΥΤΩΙ ΠΑΤΕΩ ΤΟΝ ΑΔΥΝ ΟΙΝΟΝ ΑΠ ΑΜΠΕΛΩΝ
ΤΟΥΤΩΙ ΔΕΣΠΟΤΑΣ ΜΝΟΙΑΣ ΚΕΚΛΗΜΑΙ

ΤΟΙ ΔΕ ΜΗ ΤΟΛΜΩΝΤ ΕΧΕΙΝ ΔΟΡΥ ΚΑΙ ΞΙΦΟΣ
ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΛΟΝ ΛΑΙΣΗΙΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΧΡΩΤΟΣ
ΠΑΝΤΕΣ ΓΟΝΥ ΠΕΠΤΗΩΤΕΣ +ΕΜΟΝ
<-> ΚΥΝΕΟΝΤΙ ΔΕΣΠΟΤΑΝ <υυ-υ->
ΚΑΙ ΜΕΓΑΝ ΒΑΣΙΛΗΑ ΦΩΝΕΟΝΤΕΣ

Έχω μεγάλα πλούτη το δόρυ μου, το ξίφος
και μία ασπίδα όμορφη, τείχος για το κορμί μου.
Γιατί μ’ αυτά οργώνω, μ’ αυτά θερίζω,
μ’ αυτά πατώ τον οίνο τον γλυκό από τ’ αμπέλια,
μ’ αυτά αφέντη οι υπηρέτες με φωνάζουν.

Κι αυτοί που δεν τολμούν το ξίφος και το δόρυ
να κρατήσουν, την όμορφη ασπίδα, τείχος για το κορμί τους,
όλοι στα γόνατα πεσμένοι εμένα
αφέντη τους με βλέπουν
και βασιλιά μεγάλο με φωνάζουν.

μετάφραση των Σκολίων, Λουκάς Παπαδημητρόπουλος

_____

* "Κανείς ποτέ ως τώρα τέτοιος άντρας δε γεννήθηκε στην Αθήνα"
...............................................................................................
"Άνθρωπέ μου, συ που πολύ λαχταράς τη μεγάλη εξουσία,
την πόλη μας θα την αναποδογυρίσεις.Τραβάει στο γκρεμό"
...............................................................................................
"Του Άδμητου το λόγο, φίλε μου, μάθε κι αγάπα τους καλούς"
...............................................................................................
"Δεν μπορώ να παριστάνω την αλεπού
και να γίνομαι φίλος και με τους δυο"

ΤΣΕΣΛΑΒ ΜΙΛΟΣ, ΠΟΛΩΝΙΑ, ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ...ΠΟΙΗΤΙΚΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 12:03 π.μ.

0


Τσέσλαβ Μίλος, Czeslaw Milosz, 1911-2004, Πολωνία


Ο Τσέσλαβ Μίλος, γεννήθηκε σε περιοχή που σήμερα ανήκει στη Λιθουανία και πέθανε το 2004 σε ηλικία 93 ετών στο σπίτι του στην Κρακοβία, όπου είχε επιστρέψει στις αρχές της δεκαετίας του ’90.

Σύμβολο του αγώνα κατά του ολοκληρωτισμού, τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας (1980) για το ποιητικό του έργο, εν μέσω των καταλυτικών εξελίξεων που είχε προκαλέσει ο αγώνας του κινήματος Αλληλεγγύη κατά του τότε καθεστώτος της Πολωνίας. Υπηρέτησε στο διπλωματικό σώμα από το 1945 έως το 1950, στη συνέχεια όμως διαφώνησε με το σοβιετικού τύπου καθεστώς και εγκαταστάθηκε στη Γαλλία και το 1960 στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου δίδαξε λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας. Έγραψε πεζογραφία και ποίηση και μετέφρασε έργα της αγγλικής λογοτεχνίας στα πολωνικά.

Όταν εγκατέλειψε την διπλωματική υπηρεσία της Πολωνίας και ζήτησε πολιτικό άσυλο στη Γαλλία έγραψε την Αιχμάλωτη σκέψη (1951, έκδ. 1953) στην οποία αναλύονται οι εμπειρίες του από τους κύκλους των διανοούμενων στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και η βαθμιαία προσαρμογή τους στο ολοκληρωτικό σύστημα και απομυθοποιείται κάθε ιδεολογική τους ψευδαίσθηση.

Είναι ένας ποιητής που βρίσκεται συνεχώς στον δρόμο, στον  ανθρώπινο δρόμο, εντός τόπου και χρόνου, ασυμβίβαστος.

*

«Τα λόγια μου είναι ισοδύναμα με διαμαρτυρία. Αρνούμαι το δικαίωμα στο Δόγμα να δικαιολογεί τα εγκλήματα που έγιναν στο όνομά του. Στον σύγχρονο άνθρωπο που λησμονεί πόσο άθλιος είναι σε σύγκριση με αυτό που μπορεί να είναι, αρνούμαι το δικαίωμα να κρίνει το μέλλον και το παρελθόν με τα δικά του μέτρα…



Ίσως αυτό δεν είναι ποίημα αλλά θα πω τουλάχιστον ό,τι νιώθω. Τώρα που πραγματικά χρειάζεται μια επανάσταση όσοι υπήρξαν ένθερμοι οπαδοί της αδιαφορούν. Την ώρα που η χώρα δολοφονείται και βιάζεται η Ευρώπη αντί ν’ ανταποκριθεί στις εκκλήσεις για βοήθεια χασμουριέται. Ενώ οι πολιτικοί επιλέγουν την αθλιότητα, καμιά φωνή δεν τολμάει να τη στιγματίσει. Η εξέγερση των νέων που ζητούσαν έναν νέο κόσμο ήταν απάτη, η γενιά εκείνη υπέγραψε τη θανατική της καταδίκη. Ακούει με απάθεια τις κραυγές όσων χάνονται, αφού δεν είναι παρά βάρβαροι που αλληλοσφάζονται».

Τσέσλαβ Μίλος

* 
«Πρόσβλεψα πάντα σ’ ένα σχήμα πιο άνετο ελεύθερο από τις απαιτήσεις της ποίησης ή της πρόζας που θα μας βοηθούσε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον δίχως να εκθέτει τον ποιητή ή τον αναγνώστη σε υπέρτατες αγωνίες. Στην ίδια τη φύση της ποίησης υπάρχει κάτι το άπρεπο:
Κάτι που προβάλλει και δεν γνωρίζαμε πως είχαμε εντός μας. Γι αυτό κλείνουμε τα μάτια, σαν να έχει ορμήσει μια τίγρη εμπρός μας, στο φως μας, χτυπώντας την ουρά της. Δίκαια, γι αυτό, λένε πως την ποίηση υπαγορεύει ένα δαιμόνιο, αν και είναι υπερβολή να ισχυρίζεται κανείς πως πρέπει να ’ναι άγγελος. Είναι δύσκολο να μαντέψουμε πούθε πηγάζει η περηφάνεια των ποιητών αφού τόσο συχνά ντροπιάζονται από την αποκάλυψη της αδυναμίας τους. Ποιος άνθρωπος στα λογικά του θέλει να είναι η κατοικία δαιμόνων που φέρονται σαν να βρίσκονται σπίτι τους, μιλούν γλώσσες πολλές. Και ανικανοποίητοι που κλέβουν μονάχα τα χείλη ή το χέρι του προσπαθούν ν’ αλλάξουν και τη μοίρα του για τη δική τους βολή; Ειν’ αλήθεια πως το νοσηρό εκτιμάται πολύ σήμερα. Κι έτσι μπορείς να σκέφτεσαι πως αστειεύομαι ή πως επινόησα ακόμα έναν τρόπο για να εκθειάζω την Τέχνη μου με τη βοήθεια της ειρωνείας».


Τσέσλαβ Μίλος
*

Συμβουλή

Ναι, είν’ αλήθεια το τοπίο άλλαξε λιγάκι.
Εκεί που ήταν δάση, τώρα φυτρώνουν αχλαδιές
τα εργοστάσια,
οι δεξαμενές.
Κοντά στου ποταμού τις εκβολές κρατάμε τη μύτη μας.
Το ρεύμα σέρνει χλώριο, πετρέλαιο κι ενώσεις
μεθυλίου,
Χωρίς να αναφέρουμε τα υποπροϊόντα των Βιβλίων της Αφαίρεσης:
Κόπρανα, κατρουλιά και πεθαμένο σπέρμα.
Στη θάλασσα, μια τεράστια κηλίδα τεχνητού χρώματος δηλητηριάζει
τα ψάρια.
Κι η ακρογιαλιά, σκεπασμένη άλλοτε από βούρλα,
σκουριάζει τώρα με σπασμένες μηχανές, αποκαϊδια, τούβλα.
Στους παλιούς ποιητές διαβάζαμε την ευωδιά της γης
και τις ακρίδες. Τώρα παρακάμπτουμε τους αγρούς:
Πέρνα, όσο πιο γρήγορα μπορείς, μέσ’ από τη χημική ζώνη των καλ-
λιεργητών.
Έντομα και πουλιά εξαφανίζονται. Πέρα μακριά
ένας βαριεστημένος άντρας
σέρνει με το τρακτέρ του σκόνη, μιαν ομπρέλα κόντρα στον ήλιο.
Ρωτάω: Τι νοσταλγούμε; Μια τίγρη; Έναν καρχαρία;
Φκιάσαμε μια δεύτερη Φύση κατ’ εικόνα της πρώτης
για να μην πιστέψουμε πως ζούμε στον Παράδεισο.
Πιθανόν, λοιπόν, σαν ξύπνησε ο Αδάμ στον κήπο
τα θεριά γλείφανε τον αέρα και χασμουριόνταν φιλικά
τα μυτερά τους δόντια κι ουρές τους μαστιγώνοντας τα πισινά τους
ήταν απλώς συμβολικά, κι ο κοκκινοράχης αϊτομάχος
που αργότερα, πολύ αργότερα, ονομάστηκε Lanius Collurio,
δεν παλούκωνε τις κάμπιες στ’ αγκάθια της τσαπουρνιάς.
Πάντως ό,τι γνωρίζουμε για τη Φύση, εκτός εκείνης της στιγμής
δεν είναι υπέρ αυτής. Διόλου χειρότερη δεν είναι η δική μας.
Παρακαλώ, λοιπόν, τέρμα οι θρηνωδίες.

*

Αναγνώσματα

Με ρώτησες ποιο το κέρδος να διαβάζουμε τα Ευαγγέλια στα ελληνικά.
Απαντώ πως σωστό είναι να σέρνουμε αργά το δάχτυλό μας
πάνω στα γράμματα που θα κρατήσουν πιο πολύ παρά αν ήταν σε πέ-
τρα σκαλισμένα,
κι ότι προφέροντας αργά τις συλλαβές
νιώθουμε τη μεγαλοπρέπεια του λόγου.
Αναγκασμένοι να προσέχουμε, θα σκεφτούμε κείνη την εποχή
όχι μακρινή από χτες, μολονότι, των Καισάρων οι κεφαλές
επάνω στα νομίσματα, σήμερα, διαφέρουν. Κι ωστόσο, ζούμε στον ίδιο
αιώνα.
Φόβος κι επιθυμία είναι τα ίδια. Λάδι και κρασί,
ψωμί, σημαίνουνε τα ίδια πράματα. Το ίδιο πλήθος, άστατο,
διψασμένο για θεάματα, όπως τότε. Ακόμα κι οι συνήθειες,
του γάμου οι γιορτές, τα γιατρικά, οι θρήνοι για τους πεθαμένους,
φαινομενικά διαφέρουν. Και τότε, επίσης, υπήρχαν
πολλά πρόσωπα που τα κείμενα ονομάζουν
daimonizomenoi, με άλλα λόγια, οι δαιμονισμένοι,
κι αν προτιμάς, οι δαιμονόπληκτοι (όσο για τους «καβαλημένους»
απ’ το σατανά, σκέτη παραξενιά του λεξικού).
Σπασμοί, αφροί στο στόμα και τριγμοί δοντιών
δεν θεωρούνταν ένδειξη ταλέντου.
Οι δαιμονισμένοι δεν είχαν πρόσβαση στον τύπο ή στις οθόνες
και σπάνια καταπιάνονταν με τις τέχνες ή τη λογοτεχνία.
Αλλά, η παραβολή του Ευαγγελίου έχει ακόμα την ισχύ της:
Ότι το πνεύμα που τους δυναστεύει μπορεί να μπει στα γουρούνια.
Αυτά
ερεθισμένα απ’ την ξαφνική σύγκρουση
ανάμεσα σε δυο φύσεις – τη σατανική και τη δική τους –
πηδάνε στο νερό και πνίγονται (συμβαίνει τακτικά).
Έτσι λοιπόν, σε καθεμιά σελίδα, ο πεισματάρης αναγνώστης θα δει
είκοσι αιώνες σε είκοσι μέρες
σ’ έναν κόσμο που μια μέρα θα φτάσει στο τέλος του.

*


Τραγούδι για το τέλος του κόσμου 

Τη μέρα που τελειώνει ο κόσμος
μια μέλισσα τριγυρίζει ένα τριφύλλι,
ένας ψαράς ματίζει δίχτυ αστραφτερό.
Χαρούμενα δελφίνια πηδούν στη θάλασσα,
δίπλα στο λούκι της βροχής νεαρά σπουργίτια παίζουν
και του φιδιού το δέρμα είναι χρυσό - όπως θα 'πρεπε πάντα να 'ναι.

Τη μέρα που τελειώνει ο κόσμος
γυναίκες με ομπρέλες περπατούν στους κάμπους
τον μεθυσμένο  ο ύπνος παίρνει στο γρασίδι,
πλανόδιοι μανάβηδες φωνάζουνε στον δρόμο
και μια βάρκα με κίτρινο πανί πλησιάζει στο νησί,
Η φωνή ενός βιολιού κρατάει στον αέρα
και φέρνει μια νυχτιά γεμάτη αστέρια.

Κι εκείνοι που περίμεναν βροντές και αστραπές
απογοητεύονται.
Κι εκείνοι που περίμεναν σημάδια κι αρχαγγέλων σάλπιγγες
δεν το πιστεύουν πως τώρα γίνεται.
Όσο ο ήλιος και το φεγγάρι είναι από πάνω,
όσο ο μπάμπουρας κάθεται στο τριαντάφυλλο
όσο γεννιούνται ρόδινα μωρά
κανένας δεν πιστεύει πως τώρα γίνεται.

Μόνο ένας γέρος ασπρομάλλης, που θα 'τανε προφήτης,
μα που δεν είναι προφήτης, για δεν του περισσεύει χρόνος,
λέει και ξαναλέει καθώς τις ντοματιές του δένει:
Δεν θα υπάρξει άλλο του κόσμου τέλος,
Δεν θα υπάρξει άλλο του κόσμου τέλος.



*



Φρουρός σ’ έναν ατέρμονα αγωγό στην έρημο;
Απόσπασμα ενός ανδρός σε κάστρο μες την άμμο;
Όποιος κι αν ήταν. Την αυγή είδε βουνά αυλακωμένα στο
χρώμα της στάχτης, κι απάνω η σκοτεινιά που ξεθωριάζει
βουτηγμένη στο μενεξελί, σπάζοντας σ’ ένα ρευστό κόκκινο
ώσπου σταθεροποιείται, τεράστια, σ’ ένα φως πορτοκαλί.
Μέρα τη μέρα, και, πριν το νιώσει, χρόνο με το χρόνο.
Για ποιον, ρωτιέται, αυτό το θάμπος; Για μένα μόνο;
Ωστόσο, θα παραμείνει κι αφού εγώ χαθώ.
Τι είναι τάχα για το μάτι της σαύρας; Πώς είναι κοιταγμένο από
διαβατάρικο πουλί;
Αν είμαι όλη η ανθρωπότητα, υπάρχει τίποτα χωρίς εμένα;
Κι ήξερε πως δεν είχε νόημα να φωνάζει, κανείς δεν μπορούσε
να τον σώσει.

μετάφραση , Σπύρος Τσακνιάς