ΟΙ ΟΡΚΟΙ ΣΟΥ / ΠΕΤΑ ΚΟΥΝΟΥΠΙ / ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΠΑΤΡΙΔΑ, ΜΕΛΕΑΓΡΟΣ, ΚΛΑΣΙΚΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 4:13 μ.μ.

0


V 175

ΟΊΔ' ΌΤΙ ΜΟΙ ΚΕΝΌΣ ΌΡΚΟΣ, ΕΠΕΊ ΣΕ ΓΕ ΤΗΝ ΦΙΛΆΣΩΤΟΝ
ΜΗΝΎΕΙ ΜΥΡΌΠΝΟΥΣ ΑΡΤΙΒΡΕΧΉΣ ΠΛΌΚΑΜΟΣ,
ΜΗΝΎΕΙ Δ' ΆΓΡΥΠΝΟΝ ΙΔΟΎ ΒΕΒΑΡΥΜΈΝΟΝ ΌΜΜΑ,
ΚΑΙ ΣΦΙΓΚΤΌΣ ΣΤΕΦΆΝΩΝ ΑΜΦΊ ΚΌΜΑΙΣΙ ΜΊΤΟΣ.
ΈΣΚΥΛΤΑΙ Δ' ΑΚΌΛΑΣΤΑ ΠΕΦΥΡΜΈΝΟΣ ΆΡΤΙ ΚΊΚΙΝΝΟΣ  ,
ΠΆΝΤΑ Δ' ΥΠ' ΑΚΡΉΤΟΥ ΓΥΊΑ ΣΑΛΕΥΤΆ ΦΟΡΕΊΣ.
ΈΡΕ, ΓΎΝΑΙ ΠΆΓΚΟΙΝΕ. ΚΑΛΕΊ ΣΕ ΓΑΡ Η ΦΙΛΌΚΩΜΟΣ
ΠΗΚΤΊΣ ΚΑΙ ΚΡΟΤΆΛΩΝ ΧΕΙΡΟΤΥΠΉΣ ΠΆΤΑΓΟΣ.

Οι όρκοι σου κούφιοι, το ξέρω, γιατί φιλάσωτη
σε προδίνουν η μουσκεμένη με μύρα πλεξούδα,
τα βαριά βλέφαρα απ' το ξενύχτι
κι η κορδέλα των στεφανιών στα μαλλιά σου ολοτρόγυρα.
Σ' ακόλαστη αταξία των μαλλιών σου οι μπούκλες
κι όλα τα μέλη σου τρέμουν απ' το κρασί.
Μακριά από μένα πάγκοινο θηλυκό. Η κωμαστική
άρπα σε προσκαλεί και το παίξιμο των κροτάλων.

*

V 152

ΠΤΑΊΗΣ ΜΟΙ, ΚΏΝΩΨ, ΤΑΧΎΣ ΆΓΓΕΛΟΣ, ΟΎΑΣΙ Δ'
ΆΚΡΟΙΣ
ΖΗΝΟΦΊΛΑΣ ΨΑΎΣΑΣ ΠΡΟΣΨΙΘΎΡΙΖΕ ΤΆΔΕ.
"ΆΓΡΥΠΝΟΣ ΜΊΜΝΕΙ ΣΕ. ΣΥ Δ', Ω ΛΉΘΑΡΓΕ ΦΙΛΟΎΝΤΩΝ,
ΕΎΔΕΙΣ". ΕΊΑ, ΠΈΤΕΥ. ΝΑΙ, ΦΙΛΌΜΟΥΣΕ, ΠΈΤΕΥ.
ΉΣΥΧΑ ΔΕ ΦΘΈΓΞΑΙ, ΜΗ ΚΑΙ ΣΎΓΚΟΙΤΟΝ ΕΓΕΊΡΑΣ
ΚΙΝΉΣΗιΣ ΕΠ' ΕΜΟΊ ΖΗΛΟΤΎΠΟΥΣ ΟΔΎΝΑΣ.
ΗΝ Δ' ΑΓΆΓΗιΣ ΤΗΝ ΠΑΊΔΑ , ΔΟΡΆι ΣΤΈΨΩ ΣΕ ΛΈΟΝΤΟΣ,
ΚΏΝΩΨ, ΚΑΙ ΔΏΣΩ ΧΕΙΡΊ ΦΈΡΕΙΝ ΡΌΠΑΛΟΝ. 

Για χάρη μου πέτα κουνούπι, μαντατοφόρος ταχύς
και στ' αυτιού την άκρη
της Ζηνοφίλης ψιθύρισε τούτο το μήνυμα:
"Άγρυπνος σε προσμένει και συ εκείνους που σ' αγαπούν
λησμονάς και κοιμάσαι". Δρόμο, πέτα τραγουδιστή
γλυκέ, πέτα. Μα μίλα της σιγά μη και ξυπνήσεις
τον άντρα της
και την πληγώσει με της ζήλειας του τα καμώματα 
εξαιτίας μου.
Μ' αν μου φέρεις αυτό το κορίτσι, με λιονταριού
δορά θε να σε στέψω κούνουπα
και θα σου δώσω ρόπαλο, να το κρατάς στο χέρι.

   

VII 418

ΠΡΏΤΑ ΜΟΙ ΓΑΔΆΡΩΝ ΚΛΕΙΝΆ ΠΌΛΙΣ ΈΠΛΕΤΟ ΠΆΤΡΑ,
ΉΔΡΩΣΕΝ Δ' ΙΕΡΆ ΔΕΞΑΜΈΝΑ ΜΕ ΤΎΡΟΣ.
ΕΙΣ ΓΉΡΑΣ Δ' ΌΤ' ΈΒΗΝ, Α ΚΑΙ ΔΊΑ ΘΡΕΨΑΜΈΝΑ ΚΩΣ
ΚΑΜΈ ΘΕΤΌΝ ΜΕΡΌΠΩΝ ΑΣΤΌΝ ΕΓΗΡΟΤΡΌΦΕΙ.
ΜΟΎΣΑΙ Δ' ΕΊΝ ΟΛΊΓΟΙΣ ΜΕ, ΤΟΝ ΕΥΚΡΆΤΕΩ ΜΕΛΈΑΓΡΟΝ
ΠΑΊΔΑ, ΜΕΝΙΠΠΕΊΟΙΣ ΗΓΛΆΙΣΑΝ ΧΆΡΙΣΙΝ.

Πρώτη πατρίδα μου των Γαδάρων η ένδοξη πόλη,
η Τύρος με πήρε κατόπι και μ' άνδρωσε.
Κι όταν έφτασα στα γεράματα η Κως που ανάθρεψε και το Δία,
κι εμέ γεροτρόφησε, των Μερόπων πολίτη θετό.
Μα οι Μούσες με στόλισαν με του Μενίππου τις χάρες
το Μελέαγρο, εμένα, του Ευκράτη το γιο.   

***

Στο τελευταίο από τα παραπάνω επιγράμματα ο Μελέαγρος αυτοβιογραφείται λιτά, ονοματίζοντας ισάξια τρεις πατρίδες. Τα Γάδαρα, πρωτοϊδρυμένα από τον Μέγα Αλέξανδρο το 333/2 π.Χ. με την ονομασία "Ατθίς" εν Ασσυρίοις ναιομένα Γαδάροις (στη Μακεδονία υπήρχε επίσης η πόλη Γάδαρα), την Τύρο και την Κω, εξυψώνοντας και τις τρεις, όπως κάνει και στα επιγράμματα VII 419 και VII 417. Τα Γάδαρα τα αποκαλεί "Αττική της Συρίας" και τον εαυτό του Σύρο.

"Κι αν είμαι Σύρος, τι το παράξενο; Σε μια, ξένε, ζούμε πατρίδα - τον κόσμο. Κι ένα χάος όλους γέννησε τους θνητούς", δείχνοντας ευρύ και ελεύθερο πνεύμα, όπως ήταν και στην ποίησή του. 

"Μ' αν είσαι Σύρος Σάλαμ. Κι αν είσαι Φοίνικας Ναίδιος. Κι αν είσ' Έλληνας Χαίρε".

Τα επιγράμματα αυτά - VII 417, 418 και 419 - τα συνέθεσε, όπως ο ίδιος λέει, στα γεράματά του, το πιθανότερο στην Κω, για να αποχαιρετήσει τη ζωή ("πουλυετής δ' εχάραξα τάδ' προ τύμβου. γήρως γαρ γείτων εγγύθεν Αΐδεω" - πολύχρονος πια εχάραξα αυτές τις γραμμές πριν πεθάνω. γιατί είναι γείτονες τα γεράματα με το Χάρο). Μα οι Μούσες τον προίκισαν και τον "στόλισαν τιμημένα" δίπλα στις Χάριτες του Μενίππου" του δασκάλου του κυνικού φιλόσοφου.

Πέθανε στην Κω το 60 π.Χ., έχοντας γράψει τις σάτιρες "Χάριτες",  τα "Σπουδογέλοια", όπως ο Μένιππος, το "Συμπόσιον" και το "Περί δοξών" και τα "Παιδικά" με ερωτικό περιεχόμενο. Κυρίως όμως πέρασε στη άσβηστη ποιητική Ιστορία με τα επιγράμματά του και τον "Στέφανο" (70 π.Χ. περίπου), μιαν ανθολογία με επιγράμματα, βασικά των Ελληνιστικών χρόνων, απ' τα οποία περίπου 130-135 δικά του.

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τονιστεί πως ήταν ένα εξαίρετος ερωτικός, κατά πρώτο λόγο, ποιητής. Ιδού ένας επιπλέον αποδεικτικός πειρασμός σε μετάφραση του Νίκου Χουρμουζιάδη.

γ.τ.κ.


ἤδη λευκόιον θάλλει, θάλλει δὲ φίλομβρος
νάρκισσος, θάλλει δ᾽ οὐρεσίφοιτα κρίνα·
ἤδη δ᾽ ἡ φιλέραστος, ἐν ἄνθεσιν ὥριμον ἄνθος
Ζηνοφίλα Πειθοῦς ἡδὺ τέθηλε ῥόδον.
λειμῶνες, τί μάταια κόμαις ἔπι φαιδρὰ γελᾶτε;
ἁ γὰρ παῖς κρέσσων ἁδυπνόων στεφάνων.

ΠΑ 5, 144 
 
Άνθισε ήδη ο άσπρος μενεξές κι ο νάρκισσος ακόμη,
ο αγαπημένος της βροχής, κι οι ορεσίβιοι κρίνοι.
Κι η Ζηνοφίλα, άνθος μες στα άνθη ωραίο, του Έρωτα δοσμένη,
ρόδο γλυκό της γοητείας, άνθισε κι εκείνη.
Γιατί να επαίρεσθε, λιβάδια, για την άνθινή σας κόμη;
Στα ηδύπνοα ανάμεσα άνθη η κόρη πρώτη παραμένει.

*

Στον ιστότοπο www.visaltis.net μπορείτε να παρακολουθήσετε και δυο (1ο  και 2ο μέρος) video με τίτλο "Ο έρωτας στην Αρχαία Ελλάδα".