ΤΗΣ ΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗΣ, ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 6:12 μ.μ.

0



 ΤΗΣ ΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗΣ
 


Ο Κωσταντής ο ομορφονιός, ο μικροκωσταντίνος
μια μέρα θέλησε να βγη να λαγοκυνηγήση,
και διάβαινε καμαρωτός απ' την πλατειά τη ρούγα.
Εκεί είδε τη Λιογέννητη με τετρακόσιαις σκλάβαις.
Σε κρεμεζιά τριανταφυλλιά ήταν ακουμπισμένη,
κ' είχε τα φρύδια τορνευτά, τα μάτια σα ζαφείρι,
και 'ς το μικρό το δάχτυλο είχε το δαχτυλίδι,
καλλιά λαμπε το δάχτυλο παρά το δαχτυλίδι.
Ωσάν την είδ' ο Κωσταντής, αφήνει το κυνήγι.
Κινάει να πάη 'ς το σπίτι του σα μήλο μαραμμένος.
Χωρίς θέρμη θερμάθηκε, χωρίς οριόν ερριάστη,
δίχως τον πονοκέφαλο έπεσε 'ς το κρεβάτι.
"Μάννα, ψυχή, μάννα, καρδιά, μάννα και το κεφάλι.
Μάννα, θολά είναι τα βουνά και θαμπερό το σπίτι.
-Γιε μου, καλά είναι τα βουνά και λαμπερό το σπίτι,
μα συ κορίτσι ναγαπάς κ' εκείνη δεν το ξέρει.
-Μάννα, την κόρη που είδα γω, άλλος να μη την πάρη.
Στείλε να κράξης άρχοντες και μητροπολιτάδες
να παν να κάμουν προξενειά, γυναίκα να την πάρω."
Στέλνει τρακόσιους άρχοντες και μητροπολιτάδες,
στέλνει τον άρχοντα Φωκά, στέλνει το Νικηφόρο,
στέλνει τον Πετροτράχηλο, που τρέμει η γης κι' ο κόσμος.

Εχτύπησαν οι άρχοντες την αργυρή την πόρτα.
"Ποιος χτύπησε 'ς την αργυρή πόρτα της μαυρομάτας;
-Ημείς είμεστε οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες,
ο Κωσταντής μας έστειλε δυο λόγια να σου πούμε.
-Ανοίξετε 'ς τους άρχοντες, 'ς τους μητροπολιτάδες!
Φέρτε τρακόσια στρώματα, φέρτε τρακόσια πεύκια,
για να καθίσουν οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες,
φέρτε Μονεβασιά κρασί, να πιουν οι αντρειωμένοι."
Εμπαίνουν τότε οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες,
και την ευρίσκουν κ' έπλεγε τ' ολόχρυσο γάϊτάνι.
Καθώς τους είδε η λυγερή επροσηκώθηκέ τους.
"Καλώς ήρθαν οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες,
φάτε και πιέτε, γέροντες, κ' εγώ 'ς τον ορισμό σας.
-Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε.
Προξενητάδες είμαστε κ' ήρθαμε να σου πούμε,
ο Κωσταντής μας έστειλε, τόμορφο παλληκάρι,
αν είναι θέλημα θεού, γυναίκα να σε πάρη."
Σαν τ' άκουσε η Λιογέννητη νεχτύπησε τα γέλοια.
"Για πήτε του του Κωσταντή, του μοσκαναθρεμμένου,
δε θέλω τον, δεν χρήζω τον, δεν καταδέχομαί τον.
Σαν έρθη η μάννα μ' απ' τη γης κι' ο κύρης μ' απ' τον άδη,
τα δυο μ' αδέρφια τα καλά από τον Κάτω κόσμο,
να σπείρουνε τη θάλασσα σιτάρι να καρπίση
χρυσάγανο, χρυσόσταχο και χρυσοκονδυλάτο,
και με τ' άργυροδρέπανα να μπουν να το θερίσουν,
κ' εις τον αφρό της θάλασσας να κάμουνε τ' αλώνι,
μηδέ και τάχυρο βραχή μηδέ και το σιτάρι,
μηδέ την πάχνη τ' αλωνιού αέρας να την πάρη,
τότε κ' εγώ τον Κωσταντή θα τόνε πάρω γι' άντρα,
και πάλι ναί, και πάλι όχι, και πάλι σα μου δόξη."
Σάν ήκουσαν οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες,
τους κακοφάνηκε πολύ κ' έσκυψαν το κεφάλι.
Κι' αυτή τότε τους έδωκε τ' ολόχρυσο γαϊτάνι.
"Όρίστε την πλεξίδα μου τον εδικό σας κόπο."

Εκίνησαν κ' επήγαιναν πικροί και μαραμμένοι,
κι' ο Κωσταντής καρτέρειγε 'ς την αργυρή του πόρτα.
"Καλώς ήρθαν οι άρχοντες με τα καλά τα λόγια.
-Κακώς ήρθαν οι άρχοντες με τα κακά τα λόγια.
Δε θέλει σε, δε χρήζει σε, δε καταδέχεταί σε.
Σαν έρθη η μάννα τς απ' τη γης κι' ο κύρης απ' τον άδη,
τα δυο τς αδέρφια τα καλά από τον Κάτω κόσμο,
να σπείρουνε τη θάλασσα σιτάρι να καρπίση
χρυσάγανο, χρυσόσταχο και χρυσοκονδυλάτο,
και με ταργυροδρέπανα να μπουν να το θερίσουν,
κ' εις τον αφρό της θάλασσας να κάμουνε τ' αλώνι,
μηδέ και τάχυρο βραχή, μηδέ και το σιτάρι,
μηδέ την πάχνη τ' αλωνιού αέρας να την πάρη,
τότε κι' αυτή τον Κωνσταντή θα τόνε πάρη γι' άντρα,
και πάλι ναι, και πάλι όχι, και πάλι σαν της δόξη."
Ό Κωσταντής σαν τ άκουσε μέγας καϊμός τον πήρε,
και ζήτησε και τόδωκαν τ' ολόχρυσο γαϊτάνι.
Πήγε να βρη τοις μάγισσαις που ξέρουν από μάγια.
Ωσάν τον είδε κ' έρχονταν της μάγισσας η κόρη,
"Μάννα μ', ο νιος οπ' έρχεται του κάμπου καβαλλάρης,
παίρνουν τα ρούχα του δροσιά και τα λυχνά του πάχνη,
'παίρνουν τα πασουμάκια του ανθούς από τα δέντρα,
κι' ο γύρος του προσώπου του για κόρη είναι θλιμμένος.
-'Σ τα μάγια γω γεννήθηκα, 'ς τα μάγια θα πεθάνω,

κ' εγώ δεν τόνε γνώρισα και συ τόνε γνωρίζεις;"
"Καλή σου μέρα, μάγισσα με την καλή σου κόρη.
Δεν έχεις μάγια της καρδιάς και μάγια της αγάπης,
να κάμης τη Λιογέννητη να ρθή 'ς την αγκαλιά μου;
-"Αν έχης πράμα τς αρεσιάς και πράμα του χεριού της,
θα κάμω τη Λιογέννητη να ρθή 'ς την αγκαλιά σου.
-Εγώ χω πράμα τς αρεσιάς και πράμα του χεριού της,
εγώ χω την πλεξίδα της, τ' ολόχρυσο γαϊτάνι.
-Σύρε άνοιξε την πόρτα σου και δέσε τα θηριά σου,
και κάθου και καρτερεί την να ρθή 'ς την αγκαλιά σου."
Και βγάνει από τον κόρφο της τρία μήλα μαραμμένα.
Το να ρήξε 'ς το τρίστρατο, να πάψουν οι διαβάταις,
τάλλο ρήξε 'ς τον ποταμό, να πάψουν τα ποτάμια,
το τρίτο ρήξ' 'ς τη λυγερή, να ρθή γυρεύοντας σε."

Το νά ρηξε 'ς το τρίστρατο και πάψαν οι διαβάταις,
τάλλό ρηξε 'ς τον ποταμό και πάψαν τα ποτάμια,
το τρίτο το φαρμακερό 'ς της λυγερής τς αγκάλαις.
Ως τό είδε η κόρη εσβήστηκε, ως το είδε δαιμονίστη.
Σαν ήρθαν τα μεσάνυχτα, τη σκότισαν τα μάγια.
"Μώρ' βάγιαις μου, μώρ' ντάνταις μου, μώρ' σκλάβαις του πατρός μου,
ανάψτε πράσινα κηριά και κόκκιναις λαμπάδες,
τι εσήμανε η Παντάνασσα, να πά' να προσκυνήσω.
-Κυρά ταρνίθια δε λαλούν, καμπάναις δε σημαίνουν,
κ' η εδική σου η εκκλησιά νε ψέλλει νε σημαίνει.
-Μπα του πατρός μου το ψωμί 'ς τα μάτια να σας πιάκη!
Κ' έτσι εσηκώθη μοναχή κ' εβήκε 'ς το σκοτάδι.
Μια δούλα δεν την άφηκε κι' από κοντά της πήγε.
Σαν έφτακε, σα ζύγωσε 'ς τη μέση από το δρόμο,
εκεί της ήρθε ολίγο ο νους κι' αρχίνησε να λέη.
"Ποιος είδε νήλιο από βραδύς κι' άστρι το μεσημέρι,
ποιος είδε τη Λιογέννητη να περπατή 'ς τους δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλητη και ξεμαλλοπλεμένη;
-Εγώ είδα νήλιο από βραδύς κι' άστρι το μεσημέρι,
εγώ είδα τη Λιογέννητη να περπατή 'ς τους δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλυτη και ξεμαλλοπλεμένη.
-Θέ μου, κι' αν είμαι καθαρή, κι' αν είμ' εγώ παρθένο,
άστραψε και μπουμπούνιξε, να χαλαστούν τα μάγια."
Άστραψε και μπουμπούνιξε, χαλάστηκαν τα μάγια.
Ο Κωσταντής ολονυχτίς καρτέρειγε 'ς το σπίτι,
κι' αυτού 'ς τα ξημερώματα το μαύρο του σελλώνει.
"Ανάθεμα σε, μάγισσα, που μάγια δε γνωρίζεις!
-Σαν είν' η κόρη καθαρή, τα μάγια τί σου φταίνε;
Σύρε ξουρίσου φράγκικα, και ντύσου 'ς τα γυναίκεια,
γυναίκεια και χαιρέτησε κατά την ώρα που είναι,
και πες: Είμ' η ξαδέρφη σου από τον "Άη Δονάτο,
όπου πλουμί δεν ήξερα, κ' ήρθα πλουμί να μάθω."

Ξουρίστηκε 'ς τα φράγκικα και ντύθηκε γυναίκεια,
κ' εχτύπησε 'ς την αργυρή πόρτα της μαυρομάτας.
"Ποιος χτύπησε 'ς την αργυρή πόρτα της μαυρομάτας;
-Εγώ είμαι η ξαδέρφη σου από τον Άη Δονάτο,
οπού πλουμί δεν ήξερα κ' ήρθα πλουμί να μάθω.
-Καλώς ήρθ' η ξαδέρφη μου, μα γώ δε σε γνωρίζω,
και πούθεν είν' ο τόπος σου και πούθεν η γενιά μας;
-Αλάργα είν' ο τόπος μου κι' από κοντά η γενιά μας,
κ' εμείς εξεμακρύναμε κ' εχάθηκε η γενιά μας,
κ' εδώ με στέλνει η μάννα μου πλουμίδια να με μάθης.
-Μετά χαράς, ξαδέλφη μου, πλουμίδια να σε μάθω,
πλουμίδια και κεντίσματα κι' ό,τι θέλει ο νους σου."

Σάν άρχισε και νύχτωνε, πήρε να σκοτεινιάση,
ο Κωσταντής σηκώθηκε τάχα πως θε να φύγη.
"Ενύχτωσε κ' έβράδιασε, πήρε να σκοτεινιάση,
πάν τα θηριά 'ς τοις κοίταις τους, ταηδόνια 'ς τοις φωλιαίς τους,
κ' εγώ το ξένο κ' έρημο απόψε που να μείνω;
-Μην πλήσσης, αξαδέρφη μου, και μένεις με τοις σκλάβαις.
-Εγώ του βασιλιώς παιδί, του βασιλιώς αγγόνι,
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τοις σκλάβαις!
-Μην πλήσσης, αξαδέρφη μου, και μένεις με τοις δούλαις.
-Εγώ του βασιλιώς παιδί, του βασιλιώς αγγόνι,
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τοις δούλαις!
-Μην πλήσσης, αξαδέρφη μου, και μένεις με τοις ντάνταις.
-Εγώ του βασιλιώς παιδί, του βασιλιώς αγγόνι,
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τοις ντάνταις!
-Μην πλήσσης, αξαδέρφη μου, και μένεις με τοις βάγιαις!
-Εγώ του βασιλιώς παιδί, του βασιλιώς αγγόνι,
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τοις βάγιαις!
-Μην πλήσσης αξαδέρφη μου, και μένομε τα δυο μας.
Ανάψτε, βάγιαις, τα κηριά, μουνούχοι, τοις λαμπάδες,
και στρώσετε την κλίνη μου τη λινομέταξή μου.
Βάλετε στρώμα ναργυρό, στρώμα μαλαματένιο,
βάλετε τα παπλώματα, τα υφάναν Ανεράδες
και τα υφαδιοπλουμίσασι του Δράκοντα οι κύραις,
και στρώστε πάτους βασιλκό, και πάτους μαντζουράνα,
και πάτους δεντρολίβανο να κοιμηθούμε αντάμα."
Ολονυχτίς κοιμούντανε σαν δυο γλυκά αδερφάκια,
και προς τα ξημερώματα σαν τάγρια πουλάκια.

Σαν έφεξε, ξημέρωσε, σαν ήρθε η άλλη η νύχτα,
"Μάννα, άνοιξε τοις πόρταις σου και δέσε τα θηριά σου,
γιατί θε νά ρθη η νύφη σου, θε νά ρθη η μαυρομάτα.
Ολίγος ύπνος μ' έπιασε και πάω για να πλαγιάσω,
κι' όντας θε νά ρθη η νύφη σου, να ρθής να με ξυπνήσης.
-Σύρε, παιδί μου, πλάγιασε κ' εγώ θα καρτερέσω,
κι' όντας θε να ρθη η νύφη μου θα ρθώ να σε ξυπνήσω."
Κ' εκείνη η σκύλα η άνομη δεν έκαμε όπως είπε,
μόν' έκλεισε την πόρτα της κ' έλυσε τα θεριά της,
κ' έβαλε ομπρός 'ς τη ρούγα της γούρνα φαρμακωμένη.

Επλάγιασε η Λιογέννητη 'ς τη αργυρή της κλίνη.
Σαν ήρθαν τα μεσάνυχτα, τη σκότισαν τα μάγια.
"Μώρ' βάγιαις μου, μώρ' ντάνταις μου, μώρ' σκλάβαις του πατρός μου,
ανάψτε πράσινα κηριά και κόκκιναις λαμπάδες,
τι εσήμανε η Παντάνασσα, να πάω να προσκυνήσω.
-Κυρά, ταρνίθια δε λαλούν, καμπάναις δε σημαίνουν,
κ' η εδική σου η εκκλησιά νε ψέλλει νε σημαίνει.
-Μπα τους πατρός μου το ψωμί 'ς τα μάτια να σας πιάκη!"
Κ' έτσι εσηκώθη μοναχή κ' εβήκε 'ς το σκοτάδι.
Μια δούλα δε την άφηκε κι' από κοντά της πήγε.
Σαν έφτακε, σα ζύγωσε 'ς τη μέση από το δρόμο,
εκεί της ήρθε ολίγο ο νους κι' αρχίνησε να λέη.
"Ποιος είδε νήλιο από βραδύς κι' άστρι το μερημέρι,
ποιος είδε τη Λιογέννητη να περπατή 'ς τους δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλυτη και ξεμαλλοπλεμένη;
-Εγώ είδα νήλιο από βραδύς κι' άστρι το μεσημέρι,
εγώ είδα τη Λιογέννητη να περπατή 'ς τους δρόμους,
ξεσκούφωτη, ξυπόλυτη και ξεμαλλοπλεμένη.
-Θε μου κι' αν είμαι καθαρή, κι' αν είμ' εγώ παρθένο,
άστραψε και μπουμπούνιξε να χαλαστοϋν τα μάγια."
Δεν άστραψε, δε βρόντηξε, δε χάθηκαν τα μάγια.
Κι' αρχίνησε κ' εχτύπαγε του Κωσταντή την πόρτα.
"Άνοιξε, μάγισσας παιδί και μάγισσας αγγόνι,
μ' εβούρλισαν τα μάγια σου, κ' ήρθα κατά τ' εσένα.
-Ροκάνισε το σίδερο, σα σκύλα τη μαγγούρα,
και πιε νερό της γούρνας μου, κ' ύστερα να σ' ανοίξω.
-Άνοιξε, μάγισσας παιδί και μάγισσας αγγόνι,
μ' έβούρλισαν τα μάγια σου, κ' ήρθα κατά τ' εσένα.
-Ροκάνισε το σίδερο, σα σκύλα τη μαγγούρα,
και πιε νερό της γούρνας μου, κ' ύστερα να σ' ανοίξω."
-Άνοιξε, μάγισσας παιδί και μάγισσας αγγόνι,
μ' εβούρλισαν τα μάγια σου, κ' ήρθα κατά τ' εσένα.
-Ροκάνισε το σίδερο, σα σκύλα τη μαγγούρα,
και πιέ νερό της γούρνας μου, κ' υστέρα να σ' ανοίξω.
Ροκάνισε το σίδερο, σα σκύλα τη μαγγούρα,
κ' έπιε της γούρνας το νερό κ' έσκασε σαν το ψάρι.

Κι' αυτού 'ς τα ξημερώματα ο Κωσταντής ξυπνάει.
"Μάννα, δεν ήρθε η νύφη σου, δεν ήρθε η μαυρομάτα;
-Γιε μου, δεν ήρθε η νύφη μου, δεν ήρθε η μαυρομάτα."
Σαν εκατέβη ο Κωσταντής, σαν άνοιξε την πόρτα,
σαν είδε τη Λιογέννητη 'ς το δρόμο ξαπλωμένη,
ψιλή φωνίτσα νέβγαλε, ψιλή φωνίτσα βγάζει.
Σαν ήθελες, μαννούλα μου, νά χης και γιο και νύφη,
όντας σού πρωτοχτύπησε ας είχες της ανοίξη."
Χρυσό μαχαίρι νέβγαλε απ' αργυρό φηκάρι,
'ς τον ουρανό το πέταξε, μέσ' 'ς την καρδιά του πάει.


_____

Ο κλάδος των ακριτικών ασμάτων περί της μνηστείας του Διγενή παρουσιάζει πολλάς διαφοράς των παραλλαγών προς αλλήλας και προς την διατύπωσιν του έπους. Κατά ταύτην ο Διγενής επανερχόμενος εκ κυνηγίου βλέπει την Ευδοκίαν εις το παλάτιον του πατρός της και καταλαμβάνεται υπό έρωτος προς αυτήν "από του έρωτος η όψις του ηλλοίωται, το κάλλος εμαράνθη", και η μήτηρ του περίφροντις τον ερωτά περί της υγείας του.Ο στρατηγός Δούκας, ο πατήρ της Ευδοκίας αρνείται να τω την δώση εις γάμον, αλλ' εκείνος σαγηνεύει την κόρην, την απάγει, κατατροπώνει τους καταδιώξαντας αυτόν και αναγκάζει τον πατέρα να ευλογήση την ένωσίν των. Εις δε τα δημοτικά άσματα διακρίνονται πολλοί τύποι του επεισοδίου της μνηστείας. Εν άλλαις παραλλαγαίς ο ήρως πέμπει πρεσβείαν επισήμων προξενητών ή τους επιφανείς των ακριτικών ασμάτων πολεμιστάς, τον Χιλιοπαππούν (= Φιλόππαπον), τον Βάρδαν, τον Φωκάν, τον Νικηφόρον, τον Πετροτράχηλον ή Τρεμαντάχειλον, ή μόνον τον Φιλόπαππον, προς ον οργισθεϊς δια την απόρριψιν της περί γάμου προτάσεώς του μονομαχεί. Ελκύσας δε την κόρην δια της μουσικής την απάγει και διώκεται υπό στρατού, τον οποίον κατανικά. Εν άλλαις συμφύρεται η διήγησις προς διαφόρους κλάδους των ακριτικών ασμάτων. Εν πολλαίς δε διά φίλτρων και διά τεχνασμάτων, τα οποία παρά μαγισσών εδιδάχθη, ο εραστής παρασύρει την ερωμένην και θνήσκει μεν αυτή, αυτοκτονεί δε και ο εραστής.
Η προσφυγή εις φίλτρα και μαγγανείας των ατυχών εραστών είναι κοινότατη εις πάντας τους λαούς, αρχαίους και νεωτέρους, το δε τέχνασμα της μεταμφιέσεως του εραστοΰ εις γυναίκα, όπως πλησίαση την αγαπωμένην αναφέρεται και εις αρχαίους ελληνικούς μύθους και διηγήσεις και εις άλλων λαών μύθους και άσματα. Ιδίως δ' όμως άξιον παρατηρήσεως είναι ότι το νεοελληνικόν άσμα της Λιογέννητης πολλάς και εν ταις λεπτομερείαις δεικνύει ομοιότητας προς την σκανδιναυικήν παράδοσιν του Χάγβαρδ και της Σίγνης, την οποίαν διηγείται ό χρονογράφος Σάξων ο γραμματικός και προπάντων προς τας διασκευάς της παραδόσεως ταύτης υπό σκανδιναυικών δημοτικών ασμάτων. Κατά τάσματα ταύτα, ο πατήρ της Σίγνης αποκρούει τον γάμον αυτής μετά του Χάγβαρδ. Ούτος βλέπει όνειρον, το οποίον εξηγεί μία μάγισσα. Όπως εύρη πρόσοδον παρά τη ερωμένη, ο Χάγβαρδ μεταμφιέζεται εις γυναίκα, και γίνεται δεκτός, υπό το πρόσχημα να διδαχθή την ραπτικήν. Ότε ενύκτωσεν, αρνείται να κοιμηθή με τας θεραπαίνας, λέγων, "εκοιμήθηκα πλάγι με πλάγι με βασιλόπουλα, αν κοιμηθώ με τοις δούλαις, θα πεθάνω από τη ντροπή." Ή Σίγνη συγκατανεύει να κοιμηθούν εις το αυτό κρεβάτι. Αι θεράπαιναι με αναμμένας λαμπάδας τους οδηγούν εις τον κοιτώνα. "Αλλο κοινόν χαρακτηριστικόν είναι ότι η Σίγνη εις την συνομιλίαν με την υποτιθεμένην μαθήτριαν, ομολογεί ότι αγαπά τον Χάγβαρδ, ως είς τινας παραλλαγάς του ελληνικού άσματος η Λιογέννητη εκμυστηρεύεται τον έρωτά της προς τον ήρωα εις την δήθεν εξαδέλφην της. Αμφότεροι δε οι ερασταί αποθνήσκουν, ο μεν Χάγβαρδ συλληφθείς και καταδικασθείς εις θάνατον υπό του πατρός της Σίγνης, αυτή δε αυτοκτονήσασα.

Ν. Γ. Πολίτης



_______






______


"Το Άσμα της Λιογέννητης έρχεται να μας μαγέψει μέσα από την παράδοση, τα παραμύθια, τον έρωτα και τις αλχημείες
Η ομάδα Of Of Project ετοιμάζει κάτι αρκετά καινοτόμο που μας φέρνει σε επαφή με τις παραδόσεις, τους μύθους και τη σοφία του παρελθόντος. Η αρτιότερη και πλουσιότερη δημοτική μας παραλογή ανεβαίνει για πρώτη φορά αυτούσια στο θέατρο. Αναφερόμαστε στην ερωτική ιστορία της Λιογέννητης και του Κωνσταντή. Το «Άσμα της Λιογέννητης» είναι ένα δημοτικό τραγούδι με έντονο το μεταφυσικό στοιχείο, κάτι που δύσκολα θα συναντούσαμε σε άλλα δημοτικά τραγούδια. Δεν είναι όμως μόνο η απόδοση και η όμορφη ιστορία αυτού του ιδιαίτερου δημοτικού τραγουδιού που κάνουν την παράσταση ξεχωριστή. Το συναπάντημα των ηθοποιών, μουσικών και χορευτών δημιουργεί μια μαγική εμπειρία. Θα ακούσουμε ζωντανή πρωτότυπη μουσική, μαζί με κρουστά και το έργο να αποδίδετε σε γνήσιο δεκαπεντασύλλαβο.
Για την μαγική παράσταση αυτή, τις εμπειρίες, το δημοτικό τραγούδι μας μίλησε η ίδια Λιογέννητη, η Έλενα Πετροπούλου, που έχει τον ρόλο αυτής της όμορφης πριγκιποπούλας.
Έλενα μίλησε μας λίγο για τον ρόλο σου σε αυτήν την παράσταση.
Έχω την χαρά και την τιμή να συμμετέχω στην ιδιαίτερη αυτή παράσταση στον ρόλο της Λιογέννητης, έναν αρκετά απαιτητικό ρόλο καθώς η Λιογέννητη είναι για μένα το πιο τραγικό πρόσωπο της ιστορίας. Ένα όμορφο, μικρό και χαρούμενο κορίτσι, μια πριγκιποπούλα στην εποχή του Βυζαντίου που παγιδεύεται από τα μάγια των μαγισσών και ερωτεύεται έναν άντρα που ποτέ της δεν επιθυμούσε. Τον ερωτεύεται λοιπόν και καταλήγει να χει το πιο τραγικό τέλος της ιστορίας. Χάνει όλη της την παιδικότητα και αθωότητα και τυραννιέται μεταξύ ενός φανταστικού και ενός ρεαλιστικού κόσμου.
Η Λιογέννητη, αυτή η όμορφη πριγκιποπούλα, τι λαχταρά σε αυτό το παραμύθι; Ποιοι είναι οι φόβοι της και οι επιθυμίες μας;
Η Λιογέννητη ή το «Άσμα της Λιογέννητης» όπως είναι και ο τίτλος της παράστασης μας είναι ένα δημοτικό τραγούδι, ένα ποίημα βγαλμένο απ τον λαό που εκφράζει την νοοτροπία του, την ιδιοσυγκρασία του την καλλιτεχνική και κοινωνική του συνείδηση. Ο λαός λοιπόν στο πρόσωπο της Λιογέννητης είδε την παιδικότητα της, την αγνή της διάθεση, την αθωότητα της, την ομορφιά της ολόκληρη. Ακούμπαγε σε τριανταφυλλιές και απολάμβανε το παιχνίδι με τις φίλες της και με τις κόρες που την προστάτευαν. Είχε χάσει τον πατέρα της και τα δυο της αδέρφια, οπότε όλη η προσοχή ήταν στραμμένη σε αυτήν. Σαν ένα μικρό κορίτσι της εποχής εκείνης είχε ανάγκη από παιχνίδι και από ξεγνοιασιά. Έπλεκε τα υφαντά της και τα κτενισματά της και ήταν χαρούμενη. Έφτιαχνε την πλεξίδα της, το ολόχρυσο γαϊτάνι και ήταν ευτυχισμένη. Έπαιζε με τις σκλάβες της και γι αυτήν αυτό ήταν ο κόσμος της όλος.
Για πρώτη φορά σε αυτό το δημοτικό τραγούδι βλέπουμε το στοιχείο των μαγισσών, δημιουργώντας μία συναπάντηση των μύθων και των παραδόσεων. Πως μπλέκονται αυτά τα δύο στοιχεία στο έργο μας;
Το «Άσμα της Λιογέννητης» είναι ένα δημοτικό τραγούδι που μας μεταφέρει τον αντίλαλο μιας ευτυχισμένης εποχής του Βυζαντίου με όλα τα ήθη και τα έθιμα της, τον πλούτο και την χλιδή της και που ταυτόχρονα μας παρουσιάζει την πλούσια σε ευρήματα φαντασία του ελληνικού λαού. Για πρώτη φορά στο τραγούδι αυτό κάνει την εμφάνιση του το ερωτικό στοιχείο ενωμένο με το στοιχείο του δόλου, με το στοιχείο των μαγισσών. δεν το συναντάμε αυτό σε κανένα άλλο δημοτικό τραγούδι. Αυτό είναι και η μαγεία του τραγουδιού αυτού. Έρωτας και μαγεία μαζί. Απαντά λοιπόν σε αρχαίους μύθους και σε τραγούδια άλλων λαών. Εδώ ακριβώς συναντάμε και την μεγάλη έμπνευση του λαού. Ο Κωνσταντής την αγαπά χωρίς ανταπόκριση και εκείνη όχι μόνο τον απορρίπτει αλλά ζητά ανέφικτα στοιχήματα που ξεπερνάνε την φύση του ανθρώπου. Έτσι ο Κωνσταντής ζητά την βοήθεια των μαγισσών για να την κάνει δική του, οπού εκεί αλλάζει ριζικά η πορεία της ιστορίας. Μαγεία, αποκρυφισμός, τελετουργία, μυστικισμός, αλχημεία συνθέτουν τον μύθο αυτόν.
Το δημοτικό τραγούδι είναι μια προφορική λογοτεχνική παράδοση, γεμάτη από σοφία που μεταφέρεται χρόνο με το χρόνο και από στόμα σε στόμα. Αποτελεί ένα είδος παράδοσης που χάνεται με το πέρας του χρόνου, και είναι πολύ σημαντικό να υπάρχουν νέοι άνθρωποι να μας θυμίζουν αυτές τις παραδόσεις στην γενιά μας. Μίλα μας για το πως είναι για σένα η απόδοση ενός τέτοιου έργου, που είναι τελείως διαφορετικό από προηγούμενες παραστάσεις;
Ναι, είναι μια διαφορετική δουλειά και πολύ ιδιαίτερη καθώς έχουμε να κάνουμε με την αυτούσια μεταφορά ενός δημοτικού τραγουδιού στο θέατρο και μάλιστα σε στίχο δεκαπεντασύλλαβο όπου αυτό το κάνει ακόμα πιο ιδιαίτερο. Είναι ένα ποίημα όπου πρώτη φορά μεταφέρεται σε Αθηναϊκή σκηνή. Σαφώς απαιτεί πολύ μεγάλη προσπάθεια και αφοσίωση όπως και όλες οι δουλειές, αλλά και μεγάλη έρευνα γύρω απ την λαϊκή παράδοση και το τραγούδι. Κατάγομαι από μια μουσική οικογένεια, όπου θυμάμαι ακόμα τον πατέρα μου να μας παίζει και να μας τραγουδάει παραδοσιακά τραγούδια, οπότε η προσέγγιση του δε με δυσκόλεψε. Πιάνοντας στα χέρια μου και μελετώντας το ποίημα αυτό αντιλήφθηκα πόσο μεγάλη,πλούσια και ειλικρινής είναι η λαϊκή μας παράδοση. Είναι ανώνυμη, είναι τέχνη των λαών και αποτελεί προϊόν συλλογικής έκφρασης. Μέσα από αυτήν ο λαό εκφράζεται, δίπλα στις πίκες της ζωής αναζητά την χαρά, μέσα από τον πόνο γυρεύει λίγη διασκέδαση και ψυχαγωγία. Έτσι γεννήθηκε η δημοτική ποίηση. Αυτά συντρόφευαν τον κόσμο και δημιουργούσαν σχέσεις αγάπης, οικειότητας, συντροφιάς και ανθρωπιάς. Μιλούσαν για την φιλία, την αγάπη, την αλληλοβοήθεια, την φιλοξενία τον έρωτα την εμπιστοσύνη. Αυτός ο λαϊκός πολιτισμός με την ομορφιά του αχνοφέγγει και ξεθωριάζει μπροστά στη σαρωτική μανία του σύγχρονου πολιτισμού.
Ποια είναι η σοφία και η μαγεία που έχει να μας δώσει η Λιογέννητη από αυτή τη παράσταση;
Μπλέκουμε στην παράσταση λόγο, κίνηση, τραγούδι και ζωντανή μουσική. Η ολοκληρωμένη πλοκή του ποιήματος, η αρμονική σχέση μύθου και πραγματικότητας χωρίς καμία υπερβολή, οι καθαρές εικόνες, η διαλεκτική σχέση των ηρώων όπως και η αμφισβητήσιμη κάθαρση του τέλους μας έπεισαν να επιχειρήσουμε την αυτούσια μεταφορά του έργου στη σκηνή χωρίς προσθαφαιρέσεις και σοφίσματα. Η γλώσσα επίσης είναι σε στίχο δεκαπεντασύλλαβο, όπου αυτό το κάνει ακόμα πιο ζωντανό, δραστικό και παραστατικό.

Συνέντευξη στη Νάσια Ντάλλα στις 18 Μάρτη 2017 (από το 3pointmagazine)

Όπου "ακουστεί" πως ανεβαίνει ξανά, σας προσκαλώ να το παρακολουθήσουμε.