Σαμσών Ρακάς
Αμπερλουδαχαμίν, ένα εγχειρίδιο μοναξιάς (απόσπασμα)
Όταν όλα έχουν γίνει
τα πρωινά είναι θλιμμένα.
Αντόνιο Πόρτσια
να ζω το θρίαμβο που όλο αναβάλλεται
από το διαφωτισμό στο φωταγωγό
να ζω την πτώση που όλο αναβάλλεται
κι όλα αυτά αγαπημένο υποκείμενο
από δικό σου λάθος.
γιατί ήρθες να με σπρώξεις
το βράδυ που μου υποσχέθηκες πως θα ΄ρθεις
μου το υποσχέθηκες
όταν γλίστρησες στο δωμάτιο ένα κατάνυχτο
και μου χάιδεψες στον ύπνο το κεφάλι
θα 'μουν δε θα 'μουν έντεκα χρονών
παιδί κανονικότατο
με τα παιχνίδια του
με τις σκανταλιές του
με τα λιγοστά δώρα του
με το ξανθό του χνούδι
παιδί κανονικότατο ως τη στιγμή που
έτρεξα στους γονείς μου κλαίγοντας
έτρεμα και ούρλιαζα
κάποιος μου άγγιξε το κεφάλι
κάποιος μου άγγιξε το κεφάλι
κι ανοίξανε όλα τα φώτα του σπιτιού
ο πατέρας μου πήρε την καραμπίνα
κι έψαχνε κάπως νωχελικά
χωρίς να 'χει πειστεί αν ψάχνει άνθρωπο ή τ' όνειρό μου
μέχρι που βρήκε το τζάμι του μπάνιου ορθάνοιχτο
τότε με πίστεψαν πραγματικά
στρογγύλεψαν τα μάτια του πατέρα μου
η μάνα μου φώναζε Χριστέ μου
μ' αγκάλιαζε με ξαναγκάλιαζε
κι ύστερα δεν άντεξε
εκείνη πήγε στα χρυσαφικά της
κι εγώ στο φόβο τον οριστικό
τη σάκα μου
τι μ' έπιασε και πήγα;
τι με μαγνήτισε;
πήγα κι αντίκρισα μια σάκα του δημοτικού
απ' τις μακρόστενες με το κοκάλινο χερούλι
την είδα γεμισμένη χώμα μέχρι πάνω
και όπως πάγωσαν τα πόδια μου
φωνή δε μου 'βγαινε
απλά γονάτισα μπροστά της
έπεσα είναι το σωστό αλλά το λέω γονάτισα
γιατί αν με 'βλεπε κανείς θα έλεγε
Κοίτα αυτός γονάτισε στον παιδικό του τάφο
Η αστυνομία το αποκάλεσε παράξενο
και σήκωσε τα χέρια ψηλά
(sic)
Η γειτόνισσα το είπε μάγια
ψιθυριστά στο μέσα δωμάτιο
κι έκαμε το σταυρό της
εγώ θα το αποκαλέσω ποίηση
κι ας μ' ακούσουνε οι πάντες
αν και τελείως άνυδρα τα χρόνια κύλησαν ποταμηδόν
προσπάθησα να κάνω φίλους στο γυμνάσιο
όμως δε φόραγα ολ σταρ
κι έτσι δε με καλούσανε σε πάρτυ
προσπάθησα να ξανακοιμηθώ
με τρία αναμμένα πορτατίφ τριγύρω
όμως τα μάτια μου δεν ξανασφράγισαν
προσπάθησα και να σπουδάσω
έχω πια ξεχάσει τι
και να ερωτευτώ το 'χα σκοπό
όμως μ' αγγίξανε και τίποτα δε θύμιζε το άγγιγμά σου
το άγγιγμά σου πώς να το διηγηθώ
σα να μ' άγγιζε σωτήρια
μια παλάμη πλατανόφυλλο υγρό
όταν με έσερναν δουλέμποροι
μέσα στην έρημο
σα να με έσωζε μια γυάλινη φτερούγα
τότε που με πετροβολούσαν οι πιστοί
στη Μέση Ανατολή
σα να με τύλιγε η σελίδα
που 'χει πάνω της γραφτεί
κήποι και ποιήματα ποτιστικά πλημμύρα
όχι καρδιά μου τόση ευτυχία
κι από την τόση νοσταλγία
χωρίς να το πολυκαταλάβω
σύντομα έμοιαζα με ένα νυχτοφύλακα
κατάκοπο
στον τόπο της ισόβιας λιακάδας
μα δεν παραπονιόμουν
κι ας πρόδωσα τα πόδια μου για να σε περιμένω
μπήκα στην απομόνωση αγαπημένο υποκείμενο
μονολογούσα λογοκρινόμουν μονολογούσα
μέχρι που γέννησα εαυτούς
να 'χω κι εγώ συμπότες...
..................................
____
Νάσος Νικόπουλος
Απάντηση στον εθνικό ποιητή των U.S.A.
Μας είπες ψέμματα, Whitman...
Περιμέναμε έναν ολόκληρο αιώνα
στριμωγμένοι στα γκέτο
με τα γαλάζια ποτάμια
των αρτηριών μας
πιο άγρια κι απ' τη δόξα
του Μισσισιπή σου.
Έναν ολόκληρο πικρό αιώνα
περιμέναμε
εκεί στα κρεματόρια του Μανχάταν
στους σκοτεινούς θαλάμους
των λεωφόρων του
έντρομοι και αποφασισμένοι.
Και οι αυγές σου
ήταν μικρές αιχμές
αδυσώπητες αστραπές του λευκού
που περισσότερο έδειχναν τη νύχτα.
Και συ να υμνείς
το υπερήφανο πέρασμα του Μπρούκλιν
τους πολύβοσκους τόπους του Πάτζετ
και του Όρεγκον
και μια Δημοκρατία χλωμή
που ζητιανεύει στις εξώθυρες
του Χάρλεμ.
Εδώ ζούμε δίπλα σε νεκρούς
αναπνέοντας πλαστικούς έρωτες
στο Μπέβερλυ Χιλ
παραδομένοι σε Ιουλιέτες
με κίτρινα μάτια
από τη χρήση LSD.
Μ' ακούς γέρο ξιπασμένε Γουήλυ;
Ούτε το Πωμανόκ
εκεί που τραγουδούσες
τον άγιο έρωτα
εκεί που μοσχοβόλησε
η μνήμη των τρυφερών σου χρόνων,
Ούτ' εκεί
δεν υπάρχει πια σήμερα
μια εκκλησία διαμαρτυρομένων
για να πεθάνεις
μακριά απ' την ήττα
των βραχνών αλληλούια...
Γιατί αυτή σου η χώρα
αυτή σου λοιπόν η Αμερική
είναι χτισμένη από φτηνό μέταλλο
από φτηνό γυαλί.
Είναι φτιαγμένη με
στοίβες πολεμικά παιχνίδια
που τουφεκίζουν την ησυχία του ύπνου
στοίβες πολεμικά παιχνίδια
που υπογράφονται με έπαρση
made in U.S.A....
Εκπλήρωσε η Αμερική σου
ό,τι σου υποσχέθηκε.
Έφτιαξε δόρατα βαριά
που έκρυψαν τον ήλιο
που έκαψαν τις κερασιές
του Ανατέλλοντος φωτός
που ερήμωσαν
τα χρυσά ακρογιάλια των εφήβων.
Ενώ στον λευκότατον οίκον σας
πλήττουν οι πελιδνοί σας αρχηγοί
δολοφονούν τους ομογάλακτους
μνηστήρες του θρόνου τους
ή υπογράφουν τις αποφάσεις
των προαγωγών τους.
Το χιόνι λοιπόν
το βουβό χιόνι
φωλιάζει τώρα στα στόματα
των στρατιωτών σας
κι όλοι σας, ακούς Whitman,
όλοι σας πια
περνάτε μπρος απ' τα μάτια μας
οριστικά αμίλητοι.
Γιατί το νιώθεις εσύ
προδομένε ποιητή Walt Whitman
κάθε ώρα κάθε ημέρα
οι βράχοι του Φαρ Ουέστ
γκρεμίζουν τις αδιάφορες πόλεις σας.
Ναι, Γουήλυ,
κάθε ώρα κάθε νύχτα
βρέχει σε σας χωρίς έλεος...
_____
Μάχη Μουζάκη
Άσπρη μου μαύρη μου σάρκα (απόσπασμα)
- Μυρτιάς πνοή
κορυδαλλού τρίλλια
πού βρίσκομαι;
Ελεονώρα
Σύνορο της καρδιάς μου με το άγνωστο.
Γείρε στα πουπουλένια μαξιλάρια.
Φώναξε τον καμαρώτο
πιες κόκα κόλα, ουΐσκι, σόδα.
Σκοτάδι, φως, μαριχουάνα!
Άφησέ με να νιώσω, πώς έλυωνε
η σάρκα
στον ατέλειωτο χρόνο του ονείρου
και του θανάτου.
.............................
Εδώ για ποιον ήρθα!
Να διαβάσω τις εκτάσεις μαζί του
να μιλήσω την ποίηση μαζί του;
Τις μυστικές πηγές δεν γέμισα με μέλι
κυπαρισσόμηλο δεν έλυωσα
να στάζει μύρο ο στίχος;
Αφρό δεν έφερα από γάλα σε ελαφρόπετρα
για τις σπονδές του Ατλαντικού;
Πού πηγαίνω μέσ' τ' ατέλειωτα τούννελ
με το νούφαρο στο στήθος
και το κοράκι στην καρδιά;
Παραλογίζομαι!
Όμως διψάω δροσιά
σε άνθος μπουγαρίνι.
Το τραίνο πηγαίνει...
Εγώ στον εξώστη του κόσμου, φωνάζω:
Άσπρη, Μαύρη μου σάρκα
με σφύριγμα σπίνου, σε δάση,
έλα!
Να διαβάσουμε ποίηση.
*
Το παιδί και το φλάουτο
4
Το φλάουτο
στου κήπου τα μονοπάτια.
Η μπόλια σου γαλάζιο ρίγος.
Στα χαμομήλια λαμπρίτσες.
Ωσαννά από κόκκινα φτερά.
Ο Κήπος πλημμυρισμένος Μάνα.
Πιο κει τα χέρια σου
πιο δω τα μάτια.
Χοροπηδούσα
στο αόρατο δίχτυ της αγάπης
κι άνθιζε ο κρίνος της ποίησης.