Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ή ΜΟΝΟΛΟΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ή ΜΟΝΟΛΟΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΕΡΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΜΙΚΡΑ ΕΡΩΤΙΚΑ, ΤΡΙΑ VIDEO ΕΚΤΟΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ, ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ή ΜΟΝΟΛΟΓΙΑ

Posted by Γιώργος Τσακιράκης Κρης | Posted in | Posted on 7:11 μ.μ.

0


 

Ο ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΑΣ (Ή Η ΘΥΣΙΑ), ΜΑΝΟΛΗΣ ΚΑΛΟΜΟΙΡΗΣ-ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ-ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 10:00 π.μ.

0

Μανώλη Καλομοίρη, Ο Πρωτομάστορας ή Η θυσία. Από την ομώνυμη τραγωδία του Πέτρου Ψηλορείτη (δεύτερο ψευδώνυμο του Νίκου Καζαντζάκη, το πρώτο ήταν Κάρμα Νιρβαμή), με έμπνευση από το δημοτικό τραγούδι. 
 

«Ο Πρωτομάστορας», τραγωδία, Νίκος Καζαντζάκης, ψευδώνυμο Πέτρος Ψηλορείτης

 



(απόσπασμα)…

ΜΑNΑ — Η Γυναίκα πού τόνε πλάνεψε και δεν τον αφήνει να κοιμηθεί όλη νύχτα. Αυτή πρέπει να σκοτωθεί και να λείψει για να λευτερωθούν τα μπράτσα τού Πρωτομάστορα και να μην τρέμουνε όταν χαράζουνε το σχέδιο τού γιοφυριού…
ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ— Μάνα! έλεος! Σκληρά ’ναι τα λόγια σου, σαν το γραφτό της Μοίρας!
ΜΑΝΑ — Και πρέπει να σκοτωθεί απόψε, πριν να βασιλέψει ό ήλιος! ’Αλλιώς τη νύχτα θα ’χομε πάλι αφανισμούς και σύγκλυσες! Κι όχι όπου λάχει, μα στα θεμέλια τού γιοφυριού αγκωνάρι να χτιστεί… ’Απάνω στο κορμί της μόνο θα σιδεροχτιστεί γιοφύρι!
ΣΜΑΡΑΓΔΑ [ένα βήμα προχωρεί κατάχλωμη και σαν αντίλαλος μιλεί]. — ’Απάνω στο κορμί της μόνο θα σιδεροχτιστεί γιοφύρι, Μάνα;
ΜΑΝΑ [με πικρότατη θλίψη], — Ναι, παιδί μου.
ΧΟΡΟΝ ΓYΝ. [φρίσσουν]. — Ποιά να ’ναι! Ποιά να ’ναι!
— Ω! ποιανής το αίμα θα χαρούνε τα πελέκια!
 ΑΡΧΟΝΤΑΣ — Πες τ’ όνομά της, Μάνα!
ΣΜΑΡΑΓΔΑ — Μην την ακούς, Πατέρα μου! Μην την ακούς!
ΑΡΧΟΝΤΑΣ [ ξεφεύγει από το αγκάλιασμα της Σμαράγδας, με προσταγή]. — Πες τ’ όνομά της!
ΜΑΝΑ —Εγώ δεν κάνει να το πω ! Πρέπει ό ίδιος ο Πρωτομάστορας, ή μονάχη της αυτή να σού το μολοήσουν! Για να ’χει αξία, πρέπει με τη δίκιά τους τη θέληση να γίνει ο σκοτωμός! [Στο κοριτσάκι πού την τραβά]. Πάμε παιδί μου… Πάμε! [Προχωρεί… Ξάφνου γυρίζει και λέει στον Πρωτομάστορα]. Α! Πρωτομάστορα! Πρωτομάστορα! Σκίσε τα στήθια σου και βγάλε την καρδιά σου και βάλε την θεμέλιο στο γιοφύρι, αν θες να στερεώσει. Τίποτ’ άλλο δεν έχω να σου πω! [στους χορούς]. Τίποτ άλλο δεν έχω να σας πω! [φεύγει].
[Σιγή φριχτή. ‘Ο ’Άρχοντας προχωρεί προς τις γυναίκες και κοιτάζει. «Όλες αποτραβιούνται και τρέμουν. Είναι, αλήθεια, ένας αητός απάνω σε περιστέρια].
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝ.— Ώ ω! Η Μοίρα, η Μοίρα απλώνει απάνω από τα κεφάλια μας τα φτερά της, σα φτερά όρνιου αρπαχτικού! H Μοίρα, η Μοίρα είναι από πάνω μας και διαλέγει!
ΑΡΧΟΝΤΑΣ — Ποιά είναι; Κάπου εδώ θα ’ναι! Ποιά τρέμει πιο πολύ;
[Ό Άρχοντας πάει κ’ έρχεται και τις κοιτάζει. Ξάφνου στον Πρωτομάστορα].
ΑΡΧΟΝΤΑΣ — Πρωτομάστορα! [σιγή] Δε μιλείς; Α! δε θες να μολοήσεις! [σιγή, έπειτα σα να πήρε μίαν απόφαση και στρέφεται στους θεριστάδες] Να πάει ένας να μηνύσει, όλου του χωριού οι κοπελιές να ’ρθουν εδώ! Πες τους πώς έχουμε πανηγύρι και ξεφάντωμα. [φεύγει ένας θεριστής] Και γρήγορα! Πριν να βασιλέψει ο ήλιος ! Άκουσες τη Μάνα; Η νύχτα δεν πρέπει να μάς βρει χωρίς το σκοτωμό! [φεύγει τρεχάτος ό θεριστής. Ό Άρχοντας στον Πρωτομάστορα απειλητικά:] Πρωτομάστορα! Σκέψου! Αν δε μολοήσεις τη φταίχτρα, απάνω σε σέ τον ίδιο θα βάλω τα θεμέλια! Σκέψου! [στους χορούς] Σκεφτείτε και σεις όλοι! Ως να γυρίσω από το γιοφύρι, να ’χετε αποφασίσει να μου την μαρτυρήσετε! Α! δε θα χαθούμε εμείς και τα παιδιά μας για το χατίρι μιας ξετσίπωτης και ντροπιασμένης! Όχι!… [φεύγει.. Στρέφεται στη Σμαράγδα και λέει της τρυφερά] Και συ, Σμαράγδα μου, πήγαινε στο σπίτι!
ΣΜΑΡΑΓΔΑ— Όχι, πατέρα μου… Θέλω να μείνω… Άφησε με να μείνω!
ΤΡΑΓΟΥΔ.— [απελπισμένος] Σμαράγδα! Σμαράγδα ! Γιατί δε φεύγεις;…
INTERMEZZO
[Δεν κατεβαίνει η αυλαία. Μεταξύ α’ και β’ πράξης μεσολαβεί το intermezzo αυτό. Έρχονται οι γύφτισσες χορεύτριες με ντέφια, νταούλια, χαλκάδες. Δύο ημιχόρια].
Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ [σωριάζονται κάτω και θρηνούν].
— Ωϊμένα! Ωιμέ! Τα χέρια σου, Πρωτομάστορα, τα δυνατά σου χέρια, πού θένε να μαλάξουν, σαν απαλό κερί, στις φούχτες τους τη Μοίρα, λιγοθυμούν σα θυμηθούνε το σχήμα των στηθιών, της γλυκιάς – γλυκιάς Γυναίκας, Ωϊμένα! Ωϊμέ!
Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ [χαρούμενο, γοργά χορεύει].
— Βαθιά το αλέτρι της αγάπης, οργώνει τα κορμιά μας κι όλες οι πίκρες σπέρνονται, γεννοβολούν, θεριεύουν και τρώνε μας την καρδιά! Κ’ εμείς πεθαίνομε-πεθαίνομε από τον πόνο και σκύφτομε και λέμε: [σταματούν σα λιγωμένες από τη γλύκα] Γλυκύτερο πράμα δεν υπάρχει από τον απάνω κόσμο! Γλυκύτερο πράμα δεν υπάρχει από τον απάνω κόσμο !
Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ [Πετιέται πάνω και χορεύει]
— Μην ακούς! Μην ακούς, Πρωτομάστορα! Λύσε από τη μέση σου τη ζώνη της αρρώστιας! Ξέπλεξε από το λαιμό σου τα χέρια της Γυναίκας, τα χέρια της Γυναίκας πού σε γλυκοτραβούνε στον γκρεμό! Εσύ ’σαι Πρωτομάστορας! Εσύ δεν ήρθες στη ζωή για να χαρείς, μονόρθες για να χτίσεις!
Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ
—Χαχαχά! ‘Όλα τα γιοφύρια, όλα τα γιοφύρια δεν αξίζουν ένα φιλί απάνω στο στόμα! Α! και τα δύο μου τα χέρια απλώνω κ’ ευλογώ και προσκαλώ το να ’ρθει το κρίμα, πού μας σφιχταγκαλιάζει και μάς ρίχνει κάτω και μάς χαίρεται απάνω στα κρεβάτια τα ζεστά!
[Οι ΚΟΠΕΛΕΣ του χωριού, πού ακούνε τις γύφτισσες ξαφνιασμένες και κόκκινες].
— Ω μην το λες! ώ! μην το λες! Πόσο γλυκεία ’ναι η ’Αγάπη, όταν της παραστέκει η χάρη του Θεού! Πέφτει απάνω στα κορμιά μας, ως πέφτουνε τα πρωτοβρόχια απάνω στη διψασμένη γης! Τέτοια, Παρθένα, τέτοια αγάπη χάρισέ μου!
[Γυρίζουν από το γιοφύρι οι άντρες. Έχουν έρθει κι άλλοι].
ΧΟΡΟΣ ΑΝΤΡΩΝ [θριαμβευτικά].
— Άλάφρωσα! άλάφρωσα! Φοβήθηκα μια στιγμή και είπα: Είναι μεγαλύτερος από μένα! Άλάφρωσα! Όλοι, το βλέπω τώρα, ωσάν τ’ αστάχια γέρνομε ανήμποροι μπροστά στο δρεπάνι της Μοίρας!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
— Κ’ υστέρα όλοι, μικροί μεγάλοι, απάνω σ’ άλλο πέφτομε δρεπανοθερισμένοι, στα χωματένια αλώνια του αφέντη μας του Χάρου!
ΧΟΡΟΣ ΑΝΤΡΩΝ
— Η Μοίρα περνά από πάνω μας και τρέμομε όλοι — σαν τα καλάμια το δειλινό!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
— Η Μοίρα περνά από κάτω μας και πίσω και μπροστά μας, σα θάλασσα φουρτουνιασμένη, το μεσονύχτι, κ είμαστε βάρκες χωρίς φως, χωρίς τιμόνι, χωρίς κουπιά.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ
— Ω Ήλιε, πού χαμοπετάς αίματολαβωμένος κι όπου – όπου πέφτεις, ώ Ήλιε, τί έργα φριχτά απόψε θα χρυσώσεις! 



Η υπόθεση του έργου

Πυρήνας της υπόθεσης είναι ο θρύλος του γιοφυριού της Άρτας. Το γεφύρι έχει τελειώσει και, παρά τις ζοφερές προβλέψεις των μαστόρων και των χωρικών, ο Πρωτομάστορας είναι σίγουρος ότι δεν θα γκρεμιστεί. Ο Άρχοντας τόν ρωτά πώς να τόν ανταμείψει κι εκείνος ζητά την άδεια να χτίσει στη μέση του χωριού ένα σπίτι και να στεφανωθεί την αγαπημένη του.
Τότε φτάνει μια κοπέλα, λέγοντας πως το γεφύρι είναι έτοιμο να γκρεμιστεί. Εμφανίζεται η γριά Μάνα, η σοφή προφήτισσα και ανακοινώνει ότι για να στεριώσει το γεφύρι, πρέπει να θυσιαστεί η ερωμένη του Πρωτομάστορα· δεν αποκαλύπτει, όμως, το όνομά της, λέγοντας ότι, για να πιάσουν τα μάγια, πρέπει ο Πρωτομάστορας και η ερωμένη του να τό ομολογήσουν εκουσίως. Ο Άρχοντας ορκίζεται ότι θα τήν παραδώσει ο ίδιος, αγνοώντας ότι πρόκειται για την κόρη του, τη Σμαράγδα.
Ωστόσο, ο Πρωτομάστορας σιωπά και, καθώς η νύχτα πλησιάζει, οι μαστόροι αποφασίζουν να θυσιάσουν τον ίδιο. Τότε, η Σμαράγδα ομολογεί ότι αυτή είναι η ερωμένη του και κατεβαίνει μόνη της στα θεμέλια του γεφυριού.

Πληροφορίες για τη συγγραφή

Γράφεται στο Παρίσι το 1908-1909, με αρχικό τίτλο Η Θυσία. Η τραγωδία είναι αφιερωμένη στον Ίδα [=Ίων Δραγούμης].  (http://www.kazantzakis-museum.gr).
Ο «Πρωτομάστορας» του Νίκου Καζαντζάκη δεν είναι ο ικανός πλην συμβατικός τεχνίτης της λαϊκής παράδοσης και η Σμαράγδα, η αγαπημένη Γυναίκα που χτίζεται στα πελέκια τού γιοφυριού, δεν είναι η συμβατική και «με στεφάνι» κυρά του. Ο Έρωτάς τους τολμά να αψηφήσει τη μικροψυχία του υποταγμένου και ζηλόφθονου κοινωνικού περίγυρου· ωστόσο, στην παλαίστρα των Μεγάλων Έργων ηττάται από τον Θάνατο, ο οποίος συνθλίβει αλύπητα τη νεανική ματαιοδοξία -όχι, όμως, και την Αγάπη. Ο Καζαντζάκης, με ματιά ιδιαίτερη, μεταπλάθει πρωτοποριακά τον κλασσικό θρύλο τού Γιοφυριού τής Άρτας (που υφίσταται και σε παραδόσεις άλλων λαών), εξακοντίζοντάς τον σε νέα ύψη. (http://www.biblionet.gr)
Στον Πρωτομάστορα του Ν. Καζαντζάκη, η γυναικεία ομορφιά  μπαίνει εμπόδιο στους υψηλούς  στόχους του ήρωα, με τον ίδιο τρόπο που η ομορφιά της φύσης αποτελεί εμπόδιο στην πραγμάτωση των υψηλών ιδανικών των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» του Δ. Σολωμού. Η ηδονή ξεστρατίζει τον ήρωα από τον προορισμό του. Θυσιάζοντας τη γυναίκα που αγαπά, απελευθερώνεται από τις κατώτερες ροπές του και γίνεται ικανός να δημιουργήσει. Εμφανής στις αντιλήψεις του Ν. Καζαντζάκη για τη γυναίκα είναι η επίδραση του Νίτσε.
Η γυναίκα «μυστήριο», «πηγή δροσερή», που «σκύβεις, θωράς το πρόσωπό σου, και πίνεις, πίνεις και τα κόκαλά σου τρί­ζουν», «αδύναμο πλάσμα, προορισμένο να υποτάσσεται στον άντρα – φυσικό κατακτητή της», «θηρίο αθώο, προικισμένο από τη φύση να  μαγνητίζει τον άντρα», αλλά και «να τον συντροφεύει στο δικό του μοναδικό ανήφορο», «ο πιο σύντομος και σίγουρος δρόμος για τον Παράδεισο», εκείνη που «όταν αγαπάει, κάνει κάθε θυσία και κάθε άλλο πράγμα της φαίνεται ασήμαντο»..

(Ένα σχετικό απόσπασμα από το «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» του Νίτσε, καθώς και μια κατατοπιστική αναφορά στις απόψεις του Ν. Καζαντζάκη για τη γυναίκα, θα βρείτε στο Φωτόδεντρο).

Ο Πρωτομάστορας του Μανώλη Καλομοίρη
Στις αρχές 20ου αιώνα (1909), ο Μανώλης Καλομοίρης, φιλοδοξώντας να δημιουργήσει ελληνική κλασσική μουσική, συνθέτει τον «Πρωτομάστορα», βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Τήν αφιερώνει στον Ελευθέριο Βενιζέλο, «Πρωτομάστορα της Μεγάλης Ελλάδος», που γεννήθηκε με τους βαλκανικούς πολέμους και τις εδαφικές ανακατατάξεις που ακολούθησαν.
Η τραγωδία παρουσιάστηκε στην Αθήνα (1916) και χαιρετίστηκε ως μουσικός σταθμός. 

Ο συνθέτης στον πρόλογό του σημειώνει:

Ο “Πρωτομάστορας” δεν είναι όπερα – όπως τουλάχιστον ο κόσμος συνήθισε να λέει κοινά το μουσικό δράμα. Δεν έρχεται να παρουσιάσει διάφορα κομματάκια μουσικά, δεμένα όπως-όπως μεταξύ τους με μια υπόθεση, όπου παίζουνε μέρος μεγάλο οι φανταχτερές στολές. Κάθε άλλο. Θέλει με όλα τα εκφραστικά μέσα που η μουσική τέχνη έχει στην υποταγή της να δυναμώσει την τραγική εντύπωση που γεννιέται από το δράμα. Και η μουσική του έχει τη φιλοδοξία να δείξει όχι τόσο και μόνο, το ελληνικό χρώμα, παρά την ψυχή την ελληνική. Γιατί ο μουσικός του Πρωτομάστορα προσπάθησε να μη σταματήσει μόνο στις μελωδίες του λαού στα ελληνικά θέματα, παρά πριν από όλα να δημιουργήσει νέα θέματα δικά του και δικές του μελωδίες, ελληνικά, με χαρακτήρα ελληνικό. Διάλεξε ο μουσικός την τραγωδία του Πρωτομάστορα, μια «λεύτερη» δημιουργία θεμελιωμένη πάνω σε γνώριμο δημοτικό θρύλο, γιατί πιστεύει πως ο θρύλος μονάχα, ο μύθος της αρχαίας τραγωδίας, καλοδέχεται και τή ζητάει μάλιστα, την επεξεργασία της μουσικής, τη μουσική ατμόσφαιρα. Σε τέτοια ατμόσφαιρα ίσα-ίσα ο κόσμος του θρύλου, ο φανταστικός, ζει πιο άνετα και πιο έντονα την παραμυθένια του ζωή… Μανώλης Καλομοίρης, 1916

Δεκατρία χρόνια αργότερα, το 1929, ο συνθέτης έχοντας ξαναδουλέψει το έργο θα σημειώσει:»… Έτσι ο Πρωτομάστορας μου φαντάζει σαν σύμβολο της ζωής μου και της Μοίρας – της Μοίρας κάθε τεχνίτη του τόπου μας, την ορμή για τα μεγάλα, για τα ωραία, μα που δεν μπορεί ή δεν τον αφήνουνε να στήσει. … μέσα στη μουσική του θρύλου του Γιοφυριού της Άρτας είχα κλείσει μαζί με αρκετές νεανικές απειρίες και αδεξιότητες ότι καλύτερο είχα από τη φλόγα της ζωής μου, από τα όνειρα μου, από την Ελλάδα μου…» (http://el.wikipedia.org)
Μπορεί το πέτρινο γεφύρι να μας παρέχει ανώδυνη διέλευση πάνω από έναν κατά κανόνα απρόβλεπτο ποταμό, μας δίνει όμως, ταυτόχρονα, τη δυνατότητα - κι αυτό το σημαντικότερο – να γνωρίσουμε απέναντι όχθες, να βιώσουμε εμπειρίες πέρα του συνηθισμένου, να γίνουμε ταξιδιώτες τόπων και συναισθημάτων. Εμπεριέχουν και τούτην την παράμετρο οι συμβολισμοί που το φορτίζουν. (Σπύρος Μαντάς, Γεωργία Δημητροπούλου)

Η θυσία της Λυγερής στο Τραγούδι του γεφυριού της Άρτας: Παράλληλες αναγνώσεις

Η θυσία της Λυγερής μάς θυμίζει τη θυσία της Ιφιγένειας, (αρχαία ελληνική Μυθολογία) και τη θυσία του Ισαάκ (Παλαιά Διαθήκη).

Η θυσία της Ιφιγένειας

Ο Αγαμέμνονας είχε προκαλέσει την οργή της θεάς Αρτέμιδος σκοτώνοντας το ιερό ελάφι της, με αποτέλεσμα η θεά να προκαλέσει άπνοια και να μη μπορεί να αποπλεύσει ο στόλος των Αχαιών από την Αυλίδα για την Τροία. Τοιουτοτρόπως, κατέφυγαν στον μάντη Κάλχα προκειμένου να πληροφορηθούν για το τι έπρεπε να κάνουν, ενώ εκείνος απήντησε ότι η οργή της θεάς θα έφευγε μόνο αν ο Αγαμέμνων θυσίαζε τη θυγατέρα του, την Ιφιγένεια, η οποία τότε βρισκόταν στις Μυκήνες. Αρχικώς, ο Αγαμέμνων αρνήθηκε να τό πράξει, αλλά πιέσθηκε από τον Μενέλαο και τον Οδυσσέα, καθώς και οι μήνες περνούσαν και κάλεσε την κόρη του με την πρόφαση ότι θα τήν αρραβώνιαζε με τον Αχιλλέα. Η Ιφιγένεια ήρθε στην Αυλίδα και τότε ο Αγαμέμνονας τήν παρέδωσε στον Κάλχα, για να τη θυσιάσει στην θεά Άρτεμη.
Την τελευταία στιγμή, η θεά παρενέβη  και έσωσε την Ιφιγένεια, τήν άρπαξε από το βωμό της θυσίας και έβαλε στη θέση της ένα ελάφι, οδηγώντας τη στην Ταυρίδα, όπου τήν έκχρησε ιέρειά της. Αυτή είναι η γνωστότερη μορφή του μύθου. Σε παραλλαγές αναφέρεται αντί της Αυλίδας, η Βραυρώνα της Αττικής ως τόπος της θυσίας. Εκεί, η θεά αντικατέστησε την Ιφιγένεια με αρκούδα, αλλά και η ίδια η κόρη τη στιγμή της θυσίας μεταμορφώθηκε σε ταύρο ή δαμάλι ή αρκούδα ή γριά και με αυτή τη μορφή εξαφανίσθηκε. Η εξαφάνισή της δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι παριστάμενοι έστρεψαν αλλού το βλέμμα τους, για να μη δουν ένα τέτοιο έγκλημα. Υπάρχει ωστόσο, η εκδοχή πως η θυσία έμεινε ημιτελής, όταν ξαφνικά εμφανίσθηκε ένας ταύρος ή δαμάλι ή ελάφι ή γριά. Ο ιερέας, ερμηνεύοντας τον οιωνό, χαρακτήρισε τη θυσία μη αναγκαία καθότι οι θεοί δεν συμφωνούσαν. Τουτέστιν, η Ιφιγένεια διεσώθη. 

( http://el.wikipedia.org)

Στην τραγωδία του Ευριπίδη, Ιφιγένεια εν Αυλίδι, 

η ηρωίδα συνειδητοποιώντας τη θέληση του στρατού, αποδεσμεύει τον Αχιλλέα από την υποχρέωση να τήν υπερασπιστεί, χαρακτηρίζει το νόημα της θυσίας πατριωτικό και οικειοθελώς προσφέρεται να δώσει τη ζωή της για το κοινό καλό.

Ιφιγένεια – Λυγερή: Τα συναισθήματα και οι αξίες που συγκρούονται στην κάθε περίπτωση; Τι υπερισχύει;
Έχει αποφασιστεί ο θάνατός μου
Και θέλω να πεθάνω αρχοντικά
Να πνίξω την ταπείνωση, όλη η Ελλάδα -το πρώτο αγαθό μας-
Σε μένα ελπίζει,
Στα χέρια μου κρατώ την αναχώρηση των καραβιών
Και το χαλασμό της Τροίας
Στο χέρι μου είναι
Να τήν εκδικηθούμε την αρπαγή της Ελένης
– τον Πάρη, που τήν άρπαξε
Να μην αφήσουμε τους βάρβαρους ν΄αρπάζουν
Τις γυναίκες της ευτυχισμένης Ελλάδας.
Όλα αυτά ο θάνατός μου θα τά πετύχει
αυτό θα΄ναι δόξα μου
και ευτυχία θα γίνει,
δεν πρέπει μόνο για τη ζωή μου να νοιάζομαι.
Για την Ελλάδα μέ γέννησες, όχι για σένα μόνο.
Χιλιάδες και χιλιάδες ασπιδοφραγμένοι Έλληνες
Χιλιάδες και χιλιάδες άλλοι με κουπιά
-αφού η πατρίδα αδικήθηκε
δέχονται και τολμούν να χαθούν για την πατρίδα
και να σταθώ εγώ ενάντια, για μια ψυχή και μόνη;
Άδικο είναι. Τι μπορούμε ν’ αντιτάξουμε;
Και να πω και το άλλο
Να μην μπλεχτεί σε πόλεμο ο Αχιλλέας με τους Αργείους
για μια γυναίκα.
Ο άντρας είναι πιο πολύτιμος κι από χίλιες
Κι αν είναι θέλημα της Άρτεμης το σώμα μου
Θ΄ αντισταθώ εγώ η θνητή στο θέλημά της;
Εγώ το σώμα μου τό δίνω στην Ελλάδα.
Θυσιάστε με· κουρσέψτε την Τροία
Αυτό θα ΄ναι να μέ θυμούνται πάντα
Γάμος μου, παιδιά και δόξα μου αυτό θα ναι… (xyth.gr, Ευθυμία Χύτη)

ΕΝΑ ΚΑΘΑΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ, ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ή ΜΟΝΟΛΟΓΙΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 8:11 μ.μ.

0






Φασουλής και Περικλέτος ο καθένας νέτος σκέτος, 
Γεώργιος Σουρής (1853-1919)


Φασουλής:  

Εδόξασα τον Θοδωρή, τον γέρο παππουλάκο,
που δέκατό του βάπτισε τον κύριο Κυριάκο.
Πάλιν εμεγαλύνθησαν τα κατορθώματά του
σαν έβαλε τον Λυγινό στη θέση του δεκάτου.

Συνδυασμοί συνδυασμών... ψυχρός μη μένεις λίθος,
Λεβίδης και Κορδόναρος παλεύουν στήθος στήθος.
Λεβίδης και Κορδόναρος... μην κάθεσαι στο στρώμα,
ο Θοδωρής τον έκανε κι ο Νικολής ακόμα.


Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά,
καθένας τουρτουρίζει,
κι ο Νικολής, τεμπελχανά,
κι εδώ κι εκεί γυρίζει.


Φτερώνουν τις πατούνες των χορεύτριες τσακίστρες,
λάμπουν τα χιόνια στα βουνά και βγάζομε χιονίστρες,

κι ακούραστος ο Νικολής,
πρώην του γέρου προσφιλής,
γυρνά στις έξω τις μεριές
και δώστου κάνει κουμπαριές.


Τ΄ απόσκι΄ απόσκια περπατεί,
τ΄ απόζερβα πηγαίνει,
ψήφους κουμπάρων του ζητεί,
σε σπίτια μπαινοβγαίνει.

Καλώς τον Νικολάκη μας, καλώς τον Νικολή μας,
που πάλι καταδέχεται να μπει μες στην αυλή μας.
Πώς ήταν τούτο το καλό κι επήρες παγανιά
τις περασμένες κουμπαριές μ΄ αυτήν την παγωνιά;

Κάτσε και θα τους κόψομε, κυρ Νικολή, τον βήχα,
κάτσε και για την όρεξη να πιεις καμιά μαστίχα,
και στις μπαρμπέτες του παππού να μην αφήσεις τρίχα.



Φαντάσου, φίλε μασκαρά,
να πέφτ΄ η κόρη του Βορρά,
και συ να τρέχεις – πω! πω! πω!
στο Σάλεσι, στον Ωρωπό,
στα Σπάτα, στο Μενίδι...
χαρά στον τον Λεβίδη.

Έρχεται κι ο Καρνάβαλος να δώσει και να πάρει,

συνδυασμών συνδυασμοί,
παροξυσμών παροξυσμοί,
κουμπάρες και κουμπάροι.

Δόξα σ΄ εκείνους, πούκαναν τον Ντεληγιαννικό,
σ΄ εκείνους, που θα κάνουνε τον Θεοτοκικό,
σ΄ εμάς, που θα ψηφίσομε και τρίτο λαϊκό.

Περικλέτος

Τι κάθεσαι και τσαμπουνάς και τον καιρό σου χάνεις;...
σκάσε, δεν είσαι ποιητής... το γράφει κι ο κυρ Γιάννης,
που στέλλει, δόλιε Φασουλή, μέσ’ από τα Παρίσια
σε συμμορίες μαλλιαρών διπλώματα περίσσια
γλωσσολογίας, κριτικής, σοφίας και ποιήσεως,
και γλωσσολόγος έγινε και κριτικός εκ φύσεως.

Δεν ξέρεις πώς εχάρηκα σαν είδα, μπεχλιβάνη,
την ρομπατσίνα την γερή του Γάλλου του κυρ Γιάννη.
Και ποιος αλήθεια με χαρά και γέλια δεν θ΄ ακούσει
πως βάλθηκε κι ο Γιαννακός πατόκορφα να λούσει
τον Φασουλή τον μασκαρά, το πρόστυχο μυαλό,
του κάρρου το περίτριμμα, τον τρελλο-Νικολό;

Δεν ξέρεις πώς εχάρηκα γι΄ αυτήν την ρομπατσίνα.

Φασουλής

Αλήθεια πώς δεν έπεισε κι ο Κόντες τον Ρετσίνα
συνδυασμό, βρε Περικλή, στον Πειραιά να κάνει;

Περικλέτος

Δεν ξέρεις πώς μ΄ ελάφρωσαν τα λόγια του κυρ Γιάννη.

Φασουλής

                                 Και πάλι με τας εκλογάς 
                                 ο Κόντες μας δεν φλέγεται

κι ούτε καρφί του καίγεται.
Στων εκλογών την κάμινον
νομίζει πάντων άμεινον
να κάθεται σπιτάκι του,
να δένει το μπατζάκι του,
και να κοιτά το τζάκι του.



Σήκω, Κορφιάτη τσελεπή,
και κοίτα τον Λεβίδη
πώς πάει μες στο Κορωπί,
πώς πάει στο Μενίδι.



Πάλι μας τόστρωσες βαριά,
σήκω μες στην αντάρα
να κάνεις έξω στα χωριά
και συ καμιά κουμπάρα.

Περικλέτος

Σκάσε, δεν είσαι ποιητής, προστυχομαθημένε,
κι ο κυρ Γιαννάκης τόγραψε, κι οι μαλλιαροί το λένε.
Χίλιες φορές σου τόλεγα στον καφενέ, τεμπέλη,
για το καλό σου να γενείς του μαλλιαρού κοπέλι.
Χίλιες φορές σου φώναξα στου βίου τον αγώνα
για το καλό σου Παρθενό να λες τον Παρθενώνα,
κι ο Βασιλιάς πως έπρεπε να γίνει Βασιλές,
μα και την υπερέτρια ΄περέτρα να την λες.

Χίλιες φορές σου τάλεγα, κι αν άκουγες εμένα

σαν φρόνιμος αληθινός,
ο Γιάννος ο Παρισινός
με δίπλωμα ποιητικό θα τύλιγε και σένα,
και σ΄ όποια πάγκα πήγαινες το δίπλωμα να δείξεις
μπορούσες όσες ήθελες χιλιάδες να τραβήξεις.

Εκείνο του το δίπλωμα θάταν ως είδος τσέκι,
μα συ ποτέ δεν άκουσες τα λόγια μου, ζευζέκη.
Δεν βλέπεις, βρε, τους μαλλιαρούς πώς πλούτισαν και τούτοι
μόνο με τα διπλώματα του Πάπα των, τσιφούτη;

Γι΄ αυτό δεν καταδέχονται στα βιβλιοπωλεία
να πουληθούν της μαλλιαρής μαλάκας τα βιβλία,
και χρήσις των δεν γίνεται μήτε στ΄ αφοδευτήρια,
κι ούτε του πλήθους δέχονται κοινά συγχαρητήρια.

Εδώ στον τόπο των Ρωμηών, που μπρος σε κάθε μάνδρα
κοιτάζεις κι έναν κριτικό και γλωσσολόγον άνδρα,
που με γλωσσολογήματα κάθε μυαλό γανώνεται,
κι ως γλωσσολόγος εμβριθής δικαίως στεφανώνεται
καθένας μπαμπακόσπορος και φραγκολεβαντίνος,
δεν μπόρεσες ν΄ ανυψωθείς μονάχα συ το κτήνος.

Φασουλής


Ξύπνα, Κόντε, ρόλο παίξε,
σήκω δράσε, σήκω τρέξε.
Μες στην κοσμοχαλασιά
συ γυρεύεις ζεστασιά,
κορτετζάρεις την θερμάστρα,
κι ο Λεβίδης, σεβνταλή,
για το κόμμα πιλαλεί
με τον ήλιο και με τ΄ άστρα.



Άκου των φίλων την κραυγή
και ξύπνα, χασομέρη,
πριν πάρ΄ η δόλια χαραυγή,
το δόλιο μεσημέρι.

Κουνήσου τούτη τη φορά κι άκουσε τι σου λένε,
τουλάχιστον στον Πειραιά να ξαναπάς, καημένε.
Μην είσαι τόσο ντροπαλός, μην κάνεις σαν κορίτσι,

και με σκεπάσματα πολλά
σύρε να βρεις τον Δαμαλά,
να βρεις και τον Σκυλίτση.

Περικλέτος 

Τι καλά που σου τα λέει κι ο κυρ Ζαν ο φαλακρός,
μέσα στους μεγάλους νούδες νους απέμεινες μικρός.
Κι όπως γράφει κι ο κυρ Γιάννης έχεις μιαν αναμελιά

και ζωώδη τεμπελιά,
που σου πρέπει, βρε τσολιά,
μία περικεφαλιά.

Σούπα: τους ρυθμούς παραίτα των πεζών των αναπαίστων
και τον Μυστικό τον Δείπνο Μυστικό Τσουμπούσι πες τον,
κι άιντε τόκα, κυρ Ιούδα, κι άιντε το κρασί να τρέξει,
και σπληνάντερο να φάμε κι ωχ! αμάν, Χριστέ, κι ας φέξει.


Συ δεν δίνεις μια πεντάρα
για της γλώσσας την αντάρα,
κι ενώ βλέπεις τον κυρ Γιάννη στο Παρί ν΄ αγκομαχά

με τη γλώσσα, δεν σε μέλει,
και φροντίζεις μοναχά πώς να βγάζεις το καρβέλι.


Φασουλής


Κορφιάτη μου, μην το κουνείς,
και φίλος ας μη βγει κανείς.
Κοιμήσου, χαϊδεμένε μου, κι η μοίρα σου δουλεύει,
κι υποψηφίους βουλευτάς ο Νικολής χαλεύει.

Ο κύριος Πρωθυπουργός, ο γίγας των γιγάντων,
μετά πολλά τον δέκατον τον βρήκε τέλος πάντων,

και τώρ΄ ακούς εδώ κι εκεί
να σκούζουν οι Κορδονικοί
πως ο Λεβίδης ο πιστός, ο Σύμβουλος ο τέως,
θα μείνει στον συνδυασμό πρώτος και τελευταίος.


Ροδίζει στην Ανατολή,
στην Πίνδο ξημερώνει,
και μ΄ έν΄ αντάμειψε φιλί
του κόμματος τον Νικολή,
που θαύματα σκαρώνει.

Περικλέτος

Των μαλλιαρών η γλώσσα δεν σε γεμίζει πάθος,
εσύ δεν έχεις ύψος, εσύ δεν έχεις βάθος.
Συ μόνο με τον όχλο πηγαίνεις πλάι πλάι,
δεν ξέρεις την Μιράντα, μήτε την Λορελάυ,

τ’ ανάερα μαγνάδια,
τα σύγκρυα σκοτάδια,
και τ΄ άλλο, βρε μαγκούφη,
που δεν τα νιώθουν μπούφοι.

Συ Πήγασο δεν έχεις με σέλα και καπίστρι,

μήτε φτερό για πένα,
κι ανάερης μουλάρας δεν σε κεντρίζουν οίστροι,

που κάνουν τον καθένα
μεγάλο γλωσσολόγο και ποιητή τρανό
σαν τον Μυριανθούση και τον Μελαχρινό.

Εσύ τις αναγούλες δεν ψάλλεις τις ψηλές,

μόνο τις χαμηλές.
Εσένα, βρε, σε νιώθει κι ο γύφτος κι ο μανάβης,
μα τούτοι προστυχιάζουν όταν τους καταλάβεις.

Εσύ δεν είσαι ποιητής ασύλληφτης ιδέας,
είσαι το κατακάθισμα της φάρας της χυδαίας.
Δεν είσαι Μούσας γέννημα λεφτό και ντιλικάτο
κι η Μούσα με το μούσι σου βρωμίζει και μολύνεται,
δεν είσαι σαν τους μαλλιαρούς πηγάδι δίχως πάτο,
σκουληκομυρμηγκότρυπα και γρίφος που δεν λύνεται.

Φασουλής 

Ο χορός των Ανιάτων τι περίφημος τωόντι,

Περικλέτο μπαγαμπόντη.
Με θερμάς ευχαριστήσεις απονέμω και μυρίας

προς τας ευγενείς κυρίας,
που για τ΄ Άσυλα φροντίζουν με πολλήν επιμελειά
και για τέτοια βάζουν πάντα στους μεγάλους τα γυαλιά.



Τι να κόψω, τι να ράψω;
πώς να σου τον περιγράψω;
Ήταν κι η κυρία Χι,
Περικλέτο δυστυχή,
κι ήταν κι η κυρία Χε,
λίαν μαλλιαρή, φτωχέ.

Κι είδα τριγύρω μερικούς, που πάσχουν για το κράτος,
την νόσον της ρητορικής νοσούντας ανιάτως.
Κι είδα να πάσχουν μερικοί στην δράσιν της νεότητος
την νόσον την ανίατον της υποψηφιότητος.

Κι είδα μπροστά σακάτηδες και τόσους αναπήρους,
κι υποψηφίους βουλευτάς με λόγους διαπύρους
να προφητεύουν όλοι των ανίατον υγείαν
εις των Ρωμηών την μέλλουσαν νεφελοκοκκυγίαν.

Είδα και πάλιν απαθώς τα πάθη των ανθρώπων,
που καταντούν ανίατα μες στων Ρωμηών τον τόπον,
κι άκουσα ψόφον, Περικλή, πασχόντων υποχθόνιον,
μα και το παραλήρημα των μαλλιαρών το χρόνιον.

Περικλέτος 

 Κλείνει μπρος σου της σοφίας ο μυστηριώδης οίκος...
μη σιμώνεις εκεί πέρα, μην κτυπάς την πόρτ΄ αγροίκως.
Ο μεγάλος δάσκαλός μας, ο κυρ Γιάννης, είναι μέσα,

πούμαθε τα γλωσσικά
και τα κορακιστικά,
καθώς γράφει μοναχός του, πρώτα πρώτα στην Οντέσσα,
και κατόπις, Φασουλή, μες στην Πόλη με δυο δούλες,
την Σοφιά, την Αθηνιά, φαμ ντε λεττρ και νοστιμούλες.

Ο κυρ Γιάννης είναι μέσα, γλωσσολόγος, γλωσσοτρίπτης,
γλωσσοκόπος, γλωσσοτρόφος, γλωσσοτόμος, γλωσσογλύπτης,
γλώσσασπις, γλωσσηματίας, γλωσσογάστωρ, γλωσσοπλάστης,
γλωσσοδαίδαλος, γλωσσώδης, γλωσσοκλώστης, γλωσσοκλάστης.

Μη στων Μουσών το τέμενος κτυπάς, ντεληφυσέκη,

κι ο Γιάννης μέσα στέκει,
Γιάννης ο γλωσσοκάτοχος, ο γλωσσοβαρυμπόμπης,
Γιάννης γλωσσοπυρσόμορφος και γλωσσοκηλοκόμπης.

Φασουλής

Ελύσσαξες, παλιάνθρωπε, με τούτον τον κυρ Γιάννη...
στων Ανιάτων τον χορό δεν πήγες; πώς σου φάνη;
Τι κρύες εκλογές κι αυτές!... πού καιομένη βάτος;
μόν΄ ο χορός απέμεινε παρηγοριά στο κράτος.

Μ΄ ευρώστους και με πάσχοντας πήδα λοιπόν, αδρέφι,

και κάτω στην Ανατολή
το κιάλι του μουστακαλή
δεν διακρίνει νέφη.


Μόν΄ ο χορός απέμεινε του κράτους ευθυμία,
κι ο Γουναράκης βεβαιοί πως μέσα στα ταμεία
δεν ήταν τέτοια ποντικών χορευτική πληθώρα

καμιά φορά σαν τώρα.

Περικλέτος 

Απ΄ το Πανεπιστήμιο περνούσα χθες το βράδυ
κι ο Κοραής εγυάλιζε στης νύκτας το σκοτάδι.
Κι εγώ τον επλησίασα και τούπα: πατριώτη,
ο Γιάννης ο Παρισινός σε λέει βλάκα Χιώτη.

Απέδειξε του Παρισιού το διαβολο-Χιωτάκι
πως ήσουν φούσκα μοναχά κι από μυαλό κουκούτσι,
πως όλες σου τις έγδοσες τις έκανε χαντάκι,
και σένα σε ρεζίλεψε και σ΄ έκανε παπούτσι.
Εσύ για γλώσσα τίποτις δεν σκάμπαζες ποτέ
κι αδίκως σούχουν προτομή μαρμάρινη, κουτέ.

Κι ο Κοραής μ΄ εφώναξε και μούπε: στραβοκάνη,
εκ μέρους μου παρακαλώ να γράψεις του κυρ Γιάννη
να πάρει τα μαγνάδια του και τη γραμματική του
και στη δική μου προτομή να βάλει τη δική του.

Φασουλής 

Πω! πω! τι κρύες εκλογές του ψωροβασιλείου...
πλην εύγε και στον Κόκκινον, τον Δήμαρχον Ναυπλίου,
που μόνος υποψήφιον εκθέτει βουλευτήν
Στάθην τον Γλυμενόπουλον, γενναίον δωρητήν.


Βλέπω παντού συνδυασμούς,
αλλά καμιά προσήλωσις,
κανένας λόγος για θεσμούς,
καμία διαδήλωσις.
Εγώ γι΄ αυτές τις εκλογές χαμπάρι δεν επήρα
κι επιθυμώ να βγάλουνε τον Μάτεση στη Σύρα.


Περικλέτος


Βρε καλέ μας, βρε κακέ μας,
γλωσσοκάμπτη δάσκαλέ μας,
όχτρητα καμιά μην έχεις και μ΄ εμάς τους δύο τώρα,

και τον Φασουλή συχώρα
που σαν χάχας απορεί
πώς σ΄ αρέσ΄ η μαλλιαρή.

Κάνε ποιητή και τούτον σαν τους άλλους ποιητάδες,
κάνε τον και γλωσσολόγο σαν τους δημοτικιστάδες.
Σαν δεν είναι ποιητής πώς θα βγάλει το ψωμί του;
πώς κοντά σου μια φορά θα στηθεί κι η προτομή του;

Δάσκαλε του Παρισιού, που παραγνωρίζεσαι,
λάβε και γι΄ αυτόν πιτιέ, μην τον συνερίζεσαι.
Δώστου, δάσκαλε, δυο κόκκους της δικής σου της σοφιάς,
δώσε και σ΄ αυτόν ορπίδα πως θα γένει συγγραφιάς,
να σε φκαριστώ κι εγώ, γλωσσομάχος Αρλεκίνος,

να σε φκαριστεί κι εκείνος,
κι όλο να παραληρεί
για τη δόλια μαλλιαρή.

Φασουλής 

Θεός σχωρέσ΄ τους μαλλιαρούς... έλα και δώσμου ξύλο...

τι κρύες εκλογές! πω! πω!...
γι΄ αυτές δεν έχω τι να πω,
κι αν έλειπαν κι οι μαλλιαροί δεν θάβγαινε το φύλλο.-


 (εφημερίδα Ο Ρωμηός, το τμήμα που συμπεριλαμβάνεται στο φύλλο 877)

*



*



*


Πίνακας του Justus De Gelder (Godfried Schaicken ή Nicolaas Maes)


______

  • Με αφορμή την Καθαρά Δευτέρα και μια εκπομπή της ΕΡΤ, από το Αρχείο της οποίας προέρχεται η δημιουργία του Κώστα Πρετεντέρη.
______

και εκτός "καθαρής" σκηνής αλλά εντός, ως επίκαιρης (και τα δυο εφικτά), το επόμενο: