Και έχομεν θεμέλιον το γνέμα της Αράχνης
το χιόνι εις την θάλασσαν και το νερό της πάχνης.
Μισμαγιά, κατάστιχο ή μετζμουάς. Λέξη που προέρχεται από την τουρκική και σημαίνει ανθολογία και γενικά συλλογή. Οι μισμαγιές καταρτίζονται, κυκλοφορούν και διαδίδονται στην Πόλη, τη Σμύρνη και τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και εν γένει σε όλα τα αστικά κέντρα όπου άνθισαν οι ελληνικές κοινότητες στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Πρόκειται για χειρόγραφα τετράδια με διάρθρωση ανθολογιών ποικίλης ποιητικής ύλης, στα οποία, τις περισσότερες φορές, τηρείται ο κανόνας της ανωνυμίας. Περιλαμβάνουν αφενός εκτενή στιχουργήματα και αφετέρου φαναριώρικα τραγούδια. Σχετικά με τη λέξη μισμαγιά, ο Ν. Βέης επισημαίνει ότι ως τις μέρες του (1942) ακούγεται από το στόμα των Μικρασιατών προσφύγων.
Συχνά στις μισμαγιές ενσωματώνονται, εκτός από τα καθαρά φαναριώτικα στιχουργήματα που αποτελούν το κύριο μέρος, και αποσπάσματα μεταφράσεων θεατρικών έργων, ποιήματα αλλά και έμμετρες αποδόσεις πεζών κειμένων, που προέρχονται από την Ιταλική αλλά, κυρίως, τη Γαλλική γραμματεία, όπως των Βολταίρου, Μεταστάσιου, Ντορά, Φλοριάν, Πιρόν, Μαρμοντέλ, καθώς και πρωτότυπα έργα της Ελληνικής γραμματείας είτε από αυτοτελείς εκδόσεις είτε από έμμεσες πληροφορίες χειρόγραφων έργων που συχνά λανθάνουν, με εξέχουσα την παρουσία του Καισάριου Δαπόντε, του Ευγένιου Βούλγαρη, του Γεωργίου Σούτσου κ.ά. Τα έργα αυτά ανθολογούνται, συνήθως, ανωνύμως. Η ανωνυμία αυτή αφορά και τον συγγραφέα και τον μεταφραστή.
Οι κοινοί αναγνωριστικοί τόποι των φαναριώτικων τραγουδιών, τα οποία απαρτίζουν και τον κύριο κορμό των ανθολογιών, είναι αφενός οι θεματικές επιλογές και αφετέρου η στιχουργία. Μέσα από τις θεματικές επιλογές αναδεικνύεται μια κοινωνία που αρέσκεται να είναι και να φαίνεται συναισθηματική, επιμένοντας στην αναλυτική περιγραφή καταστάσεων όπως η τύχη και οι μεταβολές της, ο έρωτας και τα δεινά που μπορεί να προκαλέσει, η φιλία και η απιστία, τα βάσανα της ζωής αλλά και η γλυκύτητά της. Πιο συγκεκριμένα: ο τροχός της τύχης, ο κύκλος των πραγμάτων, η σφαίρα που γυρίζει, αποτελούν σταθερά επαναλαμβανόμενα μοτίβα, μέσα από τα οποία εδραιώνεται η πεποίθηση ότι είμαστε μέρος ενός σύμπαντος που κινείται και μεταβάλλει κυκλικά τις καταστάσεις της ζωής: τη χαρά διαδέχεται η λύπη, τον πλούτο η φτώχεια κ.λπ. Ο άνθρωπος είναι παίγνιον της τύχης. Έτσι, το μόνο στήριγμα που μένει είναι εγκαρτέρηση. Η επίγνωση της ματαιότητας ωριμάζει σε διδαχή: ο ενεργός νους, ο ορθός στοχασμός προτείνονται ως μοναδικά καταφύγιο. Παρ' όλα αυτά ο έρωτας υπερβαίνει τον έλεγχο της λογικής.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόταση για μια νέα ηθική αντίληψη, όπου η ευγένεια δεν στηρίζεται σε κληρονομικά δικαιώματα αλλά σε αρετές, όπως η φιλανθρωπία, το αίσθημα δικαίου, η συμμετοχή σε κοινωνικά έργα. Η νέα ηθική αντίληψη που εισηγείται ο Φαναριώτης στηρίζεται στη γνώση, τη φρόνηση, την υπομονή, τον ορθό στοχασμό αλλά επίσης στην κόσμια ψυχραιμία και τη λογική νηφαλιότητα.
Οι Φαναριώτες στιχουργούν με επίμονες και σχεδόν μονότονες ομοιοκαταληξίες, που δρουν κυρίως μνημοτεχνικά : μικρές παραλλαγές που συνεργάζονται σε ένα σύστημα ομοιοκαταληξίας, το οποίο τείνει προς την επανάληψη και όχι προς την ποικιλία. Χαρακτηριστικό που κάνει, βέβαια, μονότονη την ανάγνωση αλλά και ανταποκρίνεται έξοχα στον αρχικό προορισμό τους, το τραγούδι:
Μόλις έδειξεν η φύσις ένα κάλλος θαυμαστόν,
και ανέτειλλεν η δύσις άλλον εις το παν επίσης,
ήλιον των αρετών
(...)
Καλλονής της ευμορφίας είσαι και υπογραμμός,
τύπος της ισομετρίας, και ερωτικής καρδίας,
παντελής αφανισμός.
(...)
Η παραδοσιακή μορφή του ομοιοκατάληκτου δίστιχου σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, που αποτελεί τον πυρήνα στις εκτενέστερες συνθέσεις, κυριαρχεί στα φαναριώτικα στιχουργήματα. Υπάρχουν εντούτοις και εναλλαγές οκτασύλλαβων και επτασύλλαβων στίχων, συνδυασμοί που άλλοτε διατηρούν τη δομή του δεκαπεντασύλλαβου και άλλοτε την παραλλάσσουν διαμορφώνοντας στροφικές ενότητες τεσσάρων έως έξι στίχων.
Η στιχουργική πολυσυλλεκτικότητα των εγγράμματων Φαναριωτών αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κυρίως γιατί προαναγγέλλει τη διαμόρφωση της έντεχνης νεοελληνικής στιχουργίας, όχι εφεξής σε αποκλειστική σχέση προς τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο.
Οι χειρόγραφες ανθολογίες, οι μισμαγιές, ανθούν κατά την πεντηκονταετία πριν από την ελληνική επανάσταση. Τα ακριβέστερα, πάντως, χρονικά όρια αυτής της συνήθειας παραμένουν αβέβαια. Χρησιμοποιώ τη λέξη "συνήθεια" γιατί οι μισμαγιές δεν αποτελούν λογοτεχνικό είδος που θα μπορούσε να καθοριστεί και να ταξινομηθεί με αποκλειστικό κριτήριο τη μορφολογία του ή/και τα περιεχόμενά του. Χωρίς αμφιβολία, εγγράφονται στις μισμαγιές και οι τοπικοί αλλά και ο χρονικοί προσδιορισμοί κατά περίπτωση, αντιπροσωπεύουν τους "κοινούς τόπους" των ενδιαφερόντων, του ύφους και των τρόπων, της συλλογικής νοοτροπίας που φαίνεται ότι είχαν οι κάτοικοι των αστικών κέντρων, της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης, αλλά και οι πολίτες στις ελληνικές κοινότητες των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, στο Ιάσι, στο Βουκουρέστι και αλλού. Αυτά, βέβαια, τουλάχιστο από το 1770 και εξής.
Για τη διάδοση των χειρόγραφων ανθολογιών, μισμαγιών, σε τόπο και χρόνο είμαστε υποχρεωμένοι να στηριχθούμε σε μια ενδεικτική όσο και συνοπτική παρουσίαση ορισμένων χειρογράφων που έχουν διασωθεί ως τις μέρες μας, καθώς επίσης και σε ορισμένα στοιχεία γύρω από την παράδοση αυτή. Για παράδειγμα, χειρόγραφα ή αντίγραφά τους που σώζονται είναι: το χειρόγραφο του Γραμματικού και χειρόγραφα της Γενναδείου Βιβλιοθήκης. Χειρόγραφα που μνημονεύονται: Ο Μετζμουάς Σκαρλάτου Βυζάντιου, δύο χειρόγραφα της Βιβλιοθήκης της Σμύρνης.
Το 1818 εκδίδεται στη Βιέννη από τον Ζήση Δαούτη η πρώτη έντυπη φαναριώτικη ανθολογία με τον (όχι πλήρη) τίτλο: "Διάφορα ηθικά και αστεία στιχουργήματα", που έχει έκτακτη σημασία γιατί συγκροτείται από τις αποκρυσταλλώσεις ενός φαινομένου - κοινωνικού και λογοτεχνικού - που διαρκεί τουλάχιστο μια πεντηκονταετία, απεικονίζει το ήθος της φαναριώτικης κοινωνίας, ομιλεί τη λαλιά της και αποτυπώνει εύγλωττα τις λογοτεχνικές προτιμήσεις της. Επίσης, οι πολίτες των περιοχών αυτών αλλά και πολίτες του κόσμου έχουν στραμμένη την προσοχή τους στα μηνύματα του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού, συντηρούν την παράδοση και την συγκερνούν με το πνεύμα της ελληνικής Ανατολής. Ζώντας και δρώντας σ' ένα μεταίχμιο τόπου και χρόνου, αναζητούν μια νέα ταυτότητα που προσδιορίζεται σταδιακά από την υποχώρηση της χριστιανικής ηθικής και την ανάδειξη της κοινωνικής. Μετατοπίζονται προς το κοινωνικό σώμα, το οποίο όμως προετοιμάζεται (και τους προετοιμάζει) για την ανάδυση της ατομικότητας.
Ωστόσο, το ζήτημα της ανωνυμίας παραμένει ανοιχτό. Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι αναφερόμαστε σε μια ιστορική περίοδο όπου η αποδοχή της ανωνυμίας καθώς και της οικειοποίησης δια της αντιγραφής μόλις αρχίζει να αμφισβητείται. Είναι αποκαλυπτική από αυτή την άποψη η διαμαρτυρία του Καισάριου Δαπόντε ότι "τινές πάλιν κλέπτουσι τα ξένα ποιήματα, τα οικειοποιούνται και τα επιγράφουσι - φευ της τόλμης -εις το όνομά τους".
Η χειρόγραφη παράδοση των μισμαγιών συνδέεται στενά με την προφορική παράδοση των τραγουδιών (σε γιορτές, αναγνώσεις κ.α.) και αυτό επιβεβαιώνεται ως ένα βαθμό από το γεγονός ότι τα τραγούδια παρουσιάζονται με αρκετές παραλλαγές από ανθολογία σε ανθολογία.
Πρέπει να έχουμε σταθερά υπόψη μας ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου οι περισσότεροι Φαναριώτες ομιλούν την τουρκική γλώσσα και χρησιμοποιούν, σε καθημερινή βάση, τη γαλλική - γλώσσα της διπλωματίας με διεθνή εμβέλεια, καθώς και γλώσσα της παιδείας και "των φώτων". Αλλά επίσης οι Φαναριώτες μάθαιναν τη γαλλική γλώσσα "δια να ηδύνονται με τα διάφορα ρομάντζα οπού έχει", διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο "Έρωτος αποτελέσματα" (Βιέννη, 1792).
Τους πρώτους μετεπαναστατικούς χρόνους η φαναριώτικη ποίηση δεν εξαφανίζεται από το λογοτεχνικό προσκήνιο. Απαντάται στις ποιητικές ανθολογίες δημοτικής κυρίως ποίησης, καθώς και στις μουσικές ανθολογίες που τυπώνονται στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, την Αίγινα, την Αθήνα και αλλού. Κάποιες μουσικές ανθολογίες είναι, για παράδειγμα, οι: Βίβλος καλουμένη Ευτέρπη, η Πανδώρα, η Αρμονία.
Στις ανθολογίες που εκδίδονται μετά την επανάσταση του 1821 αφθονούν τα πατριωτικά τραγούδια του Ρήγα, καθώς και μιμήσεις τους, αλλά και πολλά κλέφτικα τραγούδια. Τα φαναριώτικα σταδιακά υποχωρούν και παραχωρούν σταθερά τη θέση τους στα βακχικά του Χριστόπουλου, τα αντι-βακχικά του Σακελλάριου, τα "φαναριώτικα ποιήματα" των Αθηναίων ποιητών και τέλος στην Επτανησιακή ποιητική δημιουργία. Οι νέες συνθήκες των μετεπαναστατικών χρόνων αναστέλλουν τον παιδευτικό ρόλο με τον οποίο είναι συνδεδεμένες οι προεπαναστατικές μισμαγιές. Ας μη ξεχνούμε ότι οι μισμαγιές προϋπέθεταν μια κοινωνία που αναζητούσε να προσαρμόσει τη συμπεριφορά της στις νέες ανάγκες: κοινωνικές και πολιτισμικές. Όταν η νέα κοινωνική ηθική είχε εγκατασταθεί οριστικά, ο ρόλος της μισμαγιάς διαφοροποιείται: Από τη "χρηστομάθεια" της προεπαναστατικής περιόδου, που καθόριζε τη νόρμα όχι μόνο των κοινών αναγνώσεων αλλά κυρίως των κοινών αισθημάτων, περνούμε πλέον οριστικά σε μια χρήση που έχει κύριο στόχο της την απομνημόνευση του πολιτιστικού παρελθόντος και την αναπαραγωγή του.
Άντεια Φραντζή
_____
[Περί ματαιότητος κόσμου και αθλιότητος του ανθρώπου]
Τι μάτην ταραττόμεθα; Δαβιτικώς ν' αρχίσω
πρέπ' εις τον λόγον μου αυτόν εγώ να ομιλήσω.
Τι μάτην ταραττόμεθα, Άρχοντες, και πηδούμεν;
Τι μάταια φροντίζομεν ημείς και μεριμνούμεν;
Ως πότε βαρυκάρδιοι, Άνθρωποι, έως πότε;
Έως και πότε άγνωστοι, και του καλού προδόται;
Ως πότε ματαιόφρονες; γιατί να αγαπούμεν
κόσμου την ματαιότητα, και ψεύδος να ζητούμεν;
Καπνός υπάρχει, Αδελφοί, ο βίος όπου ζούμεν.
.....................................................................
Δεν είναι πράγμα, Αδελφοί, τερπνόν σ' αυτόν τον βίον
οπού να μην επέρασεν, ωσάν πουλί ή πλοίον,
.....................................................................
*
[Την ακατάστατον ροπήν]
Την ακατάστατον ροπήν, και την συχνήν μετατροπήν
της τύχης μου κοιτάζω, κ' έτζι δεν ησυχάζω.
Ποτέ δεν θέλει να σταθή, και σ' ένα μέρος να βρεθή
εκεί που ημερώνει, ευθύς και αγριώνει.
Δίδει χαράν καμμιάν φοράν, κ' ευθύς διπλήν την συμφοράν
πάντα με τζουμερτλίκι, δίδει το κεφσιζλίκι.
Δεν ξεύρω τι να στοχαστώ, σε ποιάν ελπίδα να πιασθώ
που όλο με συγχύζει, κ' άξαφνα με σαστίζει.
Επάνω όπου καρτερώ, να εύρω δρόμον σταθερό
ευθύς η τύχη μ' φθάνει, και άνω κάτω κάμνει.
Δεν ημπορώ να θαρρευτώ, σε τίποτες να πιστευθώ
δεν θέλω τα καλά της, μήτε τα βάσανά της.
Τα δίδει και τα υστερεί, ογλήγορα η φθονερή
λίγο καλοκαρδίζει, μα τρίδιπλα φλογίζει.
*
[Πάντοτε η σταθερότης είναι πράγμ' επαινετόν]
Πάντοτε η σταθερότης είναι πράγμ' επαινετόν
αυτή έχει τα πρωτεία πολλών άλλων αρετών.
Σταθερός ας διαμένη στην φιλίαν του τινάς,
για να έχη της ζωής του και ημέρας του τερπνάς.
Ούτε γνώμην να αλλάξει εκ των περιστατικών,
επειδή το πεπρωμένον είναι άδηλον κακόν.
Κι' ο έρωτας των ανθρώπων πρέπει να 'ναι σταθερός,
πολλώ μάλλον η φιλία, των ψυχών ο θησαυρός.
Εις αυτό εγώ καυχώμαι, ο παρών μεταφραστής,
ότι είμαι προς τους φίλους διαθέσεως πιστής.
Κ' ός τις φαίνεται στους φίλους ύπουλος, υποκριτής,
άπιστος, ως των ανέμων, και της τύχης μιμητής,
ο τοιούτος από τον κόσμον να εκλείψει, ωσεί χνους,
ο θεός με καταδίκης να τον φλέγη κεραυνούς.
Δυστυχήματα παντεία, κ' αλλεπάλληλα σ' αυτόν,
βάσανα επί ζωής του να μην λείψουν εν λεπτόν.
*
[Ποτέ τινάς ας μην ειπή]
Ποτέ κανείς ας μην ειπή, πως πάντοτε θα τον λυπή
κι όλο θα τον παιδεύη, ό,τι κι αν τον συνέβη
εκεί τινάς που δεν θαρρεί, μήτε ελπίζει να χαρή
ακολουθεί να γένη, αιτία να ευφραίνη
πολλαίς φοραίς εις βυθισμόν, της λύπης και συλλογισμόν
καιρόν ποσώς δεν χάνει, κ' έλεος τύχης φθάνει
καθώς, και κατά το παρόν, με προσωπείον ιλαρόν
οπού βασάνων πλήθος, με 'βγαλε απ' το βύθος
και εις καιρόν απελπισμού, και φανερού αφανισμού
θέλησε να γελάση, κι όλα αυτά να παύση
γιατί ποτέ δεν ημπορούν, τα πράγματα να προχωρούν
με εναντίον δρόμον, στης φύσεως τον νόμον
η νύκτα λάμψιν καρτερεί, γαλήνη οι κακοί καιροί
και ο χειμώνας φέρει, άνοιξιν καλοκαίρι
έχει λοιπόν μεταβολήν, κ' η λύπη εις χαρά πολλήν
κι ας μην μικροψυχήση, τινάς αν δυστυχήση.
*
[Ω οχληρόν μου λογικόν άφες με να λυπούμαι]
Ω οχληρόν μου λογικόν άφες με να λυπούμαι,
και να δακρύζω δι' αυτά, όπου αποστερούμαι.
Τα πάθη μ' είναι αδύνατα, γλυκαί αι καταιγίδες,
θέλγητρα έχουν άπειρα αυταί αι τυραννίδες.
Την άλυσόν μου αγαπώ, την φυλακήν λατρεύω,
τοιαύτα έτι βάσανα επιθυμώ, γυρεύω.
Αχ! επειδή η τύχη μου δεν θέλει να ελπίσω,
τουλάχιστον κοιμούμενος δια να ευτυχήσω.
Άφες με, άφες να θρηνώ την άθλιον ζωήν μου,
ως να μη μείνη παντελώς υγρόν στην κεφαλήν μου.
*
[Όταν πιάνης το κονδύλι]
Όταν πιάνης το κονδύλι,
πρέπει πρώτον να 'χης Ύλη,
δια να καθιστορήσης,
πάραυτα χωρίς ν' αργήσης.
Κ' όχι να ζητάς ιδέαις
τότε σκοτειναίς ματαίαις.
Καθώς τώρα βλέπω κάμνεις,
όπου το κονδύλι λάμνεις.
Πλην, τι λέγω; το κονδύλι
όταν πιάνης, να και ύλη.
Κ' απ' εκεί, 'που δεν ελπίζεις,
στίχους πάραυτα κουρδίζεις.
Όταν ην' ο νους στον τόπον,
κ' ύλην έχειε δίχως κόπον.
Στιχουργείς ευθύς, εκφράζεις,
κάθε τι ευθύς συνάζεις.
Και τον ψύλλον αν θελήσης,
ημπορείς να σατυρίσης.
Στην αυθάδειαν, 'που έχει
'που τζιμπά, και αίμα τρέχει.
Και ειρήνη καν κομμάτι,
δε σε δίδει στο κρεββάτι.
Κάθε νύχτα σε παιδεύει,
κ' όλω να ρουφά γυρεύει .
Κ' από μέρη ο κακούργος,
αίμα παίρνει, ως χειρούργος.
Δίχως συστολή καμμίαν,
αλλά μ' αδιαφορίαν.
Εις τους άνδρας δεν είν' τόσον,
πλην εις τας γυναίκας πόσον;
Πού εμβαίν', εις κάποια μέρη
να τα λέγω δεν συμφέρει.
Όπου και τας γαργαλίζει,
και τας καταδαιμονίζει.
Και να ξύωνται αρχίζουν,
εν ταυτώ να ξενυχτίζουν.
Να φαντάζωνται ιδέας,
των ερώτων τας ματαίας.
Πλήν όσαις έχουν εις το πλάι,
κάτι έρχεται, και πάει.
Επειδή διασκεδάζουν,
και το άχτι τους εβγάζουν.
Αμή όσαις υστερούνται,
τάχα πώς στεναχωρούνται;
Πώς γυρίζουν, ξεγυρίζουν;
και πώς άραγε τζηρίζουν;
Και τους ψύλλους πια αρχίζουν,
εις το να τους αφανίζουν.
Με θυμόν να κυνηγούσι,
και να καταβλαστημούσι.
Δια την ανησυχίαν,
κ' άκραν των στεναχωρίαν.
Όπου καν εις το κρεββάτι,
δεν 'μπορούν να κλείσουν 'μάτι.