Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ... ΙΣΩΣ ΣΑΝ ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ... ΙΣΩΣ ΣΑΝ ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

B. VANTIER, ΛΟΥΙ ΑΡΑΓΚΟΝ / Ι. ΒΕΡΕΜΗ, Ζ. ΠΡΕΒΕΡ / J.B. LEPAGE, Κ. ΚΑΒΑΦΗΣ, ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ...ΙΣΩΣ ΣΑΝ ΠΟΙΗΣΗ

Posted by Γιώργος Τσακιράκης Κρης | Posted in | Posted on 9:41 μ.μ.

0



 
Τα παιδιά που φεύγουν απ' το σχολείο, Benjamin Vantier (1935-)
 
 
Οι λέξεις του τέλους

[…]Πέταξαν όλα τα πουλιά μέσα από τα κλαριά μου
οι άδειες φωλιές ξεραίνονται καθώς το δάκρυ
άκρη άκρη εκεί στο μάγουλο

έφυγε κι ο ζωγράφος τούτου εδώ του πίνακα που κατοικώ
έτσι καθώς η αράχνη
έτσι καθώς μια μεταμέλεια

Τι ζωγραφίζει τι να ζωγραφίζει Ίσως τη νεότητα
και τις ευτυχισμένες χώρες τους ανθρώπους που
φοβάμαι τόσο οι μέρες τους στις μέρες μου μη μοιάσουνε μια μέρα

Τι ζωγραφίζει εκείνος που στα πράγματα τα χρώματά τους τα καινούργια δίνει
Ίσως εσάς παιδιά ωραία παιδιά καθώς κι εμείς στη δυστυχία ταγμένα
που αφήνετε μέσα από τα δάχτυλά σας να κυλά ο καιρός της ηδονής
Πεισματικά πιστά στο ρόλο των προσώπων σας τον άψογο
Πώς χάνονται όλα μέσα μου όλα σβήνουν
εκτός απ’ τη σκληρή ηδονή μετά πολύ
που έχει φύγει

Λουί Αραγκόν 

(μτφ: Χρύσα Προκοπάκη)


*
 

Ιωάννα Βερέμη
 
 
Πώς να ζωγραφίσεις ένα πουλί

Ζωγράφισε πρώτα ένα κλουβί
με μια πόρτα ανοιχτή
μετά ζωγράφισε κάτι χαριτωμένο
κάτι απλό
κάτι όμορφο
κάτι χρήσιμο για ένα πουλί
τοποθέτησε μετά την ξόβεργα
σ’ ένα δέντρο
μέσα σ’ ένα κήπο
ή μέσα σ’ ένα δάσος
Κρύψου πίσω από το δέντρο
χωρίς να μιλάς
ακίνητος…
Κάποτε το πουλί φτάνει γρήγορα
αλλά μπορεί να πρέπει
και να περιμένεις
πολλά χρόνια
πριν αποφασίσει.
Μην απογοητευτείς
να περιμένεις
να περιμένεις αν πρέπει χρόνια και χρόνια
γιατί η ταχύτητα
ή η αργοπορία του πουλιού
δεν έχει καμία σχέση
με την επιτυχία του πίνακά σου.
Όταν το πουλί φτάσει
Αν φτάσει ποτέ
κράτα την πιο βαθιά σιωπή
περίμενε να μπει μες
στο κλουβί
και όταν μπει κλείσε γλυκά την πόρτα
με το πινέλο
μετά σβήσε ένα-ένα
όλες τις μπάρες
προσέχοντας μην ακουμπήσεις
ούτε ένα φτερό του πουλιού
μετά φτιάξε το πορτραίτο
του δέντρου
διαλέγοντας τα πιο όμορφα
κλαδιά
για το πουλί
ζωγράφισε επίσης
τα πράσινα φύλλα
και φρεσκάδα του αέρα
τη σκόνη του ήλιου
και το θόρυβο των ζώων του λιβαδιού
μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού.
 
Jaques Prevert, Paroles, 

(μτφ, Τάκης Μητσακάκης)
 
 
*
 

Πηγαίνοντας στο σχολείο, Jules Bastein Lepage (1848-1884)


 
Ζωγραφισμένα

Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ.
Μα της συνθέσεως μ’ αποθαρρύνει σήμερα η βραδύτης.
Η μέρα μ’ επηρέασε. Η μορφή της
όλο και σκοτεινιάζει. Όλο φυσά και βρέχει.
Πιότερο επιθυμώ να δω παρά να πω.

Στη ζωγραφιάν αυτή κυττάζω τώρα
ένα ωραίο αγόρι που σιμά στη βρύσι
επλάγιασεν, αφού θ’ απέκαμε να τρέχει.
Τι ωραίο παιδί˙ τι θείο μεσημέρι το έχει
παρμένο πιά για να το αποκοιμίσει.

Κάθομαι και κυττάζω έτσι πολλήν ώρα.
Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της.


Κωνσταντίνος Καβάφης, 1915

ΜΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ, ΔΥΟ ΠΙΝΑΚΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ, ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ...ΙΣΩΣ ΣΑΝ ΠΟΙΗΣΗ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 6:18 μ.μ.

0

George Seurat, Κυριακή απόγευμα στο νησί La Grande Jatte


Σίγουρο πράμα η Κυριακή φαντάζει
κι όπως τρανός πατριαρχικός αφέντης
φτάνει στους κάμπους μας.
Την καθημερινή ησυχία διαδέχτηκε
σήμερα μια ησυχία μεγαλειώδης.
Πιο γλύκα, πιο λιακάδα
         πιο ανορεξιά
                                    πιο μοναξιά.
Το καθισιό είν’ αυτή τη μέρα απόλυτο:
σπάνιο το πηγαινέλα των πουλιών.
Κάθεται και λουφάζει ο κόσμος όλος.
Και της γης ο σφυγμός μάς δίνει κάτι
απ’ το σβήσιμο της αγνότητάς της
της ζωτικότητάς της.
Πειρασμοί!
Τι θα γινόμασταν αν η Κυριακή
δεν τους αράδιαζε όλους σαν νεράιδες
μπρος στους πόθους μας!
Να κάθεσαι! Να κάθεσαι!
Μια ευωδιά σου πηγαίνει την ψυχή
πιο πέρα απ’ τη δουλειά.
Άλλοι κοιμούνται βαριά, άλλοι γυρνάνε
ξημερώματα . Ο σκύλος τους βιγλίζει 
σαν να 'ταν ξένοι.
Όλα γίναν μπορετά μέσα σ’ ώρες:
πλήξη, ηδονή, αλλαγές απρόσμενες
και πάνω απ’ όλα τούτο:
το να νιώθεις πως όταν δε δουλεύεις
έχεις μιαν αναπόφευκτη υποχρέωση
που λιγοστοί εκπληρώνουν:
να είσαι ευτυχής για το ότι
δεν κάνεις τίποτα.
 
Χουάν Χιλ- Άλμπερτ
 Vladimir Volegou, Κυριακή στο πάρκο

ΑΛΜΑ ΤΑΝΤΕΜΑ ΛΩΡΕΝΣ, ΤΡΕΙΣ ΠΙΝΑΚΕΣ / ΣΤΟ ΤΡΕΛΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΤΗΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ, ΤΖΑΚ ΧΙΡΣΜΑΝ, ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ...ΙΣΩΣ ΣΑΝ ΠΟΙΗΣΗ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 5:19 μ.μ.

0

Alma Tadema Lawrence, τρεις πίνακες


*


*



___


Στο τρελό ξενοδοχείο της τελευταίας

Στο τρελό ξενοδοχείο της τελευταίας
κι απέραντης σουρεαλιστικής μου έκθεσης,
μου κλέβουν τους πίνακες πριν καλά
καλά τους κρεμάσω,
              κατεβαίνουν κι εξαφανίζονται
μέσα στο κινέζικο παζλ εκείνων,
σαν την κλεμμένη αγάπη ενός γέλιου,
σαν τις χαρές της κυριότητας
        που κυριεύεται
απ' όλους τους εξουσιαστές δαίμονες
του δρόμου και της κουλτούρας,
την απελπισία του απατεώνα, 
του κομπιναδόρου την επιμονή,
τον ντανταϊσμό της έσχατης ιεροσυλίας
     του βέβηλου σε μούμια
στην πυραμίδα του La Roze.
Τι θα συμβεί όταν όλα 
             τα επακόλουθά μου αναρτηθούν
και τα ξεφορτωθώ ταυτόχρονα -
Ποιον θα κατηγορήσω για τη βεβήλωσή μου;
Επιβεβαίωση από ποιον θα λάβω
        πέρα από τον γνώριμο τρόπο,
          από μια ιδέα σ' ένα χάος;
          ένα παιχνίδι παιχτών σ' ένα ξενοδοχείο
με παλιές μυρωδιές, κάτουρο γάτας και την 
παντοτινά τελειωμένη ατελείωτη
συμφωνία
        όπου η ομορφιά και η ασχήμια
        είναι φτωχές ολοφάνερα;
Αναπνέω ακόμα, κάθε λεπτό
δημιουργώντας, επινοώντας το επόμενο βήμα,
χωρίς δεκάρα μία, με την περιπέτεια
μόνο να στρίβει στη γωνία,
το εσωτερικό πατίνι, την πατούσα ν' ακουμπά
στο τεντωμένο σχοινί πάνω από το πλήθος,
το μοναδικό τραγούδι τραγουδισμένο σε ποίημα επόμενο,
      αυτή είναι η σκιά που επινόησα
      προχωρώντας γυμνός μέσα σε ό,τι μου απέσπασαν.
              Τρελή παντοδυναμία κενής νύχτας -
              το παπούτσι περπατά χωρίς
              το πόδι,
η μοίρα που έχει ήδη δείξει η τηλεόραση
φέρνει στα χείλη μου μια γεύση
γαληνεμένης τάσης
     δύο και τριών αραδιασμένων τραπεζιών, 
     απαλών μυρωδιών και τον ήχο
     γερασμένου δέρματος
           και ηπείρους που δεν μπορούν να με βοηθήσουν,
     και ουρανούς που δεν μπορούν να με βοηθήσουν,
και αφηρημένα και συγκεκριμένα τα αύριο και τα χθες.
Είμαι ακόμη κι απ' την ελευθερία ελευθερωμένος
                  ετούτη ακριβώς τη στιγμή -
                  δεν έχω άμαξα και όλο το τσιγγάνικο καραβάνι
                  προχωρά ακόμη όλο χαρά μέσα στη νύχτα
φωτιές γεμάτο με τη θαμπή λάμψη του ξύλου
                 του ίδιου του ποιήματος,
                 εκείνος ο χείμαρρος τροχών
                 εν κινήσει στο πουθενά
                 μα απολύτως ακαθόριστα φωτίζει
                 τους δρόμους με τα τραγούδια των πυρσών
                 των δικών τους αναμνήσεων.

Τζακ Χίρσμαν

ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ, ΤΙΤΣΙΑΝΟ / ΔΥΟ ΣΧΕΔΙΑ ΤΟΥ Φ. ΓΚ. ΛΟΡΚΑ, ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ...ΙΣΩΣ ΣΑΝ ΠΟΙΗΣΗ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 9:43 μ.μ.

0


 
  "Μαγδαληνή" 1532, Τιτσιάνο

____

 Για μια Μαγδαληνή

Την έβλεπα στα πόδια μου μπροστά γονατισμένη:
μου γύρευε ένα φίλημα. Τ’ αφράτα της τα στήθια η πιθυμιά τα      τράνταζε. 
Δειλή, κομματιασμένη ανέβαινε η φωνούλα της απ’ της ψυχής τα βύθια.
Πουκάμισο αραχνόφαντο της σκέπαζε τα κάλλη κι η σάρκα της
διακρίνονταν σφιχτή, σφιχτή, ροδάτη, να τρέμει μες στη θύμηση της ηδονής. 
Μια αγκάλη ολάνοιχτη με πρόσμενε μυρόβολη, χιονάτη.
Την άκουγα κι εγέλαγα, μ’ αντίκριζε θλιμμένα.
Μα ξάφνου ανασηκώνεται, στα μάτια με κοιτάει,
και με γοργότη αφάνταστη —
που κάτι είχε παρμένα απ’ του σπαθιού το τράβηγμα— το ρούχο της πετάει.
Γυμνή, πανώρια, θεϊκή στεκότανε σιμά μου, τα μάτια μου θαμπώθηκαν, 
επιάστηκε η φωνή μου, και μου ’πε ξαναπέφτοντας σα νεκρωμένη χάμου,
σε δυο λυγμούς ανάμεσα: «Σου δίνω το κορμί μου».
Και νιώθω τότε μέσα μου μια πάλη γιγαντένια: οι πόθοι μ’ έσερναν εκεί, 
ν’ αρμέξω το φιλί της, μα μια φωνή μού φώναζεν: «Αυτή ’ναι τιποτένια
κι έχει πουλήσει σε πολλούς τ’ αμαρτωλό κορμί της».
Έριξα κι άλλη μια φορά στην όμορφη ένα βλέμμα όλ’ όργητα,
 κάποια βρισιά μού ξέφυγε απ’ το στόμα, κι είπα 
(μα μέσα μου έβραζε από τον πόθο το αίμα):
«Της σάρκας σου δε γίνηκα προσκυνητής ακόμα!»

Κώστας Καριωτάκης
 


____


Δυο σχέδια του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα