ΑΛΜΑ ΤΑΝΤΕΜΑ ΛΩΡΕΝΣ, ΤΡΕΙΣ ΠΙΝΑΚΕΣ / ΣΤΟ ΤΡΕΛΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΤΗΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ, ΤΖΑΚ ΧΙΡΣΜΑΝ, ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ...ΙΣΩΣ ΣΑΝ ΠΟΙΗΣΗ
Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ... ΙΣΩΣ ΣΑΝ ΠΟΙΗΣΗ | Posted on 5:19 μ.μ.
0
Alma Tadema Lawrence, τρεις πίνακες
Στο τρελό ξενοδοχείο της τελευταίας
Στο τρελό ξενοδοχείο της τελευταίας
κι απέραντης σουρεαλιστικής μου έκθεσης,
μου κλέβουν τους πίνακες πριν καλά
καλά τους κρεμάσω,
κατεβαίνουν κι εξαφανίζονται
μέσα στο κινέζικο παζλ εκείνων,
σαν την κλεμμένη αγάπη ενός γέλιου,
σαν τις χαρές της κυριότητας
που κυριεύεται
απ' όλους τους εξουσιαστές δαίμονες
του δρόμου και της κουλτούρας,
την απελπισία του απατεώνα,
του κομπιναδόρου την επιμονή,
τον ντανταϊσμό της έσχατης ιεροσυλίας
του βέβηλου σε μούμια
στην πυραμίδα του La Roze.
Τι θα συμβεί όταν όλα
τα επακόλουθά μου αναρτηθούν
και τα ξεφορτωθώ ταυτόχρονα -
Ποιον θα κατηγορήσω για τη βεβήλωσή μου;
Επιβεβαίωση από ποιον θα λάβω
πέρα από τον γνώριμο τρόπο,
από μια ιδέα σ' ένα χάος;
ένα παιχνίδι παιχτών σ' ένα ξενοδοχείο
με παλιές μυρωδιές, κάτουρο γάτας και την
παντοτινά τελειωμένη ατελείωτη
συμφωνία
όπου η ομορφιά και η ασχήμια
είναι φτωχές ολοφάνερα;
Αναπνέω ακόμα, κάθε λεπτό
δημιουργώντας, επινοώντας το επόμενο βήμα,
χωρίς δεκάρα μία, με την περιπέτεια
μόνο να στρίβει στη γωνία,
το εσωτερικό πατίνι, την πατούσα ν' ακουμπά
στο τεντωμένο σχοινί πάνω από το πλήθος,
το μοναδικό τραγούδι τραγουδισμένο σε ποίημα επόμενο,
αυτή είναι η σκιά που επινόησα
προχωρώντας γυμνός μέσα σε ό,τι μου απέσπασαν.
Τρελή παντοδυναμία κενής νύχτας -
το παπούτσι περπατά χωρίς
το πόδι,
η μοίρα που έχει ήδη δείξει η τηλεόραση
φέρνει στα χείλη μου μια γεύση
γαληνεμένης τάσης
δύο και τριών αραδιασμένων τραπεζιών,
απαλών μυρωδιών και τον ήχο
γερασμένου δέρματος
και ηπείρους που δεν μπορούν να με βοηθήσουν,
και ουρανούς που δεν μπορούν να με βοηθήσουν,
και αφηρημένα και συγκεκριμένα τα αύριο και τα χθες.
Είμαι ακόμη κι απ' την ελευθερία ελευθερωμένος
ετούτη ακριβώς τη στιγμή -
δεν έχω άμαξα και όλο το τσιγγάνικο καραβάνι
προχωρά ακόμη όλο χαρά μέσα στη νύχτα
φωτιές γεμάτο με τη θαμπή λάμψη του ξύλου
του ίδιου του ποιήματος,
εκείνος ο χείμαρρος τροχών
εν κινήσει στο πουθενά
μα απολύτως ακαθόριστα φωτίζει
τους δρόμους με τα τραγούδια των πυρσών
των δικών τους αναμνήσεων.
Τζακ Χίρσμαν