ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΟΓΟΥ / ΟΙ ΚΑΡΕΚΛΕΣ, ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ, ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΙΟΝΕΣΚΟ, ΣΕΛΙΔΕΣ ΘΕΑΤΡΟΥ
Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in ΣΕΛΙΔΕΣ ΘΕΑΤΡΟΥ | Posted on 5:17 μ.μ.
0
Το Ποιητικό Θέατρο μπορούσε να θεωρηθεί νεκρό πριν παρουσιαστούν τα έργα του Οργισμένου και του Παράλογου Θεάτρου και είναι ίσως ορθή η γνώμη του Denis Dologhue ότι οι ποιητές που ασχολούνται με το θέατρο συχνά αρνούνται να παραδεχτούν ότι οι λέξεις δεν επαρκούν για να σηκώσουν το βάρος του θεάτρου. Αλλά δεν θα έπρεπε να απορρίπτουμε το πείραμα τόσο απερίσκεπτα: αν δεν είχαν προηγηθεί "ποιητικά" έργα - τα έργα του Eliot και του Fry, για παράδειγμα - τα μεταγενέστερα έργα της Οργής και του Παράλογου, που βασίζονται τρομερά στη γλώσσα, ίσως να μην είχαν εμφανιστεί ή να μην είχαν επιτύχει τόσο.
Από τα δύο είδη του θεάτρου που ακολούθησαν - το οργισμένο και το παράλογο - το Θέατρο της Οργής προκάλεσε τότε αμεσότερη εντύπωση, ώστε ο John Russell Taylor να θέτει σαν αφετηρία του σύγχρονου θεάτρου την πρώτη παράσταση των "Οργισμένων νιάτων" στο Royal Court Theatre, στις 8 Μαΐου του 1956.
Το μάλλον ευρωπαϊκό θέατρο, το οποίο αποκαλούμε Θέατρο του Παράλογου, βράδυνε κάπως να εισδύσει στην θεατρική μας εμπειρία, αλλά όταν εισέδυσε αναγνωρίστηκε τελικά επειδή εκπληρούσε την αρχή του Ibsen για την "ποιητική δημιουργία με την απλή, δίχως κατεργασία, γλώσσα της πραγματικότητας" (Kenneth Muir) και συχνά χαρακτηρίζεται από τον Esslin και άλλους σαν "ποιητικό", ακριβώς όπως, αναδρομικά, οι tirades του Jimmy Porter μας εντυπωσιάζουν περισσότερο για τον τρόπο με τον οποίο λέγεται κάτι παρά γι'αυτό το οποίο λέγεται.
Ο Kenneth Tyran συνόψισε τη διαίρεση ανάμεσα στον Brecht και τον Ionesco θα μπορούσαμε να πούμε: ενώ ο Ionesco λέει ότι η αθλιότητα είναι αμετάβλητη, o Brecht θα αντέτεινε ότι μερικά είδη αθλιότητας είναι ιατά και, αφού θεραπευτούν αυτά, τότε θα πρέπει να εξετάσουμε τα γενικά. Αν επρόκειτο να δεχθούμε ότι, σε γενικές γραμμές, το Οργισμένο Θέατρο είναι επικαιρικό, ιδιαίτερο και πολιτικό, ενώ το Θέατρο του Παράλογου διαχρονικό, γενικό και φιλοσοφικό, τότε θα έπρεπε να ταχθούμε υπέρ του Θεάτρου της Σκληρότητας που είναι οργισμένο ως προς την πρόθεση και παράλογο ως προς την εντύπωση.
Στο "Νέοι άγγλοι θεατρικοί συγγραφείς"(1968), ο Irving Wardle γράφει για τα έργα που είναι γνωστά ως Θέατρο του Παράλογου:
"Τα χαρακτηριστικά τους είναι: η υποκατάσταση του εξωτερικού κόσμου με ένα εσωτερικό τοπίο, η έλλειψη κάθε σαφούς διάκρισης ανάμεσα στη φαντασία και το γεγονός, μια ελεύθερη στάση απέναντι στο χρόνο, ο οποίος μπορεί να διασταλεί ή να συσταλεί ανάλογα με υποκειμενικές απαιτήσεις, ένα ρευστό περιβάλλον όπου οι νοητικές καταστάσεις προβάλλονται με τη μορφή οπτικών μεταφορών, και μια σιδερένια ακρίβεια γλώσσας και δομής σαν μοναδική άμυνα του συγγραφέα στο χάος της ζωντανής εμπειρίας".
Αυτό που εκπλήσσει περισσότερο σ'αυτά τα έργα είναι ότι είναι πετυχημένα παρόλο ότι παραβαίνουν όλους τους κανόνες:
"Αν ένα καλό έργο", λέει ο Esslin, "πρέπει να έχει μια έξυπνα δεμένη ιστορία, τα έργα αυτά δεν έχουν καμιά ιστορία να διηγηθούν και καμιά πλοκή να επιδείξουν. Αν ένα καλό έργο κρίνεται σύμφωνα με την τελειότητα των χαρακτήρων και των κινήτρων, τα έργα αυτά συχνά δεν παρουσιάζουν ήρωες που μπορούν να αναγνωριστούν, και δίνουν στο κοινό περίπου νευρόσπαστα. Αν ένα καλό έργο οφείλει να εξηγεί απόλυτα το θέμα του, το να εκθέτει επιδέξια και να προσφέρει τελική λύση, τα έργα αυτά συχνά δεν έχουν ούτε αρχή ούτε τέλος. Αν ένα καλό θεατρικό έργο πρέπει να καθρεφτίζει τη φύση και να απεικονίζει τα ήθη της εποχής του, με λεπτόλογη παρατηρητικότητα, τα έργα αυτά συχνά φαίνονται σαν αντικατοπτρισμοί από όνειρα και εφιάλτες. Αν ένα καλό έργο βασίζεται σε ευφυολογίες, εύστοχες απαντήσεις και οξύ διάλογο, τα έργα αυτά συχνά αποτελούνται από ακατανόητα ψελλίσματα".
Το θεατρικό αυτό είδος, υποδηλώνει ο Esslin, ξεπηδάει από την απογοήτευση και την ανασφάλεια που χαρακτηρίζουν την εποχή μας και καθρεφτίζονται σε έργα όπως ο "Μύθος του Σίσυφου" (1942) του Camus - όπου εμφανίζεται και η λέξη Παράλογο - και στα έργα των τεσσάρων μεγαλύτερων δραματικών συγγραφέων: Beckett, Adamov, Ionesco και Gene.
Όπως και το Ποιητικό Θέατρο, το Θέατρο του Παράλογου βασίζεται απόλυτα στο όνειρο και στη φαντασία αλλά, αντίθετα από το ποιητικό Θέατρο, συνειδητά απορρίπτει τον "ποιητικό" διάλογο προτιμώντας τον κοινόλογο. Αν και έχει για κέντρο το Παρίσι, είναι αισθητά διεθνές. Οι τέσσερις κύριοι δραματουργοί (παραπάνω) ακολουθούνται από κάπου δεκαοχτώ σύγχρονους θεατρικούς συγγραφείς από τους οποίους οι Pinter και Simpson είναι βρετανοί εκπρόσωποι. Όλοι αυτοί οι συγγραφείς συμμετέχουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην πλούσια "Παράδοση του Παράλογου" που αποδεικνύεται πράγματι πολύ πλούσια, καθώς περιλαμβάνει τεχνάσματα από το τσίρκο, τους μίμους, τους clowns, λεκτική ασυναρτησία, και τη λογοτεχνία του όνειρου και της φαντασίας που συχνά έχει έντονο αλληγορικό στοιχείο. Το Θέατρο του Παράλογου είναι ένας από τους τρόπους αντιμετώπισης ενός σύμπαντος που έχει χάσει το νόημα και το σκοπό του. Έτσι, εκπληρώνει διπλό ρόλο. Ο πρώτος και πιο εμφανής είναι σατυρικός, όταν κρίνει μια κοινωνία ταπεινή και ανέντιμη. Η δεύτερη και πιο θετική όψη του δείχνεται όταν αντιμετωπίζει το Παράλογο σε θεατρικά έργα στα οποία ο άνθρωπος "γυμνωμένος από τις τυχαίες συνθήκες της κοινωνικής θέσης ή της ιστορικής ουσίας στέκει αντιμέτωπος με τη βασική εκλογή, τη βασική τοποθέτηση της ύπαρξής του".
Ένα τέτοιο θέατρο καταπιάνεται με τα σχετικά λίγα προβλήματα που απομένουν: τη ζωή, τον θάνατο, την απομόνωση, την επικοινωνία, και, λόγω της φύσης του, μπορεί να μεταδώσει μόνο "την πιο εσωτερική ενόραση του ποιητή για την ανθρώπινη ύπαρξη, την δική του αίσθηση ύπαρξης, το ατομικό του όραμα για τον κόσμο". Τη μορφή που παίρνει το όραμα αυτό ο Esslin τη βρίσκει ανάλογη με ένα Συμβολιστικό ή Εικονιστικό (imagist) ποίημα στο οποίο, όπως και νάχει,
η γλώσσα είναι μόνο ένα συστατικό και όχι αναγκαστικά το κυρίαρχο. Γιατί και η γλώσσα υπέστη την υποτίμησή της, γεγονός που ο Esslin βρίσκει ιδιαίτερα σύγχρονο, είτε προέρχεται από τις απόψεις του φιλόσοφου Wittgenstein είτε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Τι κριτήρια μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να εκτιμηθεί η ποιότητα έργων αυτού του είδους στο θέατρο; Ο Esslin καταχωρεί σ' αυτά την "εφευρετικότητα, τη συνθετότητα των ποιητικών εικόνων που υποβάλλονται, και τη δεξιοτεχνία με την οποία καταξιώνονται" αλλά, περισσότερο σημαντικά, "την πραγματικότητα και την αλήθεια που περικλείουν αυτές οι εικόνες". Η υπογράμμιση είναι του Esslin και θα μπορούσαμε ίσως να διαφωνήσουμε για την υποκειμενικότητα και την αοριστία τέτοιων αντιλήψεων σαν κριτικών στόχων.
Το θέατρο αυτό, λοιπόν, παρουσιάζει το άγχος και την απελπισία, μια αίσθηση απώλειας για την εξαφάνιση λύσεων, ψευδαισθήσεις και έλλειψη σκοπού. Η αντιμετώπιση της απώλειας αυτής σημαίνει την αντιμετώπιση της "ίδιας της πραγματικότητας". Μ' αυτόν τον τρόπο, το Θέατρο του Παράλογου γίνεται ένα είδος σύγχρονης μυσταγωγικής εμπειρίας που ο Esslin παραβάλλει με το πρόσφατο ενδιαφέρον για τον Βουδισμό "Ζεν" (σύστημα που κι αυτό βασίζεται στην απόρριψη της εννοιολογικής σκέψης.
"Σήμερα που ο θάνατος και τα γηρατειά όλο και περισσότερο κρύβονται πίσω από ευφημισμούς και παρηγορητικά ψελλίσματα και η ζωή απειλείται να πνιγεί μέσα στην κατανάλωση υπνωτιστικής μηχανοποιημένης χυδαιότητας, η ανάγκη να τεθεί ο άνθρωπος αντιμέτωπος με την πραγματικότητα της κατάστασής του είναι μεγαλύτερη παρά ποτέ. Γιατί η αξιοπρέπεια του ανθρώπου βρίσκεται στην ικανότητά του να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα σ' όλη της την έλλειψη νοήματος (παραλογισμό), να τη δέχεται αδέσμευτος, χωρίς φόβο, χωρίς ψευδαισθήσεις - και να την περιγελάει" (Esslin)
Είναι πιθανό η γλώσσα, ακόμα κι όταν γίνεται λόγος για το Θέατρο του Παράλογου, να τείνει να είναι το ίδιο χαλαρή και αμφισβητήσιμη όσο και οπουδήποτε αλλού. Ο Esslin υποδηλώνει ότι το Θέατρο του Παράλογου, αν και εξαντλήθηκε, εκδηλώνεται ακόμα στους "πολύπτυχους αγώνες μιας πρωτεϊνικής πρωτοπορείας". Ένα συμπέρασμα σαν κι αυτό συνιστά σεβασμό και προσήλωση και κατευθύνει κατάλληλα την προσοχή μας στη φιλοσοφική θεμελίωση του Παράλογου.
Άρνολντ Χίνσλιφ (Arnold P. Hinchliff)
___
Οι Καρέκλες, Ευγένιος Ιονέσκο
Το μάθημα, του Ιονέσκο
Από τα δύο είδη του θεάτρου που ακολούθησαν - το οργισμένο και το παράλογο - το Θέατρο της Οργής προκάλεσε τότε αμεσότερη εντύπωση, ώστε ο John Russell Taylor να θέτει σαν αφετηρία του σύγχρονου θεάτρου την πρώτη παράσταση των "Οργισμένων νιάτων" στο Royal Court Theatre, στις 8 Μαΐου του 1956.
Το μάλλον ευρωπαϊκό θέατρο, το οποίο αποκαλούμε Θέατρο του Παράλογου, βράδυνε κάπως να εισδύσει στην θεατρική μας εμπειρία, αλλά όταν εισέδυσε αναγνωρίστηκε τελικά επειδή εκπληρούσε την αρχή του Ibsen για την "ποιητική δημιουργία με την απλή, δίχως κατεργασία, γλώσσα της πραγματικότητας" (Kenneth Muir) και συχνά χαρακτηρίζεται από τον Esslin και άλλους σαν "ποιητικό", ακριβώς όπως, αναδρομικά, οι tirades του Jimmy Porter μας εντυπωσιάζουν περισσότερο για τον τρόπο με τον οποίο λέγεται κάτι παρά γι'αυτό το οποίο λέγεται.
Ο Kenneth Tyran συνόψισε τη διαίρεση ανάμεσα στον Brecht και τον Ionesco θα μπορούσαμε να πούμε: ενώ ο Ionesco λέει ότι η αθλιότητα είναι αμετάβλητη, o Brecht θα αντέτεινε ότι μερικά είδη αθλιότητας είναι ιατά και, αφού θεραπευτούν αυτά, τότε θα πρέπει να εξετάσουμε τα γενικά. Αν επρόκειτο να δεχθούμε ότι, σε γενικές γραμμές, το Οργισμένο Θέατρο είναι επικαιρικό, ιδιαίτερο και πολιτικό, ενώ το Θέατρο του Παράλογου διαχρονικό, γενικό και φιλοσοφικό, τότε θα έπρεπε να ταχθούμε υπέρ του Θεάτρου της Σκληρότητας που είναι οργισμένο ως προς την πρόθεση και παράλογο ως προς την εντύπωση.
Στο "Νέοι άγγλοι θεατρικοί συγγραφείς"(1968), ο Irving Wardle γράφει για τα έργα που είναι γνωστά ως Θέατρο του Παράλογου:
"Τα χαρακτηριστικά τους είναι: η υποκατάσταση του εξωτερικού κόσμου με ένα εσωτερικό τοπίο, η έλλειψη κάθε σαφούς διάκρισης ανάμεσα στη φαντασία και το γεγονός, μια ελεύθερη στάση απέναντι στο χρόνο, ο οποίος μπορεί να διασταλεί ή να συσταλεί ανάλογα με υποκειμενικές απαιτήσεις, ένα ρευστό περιβάλλον όπου οι νοητικές καταστάσεις προβάλλονται με τη μορφή οπτικών μεταφορών, και μια σιδερένια ακρίβεια γλώσσας και δομής σαν μοναδική άμυνα του συγγραφέα στο χάος της ζωντανής εμπειρίας".
Αυτό που εκπλήσσει περισσότερο σ'αυτά τα έργα είναι ότι είναι πετυχημένα παρόλο ότι παραβαίνουν όλους τους κανόνες:
"Αν ένα καλό έργο", λέει ο Esslin, "πρέπει να έχει μια έξυπνα δεμένη ιστορία, τα έργα αυτά δεν έχουν καμιά ιστορία να διηγηθούν και καμιά πλοκή να επιδείξουν. Αν ένα καλό έργο κρίνεται σύμφωνα με την τελειότητα των χαρακτήρων και των κινήτρων, τα έργα αυτά συχνά δεν παρουσιάζουν ήρωες που μπορούν να αναγνωριστούν, και δίνουν στο κοινό περίπου νευρόσπαστα. Αν ένα καλό έργο οφείλει να εξηγεί απόλυτα το θέμα του, το να εκθέτει επιδέξια και να προσφέρει τελική λύση, τα έργα αυτά συχνά δεν έχουν ούτε αρχή ούτε τέλος. Αν ένα καλό θεατρικό έργο πρέπει να καθρεφτίζει τη φύση και να απεικονίζει τα ήθη της εποχής του, με λεπτόλογη παρατηρητικότητα, τα έργα αυτά συχνά φαίνονται σαν αντικατοπτρισμοί από όνειρα και εφιάλτες. Αν ένα καλό έργο βασίζεται σε ευφυολογίες, εύστοχες απαντήσεις και οξύ διάλογο, τα έργα αυτά συχνά αποτελούνται από ακατανόητα ψελλίσματα".
Το θεατρικό αυτό είδος, υποδηλώνει ο Esslin, ξεπηδάει από την απογοήτευση και την ανασφάλεια που χαρακτηρίζουν την εποχή μας και καθρεφτίζονται σε έργα όπως ο "Μύθος του Σίσυφου" (1942) του Camus - όπου εμφανίζεται και η λέξη Παράλογο - και στα έργα των τεσσάρων μεγαλύτερων δραματικών συγγραφέων: Beckett, Adamov, Ionesco και Gene.
Όπως και το Ποιητικό Θέατρο, το Θέατρο του Παράλογου βασίζεται απόλυτα στο όνειρο και στη φαντασία αλλά, αντίθετα από το ποιητικό Θέατρο, συνειδητά απορρίπτει τον "ποιητικό" διάλογο προτιμώντας τον κοινόλογο. Αν και έχει για κέντρο το Παρίσι, είναι αισθητά διεθνές. Οι τέσσερις κύριοι δραματουργοί (παραπάνω) ακολουθούνται από κάπου δεκαοχτώ σύγχρονους θεατρικούς συγγραφείς από τους οποίους οι Pinter και Simpson είναι βρετανοί εκπρόσωποι. Όλοι αυτοί οι συγγραφείς συμμετέχουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην πλούσια "Παράδοση του Παράλογου" που αποδεικνύεται πράγματι πολύ πλούσια, καθώς περιλαμβάνει τεχνάσματα από το τσίρκο, τους μίμους, τους clowns, λεκτική ασυναρτησία, και τη λογοτεχνία του όνειρου και της φαντασίας που συχνά έχει έντονο αλληγορικό στοιχείο. Το Θέατρο του Παράλογου είναι ένας από τους τρόπους αντιμετώπισης ενός σύμπαντος που έχει χάσει το νόημα και το σκοπό του. Έτσι, εκπληρώνει διπλό ρόλο. Ο πρώτος και πιο εμφανής είναι σατυρικός, όταν κρίνει μια κοινωνία ταπεινή και ανέντιμη. Η δεύτερη και πιο θετική όψη του δείχνεται όταν αντιμετωπίζει το Παράλογο σε θεατρικά έργα στα οποία ο άνθρωπος "γυμνωμένος από τις τυχαίες συνθήκες της κοινωνικής θέσης ή της ιστορικής ουσίας στέκει αντιμέτωπος με τη βασική εκλογή, τη βασική τοποθέτηση της ύπαρξής του".
Ένα τέτοιο θέατρο καταπιάνεται με τα σχετικά λίγα προβλήματα που απομένουν: τη ζωή, τον θάνατο, την απομόνωση, την επικοινωνία, και, λόγω της φύσης του, μπορεί να μεταδώσει μόνο "την πιο εσωτερική ενόραση του ποιητή για την ανθρώπινη ύπαρξη, την δική του αίσθηση ύπαρξης, το ατομικό του όραμα για τον κόσμο". Τη μορφή που παίρνει το όραμα αυτό ο Esslin τη βρίσκει ανάλογη με ένα Συμβολιστικό ή Εικονιστικό (imagist) ποίημα στο οποίο, όπως και νάχει,
η γλώσσα είναι μόνο ένα συστατικό και όχι αναγκαστικά το κυρίαρχο. Γιατί και η γλώσσα υπέστη την υποτίμησή της, γεγονός που ο Esslin βρίσκει ιδιαίτερα σύγχρονο, είτε προέρχεται από τις απόψεις του φιλόσοφου Wittgenstein είτε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Τι κριτήρια μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να εκτιμηθεί η ποιότητα έργων αυτού του είδους στο θέατρο; Ο Esslin καταχωρεί σ' αυτά την "εφευρετικότητα, τη συνθετότητα των ποιητικών εικόνων που υποβάλλονται, και τη δεξιοτεχνία με την οποία καταξιώνονται" αλλά, περισσότερο σημαντικά, "την πραγματικότητα και την αλήθεια που περικλείουν αυτές οι εικόνες". Η υπογράμμιση είναι του Esslin και θα μπορούσαμε ίσως να διαφωνήσουμε για την υποκειμενικότητα και την αοριστία τέτοιων αντιλήψεων σαν κριτικών στόχων.
Το θέατρο αυτό, λοιπόν, παρουσιάζει το άγχος και την απελπισία, μια αίσθηση απώλειας για την εξαφάνιση λύσεων, ψευδαισθήσεις και έλλειψη σκοπού. Η αντιμετώπιση της απώλειας αυτής σημαίνει την αντιμετώπιση της "ίδιας της πραγματικότητας". Μ' αυτόν τον τρόπο, το Θέατρο του Παράλογου γίνεται ένα είδος σύγχρονης μυσταγωγικής εμπειρίας που ο Esslin παραβάλλει με το πρόσφατο ενδιαφέρον για τον Βουδισμό "Ζεν" (σύστημα που κι αυτό βασίζεται στην απόρριψη της εννοιολογικής σκέψης.
"Σήμερα που ο θάνατος και τα γηρατειά όλο και περισσότερο κρύβονται πίσω από ευφημισμούς και παρηγορητικά ψελλίσματα και η ζωή απειλείται να πνιγεί μέσα στην κατανάλωση υπνωτιστικής μηχανοποιημένης χυδαιότητας, η ανάγκη να τεθεί ο άνθρωπος αντιμέτωπος με την πραγματικότητα της κατάστασής του είναι μεγαλύτερη παρά ποτέ. Γιατί η αξιοπρέπεια του ανθρώπου βρίσκεται στην ικανότητά του να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα σ' όλη της την έλλειψη νοήματος (παραλογισμό), να τη δέχεται αδέσμευτος, χωρίς φόβο, χωρίς ψευδαισθήσεις - και να την περιγελάει" (Esslin)
Είναι πιθανό η γλώσσα, ακόμα κι όταν γίνεται λόγος για το Θέατρο του Παράλογου, να τείνει να είναι το ίδιο χαλαρή και αμφισβητήσιμη όσο και οπουδήποτε αλλού. Ο Esslin υποδηλώνει ότι το Θέατρο του Παράλογου, αν και εξαντλήθηκε, εκδηλώνεται ακόμα στους "πολύπτυχους αγώνες μιας πρωτεϊνικής πρωτοπορείας". Ένα συμπέρασμα σαν κι αυτό συνιστά σεβασμό και προσήλωση και κατευθύνει κατάλληλα την προσοχή μας στη φιλοσοφική θεμελίωση του Παράλογου.
Άρνολντ Χίνσλιφ (Arnold P. Hinchliff)
___
Οι Καρέκλες, Ευγένιος Ιονέσκο
*
Το μάθημα, του Ιονέσκο