ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΠΡΙΑΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΑΧΙΛΛΕΑ, ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΕΚΤΟΡΑ, ΙΛΙΑΔΑ, ΡΑΨΩΔΙΑ Ω, ΚΛΑΣΙΚΑ
Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in ΚΛΑΣΙΚΑ | Posted on 5:29 μ.μ.
0
(Ο "αγαθοποιός" Ερμής, αφού κοιμίζει τους φρουρούς των Αχαιών, οδηγεί τον Πρίαμο στη σκηνή του Αχιλλέα, του αποκαλύπτεται ως θεός και αποχωρεί για τον Όλυμπο)
460 "Ω ΓΕΡΟΝ Η ΤΟΙ ΕΓΩ ΘΕΟΣ ΑΜΒΡΟΤΟΣ ΕΙΛΗΛΟΥΘΑ
ΕΡΜΕΙΑΣ ΣΟΙ ΓΑΡ ΜΕ ΠΑΤΗΡ ΑΜΑ ΠΟΜΠΟΝ ΟΠΑΣΣΕΝ
ΑΛΛ Η ΤΟΙ ΜΕΝ ΕΓΩ ΠΑΛΙΝ ΕΙΣΟΜΑΙ ΟΥΔ ΑΧΙΛΗΟΣ
ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ ΕΙΣΕΙΜΙ ΝΕΜΕΣΣΗΤΟΝ ΔΕ ΚΕΝ ΕΙΗ
ΑΘΑΝΑΤΟΝ ΘΕΟΝ ΩΔΕ ΒΡΟΤΟΥΣ ΑΓΑΠΑΖΕΜΕΝ ΑΝΤΗΝ
ΤΥΝΗ Δ ΕΙΣΕΛΘΩΝ ΛΑΒΕ ΓΟΥΝΑΤΑ ΠΗΛΕΙΩΝΟΣ
ΚΑΙ ΜΙΝ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΜΗΤΕΡΟΣ ΗΥΚΟΜΟΙΟ
ΛΙΣΣΕΟ ΚΑΙ ΤΕΚΕΟΣ ΙΝΑ ΟΙ ΣΥΝ ΘΥΜΟΝ ΟΡΙΝΗΙΣ 467
460 Γέροντα, αν θες να ξέρεις, εγώ που ήρθα εδώ μαζί σου, είμαι αθάνατος θεός, ο Ερμής, και μ' έστειλε ο πατέρας μου οδηγό σου. Τώρα όμως θα γυρίσω πια. Δεν θέλω να βρεθώ εμπρός στα μάτια του Αχιλλέα, γιατί θα ήταν αξιόμεμπτο ένας θεός να δείχνει έτσι ολοφάνερα αγάπη στους ανθρώπους. Μα συ έμπα μέσα και τα γόνατα να πιάσεις του Πηλείδη, και ξόρκισέ τους στο όνομα του πατέρα του και της ωριόμαλλης της μάνας του και του παιδιού του, κι έτσι, θαρρώ να του μαλάξεις την ψυχή. 467
--------
Σαν είπε αυτά ο Ερμής, έφυγε πάνω στου Όλυμπου τα ύψη...ενώ ο γέρος τράβηξε κατευθείαν μέσα όπου καθότανε συνήθως ο Αχιλλέας, του Δία ο αγαπημένος....
--------
477 ΤΟΥΣ Δ ΕΛΑΘ ΕΙΣΕΛΘΩΝ ΠΡΙΑΜΟΣ ΜΕΓΑΣ ΑΓΧΙ Δ ΑΡΑ ΣΤΑΣ
ΧΕΡΣΙΝ ΑΧΙΛΗΟΣ ΛΑΒΕ ΓΟΥΝΑΤΑ ΚΑΙ ΚΥΣΕ ΧΕΙΡΑΣ
ΔΕΙΝΑΣ ΑΝΔΡΟΦΟΝΟΥΣ ΑΙ ΟΙ ΠΟΛΕΑΣ ΚΤΑΝΟΝ ΥΙΑΣ
ΩΣ Δ ΟΤ ΑΝ ΑΝΔΡ ΑΤΗ ΠΥΚΙΝΗ ΛΑΒΗΙ ΟΣ Τ ΕΝΙ ΠΑΤΡΗΙ
ΦΩΤΑ ΚΑΤΑΚΤΕΙΝΑΣ ΑΛΛΩΝ ΕΞΙΚΕΤΟ ΔΗΜΟΝ
ΑΝΔΡΟΣ ΕΣΑΦΝΕΙΟΥ ΘΑΜΒΟΣ Δ ΕΧΕΙ ΕΙΣΟΡΟΩΝΤΑΣ
ΩΣ ΑΧΙΛΕΥΣ ΘΑΜΒΗΣΕΝ ΙΔΩΝ ΠΡΙΑΜΟΝ ΘΕΟΕΙΔΕΑ
ΘΑΜΒΗΣΑΝ ΔΕ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΕΣ ΑΛΛΗΛΟΥΣ ΔΕ ΙΔΟΝΤΟ
ΤΟΝ ΚΑΙ ΛΙΣΣΟΜΕΝΟΣ ΠΡΙΑΜΟΣ ΠΡΟΣ ΜΥΘΟΝ ΕΕΙΠΕΝ
"ΜΝΗΣΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΣΟΙΟ ΘΕΟΙΣ ΕΠΙΕΙΚΕΛ ΑΧΙΛΛΕΥ
ΤΗΛΙΚΟΥ ΩΣ ΠΕΡ ΕΓΩΝ ΟΛΟΩΙ ΕΠΙ ΓΗΡΑΟΣ ΟΥΔΩΙ
ΚΑΙ ΜΕΝ ΠΟΥ ΚΕΙΝΟΝ ΠΕΡΙΝΑΙΕΤΑΙ ΑΜΦΙΣ ΕΟΝΤΕΣ
ΤΕΙΡΟΥΣ ΟΥΔΕ ΤΙΣ ΕΣΤΙΝ ΑΡΗΝ ΚΑΙ ΛΟΙΓΟΝ ΑΜΥΝΑΙ
ΑΛΛ Η ΤΟΙ ΚΕΙΝΟΣ ΓΕ ΣΕΘΕΝ ΖΩΟΝΤΟΣ ΑΚΟΥΩΝ
ΧΑΙΡΕΙ Τ ΕΝ ΘΥΜΩΙ ΕΠΙ Τ ΕΛΠΕΤΑΙ ΗΜΑΤΑ ΠΑΝΤΑ
ΟΨΕΣΘΑΙ ΦΙΛΟΝ ΥΙΟΝ ΑΠΟ ΤΡΟΙΗΘΕΝ ΙΟΝΤΑ
ΑΥΤΑΡ ΕΓΩ ΠΑΝΑΠΟΤΜΟΣ ΕΠΕΙ ΤΕΚΟΝ ΥΙΑΣ ΑΡΙΣΤΟΥΣ
ΤΡΟΙΗΙ ΕΝ ΕΥΡΕΙΗΙ ΤΩΝ Δ ΟΥ ΤΙΝΑ ΦΗΜΙ ΛΕΛΕΙΦΘΑΙ 494
477 Και μπαίνει ο τρανός ο Πρίαμος χωρίς να τον αντιληφθούν και πάει και στέκεται κοντά στον Αχιλλέα, του αγκαλιάζει τα γόνατα και του φιλάει τα φοβερά αντροφόνα χέρια του, που τόσους γιους τούχαν σκοτώσει. Κι όπως μ' έναν που τον πιάνει τρέλα, γιατί στη χώρα του σκότωσε κάποιον, και αλλού σε ξένη χώρα, σ' ενός πλούσιου το σπίτι, τα χάνουν όλοι όσοι τον βλέπουν, έτσι ακριβώς κι Αχιλλέας τάχασε μόλις είδε το θεόμορφο Πρίαμο. Τα χάσανε κι οι άλλοι κι ο ένας έριχνε ματιές στον άλλο. Τότε ο Πρίαμος του λέει με παρακάλια: "Θυμήσου, θεόμορφε Αχιλλέα, πως έχεις κι εσύ πατέρα πούναι στην ίδια ηλικία με μένα, στο τελευταίο σκαλί των γηρατειών. Ίσως και κείνον οι γειτόνοι γύρω του τον τυραννούν, χωρίς νάναι κανείς κοντά του να τον λυτρώσει απ' τα δεινά του. Μα αυτός τουλάχιστο ακούει πως ζεις και χαίρεται η ψυχή του και ελπίζει πάντα πως μέρα με τη μέρα θα τον δει τον λατρευτό του γιο απ' την Τροία να γυρίζει. Μα εγώ ο βαριόμοιρος, που έκανα γιους τους πιο λεβέντες μέσ' σ' ολόκληρη την Τροία, και δες, κανείς δεν μούχει μείνει. 494 Πενήντα είχα, σα ήρθαν οι Αχαιοί, που οι δεκαεννιά από μια γεννήθηκαν κοιλιά, και τους λοιπούς μου γέννησαν μέσ' στο παλάτι οι σκλάβες. Τους πιο πολλούς τους θέρισε ο άγριος Άρης. Ένας μούχε απομείνει, που υπερασπίζονταν κι εμάς τους ίδιους και το κάστρο, ο Έκτορας που στα στερνά του αυτόν, ενώ υπερασπιζόταν την πατρίδα, εσύ τον σκότωσες. Για χάρη του λοιπόν τώρα ήρθα ως εδώ στα πλοία των Αχαιών, και φέρνω δώρα πολύτιμα για τον ξαγοράσω. Σεβάσου καν τους θεούς, Αχιλλέα. Λυπήσου με σκεπτόμενος το γέρο σου πατέρα. Εγώ είμαι πιο άξιος οίκτου (από κείνον). Βάσταξα πίκρες που κανείς θνητός στον κόσμο δεν υπόφερε άλλος, πούφτασα στο σημείο ν' αγγίξω με τα χείλη μου το χέρι 'κείνου που σκότωσε το γιο μου".
----
507 ΩΣ ΦΑΤΟ ΤΩΙ Δ ΑΡΑ ΠΑΤΡΟΣ ΥΦ ΙΜΕΡΟΝ ΩΡΣΕΝ ΓΟΟΙΟ
ΑΨΑΜΕΝΟΣ Δ ΑΡΑ ΧΕΙΡΟΣ ΑΠΩΣΑΤΟ ΗΚΑ ΓΕΡΟΝΤΑ
ΤΩ ΔΕ ΜΝΗΣΑΜΕΝΩ Ο ΜΕΝ ΕΚΤΟΡΟΣ ΑΝΔΡΟΦΟΝΟΙΟ
ΚΛΑΙ' ΑΔΙΝΑ ΠΡΟΠΑΡΟΙΘΕ ΠΟΔΩΝ ΑΧΙΛΗΟΣ ΕΛΥΣΘΕΙΣ
ΑΥΤΑΡ ΑΧΙΛΛΕΥΣ ΚΛΑΙΕΝ ΕΟΝ ΠΑΤΕΡ ΑΛΛΟΤΕ Δ ΑΥΤΕ
ΠΑΤΡΟΚΛΟΝ ΤΩΝ ΔΕ ΣΤΟΝΑΧΗ ΚΑΤΑ ΔΩΜΑΤ ΟΡΩΡΕΙΝ 512
507 Είπε, και του άναψε τον πόθο να κλάψει για το γέρο του πατέρα. Έπιασε τότε τον Πρίαμο απ' το χέρι και μαλακά τον έσπρωξε. Και σαν θυμήθηκαν κι οι δυο, ο ένας τον αντροφόνο Έκτορα θρηνούσε, πεσμένος μπρος στα πόδια του Αχιλλέα,, κι ο Αχιλλέας που έκλαιγε για τον πατέρα του και για τον Πάτροκλο κι οι στεναγμοί παντού αντηχούσαν μέσα. 512 Κι όταν πια χόρτασε το κλάμα ο θεϊκός Αχιλλέας, κι ο πόθος έσβησε απ' το νου του κι απ' τα μέλη του, σηκώθη ευθύς απ' το θρονί του και πιάνοντας το γέροντα απ' το χέρι τον έκανε να σηκωθεί, πονώντας τον για τ' άσπρα του μαλλιά και τ' άσπρα του τα γένια, και με φωνή ήρεμη τούπε δυο λόγια φτερωτά:
"Α, δύστυχε, πολλά φαρμάκια, αλήθεια, ήπιε η ψυχή σου! Πώς βάσταξες να ρθεις στα πλοία των Αχαιών μονάχος, μπροστά σε κείνον που πολλά και διαλεχτά σου σκότωσε βλαστάρια; Μα την αλήθεια, σίδερο η καρδιά σου θάναι. Μα έλα τώρα, κάτσε στο θρονί, και, πικραμένοι, ας αφήσουμε τις πίκρες πια μέσα στην καρδιά μας να χωνέψουν. Δεν βγαίνει τίποτε απ' τον παγερό το θρήνο.
525 ΩΣ ΓΑΡ ΑΠΕΚΛΩΣΑΝΤΟ ΘΕΟΙ ΔΕΙΛΟΙΣΙ ΒΡΟΤΟΙΣΙΝ
ΖΩΕΙΝ ΑΧΝΥΜΕΝΟΙΣ ΑΥΤΟΙΔΕ Τ ΑΚΗΔΕΕΣ ΕΙΣΙΝ
ΔΟΙΟΙ ΓΑΡ ΤΕ ΠΙΘΟΙ ΚΑΤΑΚΕΙΑΤΑΙ ΕΝ ΔΙΟΣ ΟΥΔΕΙ
ΔΩΡΩΝ ΟΙΑ ΔΙΔΩΣΙ ΚΑΚΩΝ ΕΤΕΡΟΣ ΔΕ ΕΑΩΝ
ΩΙ ΜΕΝ Κ ΑΜΜΕΙΞΑΣ ΔΩΗΙ ΖΕΥΣ ΤΕΡΠΙΚΕΡΑΥΝΟΣ
ΑΛΛΟΤΕ ΜΕΝ ΤΕ ΚΑΚΩΙΟ ΓΕ ΚΥΡΕΤΑΙ ΑΛΛΟΤΕ Δ ΕΣΘΛΩΙ
ΩΙ ΔΕ ΚΕ ΤΩΝ ΛΥΓΡΩΝ ΔΩΗΙ ΛΩΒΗΤΟΝ ΕΘΗΚΕΝ
ΚΑΙ Ε ΚΑΚΗ ΒΟΥΒΡΩΣΤΙΣ ΕΠΙ ΧΘΟΝΑ ΔΙΑΝ ΕΛΑΥΝΕΙ
ΦΟΙΤΑ Δ ΟΥΤΕ ΘΕΟΙΣΙΝ ΤΕΤΙΜΕΝΟΣ ΟΥΤΕ ΒΡΟΤΟΙΣΙΝ 533
525 Βλέπεις, αυτά έχουν κλώσει οι θεοί των δύστυχων θνητών, να ζούνε πικραμένοι, μα οι ίδιοι τι θα πει καημός δεν ξέρουν. Γιατί στου Δία το κατώφλι εμπρός βρίσκονται δυο πιθάρια με δώρα που σκορπάει, συμφορές στο ένα, χαρές στο άλλο. Και σ' όποιον τώρα ο Δίας ο κεραυνόχαρος ανάκατα απ' τα δυο χαρίσει, πότε θα σμίξει με χαρές και πότε με λαχτάρες. Μα σ' όποιον δώσει μόνο απ' το κακό, πρόσωπο αυτός ποτέ θεού δε βλέπει, δεινή ταλαιπωρία τον κυνηγάει απ' το 'να άκρο της θεϊκής στο άλλο κι ατίμητος γυρνάει από θεούς κι ανθρώπους. 533
Να, στον Πηλέα που δώσαν απ' τα γεννητούρια του οι θεοί υπέροχα δώρα και ξεπερνούσε σ' αγαθά και πλούτη όλους τους θνητούς, κι ήταν στους Μυρμιδόνες ο άρχοντας, και τούδωσαν θεά για ταίρι, κι ας ήταν και θνητός. Μα τούβαλε (με τ' αγαθά) και συμφορές ο θεός, γιατί άλλα βασιλόπουλα στο ανάκτορο δεν τον αξίωσαν να κάμει, μόν' ένα γέννησε λιγόζωο παιδί, που και αυτός, βλέπεις, δεν τον γεροκομάει, γιατί πολύ μακριά βρίσκομαι απ' την πατρίδα εδώ στην Τροία, να κυνηγάω κι εσέ και τα παιδιά σου. Κι εσένα, γέρο μου, ακούμε πως μια φορά ευτυχούσες, κι όσους ανθρώπους τρέφει εντός του το νησί της Λέσβου, του Μάκαρα η πατρίδα, κι ο απέραντος Ελλήσποντος ή κι η Φρυγία από πάνω, όλους αυτούς σε πλούτη και σε γιους, λένε, πως τους νικούσες γέροντα. Μ' απ' τον καιρό που οι ουράνιοι σου στείλαν τη φουρτούνα ετούτη, οι μάχες και τα φονικά δεν λείπουν απ' την πόλη σου. Κουράγιο, όμως, πάψε αδιάκοπα να κλαις. Δεν έχεις να κερδίσεις τίποτα με το να μαραζώνεις για το γιο σου. Πίσω πια δεν τον φέρνεις. μόνο καινούρια συφορά πας στο κεφάλι σου να βάλεις".
Τότε του απάντησε ο θεόμορφος γερο-Πρίαμος και τούπε:
"Μη μ' αναγκάζεις στο θρονί να κάτσω, Διόθρεφτε, όσο είναι άταφος ο Έκτορας, ριγμένος στις σκηνές ανάμεσα. Μόν' λύτρωσέ τον όσο πιο γρήγορα μπορείς, για να τον δουν τα μάτια μου, και δέξου τα πλούσια δώρα που έφερα. Χαλάλι να σου γίνουν, και στην πατρίδα σου με το καλό να πας, που μ' άφησες να ζήσω και να χαίρομαι του ηλίου τη λάμψη". Τότε, ρίχνοντάς του άγριες ματιές τούπε ο ταχύς στα πόδια Αχιλλέας:
-----
560 "ΜΗΚΕΤΙ ΝΥΝ Μ ΕΡΕΘΙΖΕ ΓΕΡΟΝ ΝΟΕΩ ΔΕ ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ
ΕΚΤΟΡΑ ΤΟΙ ΛΥΣΑΙ ΔΙΟΘΕΝ ΔΕ ΜΟΙ ΑΓΓΕΛΟΣ ΗΛΘΕΝ
ΜΗΤΗΡ Η Μ ΕΤΕΚΕ ΘΥΓΑΤΗΡ ΑΛΙΟΙΟ ΓΕΡΟΝΤΟΣ
ΚΑΙ ΔΕ ΣΕ ΓΙΓΝΩΣΚΩ ΠΡΙΑΜΕ ΦΡΕΣΙΝ ΟΥΔΕ ΜΕ ΛΗΘΕΙΣ
ΟΤΤΙ ΘΕΩΝ ΤΙΣ Σ ΗΓΕΝ ΘΟΑΣ ΕΠΙ ΝΗΑΣ ΑΧΑΙΩΝ
ΟΥ ΓΑΡ ΚΕ ΤΛΑΙΗ ΒΡΟΤΟΣ ΕΛΘΕΜΕΝ ΟΥΔΕ ΜΑΛ ΗΒΩΝ
ΕΣ ΣΤΡΑΤΟΝ 565 / 566
560 Μη, γέρο, μ' ερεθίζεις πια, κι έχω κι εγώ στο νου μου να σου παραδώσω τον Έκτορα. Μούρθε εδώ πέρα από το Δία μηνύτρα η μάνα που μ' έκαμε, η κόρη του θαλάσσιου γέροντα. Κι εσένα όμως, Πρίαμε, το βλέπω ξάστερα - δε με γελάς - πως κάποιος θεός σ' οδήγησε ως τα γοργά των Αχαιών καράβια. Γιατί θνητός δε θα τολμούσε ναρθεί δω πέρα, όσο και νάτανε γενναίος. 565 / 566
---------
Γιατί ούτε απ' τα μάτια των φρουρών μου θα μπορούσε να ξεφύγει, ούτε της πόρτας μου το σύρτη εύκολα να κουνήσει. Λοιπόν μη μου ανάβεις περισσότερο τα αίματα στον πόνο μου, μήπως και σε τον ίδιο, γέρο, δεν αφήσω απείραχτο εδώ μέσα, κι ας είσαι ικέτης, και στου Διός την προσταγή αμαρτήσω".
Έτσι είπε, κι εφοβήθη ο γέρος και υπάκουσε στην προσταγή του. Κι ο γιος του Πηλέα σαν το λιοντάρι πήδηξε έξω από τη σκηνή του, όχι μονάχος. Δύο σύντροφοι μαζί του ακολουθούσαν, ο ήρως Αυτομέδων κι ο Άλκιμος, που ο Αχιλλέας πιο πολύ απ' όλους τους συντρόφους του εκτιμούσε, τώρα πια που είχε ο Πάτροκλος πεθάνει. Κι αυτοί ξεζεύουν τότε άλογα και μουλάρια και φέρνουν μέσα τον τρανόφωνο κήρυκα του γέρου, και στο σκαμνί τον έβαλαν να κάτσει, κι ύστερα απ' το καλοδουλεμένο αμάξι παίρνουν τα αμέτρητα λύτρα του Έκτορα. Άφησαν μέσα μόνο σάβανα κι έναν καλόπλεχτο χιτώνα για να τυλίξουν το νεκρό και να τον δώσουν να τον παν στον τόπο του.
--------
582 ΔΜΩΑΣ Δ ΕΚΚΑΛΕΣΑΣ ΛΟΥΣΑΙ ΚΕΛΕΤ ΑΜΦΙ Τ ΑΛΕΙΨΑΙ
ΝΟΣΦΙΝ ΑΕΙΡΑΣΑΣ ΩΣ ΜΗ ΠΡΙΑΜΟΣ ΙΔΟΙ ΥΙΟΝ
ΜΗ Ο ΜΕΝ ΑΧΝΥΜΕΝΗΙ ΚΡΑΔΙΗΙ ΧΟΛΟΝ ΟΥΚ ΕΡΥΣΑΙΤΟ
ΠΑΙΔΑ ΙΔΩΝ ΑΧΙΛΗΙ Δ ΟΡΙΝΘΕΙΗ ΦΙΛΟΝ ΗΤΟΡ
ΚΑΙ Ε ΚΑΤΑΚΤΕΙΝΕΙΕ ΔΙΟΣ Δ ΑΛΙΤΗΤΑΙ ΕΦΕΤΜΑΣ 586
582 Ύστερα φώναξε τις σκλάβες έξω και τις πρόσταξε να τον λούσουν και να τον αλείψουνε με λάδι ολούθε, παίρνοντάς τον παράμερα, μην τυχόν δει ο Πρίαμος το γιο του, μήπως στη λύπη του επάνω δεν κατώρθωνε να κρατήσει την οργή του, βλέποντας το παιδί του, κι ανάψουν του Αχιλλέα τα αίματα και τον σκοτώσει, πατώντας τις προσταγές του Δία. 586
------
Και σαν τον έλουσαν λοιπόν οι σκλάβες και τον άλειψαν με λάδι, κι αφού τον τύλιξαν με το όμορφο νεκροσέντονο και το χιτώνα, ο ίδιος ο Αχιλλέας με τα χέρια του τον σήκωσε και τον απόθεσε σε στρώμα, κι ύστερα οι συντρόφοι του τον σήκωσαν και τον απίθωσαν στο ομορφοσκαλισμένο αμάξι. Αμέσως τότε ξέσπασε σε θρήνους και τον αγαπημένο σύντροφο έκραξε με τ' όνομά του:
"Μη μου κακιώσεις, Πάτροκλε, σα μάθεις κάτω κει στον Άδη πούσαι, πως έδωσα το θεϊκό Έκτορα πίσω στον πατέρα του, γιατί μου πρόσφερε όχι ευκαταφρόνητα λύτρα. Μα πάλι εγώ σε σένα θα ξεχωρίσω κι απ' αυτά μερίδιο, όσο σου αξίζει". Είπε, και στη σκηνή του γύρισε πάλι ο θεϊκός Αχιλλέας και κάθισε στο πολυποίκιλτο θρονί του, απ' όπου είχε σηκωθεί, κει στον αντικρυνό τοίχο, και είπε στον Πρίαμο:
"Ο γιος σου, γέροντα, είν' ελεύθερος πια, όπως όριζες, κι είναι βαλμένος σε νεκρικό στρώμα. Μόλις χαράξει η αυγή, θα τονε δεις κι εσύ καθώς θα τονε παίρνεις. Και τώρα ας θυμηθούμε πια και το φαΐ. Βλέπεις, κι η ωραιόμαλλη Νιόβη θυμήθηκε να φάει, που δώδεκα έχασε παιδιά μέσ' στο παλάτι της, έξι κορίτσια κι έξι αγόρια στον ανθό τους...Τέλος, πάνω στις δέκα μέρες τα έθαψαν οι ουράνιοι θεοί....Έλα λοιπόν κι εσύ, να δούμε τι θα φάμε γέροντα ξακουσμένε, κι έχεις καιρόν αργότερα το αγαπημένο σου παιδί να κλάψεις, σαν θα το φέρεις στο Ίλιο μέσα.Τότε πολλοί μαζί σου θα τον κλάψουν"...
.....
628 ΑΥΤΑΡ ΕΠΕΙ ΠΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΕΔΗΤΥΟΣ ΕΞ ΕΡΟΝ ΕΝΤΟ
Η ΤΟΙ ΔΑΡΔΑΝΙΔΗΣ ΠΡΙΑΜΟΣ ΘΑΥΜΑΖ ΑΧΙΛΗΑ
ΟΣΣΟΣ ΕΗΝ ΟΙΟΣ ΤΕ ΘΕΟΙΣΙ ΓΑΡ ΑΝΤΑ ΕΩΙΚΕΙΝ
ΑΥΤΑΡ Ο ΔΑΡΔΑΝΙΔΗΝ ΠΡΙΑΜΟΝ ΘΑΥΜΑΖΕΝ ΑΧΙΛΛΕΥΣ
ΕΙΣΟΡΟΩΝ ΟΨΙΝ Τ ΑΓΑΘΗΝ ΚΑΙ ΜΥΘΟΝ ΑΚΟΥΩΝ 632
628 Κι όταν πια ικανοποίησαν την όρεξή τους από πιοτό κι από φαΐ, ο Δαρδανίδης Πρίαμος απ' το 'να μέρος άρχισε να κοιτά με θαυμασμό τον Αχιλλέα για το παράστημα και τη θωριά του που ήταν, μα την αλήθεια ολόϊδια με τους θεούς. Κι απ' τ' άλλο, ο Αχιλλέας το Δαρδανίδη Πρίαμο με θαυμασμό θωρούσε, βλέποντας την αρχοντική μορφή του κι ακούοντας τη φωνή του. 632
-----
Κι αφού πια χόρτασαν να βλέπει ο ένας τον άλλον, πρώτος το λόγο απότεινε ο θεόμορφος γερο-Πρίαμος και τούπε¨: "Άει τώρα, διόθρεφτε, βάλε με το ταχύτερο να πέσω, για να χαρούμε μια σταλιά και το γλυκό τον ύπνο...
Είπε, κι ο Αχιλλέας στους συντρόφους και τις δούλες του προστάζει, στρώματα κει στο λιακωτό να βάλουν κι ωραία κιλίμια πορφυρένια αυτού ν' απλώσουν...
--------
Τότε, πειράζοντάς τον τούπε ο ταχύς στα πόδια Αχιλλέας:
"Έξω πλάγιασε, γέρο μου, μην μπει κανένας ηγεμόνας των Αχαιών, γιατί έρχονται συχνά κοντά μου αυτοί που παίρνουνε αποφάσεις, όπως είν' η συνήθεια. Αν κάποιος απ' αυτούς λοιπόν σε αντιληφτεί μέσα στη γρήγορη μαύρη νυχτιά, θα πάει ευθύς να το σφυρίξει του Αγαμέμνονα του αυθέντη των πολεμιστών, κι έτσι θ' αναβληθεί η λύτρωση του νεκρού.
----
656 ΑΛΛ ΑΓΕ ΜΟΙ ΤΟΔΕ ΕΙΠΕ ΚΑΙ ΑΤΡΕΚΕΩΣ ΚΑΤΑΛΕΞΟΝ
ΠΟΣΣΗΜΑΡ ΜΕΜΟΝΑΣ ΚΤΕΡΕΙΖΕΜΕΝ ΕΚΤΟΡΑ ΔΙΟΝ
ΟΦΡΑ ΤΕΩΣ ΑΥΤΟΣ ΤΕ ΜΕΝΩ ΚΑΙ ΛΑΟΝ ΕΡΥΚΩ 658
656 Μα για έλα τώρα, πες μου αυτό και ξήγα μου ακριβώς, σαν πόσες μέρες θα χρειαστείς να θάψεις μ' όλες τις τιμές το θεϊκό Έκτορα, που ως τότε να σε καρτερώ και να κρατήσω το στρατό απ' τη μάχη;" 658
-------
Τότες ο γερο-Πρίαμος ο θεόμορφος του απάντησε: "Αν θες, αλήθεια (όπως λες) το ξόδι του γενναίου μου Έκτορα να το τελειώσω, έτσι να κάμεις, Αχιλλέα, και χάρη θα σου το χρωστώ...". Τότε του απάντησε ο ταχύς στα πόδια θείος Αχιλλεύς: "Ας γίνει, γερο-Πρίαμε, έτσι, όπως συ ορίζεις. Τον πόλεμο θε να μποδίσω τόσον καιρό, όσο μου το ζητάς".
..... Μα τον Ερμή τον αγαθοποιό δεν τον έπιανε ύπνος, καθώς λογάριαζε στο νου πώς θάβγαζε έξω απ' τα καράβια των Αχαιών τον βασιλιά τον Πρίαμο, ξεφεύγοντας την προσοχή των ισχυρών φρουρών που φύλαγαν τις πύλες. Κι απάνω απ' το κεφάλι του πάει, στέκει και του λέει:
και του λέει:
-------
683 "Ω ΓΕΡΟΝ ΟΥ ΝΥ ΤΙ ΣΟΙ ΓΕ ΜΕΛΕΙ ΚΑΚΟΝ ΟΙΟΝ ΕΘ ΕΥΔΕΙΣ
ΑΝΔΡΑΣΙΝ ΕΝ ΔΗΙΟΙΣΙΝ ΕΠΕΙ Σ ΕΙΑΣΕΝ ΑΧΙΛΛΕΥΣ
ΚΑΙ ΝΥΝ ΜΕΝ ΦΙΛΟΝ ΥΙΟΝ ΕΛΥΣΑΟ ΠΟΛΛΑ Δ ΕΔΩΚΑΣ
ΣΕΙΟ ΔΕ ΚΕ ΖΩΟΥ ΚΑΙ ΤΡΙΣ ΤΟΣΑ ΔΟΙΕΝ ΑΠΟΙΝΑ
ΠΑΙΔΕΣ ΤΟΙ ΜΕΡΟΠΙΣΘΕ ΛΕΛΕΙΜΜΕΝΟΙ ΑΙ Κ ΑΓΑΜΑΝΩΝ
ΓΝΩΗΙ Σ ΑΤΡΕΙΔΗΣ ΓΝΩΩΣΙ ΔΕ ΠΑΝΤΕΣ ΑΧΑΙΟΙ". 688
683 "Γέρο, καθόλου βλέπω, ο νους σου δεν πάει στο κακό, που έτσι κοιμάσαι ακόμα ανάμεσα σ' εχθρούς, μια που σ' αφήκε απείραχτο ο Αχιλλέας. Λύτρωσες βέβαια τώρα το αγαπητό παιδί σου, δίνοντας πολλά. Για τη δική σου όμως ζωή, τρεις φορές τόσα θάδιναν λύτρα οι γιοι σου που 'χουν μείνει πίσω, αν σ' έπαιρνε είδηση ο Ατρείδης Αγαμέμνων, και το μάθαιναν κι όλοι οι Αχαιοί". 688
Έτσι είπε, κι εφοβήθη ο γέρος και ξύπνησε τον κήρυκα. Τότε ο Ερμής τους έζεψε άλογα και μουλάρια, και μόνος του τα οδήγησε με ορμή ανάμεσα απ' τους άντρες, χωρίς ψυχή να νοιώσει πως περνούσαν.
------
692 ΑΛΛ ΟΤΕ ΔΗ ΠΟΡΟΝ ΙΞΟΝ ΕΥΡΡΕΙΟΣ ΠΟΤΑΜΟΙΟ
[ΞΑΝΘΟΥ ΔΙΝΗΕΝΤΟΣ ΟΝ ΑΘΑΝΑΤΟΣ ΤΕΚΕΤΟ ΖΕΥΣ]
ΕΡΜΕΙΑΣ ΜΕΝ ΕΠΕΙΤ ΑΠΕΒΗ ΠΡΟΣ ΜΑΚΡΟΝ ΟΛΥΜΠΟΝ
ΗΩΣ ΔΕ ΚΡΟΚΟΠΕΠΛΟΣ ΕΚΙΔΝΑΤΟ ΠΑΣΑΝ ΕΠ ΑΙΑΝ 695 ...
692 Μα όταν έφτασαν στο πέρασμα του ωραίου ποταμού, του ορμητικού Ξάνθου, που ο αθάνατος Δίας τον γέννησε, τότε ο Ερμής έφυγε για τον ψηλό τον Όλυμπο, και η Αυγή η κροκόπεπλη απλώθηκε στη γη όλη... 695
μετάφραση, Ιωάννης Πρωτοπαππάς