Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 1:30 μ.μ.

0

Η (έκτη) ανανέωση ύλης της ιστοσελίδας ολοκληρώθηκε στις 30 Γενάρη 2011. Η επόμενη ανανέωση θα γίνει στις 30 Απρίλη.

Το συνολικό περιεχόμενο της ιστοσελίδας υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα και προστατεύεται από τους Νόμους.

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΙΡΑΚΗΣ / ΑΤΙΤΛΟ, ΗΡΩ ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΥ / Η ΝΟΣΟΚΟΜΑ, ΝΙΚΟΣ ΦΩΚΑΣ..,ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΩΝ ΗΧΩΝ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 12:06 π.μ.

0

ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΙΡΑΚΗΣ

Τα ποιήματα του Λαού

(μικρές ραψωδίες)

Ι

Τα καρφιά καθηλώθηκαν

απ’ το σταυρό. Τα ζυμώνουν

πλέον μέσα στο ψωμί με σιδερένιες

παλάμες. Κι είναι τα ρινίσματα

που δακρύζουν μες την ψυχή σου

σαν ισπανικές ραψωδίες κι εσύ

συνεχίζεις να ονειρεύεσαι σε πλατείες

τόσο απελπιστικά επίπεδες.

ΙΙ

Με ονόμαζαν Bread στις πολιτείες

της Ανατολής. Κι έτρεφα το Λαό μου

με τσαμπιά από ήρεμα σταφύλια

σα νιογέννητο μωρό από αγνό γάλα.


Ο Λαός μου είναι ο Αγαπητός μου.

Είναι ο ιππότης της χαμένης μορφής,

τυλιγμένος σε ασφυχτικό σελοφάν

για να εκκολαφθεί σε μια κρύα θάλασσα.


Οι πληγές του τυπώθηκαν πάνω

στα οδοστρώματα. Κοιμούνται μέσα

στα λασπόνερα και στο πετρέλαιο

διαλέγοντας πέτρινα προσκέφαλα.


Ο Λαός μου εκκρεμεί σ’ έναν τόπο

πλάνητα. Στο Ακάθιστο χέρι του

Εφτάφωτες Λυχνίες που δεν άναψαν

και δάκρυα γεμάτα ρωγμές.


Αναζητάει μιαν ανοιχτή πύλη

στον ορίζοντα των λόφων, μια

«Κυριακή λειτουργία» ζωντανή

και παρούσα. Μιαν ατραπό, για να

μη λησμονιέται ακυβέρνητος στη

μέση μιας αναπαμένης Άνοιξης.


Το δέντρο του Λαού μου βύθισε

τα φύλλα του στο χώμα και τούτος

ο τόπος είναι όλος από σύννεφο.


Με ονομάζουν ακόμα Μπρεντ,

Μιενπάο, Παν, Χλιεπ, Ελ Χουκς,

Μπζέροντ, Μπρα, Ρότι, Αράν,

Μκάτε, Λέιπα, Μανρό, Ραγκίφ…


…κι έχετε μόνο τη μεταμφίεσή μου.

Όταν περάσει η ποινή μου θα κάνω

πάλι κάτι μεγάλο. Θα ταξιδέψω

για την Ανατολή…


(μέρα προσωπικής σκέψης, Πρωτοχρονιά 2011)

*

ΗΡΩ ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΥ

Αν ποτέ βρεθείς

στης σιωπής τα μεγάλα διαστήματα,

τότε που τα μάτια γεμίζουν με κύματα.


Περίμενε.


Μετά τον δυτικό άνεμο

θα έλθει στον επόμενο γύρο,

μια μικρή σγουρή γοργόνα

ελπίζοντας

πως έχεις βράγχια κι εσύ.

*

ΝΙΚΟΣ ΦΩΚΑΣ

Νοσοκόμα

Στραμμένος προς εμένα σαν τηλεπαρουσιαστής,

μιλούσες και σαν τέτοιος επιμένοντας

σε κάποιο σκάνδαλο απ’ τα τελευταία, σε συνδυασμό

και με την άνοδο ή την πτώση – δεν θυμάμαι -

των επιτοκίων,

όταν πάνω απ’ τον ώμο σου είδα να περνούν στο βάθος

της σκηνής -

σαν σ’ ένα ατομικό μου ορίζοντα,

παρόμοια με κροταφική παράσταση σε αρχαίο αγγείο,

και τόσο βιαστικά που μόλις να το αντιληφθώ

κάτω από διαφορετικό ουρανό, καθώς κοβόταν ο δι-

κός μας

χρόνια πιο πίσω απ’ το κεφάλι σου

απότομα, θυμίζοντας μεταπολεμικές εικαστικές τε-

χνοτροπίες κολλάζ –

είδα λοιπόν δυο πρόσωπα αρχετυπικά απ’ τα νειάτα

μου

(όχι επομένως κι απ’ τους δυο μας αναγνωρίσιμα)

μια νοσοκόμα του πολέμου κι ένα αιμόφυρτο

στρατιώτη (από τα πρόσω;) που τραβούσε από

το χέρι.

Έμοιαζε με ηρωίδα τραγωδίας καθώς τον έσερνε

σε μια δραματική φυγή

έχοντας ανοιχτό το στόμα από τη φρίκη - απ’ όπου

αν ήμασταν κοντύτερα θ’ ακούγαμε ίσως: Οίμοι,

Οίμοι!

Άραγε τον τραβούσε απ’ τη φωτιά της μάχης ή απ’

το φως

της ίδιας μου συνείδησης έτσι που βρέθηκαν

μέσα του ακάλυπτοι κι εστιασμένοι;

Ή μήπως απ’ τη βίαιη έκθεση στους τωρινούς και-

ρούς;

Θα σου ’χα πει, διακόπτοντάς σε, να γυρίσεις και να δεις

αλλά το βρήκα τόσο μάταιο.

Εξάλλου στιγμιαίο το θέαμα είχε περάσει κιόλας απ’

εμπρός μου:

Μπορεί μια εμφάνιση προορισμένη απλώς

για μένα όχι για σένα ή άλλον κανένα.

Υπόμνηση για κάτι που, βίωμα καθολικό κι ενωτικό

κάποια εποχή,

γίνηκε με τα χρόνια επώδυνο προσωπικό

σαν μια παρωχημένη οικογενειακή μου υπόθεση.

(1996)

__________

Τα ποιήματα της Ανθολογίας Τριών Ήχων απαγγέλλονται στην ενότητα "Μ' ένα Ραδιόφωνο, Μουσική ή και Ποίηση", όπου υπάρχει και video μουσικής.

BYRON, GEORGE GORDON, ΛΟΡΔΟΣ ΒΥΡΩΝΑΣ..,ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ή ΜΟΝΟΛΟΓΙΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 11:28 μ.μ.

0


Byron, George-Gordon, Λόρδος Βύρωνας, Αγγλία 22 Γενάρη 1788- Μεσολόγγι 19 Απρίλη 1824

Memoranda

«Τι είναι η Ποίηση; Η αίσθηση ενός προηγούμενου κόσμου και του Μέλλοντος».

Lord Byron

Αναζητούνται βαθύτατα ιδεολόγοι «τυχοδιώκτες». Που περιφρονούν τη ζωή τους για τα ίδια ιδανικά. Αν είναι και ποιητές, ακόμα καλύτερα.

Αυτός ο «τυχοδιώκτης», κατά ορισμένους, ποιητής στην ουσία «αυτοκτόνησε» στην Ελλάδα επιδιώκοντας μαζί με τ’ άλλα να μονιάσει τους Έλληνες. «Προσπαθώ. Θα δω τι θα κάνω μ’ αυτό» είχε πει. Το Φλεβάρη του 1824 άρρωστος πλέον, δυο μήνες πριν πεθάνει, αρνήθηκε να εγκαταλείψει το Μεσολόγγι για να σωθεί. «Αλλά μονάχα με την ηρωική αυτή πράξη εξασφάλισε την απελευθέρωση της Ελλάδας…Αν τον Φεβρουάριο του 1824 παρατούσε την Ελληνική υπόθεση, είμαι βέβαιος πως δεν θα υπήρχε Ναυαρίνο», έγραψε ο Νίκολσον. Ίσως ο Byron να διέθετε και μια διαίσθηση.

Το όραμά του δεν ήταν «Ελληνικό» αλλά Παγκόσμιο. « Θέλω να πολεμήσω τουλάχιστο με λόγια και αν ευτυχήσω και με έργα όλους όσους καταπολεμούν τη σκέψη,…ενάντια στους τυράννους». Αλλά στην Ελλάδα επέστρεφε, γιατί αναγνώριζε πως η Ελλάδα ήταν η σκέψη και η ρίζα.

«……………………………………………….

Είναι η Ελλάδα! Είναι νεκρή, ψυχρή είναι τώρα.

Νεκρή, αλλά ωραία. Ψυχρή, τερπνή ωστόσο ακόμη.

Φρίττεις, όταν σημεία ζωής δεν συναντάς. Ωστόσο

υπάρχουν και νεκροί, που διατηρούν του κάλλους των τα ίχνη

και όταν ακόμη από το σώμα τους έχει φυγαδευθεί η ψυχή τους.

………………………………………………………

Μητέρα των μεγάλων των ανδρών, θνητών ενδόξων χώρα!

Απ’ τα βουνά ως κάτω στις κοιλάδες σου ήσουν

της Ελευθερίας ο πρόμαχος. Μιας δόξας άφθαστης μνημείο!

Των ημιθέων είσαι η νεκροθήκη. Κι ας μην υπάρχουν πλέον

παρά τα λείψανα, λείψανα απ’ την, άλλοτε, ζωή σου.

Εμπρός σκλάβε δειλέ, των αλυσίδων φίλε!

Λέγε: Δεν είναι αυτές οι αρχαίες οι Θερμοπύλες,

το κύμα αυτό το γαλανό, που τις ακτές του βρέχει

δεν είναι το πανάρχαιο; Γόνε γενναίων προπατόρων

λέγε: Ποιος είναι αυτός ο σκόπελος, ποιος είναι αυτός ο βράχος;

Είναι ο σκόπελος της Σαλαμίνας ο όρμος είναι!

Εμπρός στη μάχη! Αυτή τη γη με το άφθιτο το κλέος

ελευθερώστε την! Στην τέφρα των προγόνων,

ιδού, σπινθήρες! Ηφαίστεια στα στήθη σας ας γίνουν!

Ο φιλόπατρις στην ένδοξη τη μάχη αν πέσει, το όνομά του

θα παραμείνει: φόβητρο και τρόμος των τυράννων.

Και δόξα για τα τέκνα του λαμπρή και ζώπυρο κι ελπίδα,

ώστε να προτιμούν το θάνατο απ’ την αισχρή δουλεία.

(The Giarur, Ο Γκιαούρ, 1813, απόσπασμα)

*

-«Όσο μεγαλύτερη η ισότητα, τόσο πιο δίκαια διανέμεται η δυστυχία και γίνεται ελαφρότερη αφού μοιράζεται σε τόσους πολλούς – ως εκ τούτου. Δημοκρατία!…)

-«Θα πρέπει να λυπάμαι που οι υποθέσεις μου πάνε καλά, τη στιγμή που αυτές των εθνών βρίσκονται σε κίνδυνο…Θεέ, δώσε σε όλους μας καλύτερους καιρούς ή περισσότερη φιλοσοφία!…»

-«Σκέφθηκα τη θέση των γυναικών στην Αρχαία Ελλάδα – αρκετά άνετη. Η τωρινή είναι κατάλοιπο της βαρβαρότητας των ιπποτικών και φεουδαρχικών χρόνων – προσποιητή και αφύσικη…»…

διαβάζουμε σε «στιγμές» απ’ τα ημερολόγιά του.

Αλλά και σε πολλά – ιδίως στα μεγάλα σε έκταση – έργα του («Λάρας», «Η πολιορκία της Κορίνθου», «Ο φυλακισμένος του Σιγιόν», «Γκιαούρ» κ.ά.) η αντίθεσή του στην αθλιότητα, την καταπίεση, την υποδούλωση και την ανισότητα επανέρχεται και είναι σαφής.

*

Με μια θαρραλέα σάτιρα ( “English Bards and Scotch Reviewers”, Άγγλοι Ποιητές και Σκώτοι επικριτές, 1809) χλεύασε τους κριτικούς και τους ποιητές της εποχής του για την απεμπόληση των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης, με τις οποίες μεγάλωσε, και την υποταγή τους στους ισχυρούς για να μη χάσουν την προβολή και τα συμφέροντά τους.

«Αξιοθρήνητη απώλεια χρόνου και ψυχραιμίας» γράφει για τα καθημερινά πάρτι τού μισού Λονδίνου. «Τίποτα δεν δίνεις και τίποτα δεν παίρνεις – κουβέντα χωρίς ιδέες. Αλλά θα πάω; Θα πάω. Για να τιμωρήσω τον εαυτό μου που δεν έχει σκοπό».

Κι αυτός ο «χωρίς σκοπό» θυελλώδης, ανυπότακτος, παράφορος και υπερβολικά ευαίσθητος ποιητής, πάντα ανήσυχος και μελαγχολικός, που «δε μετάνιωσε ποτέ για τα ανόσια αμαρτήματά του και στέναζε συνέχεια», έγραφε ταυτόχρονα – εγκαταλείποντας ξαφνικά τις παρέες του με τις κυρίες – τα γεμάτα ελευθερία ποιήματά του, «νοσταλγώντας την παρέα του λυχναριού του και την τελείως αναστατωμένη και αναποδογυρισμένη βιβλιοθήκη του».

*

Σχεδόν σε ό,τι έγραφε, την Ελλάδα ονειρευόταν και – με πάθος – επέστρεφε.

Ίσως στην κρύπτη του Χάκναλ Τόρκαν, κοντά στο Νότιγχαμ, όπου κοιμάται - παρά την επιθυμία του να μην επιστρέψει πλέον στην Αγγλία απ’ την οποία έφυγε οριστικά τον Απρίλη του 1816 - να τον σκιάζουν ακόμα τα όνειρα που δεν πρόλαβε να δει ολόφωτα. Οι Έλληνες ήθελαν να τον θάψουν πάνω στην Ακρόπολη.

«Πίσω απ’ τα όρη του Μοριά, περιντυμένος με πορφύρα,

ο ήλιος κατεβαίνει αργά. Οδεύει προς τη Δύση.

Όχι! Το φως του δεν είναι ωχρό, θαμπό, καθώς στις χώρες

του Βορρά. Είναι διάφανο, λαμπρό. Καθώς κατηφορίζει

ήρεμος, πράος για να χαθεί στον πόντο πέρα,

τις κεφαλές των ελαφρών κυμάτων θα χρυσώσει.

Την Ύδρα αποχαιρετά, της Αίγινας το βράχο.

Το τελευταίο του χαμόγελο ο θεός του Ωραίου επιφυλάσσει

γι’ αυτήν την ένδοξη, την προσφιλή του χώρα,

έστω κι αν αυτή θυσίες δεν του προσφέρει τώρα πλέον.

Και ιδού: οι σκιές των εράσμιων γύρω λόφων

φιλούν τον ήρεμο τον κόλπο σου, ω δοξασμένη Σαλαμίνα!

(“The Corsair”, Ο Πειρατής, 1814, απόσπασμα )

*

«Τι παράξενο πράγμα η ζωή και ο άνθρωπος!», σχολιάζει. «Αν εμφανιζόμουν στην πόρτα του σπιτιού που μένει τώρα η κόρη μου, θα μου την έκλειναν κατάμουτρα, εκτός (και δεν είναι απίθανο) αν έριχνα κάτω τον θυρωρό, κι αν πήγαινα την ίδια χρονιά (πιθανόν και τώρα) στο Drontheim (το μακρινότερο χωριό της Νορβηγίας) ή στο Holstein, θα με υποδέχονταν με ανοιχτές αγκάλες».

Και, παρά τη φήμη του, σχεδόν σε ό,τι έγραφε, την Ελλάδα ονειρευόταν και επέστρεφε…

«Μούσα, που στην Ελλάδα πίστευαν ότι ουράνιο

ήταν το γένος σου, Μούσα, πλασμένη απ’ του ραψωδού τον οίστρο…»

*

Παρόλο που, «περισσότερο απρόσεχτος απ’ όσο θα έπρεπε να είναι ένας μεγάλος ποιητής, δεν έγραψε ποτέ του με το συνδυασμό πνεύματος και τέχνης…» - κι αυτό είναι αλήθεια - ο Γκαίτε, που παρακολουθούσε την πορεία του με αγάπη, τον χαρακτήρισε «το φωτεινότερο πνεύμα του αιώνα του». Κάτω από άλλες συνήθειες ζωής ο Byron θα μπορούσε να είναι ένας – από όλους πλέον αποδεκτός – πραγματικά μεγάλος ποιητής.

Και, το γήινο, τέλος:

«…Χθες (την 16η Φεβρουαρίου 1824) τοποθέτησαν βδέλλες στους κροτάφους μου…αλλά με πυρετό ακόμα και διάφορα άλλα συμπτώματα. Παρουσίασα μεγάλη αιμορραγία και δυσκολεύτηκαν να σταματήσουν το αίμα…Αυτό το πέτυχαν γύρω στις 11 το βράδυ… Αλλά με διακόπτει η αναφορά μιας ομάδας που επέστρεψε από την ανίχνευση ενός Τούρκικου πολεμικού που μόλις αγκυροβόλησε στην ακτή, και θα του επιτεθούμε μόλις μπορέσουμε να στρέψουμε μερικά κανόνια εναντίον του. Θ’ ακούσω τι λέει ο Parry σχετικά. Νάτος που έρχεται…».

«Θέλω να κοιμηθώ», είπε στις 19 Απρίλη 1824. Και «κοιμήθηκε». Σε ηλικία που κοιμήθηκαν και άλλοι Byron.

To 1969, τόσο αργά, αναγράφηκε το όνομά του στη «Γωνιά των Ποιητών» στο Γουεστμίνστερ. Έστω…

*

Το Μεσολόγγι, τόπος της θυσίας και της δόξας του, είναι πάντα παρόν και για τα δυο. Στη σημερινή όμορφη και ήρεμη πόλη υπάρχει η ΒΥΡΩΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΙΕΡΑΣ ΠΟΛΕΩΣ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ (μια απ' τις πολλές σ' ολόκληρο τον κόσμο), σαν Διεθνές Κέντρο Έρευνας και Μελέτης για τον Λόρδο Βύρωνα και τον Φιλελληνισμό, προς την οποία εκφράζω τις ευχαριστίες μου για τη συνεργασία.

www.messolonghibyronsociety.gr

Γιώργος Τσακιράκης

_____

σημείωση: το χειρόγραφο είναι γράμμα προς την κόρη του.

ΦΟΡΤΟΥΝΑΤΟΣ, ΜΑΡΚΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ-ΦΩΣΚΟΛΟΥ..,ΟΨΕΙΣ ΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 10:44 μ.μ.

0


"Φορτουνάτος", από παράσταση στο Εθνικό Θέατρο το 2009

Μάρκου Αντωνίου-Φωσκόλου ( Ηράκλειο 1597 – 1662, πιθανό βενετικής καταγωγής)

«Φορτουνάτος», κωμωδία ( σε πρόλογο, πέντε πράξεις, τέσσερα ιντερμέδια ), αποσπάσματα

Υπόθεση: Ο Φορτουνάτος είναι ερωτευμένος με την Πετρονέλα αλλά ο θετός πατέρας του, ο έμπορος Γιαννούτσος, δεν θέλει αυτόν τον γάμο πριν πληροφορηθεί ποιοι είναι οι πραγματικοί γονείς του παιδιού (Φορτουνάτου). Από την άλλη μεριά η χήρα Μηλιά μητέρα της Πετρονέλας, επιθυμεί να παντρέψει την κόρη της με το γέρο αλλά πλούσιο γιατρό Λούρα. Τότε ο Φορτουνάτος παρακαλεί το φίλο του Θεόδωρο να τον βοηθήσει. Τον Θόδωρο παρακαλεί-να βρει μια κατάλληλη νύφη- και ο Γιαννούτσος, ο οποίος αποφασίζει να μην αναβάλει άλλο το γάμο του θετού γιου του. Από την προξενήτρα Πετρού ο Θόδωρος μαθαίνει ότι ο Λούρας είχε έναν γιο που του τον πήρανε οι πειρατές πριν από 16 χρόνια…Στο τέλος αποδεικνύεται ότι ο Φορτουνάτος είναι παιδί του Λούρα. Ο Λούρας δίνει την ευχή του και οι ερωτευμένοι κάνουν το γάμο τους.

Πράξη Πρώτη

Σκηνή Δεύτερη

(ο γιατρός γέρο-Λούρας εξομολογείται στον δούλο του Μποζίκη τον έρωτά του προς την όμορφη Πετρονέλα)


Λούρας

Τόσα στο νου πολλά βαθιά τούτη την έγνοιαν έχω

Απού άλλο πράμα δε θωρώ μηδ’ άλλο δεν ξετρέχω.

Τσι βίζιτες ερνήθηκα και όλες τσι κούρες τς άλλες

Που κράτουν εις τα χέρια μου, μικρές και τσι μεγάλες,

Κι όλος στον πόθο εδόθηκα τέτοιας λοής, να ζήσω,

Οπού φοβούμαι φέρνει με σ’ ώρα να ξετρουμίσω.

Δεν ημπορώ να κοιμηθώ, μα οληνυχτίς λογιάζω,

Γυρίζω, θέτω, γέρνομαι, και μόνο αναστενάζω.

Τς ώρες μετρώ και δε θωρώ πότες να ξημερώση.

Μποζίκη!


Μποζίκης

Ίντα με θες καλέ; Λογιάζω πως εβγήκες

Απού το νου σου ολότελα. Στο σπίτι δε μ’ αφήκες

Ν’ ακροσταθώ μηδεγουλιάς, απού ’χα ορδινιασμένες

Σε μια μουρχούτα και όμορφα με το τυρί αρτυμένες

Και με περίσσα ζαφορά καμπόσες μακαρούνες,

Που μου ’πομείναν οψαργάς, άλλο παρά μπουρντούνες.

Κι ήστεκα και αναλείχουμου, κι ήθελα ν’ αρχινίσω

Να τη φκαιρέσω, μ’ αληθώς πρίχου τσι γεματίσω

Ήβγαλες γέρο δαίμονα μόνο με τσι φωνές σου

Σύναυγα κι ολονήστικος να τρέχω στσι δουλειές σου.

…………………………………………………….

Λούρας

Μωρέ συ, κακομοίρη,

Γρίκα μου να σου δηγηθώ.


Μποζίκης

………………………………………………………..

Εγώ ’λεγα κι εγύρεψες, απού ’σαι γεροντάκι,

Πρι δώσεις όξω του σπιτιού, να πιάσεις κουλουράκι,

Κι ένα ποτήρι με ρακή γη με κρασί μοσκάτο

Γλυκύ να πιης, κι εσύ, λωλέ, γδυμνός και ξεζωνάτος

Ήδωκες όξω του σπιτιού σα να ’σουν αφορμάρης,

Και χίλια μύρια τσάτσαλα και σάλια ροζονάρεις.


Λούρας

Πολλά μου αποδιαντράπηκες, και βλέπεσε, καημένε,

Άνοστε, αδούλη και φαγά και χοίρε βρωμεσμένε,

Μηδέ σου δώσω τσι ξυλιές κείνες που σου τοκάρου,

Και το πετσί σου γνάψω το σα να ’τονε γαϊδάρου.

…………………………………………………..

Γρίκησε τώρα το λοιπό, και ασ’ τα τα σάλια αυτάνα.

……………………………………………………

Μποζίκης

Όριζε, αφέντη μου, όριζε το θέλεις από μένα.


Λούρας

Γνωρίζεις την κερα-Πετρού, εκείνη την ξοξίνα

Που την παρανομιάζουσι και λεν τηνε Ντροντίνα;


Μποζίκης

Γνωρίζω τη πολλά καλά. Έδε ρουφιάνα απού ’ναι.

Χίλιοι δαιμόνοι τσ’ κλουθού και οπίσω την κρατούνε.

……………………………………………………..


Πράξη Δεύτερη

Σκηνή Δεύτερη

(ο Φορτουνάτος παρακαλεί το φίλο του Θόδωρο να τον βοηθήσει να κατακτήσει την Πετρονέλα)

……………………………………………………..

Θόδωρος

Κι ογιά ίντα, φίλε; Σώπασε, και τάσσω σου να κάμω

Με κάθα μόδο γλήγορα να κάμετε το γάμο.


Φορτουνάτος

Τούτο περίσσα το ’ξευρα κι εγώ, αν το ριζικό μου,

Δεν είχεν είστε αμπόδιστρο στον πόθο το δικό μου.


Θόδωρος

Και τι ’ναι αυτό τ’ αμπόδιστρο;


Φορτουνάτος

Απείς κι αρχίνισά σου

Και ως μπιστεμένου φίλου μου τώρα διηγήθηκά σου,

Πρεπό ’ναι και τ’ αμπόδιστρο να σου το μολοήσω,

Για να με κλάψεις το φτωχό σ’ έτοιο καημό περίσσο.

Αφέντης μου είν’ τ’ αμπόδιστρο, γιατί δε θα μ’ αφήση,

Λέγει, ποτέ να παντρευτώ, ώστε να μη γνωρίση

Τον κύρην απού μ’ έσπειρε ποιος είναι, και από πού ’μαι×

Κι εγώ πως παίρνω θάνατο πρωτύτερα φοβούμαι.


Θόδωρος

Ίντα δεν έναι κύρης σου ετούτος; Αμ’ ίντα σου ’ναι;

Και πούρι όλοι για φυσικό παιδίν του σε κρατούνε.

………………………………………………..

Θόδωρος

…………………………………………………

Μα πε μου, ξεύρει κιαουλιάς τούτη η αγαφτική σου

Το πως ποθείς για λόγου τση, κι είναι στην όρεξή σου;


Φορτουνάτος

Κατέχει το και ξεύρει το, και αν ήστεκε από κείνη

Απόψε ευρισκομέστανε συντροφιαστοί στην κλίνη.

Μα ήκουσα πως η μάνα τση χτάσσεται να γυρέψη

Με διχωστάς παραθεσμιά κιαμιά να την παντρέψη,

Και του ντοτόρε λέσινε του Λούρα θα τη δώση×

Και τούτη η πρίκα στέκεται, φίλε, να με σκοτώση.

……………………………………………….

Πράξη Τρίτη

Σκηνή Πέμπτη

(συνάντηση Φορτουνάτου και Πετρονέλας και αμοιβαίες διαβεβαιώσεις για την αγάπη τους)


Φορτουνάτος

………………………………………………….

(τότες τηνε φιλεί)

………………………………………………….

Μα πέ μου, Πετρονέλα μου, πώς θες να τα αποσάσης

Ετούτα με τη μάνα σου, και να τήνε ξεγνοιάσης;

Απού γιατί ’ναι έτσι ακριβή και ράσσει στο τορνέσι

Μονάχας με το γέρο αυτό πάσκει να σε μπερδέση.


Πετρονέλα

Ό,τι κι αν πάσκη, εύκαιρα τα πάσκει, και ασ’ τη πούρι,

Και δεν του μέλλει, τάσσω σου, του γέρο το κουλούρι.

……………………………………………………….

Μα ας έμπω μέσα, η μάνα μου μη λάχη να προβάλη

Και δη πως είμαι όξω εδεπά, να με μαλώση πάλι.

…………………………………………………..

Φορτουνάτος

Τώρα, όντε θέλη ο θάνατος να πάρη τη ζωή μου,

Θαραπαημένος βρίσκομαι, πειδή και η ποθητή μου

Είδα κι εγνώρισα καλά πως μόχει μέγα πόθο,

Και τσι δροσές και τσι χαρές όλες του κόσμου γνώθω.

……………………………………………………….

_____

Ο «Φορτουνάτος» γράφτηκε γύρω στο 1665 στο πολιορκούμενο από τους Τούρκους Κάστρο του Ηρακλείου και είναι η τρίτη απ’ τις κωμωδίες της ακμής της δραματικής ποίησης του Κρητικού Θεάτρου (1590-1669) στο λατινοκρατούμενο Ελληνισμό. Οι άλλες δύο, τις οποίες μάλλον γνώριζε ο Φώσκολος - όπως και την τραγωδία «Ερωφίλη», το ποιμενικό δράμα «Πανώρια» ή «Γύπαρις» του Γεωργίου Χορτάτση, ίσως και τον «Ερωτόκριτο» του Βιτσέντζου Κορνάρου - είναι ο «Κατζούρμπος» του Χορτάτση και ο «Στάθης» πιθανό του ίδιου.

Οι τρεις κωμωδίες παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες μεταξύ τους, ενώ ο «Φορτουνάτος» έχει ομοιότητες και με την κωμωδία «Il furto» του Ιταλού Francesco DAmbra, α΄ έκδοση 1560.

Αντίστοιχα, υπάρχουν και τρεις τραγωδίες της ίδιας εποχής. Η «Ερωφίλη», όπως αναφέρθηκε πριν, του Χορτάτση, η «Βασιλεύς ο Ροδολίνος», του Ιωάννη- Ανδρέα Τρωίλου και η «Ζήνων», Ανωνύμου.

Π. Δ. Μαστροδημήτρης, Alfred L.Vincent (άγγλος νεοελληνιστής ο οποίος έκανε αρχειακές έρευνες στη Βενετία)

_________

επισήμανση: Ο Μάρκος Αντώνιος - Φώσκολος δεν έχει βέβαια καμιά σχέση με τον Hugo Foskolo (Ούγος Φώσκολος , Ζάκυνθος 1778-Αγγλία 1827), που έγραψε ποιητικά θεατρικά έργα και μυθιστορήματα

ΤΟΠΟΣ ΤΑΦΗΣ ΣΤΙΣ ΡΑΓΕΣ ΤΟΥ ΤΡΕΝΟΥ, ΑΡΤΣΙΜΠΑΛΝΤ ΜΑΚΛΙΣ..,ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΜΑ...ΣΠΑΝΙΑ ΣΤΙΓΜΙΑΙΟ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 6:25 μ.μ.

0

Train


Άρτσιμπαλντ ΜακΛις

Τόπος ταφής στις ράγες του τρένου

Αχ! Αυτή η γη είναι βαριά πάνω στους ώμους μας:

Κανείς μας δε γεννήθηκε για να θαφτεί στη γη αυτή:

Είμαστε Νέγροι, Πορτογάλοι, Ουγγαρέζοι, Πολωνοί:

Γεννηθήκαμε βέβαια κάτω από άλλους ουρανούς:

Τώρα ενθάδε κείμεθα στους λιβαδότοπους του ποταμού:

Μέσα στις θημωνιές κάτω απ’ την πυκνή τη χλόη:

Αφουγκραζόμαστε τη γη και το ολοήμερο τρίξιμο των ακρίδων:

Είμαστε εμείς που βάλαμε τις ράγες πάνω σ’ αυτή τη γη

[από ωκεανό σε ωκεανό:

Είμαστε εμείς (αν το ξέρετε) που τις γραμμές περάσαμε

[της Γιούνιον Πασίφικ από τα βουνά

Φέρνοντάς τις μέχρι το Λάραμι βαρυφορτωμένες

Δεκαοχτώ μίλια πάνω σε γρανίτη αντίκλινο

Σαραντατρία πόδια κλίση στο κάθε μίλι και να κρατάν γερά:

Είμαστ’ εμείς που το πετύχαμε: άφταστοι στο είδος μας:

Είμαστ’ εμείς που σκάψαμε πηγάδια για κρύο νερό:

Είμαστ’ εμείς που χτίσαμε πασσάλους και αποβάθρες.

Ήταν όλοι οι ξένοι άντρες που ζούσαν στη χώρα αυτή:

Ήταν Σκωτσέζοι, Άγγλοι, Κινέζοι, Σκανδιναβοί, Αυστριακοί…

Αχ! Πόσο βαριά είν’ όλ’ αυτά κάτω απ’ τη γη:

Δεν ξενιτευτήκαμε γι’ αυτό – για να βρισκόμαστε εδώ

Ανώνυμοι κάτω από τις ράγες μέσα σε τομές πηλού:

Δεν είναι τίποτε καλό στον κόσμο που να μη μπορούν

[οι πλούσιοι να τ’ αγοράσουν:

Το κάθε τι κολλάει στο λίπος του χρυσού –

Ακόμα και μια ήπειρος – ακόμα κι ένας καινούριος ουρανός!

Μη μας λυπάστε για την ξένη χλόη που μας σκεπάζει:

Τοποθετήσαμε το ατσάλι πάνω στην πέτρα τούτων των βουνών:

Τις θέσεις των τάφων μας τις δείχνουν τα τηλεγραφόξυλα!

Δεν ξενιτευτήκαμε για να’ μαστε βαθιά στη γη

Και τρένα να περνούν επάνω μας εδώ στις άνυδρες κοιλάδες…

απόδοση, Ανδρέας Σ. Ιωάννου

ΑΘΕΛΗΤΟ ΚΕΝΟ..,ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΑΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΚΑΙ ΣΑΝ ΕΡΕΘΙΣΜΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 5:44 μ.μ.

0


Αθέλητο κενό

Η ΔΑΝΑΗ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΣΕΑ, ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΙΣ ΜΟΙΡΕΣ, ΣΙΜΩΝΙΔΗΣ Ο ΚΕΙΟΣ..,ΚΛΑΣΙΚΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 3:55 μ.μ.

0