ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ, ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ..,ΣΕΛΙΔΕΣ ΘΕΑΤΡΟΥ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 9:20 π.μ.

0

Θέατρο Δωδώνης

Το αρχαίο θέατρο της Δωδώνης, στην Ήπειρο

Ο Αριστοτέλης, και μετά από αυτόν όλοι οι κλασικοί, μας έχουν βεβαιώσει ότι ο μόνος σκοπός της δραματικής τέχνης είναι να αρέσει. Αυτή η λέξη φαίνεται αδύναμη× πάρα πολύ συχνά έχει χρησιμεύσει ως ασπίδα σ’ όλες τις συγκαταβατικές στάσεις…Γι’ αυτό μου φαίνεται πιο φρόνιμο να αναχθούμε, πιο πέρα ακόμη κι απ’ τον Αριστοτέλη, σ’ έναν από εκείνους τους τόσο βαθείς και τόσο διαυγείς μεγάλους μύθους, με τους οποίους ο αρχαίος πολιτισμός μας αποκάλυψε το μυστικό του καλύτερα απ’ ό,τι με τη γλώσσα των σοφών του.

Ο μύθος του Διόνυσου μας κληροδοτήθηκε απ’ αυτόν τον πολιτισμό για να μας διαφωτίσει σχετικά με τις απαρχές της δραματικής τέχνης. Ο Διόνυσος ήταν ο θεός της μέθης. Η μητέρα του, η Σεμέλη, είχε αποπλανηθεί από τον Δία. Ζήτησε απ’ τον θεό να της φανερωθεί σε όλη του τη δόξα: αλλά ο κεραυνός και οι αστραπές που τον περιέβαλλαν την κατέκαψαν. Έτσι γεννιέται ο Διόνυσος, βουτηγμένος από την πρώτη κιόλας ώρα της ζωής του στον ανεξήγητο τρόμο μιας θεϊκής εκδίκησης, ειδοποιημένος ήδη από την πρώτη του πνοή ότι οι εύνοιες του ουρανού είναι μετρημένες, ότι η αγάπη και το μίσος είναι το μοναδικό του πεπρωμένο, κι ότι ο κόσμος της διανοητικής γνώσης θα του είναι για πάντα απαγορευμένος.

Οι νύμφες, οι μούσες και ο Σιληνός, ο γερο-μέθυσος, εξασφαλίζουν στον ορφανό την παιδεία του. Κι αυτός, με την ποιητική τους συνοδεία, διατρέχει την Ανατολή, σπέρνοντας παντού τα μεθύσια του κρασιού, της χαράς, των λουλουδιών, της άνοιξης. Έπειτα, έχοντας επιστρέψει στην Ευρώπη, παντρεύεται στη Νάξο τη δυστυχισμένη Αριάδνη που ο Θησέας είχε εγκαταλείψει. Όμως αυτός ο συντρέχτης θεός απαιτεί να του αποδίδουν μια λατρεία, της οποίας το κεντρικό στοιχείο είναι η δραματική παράσταση, και η οργή του είναι τρομερή ενάντια σε κείνους που αρνούνται να τον γιορτάσουν: ο Λυκούργος προσβάλλεται από τύφλωση, ο βασιλιάς της Θράκης, ο Πενθέας, κατασπαράσσεται πάνω σ’ ένα βουνό, οι θυγατέρες του Μινύα μεταμορφώνονται σε νυχτερίδες, οι γυναίκες της Νάξου χάνουν τα λογικά τους μέχρι του σημείου να κομματιάσουν τα νεογέννητα παιδιά τους× όλα αυτά μαρτυρούν πως, για τους θνητούς, είναι εξίσου τρελά επικίνδυνο να υποτιμούν το Διόνυσο, όσο και το να θέλουν να αντικρίσουν το Δία μέσα στη δόξα του.

Έτσι ο Διόνυσος δοκιμάζει ήδη από τη γέννησή του την τραγική μέθη της απελπισίας, φέρνει τη χαρωπή μέθη του οινοπνεύματος, αλλά αποδεσμεύει επίσης την υπόκωφη μέθη της βιαιότητας…Οι αρχαιότεροι του απέδιδαν συχνά τη μορφή τράγου για να εκφράσουν όχι μόνο «την αφθονία της ζωής και της γονιμότητας», αλλά και τη μανιώδη τρέλα.

Ο θεός της δραματικής τέχνης είναι, λοιπόν, πρώτα απ’ όλα ένας θεός υπερβάσεων, ο θεός της ξέφρενης ποίησης, της ιλιγγιώδους απελευθέρωσης των αισθημάτων. Για πολύν καιρό, επέμεναν να βλέπουν σ’ αυτόν μόνο τον χονδροειδή θεό των εύκολων ηδονών: όμως ο Αισχύλος, όπως κι ο Αριστοφάνης, είναι υπηρέτης του, καθώς και όλοι εκείνοι που εξέφρασαν με κάποια θέρμη και έντονη ειλικρίνεια το παράφορο μυστήριο των απωθημένων εξάρσεων.

Τέτοιος εμφανίζεται, πράγματι, να είναι αυτός που, με μια κατάχρηση του όρου, μπορεί να ονομαστεί «σκοπός» του θεάτρου: το να δείχνει στον άνθρωπο μέχρι ποιο έσχατο σημείο μπορεί να φτάσει η αγάπη του, το μίσος του, η οργή του, η χαρά του, ο φόβος του, η ωμότητά του, και να τον κάνει να συνειδητοποιεί τις δυνατότητές του, το τι θα ήταν σ’ έναν κόσμο χωρίς εμπόδια, όπου δεν θ’ αλληλοεμπλέκονταν πια η οικιακή γενναιοδωρία και η οικονομία, η οργή και η ηθική, ο έρωτας και η φιλοδοξία, το μίσος και ο φόβος του χωροφύλακα. Η θέαση εκείνου του σύμπαντος, όπου ο άνθρωπος θα μπορούσε επιτέλους να αποκαλυφθεί στον εαυτό του, είναι αυτό που ζητάει ο θεατής από το δραματικό έργο. Η συνειδητή ή μη ανάγκη αυτής της θέασης είναι αυτό που προσαρτά στην καρδιά του ανθρώπου το πάθος του θεάματος: αυτή είναι που προσπαθεί να ικανοποιήσει το παιδί που παίζει το μηχανικό ή την παντοπώλισσα, τον θεατή του Αισχύλου που νιώθει οίκτο για τους Πέρσες, τον θεατή του Αριστοφάνη που γελοιοποιεί τον Σωκράτη, το θεατή του Σιντ που εξιδανικεύει ποιητικά τη νεότητα, τον θεατή Μπερνστέν, που χορταίνει με τις δυνάμεις του χρήματος…Ο Πλάτωνας καταδίκαζε την ποίηση εν ονόματι της ηθικής, που εκεί δεν είχε θέση. Όλοι οι θεωρητικοί του θεάτρου, ακολουθώντας τον Αριστοτέλη, του οποίου την θεωρία της «κάθαρσης»ερμήνευαν αναμφίβολα με λανθασμένο τρόπο, χάθηκαν μέσα στα ίδια σκοτεινά μονοπάτια της ηθικής, επιζητώντας να δικαιολογήσουν το θέατρο μέσω της χρησιμότητάς του. Όλες οι παρεκκλίσεις της δραματικής τέχνης προήλθαν απ’ το ότι επιχείρησαν τοιουτοτρόπως να την υποδουλώσουν σε μια ανθρώπινη αποστολή, να την νομιμοποιήσουν, σαν να ήταν καθαυτήν ένα κακό, αποδεικνύοντας πως οι συνέπειές της μπορούν να είναι ηθικές. Αλλά το θέατρο δεν είναι καθαυτό ούτε καλό ούτε κακό. Είναι η αντανάκλαση, ο καθρέφτης, η αισθητική έκφραση ενός ψυχολογικού γεγονότος, που είναι τόσο λίγο συζητήσιμο, τόσο μη αναγώγιμα εχθρικό στο να μπολιαστεί μ’ ένα σημάδι ηθικότητας, όσο και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ή οι νόμοι του συνειρμού των ιδεών.

Αυτό το ψυχολογικό γεγονός, και πάλι, είναι προσιδιάζουσα στον άνθρωπο ανάγκη να δοκιμάζει αυτός ασταμάτητα τα ακραία όρια της δύναμής του ή της αδυναμίας του, δηλαδή της δύναμής του ακόμα και στο κακό.

Όμως αυτή η ανάγκη να ασκεί τη δύναμή του δεν είναι άλλο από τη έμπρακτη εκδήλωση μιας βαθύτερης ακόμα ανάγκης, που είναι η ανάγκη για ελευθερία…

Pierre – Aime Touchard, Πιερ – Αιμέ Τουσάρ