Η ΔΑΝΑΗ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΣΕΑ, ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΙΣ ΜΟΙΡΕΣ, ΣΙΜΩΝΙΔΗΣ Ο ΚΕΙΟΣ..,ΚΛΑΣΙΚΑ
Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in ΚΛΑΣΙΚΑ | Posted on 3:55 μ.μ.
0
Πίνακας του Λατούρ, Ανρί Φαντέν
Σιμωνίδης ο Κείος, Κέω (Τζια) 557/6-469 π.Χ., Συρακούσες
«Η ζωγραφική είναι σιωπηλή ποίηση και η ποίηση είναι ομιλούσα ζωγραφική» Σιμωνίδης
*
Η Δανάη στο πέλαγος
Η όμορφη Δανάη, κόρη του βασιλιά του Άργους Ακρίσιου, κλειδώνεται απ’ τον πατέρα της πίσω από μια βαριά μπρούντζινη πόρτα σε υπόγεια κατακόμβη, για να εμποδιστεί η επαφή της με οποιονδήποτε άντρα και να μην εκπληρωθεί έτσι ο χρησμός ότι ο γιος της Δανάης θα σκοτώσει τον παππού του. Ο Δίας, γοητευμένος, μπαίνει σαν χρυσή βροχή στην κατακόμβη απ’ τον φεγγίτη και καρπίζει τη Δανάη που γεννάει τον Περσέα. Ο Ακρίσιος δεν την πιστεύει και βάζει τη Δανάη σε μια ξύλινη κιβωτό (λάρνακα) μαζί με τον Περσέα για να χαθούν στη θάλασσα. Έξω απ’ τη Σέριφο τους σώζει ο ψαράς Δίκτυς, αδελφός του βασιλιά Πολυδέκτη ο οποίος ερωτεύεται τη Δανάη. Ο μύθος συνεχίζεται με τους κατοπινούς άθλους του Περσέα με τις Γραίες και τις Γοργόνες. Το κεφάλι της Μέδουσας-μιας απ’ τις τρεις Γοργόνες-το χαρίζει στη θεά Αθηνά που το τοποθετεί στο κέντρο της ασπίδας της. Ο Περσέας επιστρέφει στη Σέριφο και, μετά από ενδιάμεσες εξελίξεις, τελικά στο Άργος και σε ατύχημα σε αγώνες σκοτώνει τον παππού του. Δεν θέλησε τελικά γι’ αυτό να πάρει το θρόνο του Άργους και τον αντάλλαξε με την Τίρυνθα με τον Μεγαπένθη. Αργότερα ίδρυσε τις Μυκήνες.
Ας επιστρέψουμε όμως. Ας επιβιβαστούμε αόρατοι στη Λάρνακα, για να συγκινηθούμε απ’ τη μητέρα και το βρέφος διαβάζοντας το- μάλλον αποσπασματικό-χορικό άσμα του Σιμωνίδη, που τα τρία τμήματά του πιθανό μοιάζουν στροφή, αντιστροφή και επωδός. Ίσως ο μύθος γράφτηκε στη Θεσσαλία, ίσως και στην Αθήνα, όπου η Δανάη και ο Περσέας αγαπήθηκαν ιδιαίτερα, ιδίως στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα. Δεν πρόκειται για θρήνο. «Αυτού του είδους το πάθος…δεν συνδέεται μ’ αυτό το λογοτεχνικό είδος…Θα μπορούσε κάλλιστα να έχει γραφτεί για κάποιον Θεσσαλό ηγεμόνα – σαν τον προστάτη του Πίνδαρου – και, σ’ αυτή την περίπτωση, θα μπορούσε να προέρχεται σχεδόν από κάθε είδος χορικού άσματος που προοριζόταν να εκτελεστεί στην αυλή του** ». Γ. Τ.
ΌΤΕ ΛΆΡΝΑΚΙ
ΕΝ ΔΑΙΔΑΛΈΑ
ΆΝΕΜΌΣ ΤΕ ΜΈΜΗΝΕ ΠΝΈΩΝ,
ΚΙΝΗΘΕΊΣΑ ΔΈ ΛΊΜΝΑ
ΔΕΊΜΑ Τ ΈΡΕΙΠΕΝ ΠΑΡΕΙΑΊΣ
ΑΜΦΊ ΤΕ ΠΕΡΣΈΙ ΒΆΛΛΕ ΦΊΛΑΝ ΧΈΡΑ
ΕΊΠΈΝ Τ: Ώ ΤΈΚΟΣ, ΟΊΟΝ ΈΧΩ ΠΌΝΟΝ.
ΣΎ Δ ΑΩΤΕΊΣ, ΓΑΛΑΘΗΝΏ
Δ ΉΤΟΡΙ ΚΝΏΣΣΕΙΣ ΕΝ ΑΤΕΡΠΈΙ
ΔΟΎΡΑΤΙ ΧΑΛΚΕΟΓΌΜΦΩ
ΤΏΔΕ ΝΥΚΤΙΛΑΜΠΕΊ
ΚΥΑΝΈΩ ΓΝΌΦΩ ΤΑΘΕΊΣ.
ΆΛΜΑΝ Δ ΎΠΕΡΘΕΝ ΤΕΆΝ
ΚΟΜΆΝ ΒΑΘΕΊΑΝ ΠΑΡΙΌΝΤΟΣ
ΚΎΜΑΤΟΣ ΟΥΚ ΑΛΈΓΕΙΣ
ΟΥΔ ΑΝΈΜΟΥ ΦΘΌΓΓΟΝ
ΠΡΟΦΥΡΈΑ ΚΕΊΜΕΝΟΣ ΕΝ ΧΛΑΝΊΔΙ,
ΠΡΌΣΩΠΟΝ ΚΑΛΌΝ ΠΡΟΦΑΊΝΩΝ. ΕΙ ΔΈ ΤΟΙ
ΔΕΙΝΌΝ ΤΌ ΓΕ ΔΕΙΝΌΝ ΉΝ,
ΚΑΊ ΚΕΝ ΕΜΏΝ ΡΗΜΆΤΩΝ
ΛΕΠΤΌΝ ΥΠΕΊΧΕΣ ΟΎΑΣ.
ΚΈΛΟΜΑΙ Σ ΕΎΔΕ, ΒΡΈΦΟΣ,
ΕΥΔΈΤΩ ΔΈ ΠΌΝΤΟΣ, ΕΥΔΈ-
ΤΩ Δ ΆΜΕΤΡΟΝ ΚΑΚΌΝ.
ΜΕΤΑΒΟΥΛΊΑ ΔΈ ΤΙΣ ΦΑΝΕΊΗ,
ΖΕΥ ΠΆΤΕΡ, ΕΚ ΣΈΟ.
ΌΤΤΙ ΔΈ ΘΑΡΣΑΛΈΟΝ ΈΠΟΣ ΕΎΧΟΜΑΙ
Ή ΝΌΣΦΙ ΔΊΚΑΣ,
ΣΎΓΓΝΩΘΊ ΜΟΙ.
Αυτή, μέσα στην πλουμισμένη κασέλα,
με τον άνεμο να λυσσομανά έξω
και την ταραγμένη θάλασσα και το φόβο
να τη ρίχνουν κάτω – γέμισαν δάκρυα τα
μάγουλά της, αγκάλιασε με τα αγαπημένα
της χέρια τον Περσέα και του είπε:
«γιε μου, τι συμφορά με βρήκε,
κι εσύ γλυκοκοιμάσαι.
νύσταξε η μικρή καρδούλα σου κι έχεις
ξαπλώσει στην πικρή αυτή βάρκα,
τη στεριωμένη με χαλκό που λάμπει,
τούτη τη νύχτα, μες στο βαθυγάλαζο σκοτάδι.
Τυλιγμένος στον πορφυρό μανδύα σου,
που αφήνει να φανεί μόνο το αγαπημένο πρόσωπό σου,
δεν νοιάζεσαι για τη βαθιά αρμύρα του κύματος
ούτε για τον άνεμο που σφυρίζει πάνω
απ’ το κεφάλι σου. Αν μπορούσες να νιώσεις
τι θα πει τρόμος, θα ’στρεφες το αυτάκι σου
με προσοχή στα λόγια μου.
Κοιμήσου, μωρό μου, σε παρακαλώ,
και μακάρι να κοιμηθεί και το πέλαγος,
να κοιμηθεί και το αμέτρητο κακό.
Κι εσύ, Δία πατέρα, φανέρωσε μιαν αλλαγή
στη βούλησή σου. Κι ας μου συχωρεθεί,
αν είναι τολμηρή ή άδικη η προσευχή μου αυτή.*
Αυτοί οι επάξια φημισμένοι στίχοι δείχνουν πόσο δικαιολογημένη ήταν η φήμη του Σιμωνίδη για την ποιότητα του πάθους του…Το καίριο σημείο της ιστορίας είναι η περίοδος αβεβαιότητας ανάμεσα στη βάναυση εκδίωξη της Δανάης από το Άργος και την άφιξή της στη Σέριφο με όλα τα επακόλουθα. Η αδρή αυτή ιστορία μετασχηματίζεται αριστοτεχνικά από το Σιμωνίδη, ο οποίος την τοποθετεί στο κέντρο της ανθρώπινης εμπειρίας, κατανοώντας βαθιά τη μητρική απελπισία. Η προσέγγισή του δεν είναι μόνο συγκινησιακή: ενεργοποιείται και η όραση…Δεν είναι καθόλου στατική η εικόνα που δίνει ο Σιμωνίδης…Υπάρχει μια ψυχολογική, δραματική εξέλιξη στο λόγο της Δανάης…Ο Σιμωνίδης αποκαλύπτει την άρτια αφηγηματική του τέχνη, καθώς αλλάζει τον τόνο παρακολουθώντας τις αλλαγές της δράσης κατά την πορεία της αφήγησης.**
_____
Προσευχή στις Μοίρες
Ανάμεσα στα παραθέματα της Ανθολογίας του Στοβαίου που αναφέρονται στη μοίρα και στην κοσμική τάξη συγκαταλέγονται τρία συνεχόμενα χωρία που τα χειρόγραφά μας τα αποδίδουν στον «Πηλέα» του Ευριπίδη και στη «Φαίδρα» του Σοφοκλή. Ο Wilamowitz ωστόσο και ο Nauck διείδαν ότι τα τρία μαζί απαρτίζουν ένα συνεχές κείμενο και ότι ο συγγραφέας τους δεν έχει καμιά σχέση με τον Ευριπίδη ή τον Σοφοκλή για λόγους που σχετίζονται με την τεχνική του μέτρου, με το γεγονός ότι απουσιάζει από αυτό οτιδήποτε θα θύμιζε σκηνή ή δράμα και το ύφος, σαν πρόσθετο επιχείρημα. Όλα αυτά- και όχι μόνο- συνηγορούν υπέρ της πατρότητας του Σιμωνίδη, που διαλέγει το λεξιλόγιό του με κομψή ακρίβεια και το προσαρμόζει στην κατάσταση απολύτως, καθώς και με τον τρόπο που ο Σιμωνίδης ζωντανεύει τις αόρατες δυνάμεις, στολίζοντάς τες με παραστατικά επίθετα, όταν αποκαλεί τις Μούσες «καλλικόμους» ή τη Μαία «ουρείαν ελικοφλέβαρον» ή τις πλειάδες «ιοπλοκάμους». Η απλότητα αυτής της τέχνης συνίσταται στην προτίμηση προς τη λιτή, γεμάτη νόημα λέξη και στην αποφυγή της περιφραστικής ή υπαινικτικής διατύπωσης. Κάτι ανάλογο βρίσκουμε στο Βακχυλίδη, όχι όμως στην ίδια κλίμακα ούτε με την ίδια ακριβώς αποτελεσματικότητα.
Πρόκειται για ένα κείμενο με σαφή τα χαρακτηριστικά της προσευχής (παιάνας ή ύμνος) στις Μοίρες, που προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιας λατρείας σ’ αυτές, στη διάρκεια της οποίας θα εκτελούνταν. Τέτοιες λατρείες δεν ήταν διόλου ασυνήθιστες. Οι Μοίρες διέθεταν δικούς τους ναούς στην Κόρινθο και στη Θήβα. Αυτό όμως που πραγματικά εκπλήσσει είναι το γεγονός ότι η επίκληση γίνεται στις Μοίρες και όχι στους μεγάλους θεούς, οι οποίοι είναι συνήθως οι προστάτες των πόλεων…
Ολόκληρο το κομμάτι μοιράζεται σε δυο προτάσεις: στη μια προσφωνούνται οι Μοίρες στην τρομακτική τους μεγαλοπρέπεια, και στη δεύτερη…οι ίδιες οι Μοίρες καθικετεύονται να στείλουν τις Ώρες στη δύσμοιρη πόλη για την οποία μιλά ο ποιητής.**
ΚΛΎΤΕ, ΜΟΊΡΑΙ, ΔΙΌΣ ΑΊ ΤΕ ΠΑΡΆ ΘΡΌΝΟΝ ΑΓΧΟΤΆΤΩ ΘΕΏΝ
ΕΖΌΜΕΝΑΙ ΠΕΡΙΏΣΙ ΆΦΥΚΤΆ ΤΕ ΜΉΔΕΑ
ΠΑΝΤΟΔΑΠΆΝ ΒΟΥΛΆΝ ΑΔΑΜΑΝΤΊΝΑΙΣΙΝ ΥΦΑΊΝΕΤΕ ΚΕΡΚΊΣΙΝ,
ΑΊΣΑ ΚΑΙ ΚΛΩΘΏ ΛΆΧΕΣΙΣ Τ ΕΥΏΛΕΝΟΙ
ΝΥΚΤΌΣ ΚΌΡΑΙ, ΕΥΧΟΜΈΝΩΝ ΕΠΑΚΟΎΣΑΤ, ΟΥΡΆΝΙΑΙ ΧΘΌΝΙΑΊ ΤΕ
ΔΑΊΜΟΝΕΣ Ώ ΠΑΝΔΕΊΜΑΤΟΙ,
ΠΈΜΠΕΤ ΆΜΜΙΝ ΡΟΔΌΚΟΛΠΟΝ
ΕΥΝΟΜΊΑΝ ΛΙΠΑΡΟΘΡΌΝΟΥΣ Τ ΑΔΕΛΦΑΣ, ΔΊΚΑΝ
ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΗΦΌΡΟΝ ΕΙΡΉΝΑΝ, ΠΌΛΙΝ ΤΕ ΤΆΝΔΕ ΒΑΡΥΦΡΌΝΟΝ
ΛΕΛΆΘΟΙΤΕ ΣΥΝΤΥΧΙΆΝ.
Ακούστε, Μοίρες, που κάθεστε κοντά στους θεούς,
πλάι στο θρόνο του Δία, και με τις διαμαντένιες σας σαϊτες
υφαίνετε μύριους άφευκτους δόλους για κάθε λογής βουλές,
Αίσα, Κλωθώ και Λάχεση, κόρες της Νύχτας
με τα όμορφα χέρια, ακούστε τις προσευχές μας,
τρομαχτικές θεότητες του ουρανού και της γής.
στείλτε μας την Ευνομία με τον ρόδινο κόρφο
και τις λαμπρόθρονες αδελφές της, τη Δίκη και
τη στεφανωμένη Ειρήνη, και βοηθήστε τούτη την πόλη
να λησμονήσει την κακή τύχη που της πιέζει το στήθος.*
*μετάφραση, Ι. Ν. Καζάζης
** C. M. Bowra