Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΕΛΙΔΕΣ ΘΕΑΤΡΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΕΛΙΔΕΣ ΘΕΑΤΡΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΕΥΡΙΠΙΔΗ, ΕΚΑΒΗ, ΣΕΛΙΔΕΣ ΘΕΑΤΡΟΥ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 10:43 μ.μ.

0

 Η ΕΚΑΒΗ του Ευριπίδη


Η τραγωδία μελετά και διαλογίζεται πάνω στην ανθρώπινη φύση. Θεματική της είναι οι πράξεις,τα βαθύτερα αίτια και οι συνέπειες αυτών των πράξεων. Πώς ένα πάθος, απογειωμένο ως τα έσχατα της υπερβολής, οδηγεί σε φριχτές ενέργειες, που προκαλούν τη λυτρωτική ταραχή στην ψυχή μας, "τον έλεον και τον φόβον", κατά την εύστοχη ρήση του Αριστοτέλη.
Πρέπει να θυμίσω ότι κατά τον Ευριπίδη δεν επαρκούν εντελώς  οι Αριστοτελικές ταξινομήσεις, γιατί κάθε φορά προσπαθεί ν' ανιχνεύσει από διαφορετική οπτική γωνιά τα έγκατα της ανθρώπινης συνείδησης. Διαρθρώνει λοιπόν το υλικό του με τέτοιον τρόπο, ώστε να φωτιστεί όσο γίνεται περισσότερο η ιδέα του, ο συγκεκριμένος του στόχος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός τέτοιου τρόπου είναι η Εκάβη. Η υπόθεσή της  συνυφαίνεται από δύο διαφορετικούς μύθους, που έχουν κοινό παρονομαστή την πολύπαθη γριά βασίλισσα της Τροίας: τη θυσία της κόρης της Πολυξένης, και τη σκληρή τιμωρία του άτιμου Πολυμήστορα. Τα δύο αυτά γεγονότα δεν έχουν μεταξύ τους αιτιώδη σχέση. Το ένα δεν παράγει το άλλο ή δεν επακολουθεί ως αναγκαία, αναπόφευκτη αλληλουχία. Απλώς συμβαίνουν παρατακτικά. Η βαθύτερη όμως σχέση τους ενδιαφέρει τον Ευριπίδη, γιατί του χρειάζεται για να δείξει και να δικαιολογήσει τη μεταμόρφωση της Εκάβης. Πώς από αξιολύπητο, αδρανές θύμα που μόνο πάσχει, μεταβάλλεται σε θηριώδη και αδυσώπητο θύτη. Σ' αυτό ακριβώς το πρόβλημα έχουμε την πρόταση του ποιητή: το τραγικό πάθος δεν ανήκει μόνο ως πυρηνικό ιδίωμα του χαρακτήρα του, στον τραγικό ήρωα, αλλά μπορεί να παραχθεί εκ των έξω, από τη συσσώρευση εξωτερικών πιέσεων, οδύνης και δυστυχίας.
Δύο είναι τα σημαντικότερα στοιχεία στο έργο. Ο αντιπολεμικός του χαρακτήρας και η εξαθλίωση της ανθρωπιάς που επιφέρει ο πόλεμος. Αυτή η εξαθλίωση φτάνει ως το έσχατο σημείο της. Αποτέλεσμα η ψυχική παραμόρφωση και η αποθηρίωση. Όχημα για την ανάγλυφη εξιστόρηση αυτών των στοιχείων, η Εκάβη. Συνοψίζει την υπέρτατη δυστυχία. Από μεγάλη βασίλισσα, γίνεται σκλάβα, αφού έχασε, σφαγμένο, τον άντρα της και πλήθος γιους και θυγατέρες. Τώρα, σε μια ανήκουστη ανθρωποθυσία χάνει και την Πολυξένη. (Σαφής η αναφορά και η αναλογία με τις ολοένα αυξανόμενες αγριότητες του Πελοποννησιακού πολέμου). Είναι το αντιπροσωπευτικό θύμα που υφίσταται παθητικά την ανθρώπινη σκληρότητα. Πάσχει, χωρίς να υπάρχει από μέρους του εμφανής αμαρτία ή πταίσμα. Το πάθος εδώ είναι εξωτερικό, προέρχεται από τους άλλους, δεν κατάγεται ως ιδιότητα από τον χαρακτήρα της Εκάβης. Πρόκειται για τραγικό ήρωα, που διαμορφώνεται καθ' οδόν από το μέγα άλγος που του προκαλούν οι άλλοι. Ενώ θα περιμέναμε εύλογα την πλήρη εξουθένωση, αντικρίζουμε την αφύπνιση - ποιος ξέρει από τι αβυσσαλέα βάθη - μιας σκοτεινής μανίας. Με περισσή πανουργία καταστρώνει το σχέδιο εκδίκησης και το εκτελεί με σπάνια αγριότητα. Η μεταμόρφωση που κρυφόκαιγε αθέατη, έχει συντελεστεί. Η Εκάβη άθυρμα ανήμπορο και πανάθλιο από το ασήκωτο βάρος της δυστυχίας, μεταμορφώνεται σε θηριώδες, αποτρόπαιο ον - όσο κι αν συλλογιζόμαστε πως άξιζε την τιμωρία του ο Πολυμήστορας - που μας προκαλεί σχεδόν μόνο φρίκη. Αναρωτιόμαστε περιδεείς. Είναι δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο; Ο Ντοστογιέφσκι μας έχει ήδη δώσει την απάντηση. Αλλά πολύ πριν απ' αυτόν ο Ευριπίδης. Δεν είναι συμπτωματικό που ο Πολυμήστορας της προφητεύει ένα παράδοξο τέλος:

"Σκύλα θα γίνεις με ματιά σα φλόγα"

Η επιλογή αυτής της μυθολογικής εκδοχής για το τέλος της ζωής της Εκάβης, τονίζει, από τη διάσταση του Μύθου, την τερατοποίηση ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα του πάθους. Οι τόσες μεταμορφώσεις ανθρώπων σε μη ανθρώπινα όντα που κατοικούν στη μυθολογία, μήπως σημαίνουν, μήπως διδάσκουν στο βάθος, ότι αυτό είναι το σκληρό αντίτιμο της υπέρβασης και της υπερβολής; Ότι όταν ο άνθρωπος παρασυρθεί, μια για πάντα, στις φοβερές φλόγες του πάθους, αλλάζει οριστικά την υπόστασή του; Καθίσταται "δαίμων", μη άνθρωπος; Ότι έχει ξεφύγει από τα όριά του, από τα μέτρα του; Ότι δεν είναι "φύσις" πλέον αλλά "ον παρά φύσιν"; Ο Ευριπίδης απεικονίζοντας έτσι τη γενική αντίληψη των αρχαίων για την ψυχοβόρα επενέργεια του πάθους, επισημαίνει ταυτόχρονα και κάτι άλλο, πάντα επίκαιρο και φριχτό: τον πόλεμο που εξαρθρώνει την κατεξοχήν ανθρώπινη ιδιότητα, που ευτελίζει, μηδενίζει την ανθρωπιά μας και, από ένα σημείο και πέρα, μας μεταμορφώνει όλους σε τέρατα. Και θύτες και θύματα. 

Η υπόθεση του έργου

Βρισκόμαστε στη θρακική Χερσόνησο, τη χώρα του βασιλιά Πολυμήστορα. Οι Έλληνες, επιστρέφοντας μετά την κατάκτηση της Τροίας, άραξαν εδώ με τις Τρωαδίτισσες σκλάβες τους, έτοιμοι να κάνουν και πάλι πανιά. Εμφανίζεται και προλογίζει το είδωλο του Πολύδωρου, του μικρότερου γιου της Εκάβης, που γι' ασφάλεια τον είχε στείλει ο Πρίαμος στο φίλο του Πολυμήστορα. Αυτός όμως, μόλις έπεσε η Τροία, σκότωσε άσπλαχνα το νεαρό φιλοξενούμενό του, για να του αρπάξει τους θησαυρούς που είχε μαζί του. Το πτώμα του θα το βρούνε στ' ακρογιάλι. Στην αλαφιασμένη από σκοτεινά προαισθήματα Εκάβη, ο χορός - αιχμάλωτες γυναίκες της Τροίας - αναγγέλλει πως οι Έλληνες αποφάσισαν να θυσιάσουν την κόρη της, Πολυξένη, στον τάφο του Αχιλλέα. Σε λίγο φτάνει ο Οδυσσέας, για να την οδηγήσει στη θυσία. Ακολουθεί ο γνωστός ευριπίδειος αγώνας λόγων ανάμεσα σ' αυτόν και την Εκάβη. Του υπενθυμίζει την παλιά του υποχρέωση, όταν κάποτε μες στην Τροία του έσωσε τη ζωή. Εκείνος είναι πρόθυμος να ελευθερώσει την ίδια, αλλά δεν μπορεί να σώσει την κόρη της. Η Εκάβη προσπαθεί να πείσει την Πολυξένη να τον παρακαλέσει για τη ζωή της. Η Πολυξένη αρνείται κ' ακολουθεί μ' αξιοπρέπεια τον Οδυσσέα στο θάνατο. Μετά το στάσιμο, έρχεται ο Ταλθύβιος, που εξιστορεί με θαυμασμό και συμπάθεια, το ηρωικό τέλος της Πολυξένης. Η Εκάβη στέλνει μια σκλάβα να φέρει νερό απ' τη θάλασσα, για να λούσει τη σφαγμένη κόρη της. Η σκλάβα γυρίζει φέρνοντας το ξεβρασμένο κουφάρι του Πολύδωρου. Η δύστυχη μάνα του καταλαβαίνει αμέσως ποιος είναι ο φονιάς, και η ως τότε παθητική οδύνη της μετατρέπεται σε απελπισμένη πανουργία. Καλεί τον Αγαμέμνονα και τον παρακαλεί να μην ανακατευτεί στην τιμωρία που σχεδιάζει για τον άπιστο και προδότη Πολυμήστορα. Ο Αγαμέμνονας, ύστερα από πολιτικούς δισταγμούς, συγκατανεύει. Ο βάρβαρος Θρακιώτης έρχεται σε λίγο με τους δυο μικρούς του γιους, παρασύρεται μέσα στη σκηνή της Εκάβης, όπου αυτή και οι συναιχμάλωτες Τρωαδίτισσες τον τυφλώνουν, σκοτώνοντας και τα παιδιά του. Στις γοερές κραυγές του φτάνει ο Αγαμέμνονας και παρίσταται ως κριτής στη διαμάχη των δύο. Έχουμε πάλι αγώνα λόγων ανάμεσα στην Εκάβη και το βάρβαρο βασιλιά. Ο Αγαμέμνονας κρίνει πως η Εκάβη έπραξε δίκαια. Ο Πολυμήστορας, με προφητική έκσταση, προμαντεύει το φόνο της Κασσάνδρας και του Ατρείδη και τη μεταμόρφωση της Εκάβης σε φριχτή σκύλα. Η τραγωδία τελειώνει με την ετοιμασία των Ελλήνων να ξεκινήσουν, αφού άρχισε να φυσάει ούριος άνεμος.

Τάσος Ρούσσος     

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ, Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΚΙΑΣ, ΣΕΛΙΔΕΣ ΘΕΑΤΡΟΥ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 6:16 μ.μ.

0

Ανάμεσα στην ιδέα
και στο γεγονός
ανάμεσα στην κίνηση 
και στην πράξη 
η Σκιά πέφτει

Ανάμεσα στη σύλληψη
και στη δημιουργία
ανάμεσα στη συγκίνηση 
και στην ανταπόκριση
η Σκιά πέφτει

Ανάμεσα στον πόθο
και στο σπασμό 
ανάμεσα στη δύναμη
και στην ύπαρξη
ανάμεσα στην ουσία
και στην κάθοδο
η Σκιά πέφτει

(Τ.Σ. Έλιοτ, "Οι κούφιοι άνθρωποι", από το "Η Έρημη Χώρα και Άλλα Ποιήματα")
  
__



Το θέατρο σκιών αγκαλιάζει τη συμβολική έννοια της σκιάς και την ενσωματώνει με τις απαραίτητες διαστάσεις και προοπτικές μέσα από συγκεκριμένα και απτά σύμβολα για μια βαθύτερη αντίληψη και κατανόησή τους. Το θέατρο σκιών είναι ένα είδος λαϊκού θεάτρου. Το συναντούμε στις χώρες της Ασίας, της Μέσης Ανατολής, της Βόρειας Αφρικής και των Βαλκανίων. Σε αυτό του το ταξίδι από την Ανατολή στη Δύση αλλάζει προσωπεία και περνά από διαφορετικά στάδια, το δράμα, την ιεροτελεστία και την κωμωδία. Οι Έλληνες δανείζονται αυτή την έκφραση από τους Τούρκους κι έτσι το θέατρο σκιών γίνεται ένα ακόμα παράδειγμα πολιτιστικής ανταλλαγής που καταλήγει στην υιοθεσία. 
Το αγκάλιασμα της Μεσογείου από τους Οθωμανούς τον δέκατο πέμπτο και τον δέκατο έκτο αιώνα, πέρα από τις πολιτικές του συνέπειες, είναι σημαντικό για το θέατρο σκιών. Το Γενάρη του 1517 ο σουλτάνος Σελίμ ο πρώτος μπαίνει στο Κάιρο και αυτό οριοθετεί τη δανειοδότηση του θεάτρου σκιών από τους Αιγύπτιους στους Τούρκους, μια κι ένας θίασος θα ακολουθήσει το μονάρχη στην επιστροφή του στην Ισταμπούλ. 
Η ιστορία στο σημείο αυτό εξυπηρετεί την τέχνη με την καταγραφή της παράστασης και άθελά της βοηθάει τους μετέπειτα μελετητές του θεάτρου σκιών. Η τέχνη τής το ανταποδίδει, γελοιοποιώντας τα σύγχρονα πολιτικά γεγονότα ενώ συγχρόνως ενισχύει την δική της επιβίωση και εξάπλωση μέσα σε μια ποικιλία διαφορετικών πολιτισμών οι οποίοι παίρνουν σάρκα και οστά με την εκπροσώπησή τους από τους υποδεέστερους χαρακτήρες του Κάραγκιοζ μέσα σ' ενα πολυεθνικό μίγμα με επικεφαλής την οθωμανική "ελίτ" σαν την άρχουσα τάξη.
Από τον 19ο αι. και μετά η ιστορική εξέλιξη της Τουρκίας και της Ελλάδας μπορεί να μελετηθεί με έναν παράλληλο τρόπο κι έτσι οι αιώνες αυτοί έχουν τη μεγαλύτερη σημασία για τη μελέτη του θεάτρου σκιών που τότε πρωτοεμφανίζεται στην Ελλάδα ενώ στην Τουρκία βρίσκεται στην πλήρη άνθησή του. Όλοι οι ιστορικοί παράγοντες που διαμορφώνονται μας παρέχουν το περίγραμμα μέσα στο οποίο λειτουργεί το θέατρο σκιών διαγράφοντας τις προοπτικές μέσα απ' τις οποίες δημιουργείται και αναπτύσσεται. Οι ιστορικές καταστάσεις με τους καθημερινούς αντίλαλους, που φτάνουν σήμερα στα χέρια μας σαν γεγονότα εξακριβωμένα αλλά αφυδατωμένα από οποιαδήποτε ζωντάνια,
είναι η κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα που μέσα της στήνεται το θέατρο σκιών. Αυτή η λαϊκή τέχνη που απευθύνεται στις πλατιές μάζες είναι το δημιούργημα ανώνυμων ανθρώπων που κοινωνικά ανήκουν στην ίδια μάζα στην οποία απευθύνονται. Ο καραγκιοζοπαίχτης αποφεύγοντας έναν ακριβή επιστημονικό ορισμό (όπως του ιστοριογράφου, του κοινωνιολόγου ή του διανοούμενου θεατρικού συγγραφέα) συλλαμβάνει τις δονήσεις και τις διαισθαντικές αποχρώσεις των γεγονότων, όπως τις αντιλαμβάνεται απλά, μέσα από την καθημερινή ζωή και κίνηση. Αυτές μεταφράζει και μεταδίδει με την τέχνη του. Οι κοινωνικές καταστάσεις φιλτράρονται και μεταποιούνται από το θέμα, τη δομή και τους χαρακτήρες του θεάτρου σκιών. Οι διάφοροι τύποι που ενσωματώνουν τις ιδέες και τα στοιχεία του έργου, μας μεταφέρουν στην ατμόσφαιρα της Ελλάδας και της οθωμανικής αυτοκρατορίας μέσα από αυτόχθονες, γηγενείς εικόνες που συνεχώς επαναλαμβάνονται. Ο αυτοσχεδιασμός δημιουργεί την απαραίτητη αμεσότητα και παραμένει η βασική προϋπόθεση για κάθε παράσταση. Ο αυτοσχεδιασμός είναι το απαραίτητο οξυγόνο, για ένα ζωντανό οργανισμό, όπως η λαϊκή τέχνη. Για το θέατρο σκιών η ατμόσφαιρα που περιέχει αυτή τη χημική ένωση, είναι η σύγχρονη πραγματικότητα και το κλίμα στο οποίο ευδοκιμεί.

___

"Το δέρμα δεν είναι ψυχή. Είναι όμως σίγουρα σαν την ψυχή, όντας μεσάζοντας μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού (του σώματος), χωρίς όμως την φανερή ικανότητα της ψυχής να εγκαταλείπει το σώμα κατά τη διάρκεια του ύπνου, να ταξιδεύει σε όνειρα και οράματα και να προβάλλει τον εαυτό της στον εξωτερικό κόσμο. Η εμπειρική πίστη του ανθρώπου ότι η ψυχή μπορεί να κάνει αυτά τα πράγματα, εξηγεί γιατί ένας κοινός όρος για την ψυχή είναι "η σκιά", κάτι που υπάρχει μόνο όπου υπάρχει φως και το οποίο προβάλλει το σχήμα του ανθρώπινου σώματος, όπως κάνει και τό ίδιο το δέρμα".

(Francis Huxley, "The way of the Sacred")




Τόσο στις πρωτόγονες όσο και στις πιο εξελιγμένες κοινωνίες, η ιδέα της σκιάς παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Η σκιά, το δισδιάστατο, ορατό και μη υλικό φαινόμενο, βρίσκεται πάντα σε αντιπαράθεση με το παρουσιαστικό, την ορατή και απτή πραγματικότητα της εξωτερικής εμφάνισης πραγμάτων και ανθρώπων. Επειδή όμως η σκιά εξαρτάται από την παρουσία μιας τρισδιάστατης παρουσίας έμψυχης ή άψυχης σε ένα συνδυασμό της με το φως, οι άνθρωποι εξηγούν τη σκιά σαν ορατή αντανάκλαση του αόρατου. Αυτή η άποψη προσθέτει την συμβολική διάσταση στο νόημά της ενώ παράλληλα χρησιμοποιεί την ευμετάβλητη φύση της σαν στοιχείο μαγείας το οποίο διοχετεύεται και λειτουργεί στο μύθο και στην θρησκεία. Το βασίλειο των σκιών δεν είναι παρά ένα συνώνυμο για το βασίλειο των νεκρών, ενώ συχνά ονομάζουν τους πεθαμένους σκιές του παρελθόντος. Διάφοροι θρύλοι και ιστορίες, μέχρι και σήμερα ακόμα, αναφέρονται στις σκιές των νεκρών που περιφέρονται, κυρίως τη νύχτα, έξω ή σε ερειπωμένα σπίτια. Το πέσιμο της σκιάς και η αλλαγή των διαστάσεών της σύμφωνα με τη θέση του ήλιου είχε πάντα μια μαγική, διφορούμενη έννοια. Σαν αποτέλεσμα αυτής της πολύπλοκης έννοιας μια παγκόσμια και αρχέτυπη αντίδραση είναι η πίστη ότι οι σκιές είναι πνεύματα, μόνο που στον δυτικό κόσμο έχουν ξεφύγει από τον έλεγχο του συνειδητού και έχουν μεταβληθεί σε υποσυνείδητους φόβους συχνά καταπιεσμένους. Ο τρίτος κόσμος είναι αυτός με τα περισσότερα και πιο άμεσα παραδείγματά του για τη λειτουργία των μυθικών στοιχείων πάνω στον άνθρωπο. Σε ορισμένα μέρη της Αφρικής, το μεσημέρι θεωρείται σαν η πιο δαιμονική ώρα γιατί ο ήλιος είναι κατακόρυφος εξαφανίζοντας τελείως τις σκιές. Στην απέναντι άκρη του κόσμου, στην Αϊτή, βρίσκουμε μια παρόμοια θεωρία που υποστηρίζει ότι το μεσημέρι είναι η πιο επικίνδυνη ώρα γιατί κανείς χάνει τη σκιά του, δηλαδή την ψυχή του. Αυτή την ώρα ο αέρας γεμίζει από περιπλανώμενες ψυχές που πετούν γύρω ελεύθερα. Όταν αρχίζει να πέφτει ο ήλιος και ξανααποκτούν οι άνθρωποι τις σκιές τους τότε οι ψυχές μπορεί να έλθουν και να κατοικήσουν το σώμα τους. Σύμφωνα πάντα με την παράδοση ένας άλλος κίνδυνος παραμονεύει τα παιδιά όταν παίζουν κρατώντας τα χέρια τους μπροστά σε ένα αναμμένο κερί για να διασκεδάσουν με τις σκιές που πέφτουν πάνω στον τοίχο. Χωρίς να το ξέρουν παίζουν με τις ψυχές τους, ένα είδος πνευματικής αιμομιξίας με πολύ σοβαρές συνέπειες το οποίο πρέπει να το αποφεύγουν με κάθε τρόπο.
Η σημασιολογική έννοια της σκιάς είναι εξαιρετικά πλατιά και τονίζεται από το γεγονός, ότι η ίδια αντίληψη έχει τελείως αντιθετική σημασία σε διαφορετικά μέρη του κόσμου. Η πίστη ότι οι σκιές είναι πνεύματα είναι ένα αρχέτυπο και μας βοηθάει να καταλάβουμε ευκολότερα το λόγο για τον οποίο το θέατρο σκιών, ένα είδος ψυχαγωγίας, συχνά εμπεριέχει την έννοια του πνευματισμού.
Πρωτοσυναντούμε το θέατρο σκιών γεμάτο μυστικισμό στις χώρες της Άπω Ανατολής, όπου οι άνθρωποι πιστεύουν στον πνευματισμό  και στον μύθο με μεγαλύτερη φυσικότητα και τα δέχονται σαν τρόπο σκέψης και αντίληψης για τη ζωή.
Οι θεωρίες γύρω από τις πηγές του θεάτρου σκιών είναι αντιφατικές και προσφέρονται για συζήτηση. Οι διάφορες θεωρίες τοποθετούν την αρχή του στην Ινδία, την Ιάβα ή την Κίνα. Όμως όλες οι πληροφορίες δείχνουν ότι γεννήθηκε στην Ασία. 
Η Ινδία συχνά θεωρείται σαν η γενέτειρα του θεάτρου σκιών, αλλά οι αναφορές που έχουμε γύρω από παραστάσεις του είναι αόριστες και συχνά ανεπαρκείς και η Ινδία στερείται απτών αποδείξεων για μια τέτοια παράδοση. Η Ινδία πρώτη δημιουργεί το κουκλοθέατρο και σαν συνέπεια οι ερευνητές και σχολιαστές στο παρελθόν συχνά συγχέουν το κουκλοθέατρο με το θέατρο σκιών.

Αντίθετα με την Ινδία στην Ιάβα, όπου ο μπου Ακούγκ γράφει τον 12ο αιώνα μετά Χριστόν ότι:

Τα δέντρα μεταμορφώνονται
σε σκιές και η ψυχή (των προγόνων)
εμψυχώνει τον ζωντανό κόσμο

υπάρχουν συγκεκριμένες αποδείξεις για την παρουσία του θεάτρου σκιών στα έργα Γουαγιάγκ. Το Γουαγιάγκ σαν θεατρική εμπειρία έχει μια μακρόχρονη παράδοση και είναι εξαιρετικά δημοφιλές θέαμα γιατί δεν λειτουργεί απλά και μόνο σαν ψυχαγωγία. Είναι μια λαϊκή τέχνη με διαστάσεις ιεροτελεστίας που δένεται με όλες τις σπουδαίες στιγμές του ανθρώπου και γίνεται μέρος τους δίνοντας νόημα στη συνέχεια του κόσμου. Πέρα από κοινοβιακή παράσταση, είναι μια κοινωνική συγκέντρωση, η οποία διαρκεί όλη τη νύχτα, τους ενώνει σ' ένα σώμα εξισώνοντάς τους και οι θεατές τιμούν τους νεκρούς με μια αναπαράσταση του θεάτρου σκιών. Οι δερμάτινες φιγούρες ενσαρκώνουν και υλοποιούν τα φαντάσματα των προγόνων.
Θέματα των έργων είναι παρμένα από τη Μαχαμπαράτα και τη Ραμαγιάνα τα κατ' εξοχήν ινδικά έπη.
Το ιδεώδες που εξιστορείται στα Γουαγιάγκ αποβλέπει στη διατήρηση μιας εξωτερικής ηρεμίας και αρμονίας του συνόλου ενάντια στις προσωπικές διαφορές και το θέατρο σκιών της Ιάβας διδάσκει στους θεατές τα ιδανικά μιας ανώτερης τάξης και κοινωνίας.  Δηλαδή η ταύτιση των θεατών δεν είναι με τους ήρωες, σε αντίθεση με το μεσογειακό θέατρο σκιών. Τόσο ο τούρκικος Κάραγκιοζ όσο και ο ελληνικός Καραγκιόζης έχουν μια κυκλική δυναμικότητα και λειτουργία γιατί προέρχονται από τον λαό, εμπνέονται τα πρόσωπά τους μέσα από το ακροατήριο, χωρίς καθόλου να απομακρύνονται ταξικά ή ιδεολογικά. Τα διδάγματα του θεάτρου σκιών της Μεσογείου είναι ότι το δίκιο υπερέχει, χωρίς όμως να αμφισβητούν τις αξίες και τα πιστεύω των θεατών και δεν προσφέρουν εναλλακτικές λύσεις ή υψηλότερα δείγματα συμπεριφοράς για μόρφωση του ακροατήριου.
Η Ιάβα επηρεάζει ολόκληρο το θέατρο σκιών της νοτιοανατολικής Ασίας προσφέροντάς του κυρίως τα κείμενα των έργων παρμένων από τα ινδικά έπη.

Αντίθετα η επίδραση της Κίνας είναι πολύ πιο πλατιά και ακαθόριστη και βασίζεται κυρίως στο στυλ και στην τεχνική του θεάτρου σκιών. Αν η Ιάβα θέτει τα πρότυπα για την Ανατολή, η Κίνα το κάνει γνωστό στην Ευρώπη με το όνομα "Ombres chinoises" (κινέζικες σκιές).
Ακόμα μια φορά τονίζεται και γίνεται αποδεκτή η θεατρικότητα της ιεροτελεστίας. Πολλά είδη ψυχαγωγίας ξεπετάχτηκαν από τις πρώτες ιεροτελεστίες. Η παραπάνω αναφορά μολονότι έχει σχέση με το κινέζικο θέατρο θα μπορούσε να χρησιμέψει γενικά για το θέατρο σκιών.
Στην Κίνα δεν υπάρχουν δεδομένα στοιχεία των πρώτων εμφανίσεων του θεάτρου σκιών. Κυκλοφορούν πολλές ιστορίες ότι ο αυτοκράτορας Βου-Τι της δυναστείας των Χαν ήταν απαρηγόρητος για το χαμό της ευνοουμένης συζύγου του. Ένας μάγος, στην προσπάθειά του να βοηθήσει τον αυτοκράτορα να ξεπεράσει τη θλίψη του, αναπαριστάνει τη σκιά της πίσω από μια οθόνη. Το αποτέλεσμα είναι τόσο επιτυχημένο που ο βασιλιάς του δίνει τον τίτλο "δάσκαλος της τελειότητας". Η πρώτη θετική απόδειξη για το θέατρο σκιών είναι μια γραπτή μνεία τον 11ο αι. μ.Χ., στην δυναστεία των Σουνγκ (980-1278). "Περιφερόμενοι αφηγητές πρόσθεταν φιγούρες σκιών στην δημοφιλή παράσταση της ιστορίας των τριών βασιλείων". 
Καμιάς άλλης χώρας οι φιγούρες δεν συγκρίνονταν σε φινέτσα και λεπτοδουλειά
με αυτές της Κίνας. Δουλεμένες πάνω σε δέρμα γαϊδάρου συνδυάζουν μαστοριά και φαντασία. Λεπτοκομμένες και χαραγμένες οι φιγούρες έχουν ύψος γύρω στους 33 πόντους και είναι καμωμένες από έντεκα κομμάτια. Η οθόνη είναι καμωμένη από χαρτί βατόμουρου ή καθαρή άσπρη γάζα τεζαρισμένη πάνω σε σκελετό μπαμπού. Η ορχήστρα χρησιμοποιεί διάφορα όργανα: ένα φλάουτο, ένα έγχορδο, κύμβαλα και ντραμς.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι μόνο η Κίνα στρέφεται - εκτός από τα ταοϊστικά, βουδιστικά, λαϊκά, ιστορικά, μονόλογους, κωμωδιακά, θρύλους, παραδοσιακά έπη - σε καθημερινά θέματα και ασχολείται με τα εγκόσμια ξεφεύγοντας από τον λατρευτικό τόνο που διατηρεί το θέατρο σκιών στις υπόλοιπες χώρες. Μετά την Κίνα μόνο η Μεσόγειος θα ξαναβρεί αυτό το κλίμα για να στραφεί στο τέλος αποκλειστικά στην κωμωδία.



Το θέατρο σκιών της Κίνας και της Ιάβας μπορεί να είναι πιο γνωστά, με παγκόσμια απήχηση, όμως και άλλες χώρες της Άπω Ανατολής έχουν αναπτύξει αυτήν τη λαϊκή τέχνη με ενδιαφέρουσες παραλλαγές (Κελαντάν στο βόρειο μέρος της Μαλαισίας, Σιαμ η σημερινή Ταϋλάνδη, Καμπότζη). Στο ταξίδι του από την Άπω Ανατολή προς τα δυτικά η Περσία είναι ο πρώτος φυσικός σταθμός που οι μελετητές απευθύνονται για πηγές και πληροφορίες για το θέατρο σκιών. Ο Ομάρ Καγιάμ σε ποίημα του από τη συλλογή των Ρουμπαγιάτ γράφει:

Αυτός ο ουράνιος τροχός μάς αφήνει έκπληκτους,
τον κοιτάζουμε ίδια όπως μέσα σ' ένα μαγικό φανάρι.
Ο ήλιος είναι το φως, ο κόσμος είναι η σκιά
και μεις οι ίδιοι οι κινούμενες φιγούρες πάνω της.

Τίποτα όμως δεν μας επιβεβαιώνει ότι το παραπάνω ποίημα, που το αναφέρουν όλες οι πηγές του θεάτρου σκιών, είναι πραγματική αναφορά και όχι συμπτωματική συμβολική περιγραφή.

Κατά τα λεγόμενα, τα έργα σκιών είναι δημοφιλή στο Ιράν μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Τίποτε δεν είναι γνωστό για τις πρώτες εμφανίσεις τους στην Περσία. Υποθέσεις και απόψεις κάποτε σωβινιστικές δεν αποτελούν βάση.

Ντοκουμέντα και περιγραφές κυρίως περιηγητών μας διαβεβαιώνουν ότι οι παράλιες πόλεις της βόρειας Αφρικής γνωρίζουν το θέατρο σκιών (στην Αλγερία για παράδειγμα, αλλά ήδη έχει αναφερθεί και η Αίγυπτος). 
Οι Άραβες έχουν διάφορες παραδοσιακές εκφράσεις που βοήθησαν την ομαλή τους πρόσβαση στο θέατρο σκιών (Χαντίθ, Χακίγια, Μακάμα).

Το θέμα πολλών συζητήσεων και διαφωνιών ανάμεσα στους ερευνητές είναι
ο τρόπος με τον οποίο το θέατρο σκιών ταξιδεύει δυτικά και καταλήγει στην Τουρκία και στην Ελλάδα. Μια άποψη είναι ότι μεταφέρεται δυτικά με τις μετακινήσεις των τσιγγάνων από την Κίνα ή από τους Μογγόλους και τους Τούρκους της κεντρικής Ασίας.
Μια άλλη βασική θεωρία, ιδιαίτερα προσφιλής στην Ελλάδα, τονίζει την ελληνική καταγωγή αυτής της λαϊκής έκφρασης σημειώνοντας τις ομοιότητές της με το "μίμο". Ο H. Reich είναι ο πρώτος μελετητής που συνδυάζει το θέατρο σκιών με το μιμικό δράμα. Στην μελέτη του "Der Mimus" αρχίζει από τους Δωριείς μίμους στα Μέγαρα τον 6ο αι. π.Χ. και παρακολουθεί την εξέλιξή τους ως το "fabulae attelanae" και την ρωμαϊκή κωμωδία. Η ρωμαϊκή κωμωδία εξελίσσεται αργότερα στην commedia dell' arte η οποία διατηρεί αναλλοίωτα όλα τα στοιχεία του θεάτρου των μίμων. Όταν η ρωμαϊκή αυτοκρατορία διαιρείται σε Ανατολική και Δυτική επαρχία, η Κωνσταντινούπολη και άλλα ανατολικά κέντρα διατηρούν τον ρωμαϊκό μίμο. Κατά την Βυζαντινή εποχή ο μίμος είναι δημιφιλής σαν θέαμα και επιζεί μέχρι το τέλος του Μεσαίωνα παρουσιάζοντας με ζωντάνια και προσωπικό τρόπο τη βυζαντινή κοινωνία. Επίσης αυτά τα έργα γίνονται μάρτυρες των πολιτικών διενέξεων και συχνά δείχνουν τους αγώνες του χριστιανισμού και της εκκλησίας. Οι χαρακτήρες του βυζαντινού μίμου προέρχονται από διάφορες φυλές και κοινωνικές τάξεις και αντιπροσωπεύουν όλες τις πλευρές της αυτοκρατορίας. Άνθρωποι της πιάτσας, θαυμάσιες αραβικές φυσιογνωμίες παρουσιάζονται στα έργα. Ο μίμος του Βυζαντίου όπως και ο ελληνιστικός αντανακλάει την εποχή του. Όταν οι Οθωμανοί καταλαμβάνουν το Βυζάντιο, έρχονται σε επαφή με το νεότερο βυζαντινό μίμο, και τον μεταμορφώνουν στο γνωστό είδος του θεάτρου σκιών. Αυτή η νέα έκφραση, αν και διαφορετική από τον μίμο του Βυζαντίου, πηγάζει από αυτόν (H. Reich).
O Reich μας δείχνει τις ομοιότητες ανάμεσα στον μίμο και στο θέατρο σκιών, με βάση τους τυποποιημένους χαρακτήρες που διατηρούν τις ιδιομορφίες τους σε κάθε περίσταση, τους διαλόγους με τις συνεχώς επαναλαμβανόμενες τυποποιημένες φράσεις που τις δένει ο αυτοσχεδιασμός, και άλλα λιγότερο σημαντικά γνωρίσματα. Κι άλλοι ερευνητές υποστηρίζουν την άποψη του Reich, συμφωνώντας μαζί του στο σύνολο ή σε βασικές λεπτομέρειες (B. Laufer, Horowitz, Landau). Δεν αποκλείεται όλες αυτές οι θεατρικές παραδόσεις και τα στοιχεία ενός πολιτιστικού υποστρώματος πλούσιου σε δραματική έκφραση να επιδρούν ποικιλοτρόπως πάνω στο τουρκικό θέατρο σκιών. Τα κατακτημένα εδάφη προσφέρουν ιδέες για να γίνει ο Karagioz-Κάραγκιοζ η συνισταμένη έκφρασή τους.

Πώς το θέατρο σκιών ταξιδεύει στον Αραβικό κόσμο και γιατί ή Αίγυπτος είναι αυτή που κατέχει τα πρώτα τεκμήρια και όχι καμιά άλλη χώρα είναι μια εύλογη ερώτηση. Και αυτό είναι το πρόβλημα για το οποίο οι παραπάνω θεωρίες ψάχνουν τη σωστή απάντηση. Από τη στιγμή όμως που εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Αίγυπτο οι διαφωνίες για την παραπέρα εξέλιξή του σταματούν. Είναι γενικά παραδεκτό ότι η Τουρκία παίρνει αυτή τη θεατρική έκφραση από την Αίγυπτο τον 16ο αι. με τον Σουλτάνο Σελίμ Α' (1512-1520) ο οποίος ζήτησε να παρακολουθήσει μια παράσταση σκιών όταν κατάκτησε την Αίγυπτο. Λέγεται πως η παράσταση τυχαία αφορούσε τον απαγχονισμό του τελευταίου διαδόχου των Μαμελούκων σουλτάνων Τουμάνμπαϊ Β' από τον Σελίμ. Στην παράσταση το σχοινί κόπηκε δυο φορές, ο Σελίμ γέλασε και είπε στον καλλιτέχνη: "Όταν θα φύγουμε για την Ισταμπούλ θα έλθεις μαζί μας για να το δει αυτό και ο γιος μου" (1517, μήνας Ντζαμαντά ΙΙ, 21 Ιουνίου-18 Ιουλίου). Το περιστατικό περιγράφεται από τον χρονικογράφο ΄Ιμπν Ιγιάς.

Για την προέλευση του Κάραγκιοζ υπάρχουν σήμερα αρκετές πληροφορίες αλλά για την καταγωγή των δύο πρωταγωνιστών του, του Κάραγκιοζ και του Χάτζιβατ, αρκούμαστε ακόμα και σήμερα στους μύθους για τη σύλληψή τους. Όλες οι ιστορίες και οι διηγήσεις για την προέλευσή του είναι εξίσου γοητευτικές, όμως η πιο γνωστή είναι αυτή που πρώτος διατυπώνει ο Elviya Chlebi:
"Ο Κάραγκιοζ είναι ο ανέμελος άνθρωπος και ο Χατζή Αϊβάντ ο σεμνός φιλόσοφος (ο Αρλεκίνο και ο Πανταλόνε). Χατζή Αϊβάντ είναι το παραμορφωμένο όνομα του Χατζή Ας, ο οποίος τον καιρό των Σελτζουκίδων ήταν ταχυδρόμος ανάμεσα στην Προύσσα και την Μέκκα και ίσως τον φώναζαν Γιουρουκσέ Χαλίλ και οι πρόγονοί του ήταν γνωστοί με το όνομα A'felli-ogli. O Χατζή Αϊβάντ, ο οποίος για εβδομήντα επτά χρόνια ήταν στο δρόμο Προύσσα-Μέκκα, δολοφονήθηκε κοντά στην τελευταία πόλη και τον έθαψαν στο Χοναίν. Αυτή είναι η προέλευση του Χατζή Αϊβάντ (του Πανταλόνε του τουρκικού θεάτρου σκιών). Ο Κάραγκιοζ (ο ανέμελος άνθρωπος) ήταν ταχυδρόμος του Κωνσταντίνου, του Έλληνα αυτοκράτορα. Ήταν κόπτης και ζούσε στη γειτονιά της Ανδριανούπολης στο Κιρκκιλισέ και ήταν ένας κλέφτης με ευφράδεια (ελεγχόμενες απόψεις, σ.σ.). Ολόκληρο το όνομά του ήταν Σοφιοσλή Κάραγκιοζ Μπαλή Τσελεμπί. Τον έστελναν μια φορά το χρόνο στον Ala-ud din, τον πρίγκηπα των Σελτζουκίδων, που έμενε στο Ικόνιο. Εκεί άρχισε ένα καυγά και έναν αστείο συναγωνισμό με τον Χατζή Αϊβάντ, τον ταχυδρόμο της αυλής του Ala-ud din. Αυτούς του καυγάδες μιμήθηκαν και αναπαράστησαν οι μίμοι δημιουργώντας την αρχή για όλες τις παραστάσεις των σκιών.

Αικατερίνη Μυστακίδου 

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΟΓΟΥ / ΟΙ ΚΑΡΕΚΛΕΣ, ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ, ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΙΟΝΕΣΚΟ, ΣΕΛΙΔΕΣ ΘΕΑΤΡΟΥ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 5:17 μ.μ.

0

Το Ποιητικό Θέατρο μπορούσε να θεωρηθεί νεκρό πριν παρουσιαστούν τα έργα του Οργισμένου και του Παράλογου Θεάτρου και είναι ίσως ορθή η γνώμη του Denis Dologhue ότι οι ποιητές που ασχολούνται με το θέατρο συχνά αρνούνται να παραδεχτούν ότι οι λέξεις δεν επαρκούν  για να σηκώσουν το βάρος του θεάτρου. Αλλά δεν θα έπρεπε να απορρίπτουμε το πείραμα τόσο απερίσκεπτα: αν δεν είχαν προηγηθεί "ποιητικά" έργα - τα έργα του Eliot και του Fry, για παράδειγμα - τα μεταγενέστερα έργα της Οργής και του Παράλογου, που βασίζονται τρομερά στη γλώσσα, ίσως να μην είχαν εμφανιστεί ή να μην είχαν επιτύχει τόσο.

Από τα δύο είδη του θεάτρου που ακολούθησαν - το οργισμένο και το παράλογο - το Θέατρο της Οργής προκάλεσε τότε αμεσότερη εντύπωση, ώστε ο John Russell Taylor να θέτει σαν αφετηρία του σύγχρονου θεάτρου την πρώτη παράσταση των "Οργισμένων νιάτων" στο Royal Court Theatre, στις 8 Μαΐου του 1956. 

Το μάλλον ευρωπαϊκό θέατρο, το οποίο αποκαλούμε Θέατρο του Παράλογου, βράδυνε κάπως να εισδύσει στην θεατρική μας εμπειρία, αλλά όταν εισέδυσε αναγνωρίστηκε τελικά επειδή εκπληρούσε  την αρχή του Ibsen για την "ποιητική δημιουργία με την απλή, δίχως κατεργασία, γλώσσα της πραγματικότητας" (Kenneth Muir) και συχνά χαρακτηρίζεται από τον Esslin και άλλους σαν "ποιητικό", ακριβώς όπως, αναδρομικά, οι tirades του Jimmy Porter μας εντυπωσιάζουν περισσότερο για τον τρόπο με τον οποίο λέγεται κάτι παρά γι'αυτό το οποίο λέγεται.

Ο Kenneth Tyran συνόψισε τη διαίρεση ανάμεσα στον Brecht και τον Ionesco θα μπορούσαμε να πούμε: ενώ ο Ionesco λέει ότι η αθλιότητα είναι αμετάβλητη, o Brecht θα αντέτεινε ότι μερικά είδη αθλιότητας είναι ιατά και, αφού θεραπευτούν αυτά, τότε θα πρέπει να εξετάσουμε τα γενικά. Αν επρόκειτο να δεχθούμε ότι, σε γενικές γραμμές, το Οργισμένο Θέατρο είναι επικαιρικό, ιδιαίτερο και πολιτικό, ενώ το Θέατρο του Παράλογου διαχρονικό, γενικό και φιλοσοφικό, τότε θα έπρεπε να ταχθούμε υπέρ του Θεάτρου της Σκληρότητας που είναι οργισμένο ως προς την πρόθεση και παράλογο ως προς την εντύπωση.

Στο "Νέοι άγγλοι θεατρικοί συγγραφείς"(1968), ο Irving Wardle γράφει για τα έργα που είναι γνωστά ως Θέατρο του Παράλογου:

"Τα χαρακτηριστικά τους είναι: η υποκατάσταση του εξωτερικού κόσμου με ένα εσωτερικό τοπίο, η έλλειψη κάθε σαφούς διάκρισης ανάμεσα στη φαντασία και το γεγονός, μια ελεύθερη στάση απέναντι στο χρόνο, ο οποίος μπορεί να διασταλεί ή να συσταλεί ανάλογα με υποκειμενικές απαιτήσεις, ένα ρευστό περιβάλλον όπου οι νοητικές καταστάσεις προβάλλονται με τη μορφή οπτικών μεταφορών, και μια σιδερένια ακρίβεια γλώσσας και δομής σαν μοναδική άμυνα του συγγραφέα στο χάος της ζωντανής εμπειρίας".

Αυτό που εκπλήσσει περισσότερο σ'αυτά τα έργα είναι ότι είναι πετυχημένα παρόλο ότι παραβαίνουν όλους τους κανόνες:

"Αν ένα καλό έργο", λέει ο Esslin, "πρέπει να έχει μια έξυπνα δεμένη ιστορία, τα έργα αυτά δεν έχουν καμιά ιστορία να διηγηθούν και καμιά πλοκή να επιδείξουν. Αν ένα καλό έργο κρίνεται σύμφωνα με την τελειότητα των χαρακτήρων και των κινήτρων, τα έργα αυτά συχνά δεν παρουσιάζουν ήρωες που μπορούν να αναγνωριστούν, και δίνουν στο κοινό περίπου νευρόσπαστα. Αν ένα καλό έργο οφείλει να εξηγεί απόλυτα το θέμα του, το να εκθέτει επιδέξια και να προσφέρει τελική λύση, τα έργα αυτά συχνά δεν έχουν ούτε αρχή ούτε τέλος. Αν ένα καλό θεατρικό έργο πρέπει να καθρεφτίζει τη φύση και να απεικονίζει τα ήθη της εποχής του, με λεπτόλογη παρατηρητικότητα, τα έργα αυτά συχνά φαίνονται σαν αντικατοπτρισμοί από όνειρα και εφιάλτες. Αν ένα καλό έργο βασίζεται σε ευφυολογίες, εύστοχες απαντήσεις και οξύ διάλογο, τα έργα αυτά συχνά αποτελούνται από ακατανόητα ψελλίσματα".

Το θεατρικό αυτό είδος, υποδηλώνει ο Esslin, ξεπηδάει από την απογοήτευση και την ανασφάλεια που χαρακτηρίζουν την εποχή μας και καθρεφτίζονται σε έργα όπως ο "Μύθος του Σίσυφου" (1942) του Camus - όπου εμφανίζεται και η λέξη Παράλογο - και στα έργα των τεσσάρων μεγαλύτερων δραματικών συγγραφέων: Beckett, Adamov, Ionesco και Gene.

Όπως και το Ποιητικό Θέατρο, το Θέατρο του Παράλογου βασίζεται απόλυτα στο όνειρο και στη φαντασία αλλά, αντίθετα από το ποιητικό Θέατρο, συνειδητά απορρίπτει τον "ποιητικό" διάλογο προτιμώντας τον κοινόλογο. Αν και έχει για κέντρο το Παρίσι, είναι αισθητά διεθνές. Οι τέσσερις κύριοι δραματουργοί (παραπάνω) ακολουθούνται από κάπου δεκαοχτώ σύγχρονους θεατρικούς συγγραφείς από τους οποίους οι Pinter και Simpson είναι βρετανοί εκπρόσωποι. Όλοι αυτοί οι συγγραφείς συμμετέχουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην πλούσια "Παράδοση του Παράλογου" που αποδεικνύεται πράγματι πολύ πλούσια, καθώς περιλαμβάνει τεχνάσματα από το τσίρκο, τους μίμους, τους clowns, λεκτική ασυναρτησία, και τη λογοτεχνία του όνειρου και της φαντασίας που συχνά έχει έντονο αλληγορικό στοιχείο. Το Θέατρο του Παράλογου είναι ένας από τους τρόπους αντιμετώπισης ενός σύμπαντος που έχει χάσει το νόημα και το σκοπό του. Έτσι, εκπληρώνει διπλό ρόλο. Ο πρώτος και πιο εμφανής είναι σατυρικός, όταν κρίνει μια κοινωνία ταπεινή και ανέντιμη. Η δεύτερη και πιο θετική όψη του δείχνεται όταν αντιμετωπίζει το Παράλογο σε θεατρικά έργα στα οποία ο άνθρωπος "γυμνωμένος από τις τυχαίες συνθήκες της κοινωνικής θέσης ή της ιστορικής ουσίας στέκει αντιμέτωπος με τη βασική εκλογή, τη βασική τοποθέτηση της ύπαρξής του". 

Ένα τέτοιο θέατρο καταπιάνεται με τα σχετικά λίγα προβλήματα που απομένουν: τη ζωή, τον θάνατο, την απομόνωση, την επικοινωνία, και, λόγω της φύσης του, μπορεί να μεταδώσει μόνο "την πιο εσωτερική ενόραση του ποιητή για την ανθρώπινη ύπαρξη, την δική του αίσθηση ύπαρξης, το ατομικό του όραμα για τον κόσμο". Τη μορφή που παίρνει το όραμα αυτό ο Esslin τη βρίσκει ανάλογη με ένα Συμβολιστικό ή Εικονιστικό (imagist) ποίημα στο οποίο, όπως και νάχει, 
η γλώσσα είναι μόνο ένα συστατικό και όχι αναγκαστικά το κυρίαρχο. Γιατί και η γλώσσα υπέστη την υποτίμησή της, γεγονός που ο Esslin βρίσκει ιδιαίτερα σύγχρονο, είτε προέρχεται από τις απόψεις του φιλόσοφου Wittgenstein είτε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Τι κριτήρια μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να εκτιμηθεί η ποιότητα έργων αυτού του είδους στο θέατρο; Ο Esslin καταχωρεί σ' αυτά την "εφευρετικότητα, τη συνθετότητα των ποιητικών εικόνων που υποβάλλονται, και τη δεξιοτεχνία με την οποία καταξιώνονται" αλλά, περισσότερο σημαντικά, "την πραγματικότητα και την αλήθεια που περικλείουν αυτές οι εικόνες". Η υπογράμμιση είναι του Esslin και θα μπορούσαμε ίσως να διαφωνήσουμε για την υποκειμενικότητα και την αοριστία τέτοιων αντιλήψεων σαν κριτικών στόχων. 


Το θέατρο αυτό, λοιπόν, παρουσιάζει το άγχος και την απελπισία, μια αίσθηση απώλειας για την εξαφάνιση λύσεων, ψευδαισθήσεις και έλλειψη σκοπού. Η αντιμετώπιση της απώλειας αυτής σημαίνει την αντιμετώπιση της "ίδιας της πραγματικότητας". Μ' αυτόν τον τρόπο, το Θέατρο του Παράλογου γίνεται ένα είδος σύγχρονης μυσταγωγικής εμπειρίας που ο Esslin παραβάλλει με το πρόσφατο ενδιαφέρον για τον Βουδισμό "Ζεν" (σύστημα που κι αυτό βασίζεται στην απόρριψη της εννοιολογικής σκέψης.


"Σήμερα που ο θάνατος και τα γηρατειά όλο και περισσότερο κρύβονται πίσω από ευφημισμούς και παρηγορητικά ψελλίσματα και η ζωή απειλείται να πνιγεί μέσα στην κατανάλωση υπνωτιστικής μηχανοποιημένης χυδαιότητας, η ανάγκη να τεθεί ο άνθρωπος αντιμέτωπος με την πραγματικότητα της κατάστασής του είναι μεγαλύτερη παρά ποτέ. Γιατί η αξιοπρέπεια του ανθρώπου βρίσκεται στην ικανότητά του να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα σ' όλη της την έλλειψη νοήματος (παραλογισμό), να τη δέχεται αδέσμευτος, χωρίς φόβο, χωρίς ψευδαισθήσεις - και να την περιγελάει" (Esslin)

Είναι πιθανό η γλώσσα, ακόμα κι όταν γίνεται λόγος για το Θέατρο του Παράλογου, να τείνει να είναι το ίδιο χαλαρή και αμφισβητήσιμη όσο και οπουδήποτε αλλού. Ο Esslin υποδηλώνει ότι το Θέατρο του Παράλογου, αν και εξαντλήθηκε, εκδηλώνεται ακόμα στους "πολύπτυχους αγώνες μιας πρωτεϊνικής πρωτοπορείας". Ένα συμπέρασμα σαν κι αυτό συνιστά σεβασμό και προσήλωση και κατευθύνει κατάλληλα την προσοχή μας στη φιλοσοφική θεμελίωση του Παράλογου.

Άρνολντ Χίνσλιφ  (Arnold P. Hinchliff)

___

Οι Καρέκλες, Ευγένιος Ιονέσκο






*


Το μάθημα, του Ιονέσκο
 






Η ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΛΟΥΙΤΖΙ ΠΙΡΑΝΤΕΛΛΟ, ΣΕΛΙΔΕΣ ΘΕΑΤΡΟΥ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 9:40 μ.μ.

0


Η φανταστική πραγματικότητα του Λουίτζι Πιραντέλλο

(σημειώσεις για τρία έργα του)

"Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα"

Ο ίδιος ο Πιραντέλλο διηγείται πώς "γεννήθηκε" το κορυφαίο έργο του "Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα", 1921, που ο σπόρος του υπάρχει στο διήγημά του "Τραγωδία ενός προσώπου":
Κάποια μέρα, λέει, παρουσιάστηκε στη φαντασία του μια ολόκληρη οικογένεια: Ένας Άντρας, κάπου 50 χρονών, με μαύρη ζακέττα και ανοιχτόχρωμες γκέτες, με σκυθρωπό ύφος και μάτια παράξενα απ' την ταπείνωση, μια Γυναίκα με το πέπλο της χήρας, που κρατούσε απ' το ένα χέρι ένα Κοριτσάκι τεσσάρων χρονών και απ' τ' άλλο ένα δεκάχρονο Αγόρι, μια Κοπέλλα, τολμηρή και αναιδής, ντυμένη κι αυτή με μαύρα, αλλά με ύποπτη και προκλητική πολυτέλεια, μια κοπέλλα που αναρριγούσε ολόκληρη από σαρκαστική περιφρόνηση για τον ταπεινωμένο γέρο και για κάποιον Νέο που έμενε σιωπηλός απόμερα. Και, πότε ο ένας, πότε ο άλλος, μα συχνά κόβοντας ο ένας τον άλλον, άρχισαν να του διηγούνται τις λυπηρές υποθέσεις τους, να του φωνάζουν ο καθένας το δίκιο του και να του πετάνε καταπρόσωπο τα ταραγμένα πάθη τους...
Έτσι βρέθηκε, χωρίς να το θέλει, μπροστά σ' εκείνα τα έξι πρόσωπα, που περίμεναν απ' αυτόν να τα μπάσει στον κόσμο της Τέχνης, συνθέτοντας απ' τις μορφές τους, απ' τα πάθη τους, απ' τις περιπτώσεις τους, ένα ρομάντζο, ένα δράμα ή έστω μια νουβέλλα. Είχαν γεννηθεί ζωντανά κι ήθελαν να ζήσουν: "Είμαστε το Δράμα και ανυπομονούμε να το παίξουμε". 
Του κάκου - λέει ο Πιραντέλλο - προσπάθησε να διώξει αυτούς τους ανεπιθύμητους επισκέπτες, μη θέλοντας να λυπήσει τους αναγνώστες του με τα θλιβερά παθήματά τους. Δημιουργήματα της φαντασίας του, τα έξι αυτά πρόσωπα ζούσαν τώρα πια μια δική τους  ζωή, ανεξάρτητη απ' τον συγγραφέα τους, μια ζωή που εκείνος δεν μπορούσε πια να τους την αρνηθεί. "Όταν ένα πρόσωπο γεννιέται - λέει ο ίδιος - αποκτά αμέσως τέτοιαν ανεξαρτησία απ' το δημιουργό του, ώστε μπορεί ο καθένας μας να το φανταστεί σε καταστάσεις και περιπέτειες που δεν πέρασαν ποτέ απ' το μυαλό του συγγραφέα του, και το πρόσωπο αυτό παίρνει από μόνο του τέτια σημασία, που ο συγγραφέας του δεν είχε ποτέ υποψιαστεί".

Μπροστά στη ζωντανή και απαιτητική υπόσταση των έξι προσώπων του, ο Πιραντέλλο είχε ξαφνικά μια "φαεινή" ιδέα:
"Γιατί - σκέφτηκε - να μην παρουσιάσω αυτή την "καινοφανή" περίπτωση ενός συγγραφέα που αρνιέται ν' "αξιοποιήσει" μερικά από τα πρόσωπά του - πρόσωπα, που έχουν πια μέσα τους διάχυτη τη ζωή και δεν το παίρνουν απόφαση να μείνουν έξω από τον χώρο της Τέχνης; Αυτά έχουν πια αποσπασθεί από μένα. Ζουν για δικό τους λογαριασμό. Απόχτησαν φωνή και κίνηση. Τότε, λοιπόν, ας τ' αφήσουμε να πάνε εκεί όπου συνήθως πηγαίνουν τα δραματικά πρόσωπα για να ξαναζήσουν: στη Σκηνή. Κι ας σταθούμε να δούμε τι θα γίνει..."
Έτσι γεννήθηκε ένα δράμα που μόνο του, μέσ' απ' τα πρόσωπά του, θέλει με κάθε θυσία να βρει τρόπο να παρασταθεί. Τα έξι πρόσωπα που παρουσιάζονται μια μέρα σ' ένα θέατρο, την ώρα που ο θίασος κάνει δοκιμές σε κάποιο έργο (του Πιραντέλλο)! Ο σκηνοθέτης, οι ηθοποιοί ξαφνιάζονται, θυμώνουν για τους απρόσκλητους, δυσπιστούν. Μα, λίγο-λίγο, ξυπνάει το ενδιαφέρον τους για το δράμα που διαβλέπουν στην αλλόκοτη αυτή οικογένεια - δράμα σκοτεινό και αμφίβολο, που ήρθε να ριχτεί έτσι απερίσκεπτα σ' αυτή την άδεια σκηνή, την τόσο απαράσκευη να το δεχτεί.
Και το δράμα αρχίζει να ξαναζεί πάνω στα γυμνά σανίδια. Η "πραγματικότητα" των ηθοποιών μπερδεύεται με τη φανταστική υπόσταση των έξι προσώπων, η ζωή συγχέεται με την Τέχνη, κ' η Φαντασία παίρνει - όσο ξετυλίγεται η ιστορία - πολύ βαρύτερην "ύλη" απ' την ύλη των ένσαρκων προσώπων. Τα "Πρόσωπα" γίνονται όντα πιο πραγματικά απ' τους ανθρώπους που τα παρακολουθούν, η ζωή τους έχει περισσότερη "αλήθεια" απ' των αληθινών προσώπων στη ζωή...
Ο Πιραντέλλο - που αμφισβήτησε με ιδιοφυή επιχειρήματα την ύπαρξη της "αντικειμενικής πραγματικότητας" - δε μπορούσε να βρει για την ανάπτυξη της θεωρίας του πεδίο προσφορώτερο απ' τη σκηνή του θεάτρου, όπου ένας καθημερινός άνθρωπος - ο ηθοποιός - αλλάζει ολότελα διαστάσεις, όπου ο μύθος κατακαλύπτει την Ύλη, όπου το "Πλάσμα" παίρνει τη δύναμη αλήθειας κι όπου η Φαντασία εξαφανίζει την "Πραγματικότητα". Γι' αυτό και τα "Έξι πρόσωπα..." μένουν όχι μόνο το πιο πρωτότυπο κι αριστοτεχνικό, αλλά και το πιο αντιπροσωπευτικό δημιούργημα του μεγαλοφυούς εκείνου ανατόμου της ανθρώπινης ψυχής.

*

" Ερρίκος Δ' "

"Φάρσα" και "Μασκαράτα" ονόμαζε τη ζωή ο Πιραντέλλο. Φάρσα και μασκαράτα είναι και ο "Ερρίκος ο Δ'", 1922. Μια τραγική μασκαράτα, που ο ήρωάς της δημιουργεί συνειδητά μια πλαστή πραγματικότητα για τον εαυτό του: Τρελλός, για ένα χρονικό διάστημα, νόμιζε πως ήταν ο αυτοκράτορας της Γερμανίας Ερρίκος ο Δ'. Κι όταν γίνεται καλά (χωρίς να το καταλάβουν οι άλλοι) εξακολουθεί να υποκρίνεται τον Ερρίκο, βρίσκοντας σ' αυτή την "προσωπικότητα" περισσότερο ενδιαφέρον παρά στην πριν κενή και πικρή ζωή του. Εξωτερικά γεγονότα - η εμφάνιση της παλιάς ερωμένης του και του αντεραστή που προκάλεσε την τρέλλα του - τον παρακινάνε ν' αποκαλύψει την αλήθεια. Όταν, όμως, σε μια στιγμή παραφοράς, σκοτώνει τον παλιόν αντίζηλό του, βρίσκεται μπροστά στην ανάγκη να εξακολουθήσει για πάντα το ρόλο που ο ίδιος επέβαλε στον εαυτό του: να καμώνεται τον τρελλό και τον Ερρίκο. 
Κανένα από τα πρόσωπα της μακρότατης πιραντελλικής πινακοθήκης δεν ενσαρκώνει τόσο συνειδητά τον  ή ρ ω α  του πιραντελλικού θεάτρου. Κ' οι άλλοι, βέβαια, δημιουργούν για τον εαυτό τους την πλαστήν εικόνα, την πλαστή προσωπικότητα, που μ' αυτήν προσπαθούν να ξεφύγουν απ' το κενό της ύπαρξης. Κανένας όμως δεν επιχειρεί την "πλαστοπροσωπία" αυτή με τόσην επίγνωση και με τόση διαλεκτική τοποθέτηση, όπως ο Ερρίκος. Γι' αυτό και το έργο τούτο είναι όσο γίνεται απογυμνωμένο από θεατρικές επινοήσεις, επεισόδια, πλοκή. Μένει, γυμνή, η μορφή του Ερρίκου ν΄αντιμετωπίσει - όχι παθητικά, όπως άλλα πιραντελλικά πρόσωπα, όχι παρασυρμένη απ' τις περιστάσεις, όχι τυχαία - τα κύρια προβλήματα του πιραντελλικού θεάτρου: Τι είναι η προσωπικότητα; Τι είναι η αλήθεια;

Ο μεγάλος Σικελός έδωσε με τα έργα του την απάντηση στα ερωτήματα αυτά: Δεν υπάρχει προσωπικότητα. Δεν υπάρχει αλήθεια. Κανένας δεν μπορεί να πει πού σταματάει η "πραγματικότητα" και πού αρχίζει ο μύθος, το "πλάσμα" της φαντασίας, η αυταπάτη. Κ' έπειτα, κατά τι μια  ι δ έ α  είναι λιγότερο "πραγματική" από ένα  γ ε γ ο ν ό ς; Κι όταν ένας άνθρωπος υποτάζεται σε μια ψευδαίσθηση, την παραδέχεται, την πιστεύει, η ψευδαίσθηση αυτή δε γίνεται στο τέλος περισσότερο πραγματική απ' την πραγματικότητα;
Ο Πιραντέλλο, έχοντας ζήσει 17 χρόνια πλάι στην τρελλή γυναίκα του, μπόρεσε να δει, μέρα με τη μέρα κι ώρα με την ώρα, πόσο σχετική αξία έχει για ένα αρρωστημένο μυαλό, η "αλήθεια" κ' η "φαντασία", πόσο η μια υποκαθιστά την άλλη. Αλλά, για τον Πιραντέλλο,  ό λ ο ι  οι άνθρωποι βρισκόμαστε στην κατάσταση αυτή που χαρακτηρίζει τους τρελλούς - όλοι είμαστε ανήμποροι να ξεχωρίσουμε την "πραγματικότητα" από το "πλάσμα". Και κανένας δεν είναι πιο λογικός απ' τους τρελλούς, ούτε πιο τρελλός απ' τους λογικούς. Ακριβώς γι' αυτό το λόγο οι "τρελλοί" είναι οι πιο συνηθισμένοι ήρωες του Πιραντέλλο - απ' το νεανικό του (1903) μυθιστόρημα "Όταν ήμουν τρελλός" ως το "Έτσι είναι (αν έτσι νομίζετε)", το "Όπως με ποθείς", την "Σκούφια με τα κουδούνια" και τόσα άλλα.

"Τρελλός" είναι και ο Ερρίκος. Αλλά δεν είναι λιγότερο κ' οι άλλοι γύρω του. Φτάνει ένα ρούχο - ένα ρούχο του 11ου αι. - που βάζουν, για να χάσουν την επαφή με την "πραγματικότητα". Για να γίνει και γι' αυτούς το παρελθόν παρόν, η αλήθεια ψέμα, η κίνηση μέσα στο χρόνο ακινησία. Τραγικότερος απ' όλους - τραγικότερος από κάθε πιραντελλικόν ήρωα - ο Ερρίκος βρίσκεται αναγκασμένος και την αυταπάτη του να προδώσει και την πραγματικότητα ν' απαρνηθεί. Γιατί τίποτα - ούτε όνομα, ούτε ρούχο - δε μπορεί να τον βοηθήσει να ξεφύγει απ΄τον εαυτό του κι απ' το κενό που τον τυλίγει - τίποτα δε μπορεί να τον βοηθήσει να δημιουργήσει μιαν ύπαρξη πάνω στο μηδέν. Αυτό θα το είχε μάθει, αν είχε διαβάσει, πριν 18 χρόνια, το "Μακαρίτη Ματία Πασκάλ" του πνευματικού πατέρα...
Η "μηδενιστική" τούτη κατάληξη είναι το "λάιτ-μοτίβ" του πιραντελλικού δράματος. Απελπιστική; απαισιόξοξη; Σίγουρα. "Αντικοινωνική"; Ίσως... Ωστόσο, μ' αυτές τις "τραγωδίες του εσωτερικού χάους", ο Πιραντέλλο έκανε στο θέατρο του μεσοπόλεμου μια ισχυρότατη ένεση διανοητικής διαλεκτικής, που ανανέωσε, για καιρό, τους κανόνες και τα ήθη της σκηνικής φιλολογίας.

*

"Απόψε αυτοσχεδιάζουμε"

Δέκα σχεδόν χρόνια μετά το "Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα", γράφει ο Πιραντέλλο το "απόψε αυτοσχεδιάζουμε", 1929, που κινιέται στο ίδιο επίπεδο με το περιφημότερο απ' τα έργα του Σικελού δραματουργού: στις σχέσεις Τέχνης και Ζωής.
Στα "Έξι πρόσωπα", οι ήρωες, αφημένοι μισοδρομίς από το συγγραφέα, γύρευαν να ζήσουν, να ολοκληρώσουν τη ζωή τους πάνω στη σκηνή. Υποδήλωνε έτσι ο Πιραντέλλο τη δύναμη του καλλιτεχνικού δημιουργήματος, που, μόλις πάρει ανάστημα, ξεφεύγει απ' τον έλεγχο του πλάστη του κι αποχτά δική του, αυτόνομη ζωή.
Κάτι ανάλογο, μα απ' την αντίστροφη όψη του καθρέφτη, γίνεται στο "Απόψε αυτοσχεδιάζουμε". Εδώ ένας θίασος, μ' επικεφαλής τον σκηνοθέτη-διευθυντή του, προσπαθεί να "κατασκευάσει" ένα θεατρικό δράμα, ξεκινώντας από ένα διήγημα (του ίδιου του Πιραντέλλο, φυσικά). Ο σκηνοθέτης θέλει να υποτάξει την ιστορία, τα πρόσωπα και τους ηθοποιούς στις δικές του αντιλήψεις για το θέατρο, σε σχήματα και φόρμουλες, σε εφφέ καλά οργανωμένου θεατρισμού. Αλλά οι ηθοποιοί "ντύνονται" τόσο πολύ τους ρόλους τους, οι Ρόλοι "μπαίνουν" τόσο πολύ μέσα στους ηθοποιούς, που αυτοί, αγαναχτισμένοι με τις "συνταγές" του σκηνοθέτη, τον διώχνουν πυξ και λαξ απ' το θέατρο και μένουν μόνοι τους να ζήσουν τα μέρη που υποδύονται. Δεν είναι πια ο ηθοποιός Α, η καρατερίστα Β, ο ρολίστας Γ. Είναι τα πρόσωπα της ιστορίας - μιας ιστορίας Ζήλειας, "της πιο τρομερής ζήλειας που υπάρχει, της ζήλειας για το Παρελθόν", που κυριεύει έναν άντρα για τη γυναίκα του και τον κάνει να μανιάσει στη σκέψη πως εκείνη μπορεί να ονειρεύεται την εποχή της εύθυμης νιότης της...

Ο καθαυτό μύθος, όπως σε όλα σχεδόν τα κωμικοδράματα του Πιραντέλλο, είναι "μελοδραματικός". Αλλά ο μύθος ποτέ δεν έπαιξε κύριο ρόλο στο έργο του Ιταλού συγγραφέα. Είναι μια πρόφαση για ν' αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ανθρώπινης προσωπικότητας, της τόσο ρευστής, τόσο φευγαλέας, τόσο άπιαστης. Στα "Έξι πρόσωπα" μερικές άυλες μορφές έπαιρναν σάρκα και προσωπικότητα, χάρη στην πρώτη δημιουργική ώθηση ενός συγγραφέα, που τις απαρνήθηκε ύστερα. Στο "Απόψε αυτοσχεδιάζουμε" υλικές μορφές - οι ηθοποιοί - αλλάζουν όψη και προσωπικότητα κάτω απ' την επίδραση των άυλων ρόλων που καλούνται να ερμηνεύσουν.
Αλλά και πάρα πέρα: Τα φανταστικά αυτά πρόσωπα είναι το ίδιο ρευστά, το ίδιο πολύμορφα, όπως και τα πραγματικά. Άλλο σχήμα έχουν για το συγγραφέα που τα επινόησε, άλλο για το σκηνοθέτη που προσπαθεί να τα σχηματοποιήσει άλλο για τους ηθοποιούς που τα ερμηνεύουν και τα ζουν. Σε τελευταία ανάλυση, για τον Πιραντέλλο, τόσο η Ζωή, όσο και η Τέχνη παρουσιάζουν απέραντη πολυεδρικότητα, ανάλογα με το "υποκείμενο" που τα θεωρεί. Και τόσο η Τέχνη όσο και η Ζωή κλείνουν μέσα τους τόση δύναμη, που σπάνε κάθε καλούπι, κάθε προδιάγραμμα, κάθε σχηματοποίηση, και ξεχύνονται κοχλαστικά κι ακράτητα σε δική τους ανεξάρτητη υπόσταση...
Τούτη η αντίθεση ανάμεσα στο προδιαγραμμένο σχήμα (που αντιπροσωπεύει ο Σκηνοθέτης) και στην κυρίαρχη ζωή (που αντιπροσωπεύουν οι Ρόλοι και οι Ηθοποιοί) αποτελεί το επίκεντρο του "Απόψε αυτοσχεδιάζουμε". Ο Πιραντέλλο, με την εικονοκλαστική ορμή του, δε δίστασε να διαλύσει και ν' απαρνηθεί κάθε "ενότητα" στο έργο του, δε δίστασε να ξεσκεπάσει μπροστά στο θεατή την τεχνική και την "κουζίνα" της συγγραφής και της παράστασης ενός έργου. Παραιτήθηκε από όλα τα "ατού"  της φαντασίωσης και της υποβολής που χρησιμοποιεί το θέατρο, βάζει τους ηθοποιούς να σταματάνε την παράσταση και να τσακώνονται με το Σκηνοθέτη ή μεταξύ τους, μα μαρτυράνε και κοροϊδεύουν τα θεατρικά τρυκ. Κι όμως, το έργο του - το τόσο γυμνωμένο από θεατρική "γοητεία" - αποκτά μιαν άλλη γοητεία, δική του. Γιατί δεν είναι ένα απλό παιχνίδι, που αποκαλύπτει τα εντόσθια του θεάτρου. Είναι ένα δράμα σε βαθύτερο επίπεδο, που αποκαλύπτει τα εντόσθια της ανθρώπινης προσωπικότητας...

Μάριος Πλωρίτης

*

Σχετική με τα "Έξι πρόσωπα" (και την Ελλάδα) είναι μια συνέντευξη που είχε δώσει ο Λουίτζι Πιραντέλλο στον Κώστα Ουράνη, λίγο πριν απ' τον θάνατό του. (βλ. Κ. Ουράνη: Ελλάς και Πιραντέλλο", Νέα Εστία, 1.12.1934):
"Την Ελλάδα την φέρνω μέσα μου. Αυτής το πνεύμα φωτίζει τη σκέψη μου και παρηγορεί την ψυχή μου. Μπορώ μάλιστα να σας πω ότι, χωρίς να έχω πάει, την ξέρω. Είμαι από τη Σικελία, τη Μεγάλη Ελλάδα... Εξ άλλου είμαι ο ίδιος Ελληνικής καταγωγής. Ναι, ναι, μην εκπλήττεσθε. Το οικογενειακό μου όνομα είναι Π υ ρ ά γ γ ε λ ο ς. Το Πιραντέλλο δεν είναι παρά η φωνητική παραφθορά του: Πιραντζέλο, Πιραντέλλο. Και συνεχίζει ο Ουράνης:
"Ως μιαν ακόμα ένδειξη της Ελληνικότητάς του, ο Πιραντέλλο μου έφερε το γεγονός ότι το περίφημο έργο του "Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα", με το οποίο έγινε παγκόσμια γνωστός, το συνέλαβε ως  α ρ χ α ί α  τ ρ α γ ω δ ί α. 
"Έβαλα σ' αυτό το Χορό, που γεννήθηκε, καθώς ξέρετε, στη Σικελία, με τον Στησίχορο. Ο χορός στο έργο μου είναι οι ηθοποιοί. Κορυφαίος του Χορού είναι ο διευθυντής του θεάτρου (ο σκηνοθέτης) και τα έξη πρόσωπα είναι τα πρόσωπα της τραγωδίας... Αυτό δεν το είδε κανείς από τους σκηνοθέτες που το ανέβασαν στις διάφορες σκηνές του κόσμου. Και γι΄αυτό, στον πόθο μου να δω την Ελλάδα, προστίθεται και ο πόθος μου να παρουσιάσω εγώ ο ίδιος στον τόπο της τραγωδίας το έργο μου, σαν αρχαία τραγωδία... Θα ενεφάνιζα, δηλαδή, τα έξι πρόσωπα με μάσκες, ακίνητες, που θα εκφράζουν την ουσιώδη καθενός υπόσταση: η μάσκα του Πατέρα την τύψη, της Μητέρας τον πόνο, της Κόρης την εκδίκηση, του Γιου την περιφρόνηση και ούτω καθεξής..."
Αυτόν τον πόθο δεν μπόρεσε, δυστυχώς, να τον πραγματοποιήσει ο Πιραντέλλο. Δυο χρόνια αργότερα, άφηνε για πάντα αυτόν τον κόσμο της αυταπάτης.

ΤΖΩΝ ΓΑΒΡΙΗΛ ΜΠΟΡΚΜΑΝ, ΙΨΕΝ / ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΜΗΝΥΜΑ ΘΕΑΤΡΟΥ, ΣΕΛΙΔΕΣ ΘΕΑΤΡΟΥ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 9:08 μ.μ.

0




Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν, Ερρίκου Ίψεν


Αποσπάσματα από την τρίτη και την τέταρτη πράξη

 

Τρίτη Πράξη

Κα Μπόρκμαν (ανυπόμονα): Πού ήσουνα, Μαλένα; Χτύπησα δυο φορές!
Μαλένα: Σας άκουσα, κυρία!
Κα Μπόρκαν: Κι όμως δεν ήρθες.
Μαλένα (μουρμουρίζοντας): Έπρεπε πρώτα τα ρίξω κάνα ρούχο πάνω μου.
Κα Μπόρκμαν: Ναι, ντύσου καλά λοιπόν. Κ' ύστερα πετάξου γλήγορα να μου φέρεις εδώ το γιο μου.
Μαλένα (την κοιτάζει σαστισμένη): Να πάω να φέρω τον κύριο φοιτητή;
Κα Μπόρκμαν: Ναι. Πες του πως πρέπει νάρθει αμέσως. Είναι ανάγκη να του μιλήσω.
Μαλένα (με κατεβασμένα μούτρα): Τότε είναι προτιμότερο να πάω στου επιστάτη να ξυπνήσω τον αμαξά.
Κα Μπόρκμαν: Γιατί;
Μαλένα: Για να ζέψει το έλκυθρο. Άλλο πράμα το διαβολόχιονο που ρίχνει απόψε.
Κα Μπόρκαν: Αχ, δε χρειάζεται. Ετοιμάσου και δίνε του γλήγορα! Θα πας δυο βήματα, ως τη γωνιά.
Μαλένα: Μα κυρία, δεν είναι ως τη γωνιά.
Κα Μπόρκμαν: Μα φυσικά. Δεν ξέρεις πού είναι η έπαυλη Χίνκελ;
Μαλένα (με νόημα): Μπα, - ώστε  ε κ ε ί  είναι απόψε ο κύριος φοιτητής;
Κα Μπόρκμαν (πειραγμένη): Ναι, πού ήθελες νάναι;
Μαλένα (χαμογελά): Να, έλεγα πως θάναι κι απόψε εκεί που είναι πάντα.
Κα Μπόρκμαν: Πού δηλαδή;
Μαλένα: Σ' αυτής, της κυρίας Βίλτον, έτσι δεν την λένε;
Κα Μπόρκμαν: Στης κυρίας Βίλτον;  Σ'  α υ τ η ν ή ς  το σπίτι δε συνηθίζει ο γιος μου να πηγαίνει τόσο συχνά.
Μαλένα (μέσα από τα δόντια της): Ο κόσμος λέει πως ο γιος σας, πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις, πάντα στο σπίτι της είναι.
Κα Μπόρκμαν: Αυτά είναι κουτσομπολιά, Μαλένα. Τρέχα τώρα γλήγορα στους Χίνκελ και ειδοποίησέ τον.
Μαλένα (ρίχνοντας πίσω το κεφάλι της): Όπως αγαπάτε, - τρέχω κιόλας.
(Ετοιμάζεται να φύγει από τον προθάλαμο. Την ίδια στιγμή, ανοίγει η πόρτα της εισόδου και φαίνονται- στο κατώφλι της η Έλλα Ρέντχαϊμ κι ο Μπόρκμαν).
Κα Μπόρκμαν (κλονίζεται και κάνει ένα βήμα πίσω): Τι σημαίνει αυτό;
Μαλένα (τρομάζει και σταυρώνει άθελα τα χέρια της): Κύριε Ιησού!
Κα Μπόρκμαν (πολύ σιγά στη Μαλένα): Πες του πως είναι ανάγκη νάρθει αμέσως.
Μαλένα (σιγά): Μάλιστα, κυρία.
(Η Έλλα κ' ύστερα ο Μπόρκμαν μπαίνουνε στο δωμάτιο. Η Μαλένα φεύγει γλιστρώντας από πίσω τους και κλείνει την πόρτα).
Κα Μπόρκμαν (που ξαναβρίσκει την αυτοκυριαρχία της, στην Έλλα): Τι έρχεται να κάνει στο σπίτι μου;
Έλλα: Θέλει να δοκιμάσει νάρθετε σε κάποια συνεννόηση, Γκούνχιλδ.
Κα Μπόρκμαν: Ποτέ δεν έκανε ένα βήμα για συνεννόηση.
Έλλα: Το κάνει τώρα.
Κα Μπόρκμαν: Την τελευταία φορά που ιδωθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο είτανε στο δικαστήριο. Όταν με καλέσανε να κάνω την κατάθεσή μου. -
Μπόρκμαν (την πλησιάζει): Και σήμερα έρχουμαι  ε γ ώ  να κάνω τη δική μου κατάθεση
Κα Μπόρκμαν (τον κοιτάζει): Εσύ!   
Μπόρκμαν: Όχι για τις παρανομίες μου. Γιατί  α υ τ έ ς  τις ξέρει όλος ο κόσμος.
Κα Μπόρκμαν (με πικρό αναστεναγμό):  Α υ τ ό  είναι αλήθεια. Όλος ο κόσμος τις ξέρει.
Μπόρκμαν: Δεν ξέρεις όμως  γ ι α τ ί  έκανα ό,τι έκανα. Γιατί  έ π ρ ε π ε  να το κάνω. Οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν  πως  έ π ρ ε π ε  να παρανομήσω ακριβώς επειδή ήμουν  ε γ ώ  , - ο Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν, - κι όχι οποιοσδήποτε  ά λ λ ο ς. Να τι θέλω να σου εξηγήσω τώρα.
......................................................................................................
Μπόρκμαν: Κ' εγώ το ίδιο. Τα πέντε ατέλειωτα χρόνια που έμεινα στη φυλακή - κι αλλού - είχα όλον τον καιρό να σκεφτώ. Κ' έπειτα τα οχτώ χρόνια που πέρασα πάνω στη σάλα δεν έκανα τίποτ' άλλο απ' αυτό. Ξανάκανα τη δίκη μου, έκανα την ανάκριση - του εαυτού μου. Την έκανα και την ξανάκανα χίλιες φορές...Πάνω στη σάλα πηγαινοερχόμουν κ' εξέταζα τις πράξεις μου απ' όλες τους τις πλευρές...κ' η απόφαση που έβγαζα κάθε φορά ήταν  α υ τ ή: κανέναν άλλο δεν είχα αδικήσει - παρά μονάχα τον εαυτό μου.
Κα Μπόρκμαν: Και μένα δε μ' αδίκησες; Ούτε το γιο σου; 
Μπόρκμαν: Σα μιλώ για τον εαυτό μου εννοώ και σένα και κείνον.
Κα Μπόρκμαν: Κι' όλοι οι άλλοι, οι εκαντοντάδες άλλοι; Που ο κόσμος λέει πως τους κατάστρεψες;
Μπόρκμαν (ζωηρότερα): Είχα την εξουσία! Κι άκουγα μιαν ακαταμάχητη προσταγή μέσα μου. Εκατομμύρια σκλάβοι γύρω μου, σ' όλη τη χώρα, και μες στα σπλάχνα της γης, με καλούσαν! Μου φωνάζανε να τους ελευθερώσω! Κανένας άλλος δεν τους άκουγε. Μονάχα εγώ.
Κα Μπόρκμαν: Ναι, για να κηλιδώσεις και να ντροπιάσεις τ' όνομα των Μπόρκμαν.
Μπόρκμαν: Ήθελα νάξερα αν οι άλλοι, έχοντας την εξουσία στα χέρια τους θα ενεργούσανε διαφορετικά από μένα.
Κα Μπόρκμαν: Κανένας, κανένας άλλος δε θάκανε αυτό που έκανες.
Μπόρκμαν: Ίσως. Ωστόσο μόνο γιατί δε θάχε τις δικές μου ικανότητες. Κι αν  έ κ α ν ε  κανένας το ίδιο, μια φορά δε θάχε και τον ίδιο σκοπό με μένα. Η πράξη του θάχε διαφορετική σημασία. - Με δυο λόγια, - αθώωσα τον εαυτό μου.
Έλλα (μαλακά και παρακλητικά): Μπορείς να το λες αυτό με τόση πεποίθηση Μπόρκμαν;
Μπόρκμαν (με μια κίνηση της κεφαλής): Σ' αυτό το κεφάλαιο είμαι αθώος. Τώρα όμως έρχεται μια άλλη  μεγάλη συντριπτική αυτοκατηγορία.
Κα Μπόρκμαν: Ποια;
Μπόρκμαν: Εκεί πάνω σπατάλησα οχτώ πολύτιμα χρόνια της ζωής μου. Την ίδια κιόλας μέρα που αποφυλακίστηκα, έπρεπε να ριχτώ στην πραγματικότητα, - στην πραγματικότητα που είναι σκληρή σαν το σίδερο και δεν ξέρει από όνειρα. Θάπρεπε να ξαναρχίσω, ξεκινώντας από χαμηλά για ν' ανέβω πάλι στις κορφές - ψηλότερα από κάθε άλλη φορά, - στο πείσμα του παρελθόντος.
........................................................................................
 Μπόρκμαν: Ναι,  α υ τ ή  είναι η κατάρα που με βαραίνει, που δε βρήκα ούτε έναν άνθρωπο που να με νιώσει.
Έλλα (κοιτάζοντάς τον): Ούτε έναν, Μπόρκμαν;
Μπόρκμαν: Ίσως  έ ν  α ν  μονάχα. Εδώ και πολλά πολλά χρόνια. Τον καιρό που πίστευα πως δεν είχα ανάγκη να με καταλαβαίνουν οι άλλοι. Αργότερα όμως δεν βρήκα κανέναν! ...Έναν άνθρωπο που να με πείσει πως δεν έκανα τίποτε το ανεπανόρθωτο.
............................................................................................
Κα Μπόρκμαν (κάνει μιαν αποκρουστική χειρονομία): Π ο τ έ  σου δεν αγάπησες άλλον από τον εαυτό σου., - α υ τ ή  είναι όλη η ιστορία.
Μπόρκμαν (περήφανα): Αγάπησα τη δύναμη -
............................................................................................
Κα Μπόρκμαν: Και για το παιδί σου τι έκανες; Σε τι ωφέλησε η δύναμή σου - και ποια μέρα της ζωής σου ξόδεψες για να το κάνεις ευτυχισμένο;
Μπόρκμαν: Το γιο μου δεν τον ξέρω.
Κα Μπόρκμαν: Αυτό είναι αλήθεια. Δεν τον ξέρεις καθόλου.
Μπόρκμαν (με σκληρότητα): Και γι' αυτό φρόντισες συ η μητέρα του.
Κα Μπόρκμαν (τον κοιτάζει και λέει μ' ένα ύφος υπεροχής): Ω, δε μαντεύεις για ποιο πράγμα φρόντισα  ε γ ώ!
Μπόρκμαν: Εσύ;
Κα Μπόρκμαν: Ναι, εγώ. Ε γ ώ  μονάχη.
Μπόρκμαν: Πες μου λοιπόν τι έκανες; 
Κα Μπόρκμαν: Φρόντισα για την υστεροφημία σου.
Μπόρκμαν (μ' ένα σύντομο, σκληρό γέλιο): Για την υστεροφημία μου; Για σκέψου! Το λες αυτό σα νάμουν κιόλας νεκρός.
Κα Μπόρκμαν (με έμφαση): Μα  ε ί σ α ι  νεκρός.
Μπόρκμαν (αργά): Ίσως νάχεις δίκιο. (αναπηδώντας): Μα όχι, όχι! Όχι ακόμα. Κόντεψα να πεθάνω. Μα τώρα ξαναγύρισα στη ζωή. Στέκω στα πόδια μου. Η ζωή είναι ακόμα μπροστά μου. Τη βλέπω αυτή τη νέα ζωή που θαμποφέγγει, μια ζωή που κοχλάζει και περιμένει -, Και θα τη δεις και  σ υ  σε λίγο.
Κα Μπόρκμαν (σηκώνοντας ψηλά το χέρι της): Μην κάνεις πια όνειρα για τη ζωή. Μείνε ξαπλωμένος εκεί που βρίσκεσαι!
Έλλα (αγανακτισμένη): Γκούνχιλδ! Γκούνχιλδ, - πώς μπορείς - !
Κα Μπόρκμαν (χωρίς να την προσέξει): Θα στήσω ένα μνημείο πάνω στο τάφο σου.
Μπόρκμαν: Σίγουρα ένα μνημείο που θα διαιωνίζει την ντροπή.
Κα Μπόρκμαν (με ολοένα αυξανόμενη ταραχή): Α όχι, δε θάναι μνημείο ούτε από μάρμαρο, ούτε από μέταλλο. Στο μνημείο που θα σου στήσω κανένας δε θα μπορέσει να σκαλίσει μια ατιμωτική επιγραφή. Θάναι σαν ένα περιβόλι, σαν ένας φυσικός φράχτης από δέντρα και θάμνους, πυκνά, πολύ πυκνά φυτεμένος γύρω από τον τάφο σου. Αυτός θα κρύβει κάθε κηλίδα της ζωής σου. Και μπρος στα μάτια του κόσμου θα βυθίζει στη λησμονιά τον Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν!
Μπόρκμαν (με βραχνή και σκληρή φωνή): Αυτό είναι το έργο της αγάπης που σκοπεύεις να κάνεις;
Κα Μπόρκμαν: Και δε θα το κάνω μονάχη μου. Ούτε να το σκεφτώ μπορώ. Όμως μεγάλωσα τον παραστάτη μου, αυτόν που θ' αφιερώσει τη ζωή του γι' αυτό το έργο. Α υ τ ό ς  θα ζήσει με αγνότητα και μεγαλείο, μέσα στο φως, έτσι που η δική σου ζωή θα σβηστεί για πάντα από την ανάμνηση των ανθρώπων.
Μπόρκμαν (σκυθρωπά και απειλητικά): Αν εννοείς τον Έρχαρτ, πες μου το αμέσως.
Κα Μπόρκμαν (τον κοιτάζει σταθερά στα μάτια): Ναι, για τον Έρχαρτ πρόκειται. Για το γιο μου. Γι' αυτόν που θέλεις να παραχωρήσεις - σαν εξιλαστήριο θύμα των αμαρτημάτων σου.
Μπόρκμαν (ρίχνοντας μια ματιά στην Έλλα): Εξιλαστήριο θύμα για το πιο μεγάλο αμάρτημα της ζωής μου.
Κα Μπόρκμαν (σκληρά): Για το έγκλημα που έκανες σε μια  ξ έ ν η. Σκέφτηκες καθόλου το έγκλημα που έκανες σε  μ έ ν α; (κοιτάζει και τους δυο θριαμβευτικά): Μα δε θα σας υπακούσει! Όταν τον φωνάξω πάνω στην αγωνία μου, θάρθει! Γιατί  κ ο ν τ ά   μ ο υ  θα μείνει! Μαζί με μένα, με κανέναν άλλο - (Σταματά, αφουγκράζεται και φωνάζει): Αυτός είναι, αυτός είναι! Ο έρχαρτ!
(Ο Έρχαρτ Μπόρκμαν ανοίγει δρομαίος την πόρτα της εισόδου και μπαίνει μέσα, φορώτας το παλτό του και με το καπέλλο στο κεφάλι του).
Έρχαρτ (χλωμός και φοβισμένος): Μητέρα, - για όνομα του Θεού, τι - !
(Βλέπει ξαφνικά τον Μπόρκμαν που στέκει στο άνοιγμα της πόρτας του κηποδωματίου, ταράζεται και βγάζει το καπέλλο του)
Έρχαρτ (σωπαίνει λίγο κ' ύστερα ρωτά): Τι με θέλεις μητέρα; Τι συμβαίνει;
Κα Μπόρκμαν (ανοίγοντάς του την αγκαλιά της): Θέλω να σε δω, Έρχαρτ! Πρέπει να μείνεις κοντά μου - για πάντα.
Έρχαρτ (τραυλίζοντας): Κοντά σου; - Για πάντα! Τι θέλεις να πεις;
Κα Μπόρκμαν: Θέλω να σ' έχω δικό μου, δικό μου. Γιατί κάποιος γυρεύει να σε πάρει από μένα!
Έρχαρτ (κάνοντας ένα βήμα πίσω): Α! - Ώστε το ξέρεις;
Κα Μπόρκμαν: Βέβαια. Το ξέρεις  κ α ι   σ ύ;
Έρχαρτ (ταράζεται και την κοιτάζει): Α ν  τ ο  ξ έ ρ ω;  Μα φυσικά -
Κα Μπόρκμαν: Άχα, ένα συνωμοτικό παιχνίδι! Πίσω απ' τις πλάτες μου! Έρχαρτ, Έρχαρτ!
Έρχαρτ (γλήγορα): Πες μου, μητέρα, τι ξέρεις;
Κα Μπόρκμαν: Τα ξέρω όλα. Ξέρω πως η θεία σου είναι εδώ για να σ' αποσπάσει από μένα.
Έρχαρτ: Η θεία Έλλα;
Έλλα: Ά κ ο υ σ έ   μ ε   π ρ ώ τ α  μια στιγμή.
Κα Μπόρκμαν (συνεχίζοντας): Θέλει να σε παραχωρήσω σ' αυτήν. Θέλει νάναι η μητέρα σου, Έρχαρτ! Από δω και μπρος θάσαι δικό της κι όχι δικό μου παιδί. Θα κληρονομήσεις όμως όλη την περιουσία της. Θ' απαρνηθείς τ' όνομά σου και θα πάρεις το δικό της!
Έρχαρτ: Είναι  α λ ή θ ε ι α,  θεία Έλλα;
Έλλα: Ναι είναι αλήθεια.
Έρχαρτ: Δεν ήξερα το παραμικρό απ' όλα αυτά. Μα γιατί θέλεις να με ξαναπάρεις κοντά σου;
Έλλα: Γιατί αισθάνομαι πως εδώ θα σε χάσω.
Κα Μπόρκμαν (με σκληρότητα): Από  μ έ ν α  θα τον χάσεις, - μάλιστα! Και αυτό είναι το πρέπον.
Έλλα (τον κοιτάζει παρακλητικά): Έρχαρτ, δεν πρέπει να σε χάσω τώρα. Γιατί πρέπει να ξέρεις πως είμαι ένας έρημος, - ένας ετοιμοθάνατος άνθρωπος.
Έρχαρτ: Ετοιμοθάνατος;
Έλλα: Ναι, ένας ετοιμοθάνατος. Θέλεις να μείνεις κοντά μου ως την τελευταία στιγμή μου; Να μου αφοσιωθείς ολόψυχα; Νάσαι για μένα σαν ένα αγαπημένο παιδί -
Κα Μπόρκμαν (την διακόπτει): Και να εγκαταλείψεις τη μητέρα σου, ίσως ίσως και την αποστολή της ζωής σου; Το θέλεις αυτό; Έρχαρτ;
Έρχαρτ (με συγκίνηση και θέρμη): Θεία Έλλα, - ήσουν αφάνταστα καλή μαζί μου. Μεγάλωσα στο σπίτι σου κ' η αξέγνοιαστη ευτυχία που μου χάρισες ήταν ό,τι ωραιότερο μπορούσε να δοκιμάσει ένα παιδί στην ηλικία μου -
Κα Μπόρκμαν: Έρχαρτ, Έρχαρτ!
Έλλα: Ω, πόσο καλό μου κάνει που κρατάς αυτή την ανάμνηση! 
Έρχαρτ: - όμως δε μπορώ τώρα να θυσιαστώ για σένα. Μου είναι αδύνατο να είμαι ένας γιος για σένα και να δεχτώ τη ζωή που μου προσφέρεις -
Κα Μπόρκμαν (θριαμβευτικά): Ω, τόξερα καλά! Δεν θα τον πάρεις! Δε θα τον πάρεις, Έλλα!
Έλλα (βαρύθυμα): Το βλέπω. Τον ξανακέρδισες.
Κα Μπόρκμαν: Ναι, Ναι, - δικός μου είναι και δικός μου θα μείνει! Έρχαρτ, δεν είναι αλήθεια πως εμείς οι δυο έχουμε ακόμα να κάνουμε πολυ δρόμο μαζί;
Έρχαρτ (με μια εσωτερική πάλη): Μητέρα, - δε μπορώ να στο κρύψω περισσότερο -
Κα Μπόρκμαν (με αγωνία): Τι;
Έρχαρτ: Ο δρόμος που έχουμε να κάνουμε μαζί, μητέρα, είναι ελάχιστος.
Κα Μπόρκμαν (τινάζεται σα να τη χτύπησε κανένας): Τι σημαίνει αυτό;
Έρχαρτ (παίρνοντας θάρρος): Μα, Θεέ μου, είμαι - νέος, μητέρα. Μου φαίνεται πως μέσα σ' αυτή την κλεισούρα θα πάθω ασφυξία.
Κα Μπόρκμαν: Εδώ - Κοντά μου;
Έρχαρτ: Ναι, εδώ κοντά σου, μητέρα!
Έλλα: Τότε έλα μαζί μου, Έρχαρτ!
Έρχαρτ: Αχ, θεία Έλλα, και κοντά σου δεν είναι καλύτερα. Δ ι α φ ο ρ ε τ ι κ ό τ ε ρ α  είναι, βέβαια. Όχι όμως και καλύτερα. Καλύτερα για  μ έ ν α. Η ίδια κλεισούρα είναι κι εκεί. -που έχει τη μυρωδιά τριαντάφυλλου και λεβάντας!
Κα Μπόρκμαν (ταραγμένη και συγκρατώντας τα νεύρα της): Ώστε κλεισούρα αισθάνεσαι κοντά στη μητέρα σου!
Έρχαρτ (με αυξανόμενη ολοένα ταραχή): Δεν ξέρω πώς αλλιώς να τ' ονομάσω. Αυτή η νοσητή περιποιητικότητα - αυτή η ειδωλολατρεία - κ' εγώ δεν ξέρω. Μια φορά δεν αντέχω περισσότερο!
Κα Μπόρκμαν (τον κοιτάζει σοβαρά): Ξεχνάς την αποστολή που της αφιέρωσες τη ζωή σου, Έρχαρτ;
Έρχαρτ (βίαια): Αχ πες καλύτερα: που της αφιέρωσες συ τη δική μου ζωή. Εσύ, εσύ ήσουν η θέλησή μου. Εγώ δεν είχα ποτέ το δικαίωμα να θέλω για λογαρισμό μου. Δε μπορώ να υποφέρω περισσότερο αυτό το ζυγό. Είμαι νέος! Συλλογίσου το αυτό, μητέρα! (ρίχνοντας μια διακριτική ματιά, γεμάτη συγκατάβαση, στον Μπόρκμαν): Δε μπορώ να θυσιάσω τη ζωή μου για να εξιλεώσω τ' αδικήματα ενός άλλου. Όποιος κι αν είναι αυτός ο άλλος.
Κα Μπόρκμαν (με αυξανόμενη αγωνία): Ποιος σ' άλλαξεν έτσι, Έρχαρτ; 
Έρχαρτ (πειραγμένος): Ποιος -; Δε θα μπορούσα τάχα μόνος μου να -;
Κα Μπόρκμαν: Όχι, όχι, όχι! Υφίστασαι μια ξένη επίδραση. Η μητέρα σου δεν έχει πια καμιάν επιρροή πάνω σου. Ούτε και η - και η θετή σου μητέρα!
Έρχαρτ (με βιασμένη θρασύτητα): Υφίσταμαι τη δική μου επίδραση, μητέρα! Υπακούω στη δύναμη της δικής μου θέλησης.
Μπόρκμαν (πλησιάζει τον Έρχαρτ): Τότε ίσως νάρθε  κ α ι  η  δ ι κ ή  μ ο υ  σειρά επιτέλους.
Έρχαρτ (ψυχρά και με μετρημένη ευγένεια): Τι -; Τι θέλει να πει ο πατέρας;
Κα Μπόρκμαν (ειρωνικά): Θάθελα κ' εγώ να το ξέρω, μα την αλήθεια.
Μπόρκμαν (συνεχίζοντας χωρίς να ταραχτεί): Άκου με, Έρχαρτ, - δε θάθελες ναρθείς μαζί με τον πατέρα σου; Η ζωή ενός άλλου δε μπορεί ν' αποκαταστήσει ποτέ τον άνθρωπο που ξέπεσε. Αυτά όλα που σου λέγανε τόσον καιρό μέσα σ' αυτήν εδώ την κλεισούρα - είναι κούφια όνειρα. Κι αν ακόμα η ζωή σου ήταν υπόδειγμα για όλους τους αγίους μαζί, - και πάλι δε θα ωφελούσε αυτό σε τίποτα.
Έρχαρτ (με υπολογισμένο σεβασμό): Αυτό είναι αλήθεια.
Μπόρκμαν: Ναι, και πολύ λιγότερο θα ωφελούσε, αν εξακολουθούσα να λιώνω στη μετάνοια και στη συντριβή. Με όνειρα και μ' ελπίδες προσπάθησα να βοηθήσω τον εαυτό μου - όλα αυτά τα χρόνια. Όμως δε βγήκε τίποτα. Και τώρα θέλω να λυτρωθώ από τα όνειρα.
Έρχαρτ (κάνοντας μιαν ελαφρή υπόκλιση): Και τώρα - τι σκοπεύει να κάνει ο πατέρας;
Μπόρκμαν: Ν' ανορθωθώ, να τι θέλω. Ν' αρχίσω πάλι από το άλφα. Μονάχα με το παρόν και με το μέλλον του μπορεί ο άνθρωπος να εξιλεωθεί για τα περασμένα του. Θα εργαστώ, - θα εργαστώ χωρίς ανάπαυλα για ό,τι φάνταξε στα μάτια μου, όταν ήμουν νέος, σαν την ίδια την πηγή της ζωής. Αλλά τώρα, με χίλιες φορές μεγαλύτερη ζέση. Έρχαρτ, θέλεις νάρθεις μαζί μου και να με βοηθήσεις σ' αυτήν τη νέα ζωή;
Κα Μπόρκμαν (σηκώνοντας ψηλά τα χέρια): Μη δεχτείς, Έρχαρτ!
Έλλα (με θέρμη): Δέξου, δέξου. Βοήθησέ τον, Έρχαρτ!
Κα Μπόρκμαν: Εσύ του δίνεις αυτή τη συμβουλή; Η έρημη, - η ετοιμοθάνατη;!
Έλλα: Με μένα ας γίνει ό,τι γίνει.
Κα Μπόρκμαν: Φτάνει να μην τον πάρω εγώ.
Έλλα: Ναι, Γκούνχιλδ.
Μπόρκμαν: Δέχεσαι, Έρχαρτ;
Έρχαρτ (με λύπη και αμηχανία): Πατέρα, - δε μπορώ πια. Μου είναι αδύνατο.
Μπόρκμαν: Μα τι θέλεις, τέλος πάντων;
Έρχαρτ (παίρνοντας φωτιά): Είμαι νέος! Και θέλω να ζήσω  κ' ε γ ώ! Να ζήσω τη ζωή μου!
Έλλα: Ούτε λίγους μήνες δε θάθελες να θυσιάσεις για να γλυκάνεις τις τελευταίες στιγμές ενός δυστυχισμένου ετοιμοθάνατου;
Έρχαρτ: Θα τόθελα πολύ, μ α  δ ε  μ π ο ρ ώ, θεία.
Έλλα: Ούτε για μιαν ύπαρξη που στάθηκε τόσο καλή μαζί σου;
Έρχαρτ: Σου τ' ορκίζομαι στη ζωή μου, θεία, - δε μπορώ.
Κα Μπόρκμαν (κοιτάζοντάς τον αυστηρά στα μάτια): Κι ούτε η μητέρα μπορεί πια να σε κρατήσει;
Έρχαρτ: Θα σ' αγαπώ πάντα, μητέρα. Μα δε μπορώ πια να ζω μόνο για σένα. Γιατί  α υ τ ή  ε δ ώ  δεν είναι για μένα ζωή.
Μπόρκμαν: Τότε έλα κι ενώσου μαζί μου. Γιατί ζωή σημαίνει εργασία, Έρχαρτ. Έλα να δώσουμε τα χέρια και να ριχτούμε στη ζωή. Να δουλέψουμε.
Έρχαρτ (με πάθος): Μα δε θέλω  τ ώ ρ α  π ι α  να δουλέψω. Γιατί είμαι νέος! Ως σήμερα δεν τόξερα πως είμαι. Όμως τώρα το νιώθω, νιώθω τα νιάτα μου να με φλογίζουνε! Δεν θέλω να δουλέψω! Μόνο να ζήσω, να ζήσω, να ζήσω!
Κα Μπόρκμαν (δυνατά, υποψιαζόμενη κάτι): Έρχαρτ  - και για ποιο σκοπό θέλεις να ζήσεις;
Έρχαρτ (ενώ τα μάτια του πετάνε αστραπές): Για την ευτυχία, μητέρα!
Κα Μόρκμαν: Και  π ο ύ  ν ο μ ί ζ ε ι ς  πως θα τη βρεις;
Έρχαρτ: Τ η  β ρ ή κ α  κιόλας!
Κα Μπόρκμαν (μια κραυγή): Έρχαρτ -!
(Ο Έρχαρτ πηγαίνει γλήγορα στην πόρτα της εισόδου και την ανοίγει).
Έρχαρτ (φωνάζοντας έξω): Φάννυ - τώρα μπορείς νάρθεις!
(η  κ υ ρ ί α  Βίλτον, φορώντας πανωφόρι εμφανίζεται στο κατώφλι)
Κα Μπόρκμαν(με σηκωμένα χέρια): Η κυρία Βίλτον -!
..........................................................................................
Κα Μπόρκμαν (σταυρώνει τα χέρια): Κι  α υ τ ή ν  ακόμα την ανήκουστη ντροπή πρέπει λοιπόν να την υποφέρω;
Μπόρκμαν (στο βαθος, με διατρητική σκληρότητα): Χα, - είσαι συνηθισμένη, Γκούνχιλδ, να υποφέρεις ντροπές
Έλλα (ικετευτικά): Μπόρκμαν!
Έρχαρτ (το ίδιο): Πατέρα -!
Κα Μπόρκμαν: Πρέπει λοιπόν καθεμέρα, να βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια το γιο μου μαζί με μια - με μια -
Έρχαρτ (τη διακόπτει απότομα): Δε θα βλέπεις τίποτα, μητέρα. Μη φοβάσαι. Δε θα μείνω πολύ εδώ πέρα.
.......................................................................................
Έρχαρτ..........(κάνει να της απλώσει τα χέρια του): Λοιπόν, αντίο, μητέρα.
Κα Μπόρκμαν (κάνει μιαν αρνητική χειρονομία): Μη με πλησιάζεις!
Έρχαρτ: Α υ τ ή  είναι η τελευταία σου λέξη;
Κα Μπόρκμαν (με σκληρότητα): Ναι
Έρχαρτ (γυρίζοντας στην Έλλα): Αντίο, θεία Έλλα.
Έλλα (του σφίγγει τα χέρια): Στο καλό Έρχαρτ!........
........................................................................................
Κα Μπόρκμαν (μ' ένα χαμόγελο όλο κακία): Κυρία Βίλτον, - το βρίσκετε φρόνιμο που παίρνετε μαζί σας και το νέο κορίτσι;
Κα Βίλτον (της αποδίδει το χαμόγελο, μισά ειρωνικό, μισά σοβαρό): Οι άντρες είναι πολύ άστατοι, κυρία Μπόρκμαν. Και οι γυναίκες το ίδιο. Αν ο Έρχαρτ με βαρεθεί κάποτε - κ' εγώ βαρεθώ εκείνον, - θάναι ευχάριστο και για τους δυο, νάχει το καημένο το κορίτσι κάπου να στραφεί.
Κα Μπόρκμαν: Όμως εσείς;
Κα Βίλτον: Ω, εγώ βολεύουμαι εύκολα - μη σκοτίζεστε για μένα. Χαίρετε, κυρίες και κύριοι! (χαιρετά και φεύγει από την πόρτα της εισόδου. Ο έρχαρτ στέκεται μια στιγμή σαν αναποφάσιστος, μα ύστερα στρέφει και την ακολουθεί).
Κα Μπόρκμαν (σταυρώνοντας τα χέρια): Άτεκνη!
Μπόρκμαν (που τινάζεται, παίρνοντας μια ξαφνικήν απόφαση): Εμπρός λοιπόν, μονάχος μου έξω στην κακοκαιριά! Το καπέλο μου. Το παλτό μου. (τρέχει βιαστικά προς την πόρτα).
Έλλα (του φράζει φοβισμένη το δρόμο): Τζων Γαβριήλ πού πηγαίνεις;
Μπόρκμαν: Έξω στην κακοκαιριά της ζωής, δεν ακούς; Άφησέ με, Έλλα!
Έλλα (τον κρατάει γερά): Όχι, όχι, δεν πρέπει να βγεις έξω. Είσαι άρρωστος. Το βλέπω στο πρόσωπό σου!
Μπόρκμαν: Άφησέ με να φύγω, σου λέω (ξεφεύγει απ' τα χέρια της και βγαίνει απ' τον προθάλαμο).
Έλλα (στην πόρτα): Βοήθα με να τον εμποδίσουμε, Γούνχιλδ.
Κα Μπόρκμαν (στέκει στη μέση του δωμάτιου, ψυχρά και σκληρά): Δεν εμποδίζω κανέναν, όποιος κι αν είναι αυτός. Ας μ' αφήσουν όλοι τους. Κι ο ένας κι ο άλλος. Ας πάνε όσο μακριά - όσο μακριά θελήσουν. (Ξαφνικά, βγάζοντας μια σπαρακτική φωνή): Έρχαρτ, μη φύγεις! (Τρέχει προς την πόρτα με ανοιχτά τα χέρια. Η Έλλα στέκει μπροστά της και της κλείνει το δρόμο).
.............................................................................................     
                    
Τέταρτη πράξη

.......Η χιονοθύελλα πέρασε...μα το χιόνι σκεπάζει τη γη μ' ένα παχύ στρώμα...Σκοτεινή νύχτα. Στον ουρανό τρέχουνε σύννεφα. Το φεγγάρι ξεπροβάλλει αχνό πού και πού.. Μονάχα το χιόνι ρίχνει μια θαμπή αντιφεγγιά στο τοπίο. Ο Μπόρκμαν, η κυρία Μπόρκμαν και η Έλλα Ρέντχαϊμ στέκονται έξω στο πλατύσκαλο. Ο Μπόρκμαν στηρίζεται κουρασμένος κ' εξαντλημένος πάνω στον τοίχο. Έχει ριγμένο πάνω του ένα παλτό περασμένης μόδας, στο ένα του χέρι κρατάει μια γκρίζα ρεμπούπλικα και στο άλλο ένα χοντρό ροζιασμένο ραβδί. Η Έλλα Ρέντχαϊμ κρατάει το πανωφόρι της στο χέρι. Της κ. Μπόρκμαν το σάλι έχει πέσει στους ώμους της κ' έτσι το κεφάλι της μένει ξέσκεπο.
Έλλα (φράζοντας της κ. Μπόρκμαν το δρόμο): Μην τρέχεις ξοπίσω του, Γκούνχιλδ.
Κα Μπόρκμαν (με ταραχή και φόβο): Άφησέ με, σου λέω. Δ εν  π ρ έ π ε ι  ν α  φ ύ γ ε ι  από κοντά μου.
Έλλα: Δεν έχει κανένα λόγο, σου λέω.! Τώρα πια δεν τον προκάνεις.
Κα Μπόρκμαν: Άφησε  ν α  δ ο κ ι μ ά σ ω, Έλλα. Θα του φωνάξω δυνατά πάνω απ' το μεγάλο δρόμο. Και τη φωνή της μητέρας του θα την ακούσει, δε γίνεται.
Έλλα: Δ ε  μ π ο ρ ε ί  να σ' ακούσει. θάχει μπει κιόλας στο έλκυθρο.
................................................................................................
Κα Μπόρκμαν (με απόγνωση): Και θα κάθεται τώρα μέσα - πλάι σε κείνη, σε κείνη, - πλάι της!
Μπόρκμαν (μ' ένα σκοτεινό γέλιο): Κ' έτσι σίγουρα  δε θ' ακούσει τη φωνή της μητέρας του. 
................................................................................................
(το κουδούνισμα του έλκυθρου ακούγεται πολύ κοντά στο δάσος)
Έλλα: Βιάσου, Γκούνχιλδ! Τώρα περνούν κάτω απ' το χτήμα.
Κα Μπόρκμαν (στέκει μια στιγμή αναποφάσιστη κ' έπειτα γίνεται πάλι σκληρή): Όχι, δε θα του φωνάξω. Ο Έρχαρντ Μπόρκμαν ας με προσπεράσει. Ας τραβήξει πέρα μακριά. εκεί που τον περιμένει, καθώς λέει, η ζωή κ' η ευτυχία.
(το κουδούνισμα σβήνει στην απόσταση).
Έλλα (ύστερα από μικρή παύση): Δεν ακούγονται πια τα κουδούνια.
Κα Μπόρκμαν: Ηχούσανε στ' αυτιά μου σα νεκρικές καμπάνες.
Μπόρκμαν: Χο, χο - μια φορά δε σημαίνανε ακόμα και  τ ο  δ ι κ ό  μ ο υ  θάνατο!
Κα Μπόρκμαν: Σημαίνανε  γ ι α  τ ο  δ ι κ ό  μ ο υ. Και για κεινού που με παράτησε.
Έλλα (σκύβει συλλογισμένη το κεφάλι της): Ποιος ξέρει, Γκούνχιλδ, αν δεν τον καλούσαν αληθινά στη ζωή και στην ευτυχία.
Κα Μπόρκμαν (ανατινάζεται και την κοιτάζει σκληρά): Στη ζωή και στην ευτυχία, είπες!
Έλλα: Για λίγο καιρό τουλάχιστο.
Κα Μπόρκμαν: Θα του ευχόσουν ποτέ να γνωρίσει τη ζωή και την ευτυχία, - στο πλάι  ε  κ ε  ί ν η ς;
Έλλα (με θέρμη και ειλικρίνεια): Ναι, θα το ευχόμουνα με όλη μου την ψυχή.
Κα Μπόρκμαν (ψυχρά): Τότε θα πει πως η δύναμη της αγάπης σου είναι μεγαλύτερη από τη δική μου.
Έλλα (με χαμένη ματια, σα να βλέπει πολύ μακριά): Ίσως  η  σ τ έ ρ η σ η  της αγάπης να γιγαντώνει αυτή τη δύναμη.
Κα Μπόρκμαν (ρίχνοντάς της μια ματιά): Αν είναι έτσι, - τότε σε λίγο, Έλλα, θάμαι κι εγώ πλούσια σαν και σένα. (Γυρίζει και μπαίνει μες στο σπίτι).
Έλλα (στέκει λίγο και κοιτάζει τον Μπόρκμαν μ' έγνοια, έπειτα ακουμπά το χέρι της απαλά στον ώμο του): Τζων, έλα τώρα, έμπα κ' εσύ μέσα.   
Μπόρκμαν (σα να ξυπνά): Εγώ;
Έλλα: Ναι. Ο παγωμένος αέρας σου κάνει κακό. Το βλέπω στο πρόσωπό σου, Τζων.
Έλα μαζί μου μέσα. Στο σπίτι κάνει ζέστη.
Μπόρκμαν (απότομα): Μήπως πάνω στη σάλα πάλι;
Έλλα: Καλύτερα στην κάμαρά της.
Μπόρκμαν (πετιέται θυμωμένος): Ποτέ στη ζωή μου δε θα ξαναπατήσω το πόδι μου σ΄αυτό το σπίτι.
Έλλα: Μα πού θέλεις να πας, Τζων; Τέτοιαν ώρα, μές στη νύχτα;
Μπόρκμαν (βάζει το καπέλο του): Πρώτα πρώτα θα πάω να δω τους κρυμένους θησαυρούς μου.
Έλλα (τον κοιτάει φοβισμένη): Τζων - δε σε καταλαβαίνω.
Μπόρκμαν (με κομένο γέλιο): Αχ, δεν εννοώ τίποτα κλεψίμια κρυμένα στη γη. Μη φοβάσαι, Έλλα. (Σταματά και δείχνει με το δάχτυλο): για κοίτα  α υ τ ό ν  εκεί ποιος είναι;  (Ο Γουλιέλμος Φόλνταλ έρχεται στη σκηνή απ' τη γωνιά του σπιτιού...)
..............................................................................................
Έλλα: Μα πέρασε πρώτα με το φίλο σου στο σπίτι, Μπόρκμαν.
Μπόρκμαν (σκληρά): Δεν μπαίνω μέσα σου τόπα μια φορά.
Έλλα: Μα δεν άκουσες πως τον αναποδογύρισαν τον άνθρωπο;
Μπόρκμαν: Όλους μαζί μας αναποδογύρισαν έναν καιρό στη ζωή. Γι' αυτό πρέπει να σταθούμε ξανά στα πόδια μας. Και να κάνουμε έτσι, σα να μην έγινε τίποτα.             
Φόνταλ: Αυτό που είπες έχει πολύ βαθύ νόημα, Τζων Γαβριήλ.  Μα μπορώ να σου τα πω κι εδώ έξω -στο πόδι.
.............................................................................................  
Φόλνταλ: ........... Λοιπόν, αντίο! Καλά που το τραμ είναι κοντά. Καληνύχτα, καληνύχτα, Τζων Γαβριήλ. Τα σέβη μου δεσποινίς. (Χαιρετά και φεύγει κουτσαίνοντας από το μέρος που ήρθε).
Μπόρκμαν (στέκει λίγο ακίνητος και κοτάζει μπροστά του): Αντίο Γουλιέλμε. Δε σε αναποδογυρίζουνε, παλιέ μου φίλε, για πρώτη φορά στη ζωή σου.
Έλλα (τον κοιτάζει κρύβοντας την ανησυχία της): Είσαι χλωμός, πολύ χλωμός, Τζων -
Μπόρκμαν: Είναι απ' τον αέρα της φυλακής εκεί πάνω,
Έλλα: Πρώτη φορά μου σε βλέπω έτσι.
Μπόρκμαν: Μα θαρρώ πως πρώτη σου φορά βλέπεις έναν κατάδικο που τόσκασε.
Έλλα: Έλα τώρα, πάμε στο σπίτ, Τζων.
Μπόρκμαν: Μη θέλεις να με παρασύρεις. Σου τόπα μια φορά -
Έλλα: Όταν όμως σε θερμοπαρακαλέσω; Για το καλό σου -
(Η Μαλένα εμφανίζεται στις σκάλες)
Μαλένα: Συγνώμη, - η κυρία μούπε να κλείσω την εξώπορτα.
Μπόρκμαν (σιγά στην Έλλα): Τ' ακούς; θένε πάλι να με κλείσουνε μέσα.
Έλλα (στην υπηρέτρια): Ο κύριος διευθυντής δεν αισθάνεται και τόσο καλά. Θέλει ν' αναπνεύσει λίγο καθαρό αέρα.     
Μαλένα: Μα η κυρία μου είπε καθαρά, -
Έλλα: Κλειδώνω εγώ την πόρτα. Άφησε το κλειδί στην κλειδωνιά -
Μαλένα: Πάει καλά, - αφού επιμένετε. (Μπαίνει στο σπίτι).
Μπόρκμαν (στέκει λίγο κι αφουγκράζεται, ύστερα κατεβαίνει τρέχοντας στην αυλή): Τώρα τόσκασα από τη φυλακή, Έλλα! Δε με ξαναπιάνουν τώρα πια!
Έλλα (ακολουθώντας τον): Αλλά και μες στο σπίτι είσαι ελεύθερος, Τζων. Μπορείς να μπαίνεις και να βγαίνεις οπόταν θέλεις.
Μπόρκμαν (σιγά, σα να τον έπιασε ένας τρόμος): Πίσω στο σπίτι; Ποτέ πια! Εδώ έξω, μες στη νύχτα, είναι καλά! Αν ξαναγύριζα  τ ώ ρ α  πίσω στη σάλα, - το ταβάνι κ' οι τοίχοι θα γκρεμίζονταν πάνω μου. Και θα με πλάκωναν, θα με λιώνανε σα μύγα. 
Έλλα: Μα πού σκοπεύεις να πας;
Μπόρκαν: Μακριά από δω κι ολοένα μακρύτερα! Θέλω να δω αν θα μπορέσω να φτάσω ξανά την ελευθερία, τη ζωή και τους ανθρώπους. Θέλεις ναρθείς μαζί μου, Έλλα;
Έλλα: Εγώ Τώρα;
Μπόρκμαν: Ναι, ναι, αμέσως!
Έλλα: Πόσο μακριά.
Μπόρκμαν: όσο μακρύτερα μπορούμε.
Έλλα: Για σκέψου καλύτερα! Τέτοια υγρή και παγερή χειμωνιάτικη νύχτα -
Μπόρκμαν (βραχνά, μές απ' το λάρυγγα): Ώχου - η δεσποινίς φοβάται για την υγεία της; - Ναι, ναι, - είναι αλήθεια λίγο ασθενικιά.
Έλλα: Μόνο για τη  δ ι κ ή  σου υγεία φοβάμαι.
Μπόρκμαν: Χαχαχά! Φοβάσαι για την υγεία ενός πεθαμένου! Με κάνεις και γελώ, Έλλα! 
(προχωρεί).
Έλλα (πηγαίνοντας πίσω του και κρατώντας τον γερά):  Τ ι  είπες πως είσαι;
Μπόρκμαν: Ένας πεθαμένος. Δε θυμάσαι τι είπε η Γκούνχιλδ, να μείνω ξαπλωμένος εκεί που βρίσκουμαι;
Έλλα (τυλίγεται αποφασιστικά το πανωφόρι της): Έρχουμαι μαζί σου, Τζων!
Μπόρκμαν: Ναι, Έλλα! Εμείς οι δυο ταιριάζουμε. (Προχωρεί): Έλα λοιπόν!
(φτάνουνε σιγά-σιγά στις φυτείες που είναι αριστερά. Οι φυτείες χάνονται λίγο-λίγο από τα μάτια του θεατή, έτσι που στο τέλος δε φαίνονται ούτε πια αυτοί οι ίδιοι. Το σπίτι και το χτήμα φεύγουν από το οπτικό πεδίο του κοινού. Η τοποθεσία αλλάζει ολοένα αργά-αργά και γίνεται πιο ανώμαλη κι ορεινή, όσο πάει και πιο άγρια).
Η φωνή της Έλλας (από το δάσος δεξιά): Πού είμαστε, Τζων; Δεν καταλαβαίνω πια πού βρίσκουμαι.
Η φωνή του Μπόρκμαν (από ψηλότερα): Ακολούθα τις πατημασιές μου πάνω στο χιόνι!
Η φωνή της Έλλας: Μα γιατί ν'ανέβουμε τόσο ψηλά;
Η φωνή του Μπόρκμαν (κοντήτερα): Πρέπει να βγούμε απ'το λοξό το μονοπάτι.
Η φωνή της Έλλας: Αχ, σε λίγο πια δε θα μπορώ να κάνω βήμα.
Μπόρκμαν (στην άκρη του δάσους δεξιά):Έλα, έλα! Λίγο θέμε ακόμα για να βγούμε στο ξάγναντο. Εκεί βρισκόταν άλλοτε ένας πάγκος.
Έλλα (φαίνεται ανάμεσα από τα δέντρα): Τον θυμάσαι ακόμα;
Μπόρκμαν: Εκεί μπορείς να ξεκουραστείς.
(Έχουνε φτάσει σ' ένα μικρό φαλακρό ψήλωμα του δάσους. Πίσω τους μια απότομη πλαγιά. Αριστερά, βαθιά στον ορίζοντα, διακρίνεται ένα τοπίο με το φγιορδ και κάτι ράχες βουνών μακρύτερα, η ια κορυφή πίσω απ'την άλλη. Στο αποδάσωμα αριστερά ένα ξεραμένο πεύκο μ'έναν πάγκο μπροστά. Ένα παχύστρώμα από χιόνι σκεπάζει το μέρος αυτό. Ο Μπόρκμαν και πίσω του η Έλλα παλεύουν με κόπο ν' ανοίξουνε δρόμο ανάμεσα απ'τα χιόνια).
Μπόρκμαν (σταματάει αριστερά μπροστά στον γκρεμνό):Έλα να κοιτάξεις από δω, Έλλα.
Έλλα (κοντά του): Τι θέλεις να μου δείξεις, Τζων;
Μπόρκμαν:Κοίτα πόσο πλατύς κ' ελεύθερος απλώνεται ο κόσμος μπροστά μα; - ως εκεί που φτάνει το μάτι!
Έλλα: Σε κείνον τον πάγκο καθόμαστε άλλοτε συχν -κι αγναντεύαμε  έναν κόσμο πολύ μακρινότερο.
Μπόρκμαν: Ναι, μιαν ονειροχώρα αγναντεύαμε τότε.
Έλλα (κουνώντας με λύπη το κεφάλι της): Την ονειροχώρα της ζωής μας, ναι. Μα τώρα το τοπίο είναι θαμένο μες στο χιόνι. Και το γέρικο δέντρο ξεράθηκε.
Μπόρκμαν (χωρίς να την ακούει): Διακρίνεις τον καπνό που βγάζουν τα βαπόρια πέρα στο φγιορδ;
Έλλα: Όχι.
Μπόρκμαν: Εγώ τον βλέπω. Τα βαπόρια πάνε κι έρχονται. Αδερφώνουν τη ζωή από τη μιαν άκρη ως την άλλη. Σε χιλιάδες πατρίδες ετοιμάζουνε φως και ζεστασιά για τις ψυχές. Να  τ ι  ήθελα να πρεαγματοποιήσω, να τι ονειρεύτηκα κάποτε.
Έλλα (σιγά): Και τ' όνειρό σου έμεινε όνειρο.
Μπόρκμαν: Έμεινε όνειρο, ναι. (Αφουγκράζεται):Και κάτω στον ποταμό -για άκου! Τα εργοστάσια δουλεύουν Τα εργοστάσιά  μ ο υ. Όλα τα εργοστάσια που λογάριαζα να βάλω  μπροστά! Άκου τα πώς δουλεύουν. Έχουνε νυχτέρι. Μέρα και νύχτα δουλεύουν έτσι. Άκου, άκου! Οι ρόδες γυρίζουν, τα κύλιντρα  αστράφτουν - όλο γυρίζουν, όλο γυρίζουν. Δεν τ'ακούς, Έλλα;
Έλλα:Όχι.
Μπόρκμαν: Εγώ τ'ακούω.
Έλλα (φοβισμένα):Φοβάμαι πως γελιέσαι, Τζων.
Μπόρκμαν (που ανάβει ολοένα και περισσότερο): Μα όλ' αυτά, ξέρεις, - είναι προφυλακές μονάχα γύρω από το βασίλειό μου.
Έλλα: Από το βασίλειό σου; Ποιο βασίλειο εννοείς -;
Μπόρκμαν: Το βασίλειό  μ ο υ! Το βασίλειο που λίγο ακόμα ήθελα για να το καταχτήσω, όταν - όταν ξαφνικά πέθανα.
Έλλα (σιγά, με συγκίνηση): Αχ Τζων, Τζων!
..............................................................................................
Έλλα: Αχ Τζων, είναι πολύ παγερός ο αέρας που έρχεται από κείνο το βασίλειο!
Μπόρκμαν: Αυτός ο αέρας είναι για μένα σαν πνοή ζωής. Αυτός ο αέρας φτάνει ως εμένα σα χαιρετισμός από υποταχτικά πνεύματα. Τα οσφραινόμουνα τα σκλαβωμένα εκατομμύρια, νιώθω τις φλέβες του μετάλλου, που απλώνουν τα στριφτά, κλαδωτά και πλανερά τους χέρια κατά μένα. Τα έβλεπα όλ' αυτά μπροστά μου σα ζωντανεμένες σκιές, - κείνη τη νύχτα που κατέβηκα στα υπόγεια της Τραπέζης με το φανάρι στο χέρι. Ήθελα να σας ξεσκλαβώσω τότε. Και το επιχείρησα. Μα δεν τα κατάφερα. Ο θησαυρός ξανακυλίστηκε στα βάθη...
Έλλα (συγκρατώντας την ολοένα αυξανόμενη ταραχή της): Ναι, εκεί κάτω, και τότε όπως και τώρα, βρίσκεται η αγάπη σου, Τζων. Εκεί ήταν πάντα. Όμως εδώ πάνω στο φως της ζωής, - εδώ βρισκότανε μια ζεστή, μια ζωντανή ανθρώπινη καρδιά που έπαλλε και σκιρτούσε για σένα. Κι αυτήν την καρδιά την ποδοπάτησες. Κι όχι μονάχα αυτό. Έκανες και κάτι πολύ χειρότερο - την  π ο ύ λ η σ ε ς  για -για -
Μπόρκμαν (τρέμοντας σα να τον έπιασε σύγκρυο): Για το βασίλειο - και για τη δύναμη - και για τη δόξα,  - αυτό δε θέλεις να πεις;
Έλλα: Ναι, αυτό...........Και γι'αυτό σου το προλέγω - Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν - ποτέ σου δε θα πληρωθείς για το τίμημα που ζήτησες...Ποτέ σου δε θα μπεις νικητής στο ψυχρό και σκοτεινό βασίλειό σου.
Μπόρκμαν (πλησιάζει τρικλίζοντας τον πάγκο και πέφτει πάνω βαρύς): Σα να φοβάμαι πως το προφήτευσες σωστά, Έλλα.
Έλλα (τον πλησιάζει): Δεν πρέπει να το  φ ο β ά σ α ι,  Τζων. Δεν έχεις να περιμένεις τίποτα καλύτερο,
Μπόρκμαν (βγάζει μια κραυγή και πιάνει το στήθος του): Α - ! Τώρα μ' άφησε.
Έλλα (σειόντας τον): Τι ήταν, Τζων.
Μπόρκμαν: Ένα παγωμένο χέρι μούπιασε την καρδιά.
Έλλα:Τζων, ένιωσες αλήθεια ένα παγωμένο χέρι να σου σφίγγει την καρδιά;
Τζων: Όχι. - δεν ήταν από πάγο -ήταν ένα χέρι από σίδερο (Σωριάζεται πάνω στον πάγκο).
Έλλα (βγάζει με βία το πανωφόρι της και τον σκεπάζει): Μην το κουνήσεις από δω! Πηγαίνω να γυρέψω βοήθεια. (Κάνει λίγα βήματα δεξιά, μα ύστερα σταματά, ξαναγυρίζει και του πιάνει για πολλήν ώρα με το χέρι της το σφυγμό και το πρόσωπο.
Έλλα (σιγά και σταθερά):Όχι. Καλύτερα έτσι, Τζων Μπόρκμαν. Καλύτερα έτσι για σένα. (Τον σκεπάζει καλύτερα με το πανωφόρι της και κάθεται μπροστά του πάνω στο χιόνι).

(μικρή παύση)

( Η κ. Μπόρκμαν, τυλιγμένη σ' ένα παλτό, φαίνεται δεξιά, ανάμεσ' απ' τα δέντρα. Προπορεύεται η Μαλένα κρατώντας ένα αναμένο φανάρι).
...............................................................................................
Κα Μπόρκμαν ( στέκει πίσω από τον πάγκο): Ώστε ο αέρας της νύχτας τον σκότωσε 
Έλλα: Έτσι φαίνεται.
Κα Μπόρκμαν: - Αυτόν το δυνατό άνθρωπο! 
Έλλα (πηγαίνοντας προς τον πάγκο): Δε θέλεις να τον δεις, Γκούνχιλδ;
Κα Μπόρκμαν (με κίνημα αρνητικό): Όχι, όχι, όχι. (Με σιγανή φωνή):Ήτανε γιος μεταλλουργού - ο διευθυντής της Τραπέζης. Δε βαστούσε στον καθαρό αέρα.
Έλλα: Μάλλον η παγωνιά τον σκότωσε.
Κα Μπόρκμαν (κουνά το κεφάλι της): Η παγωνιά είπες; Η παγωνιά, - τον είχε σκοτώσει από καιρό.
Έλλα (με καταφατικό κίνημα): Ναι, - και μας τις δυο μας έκανε σκιές.
Κα Μπόρκμαν: Έχεις δίκιο.
Έλλα (μ' ένα πονεμένο χαμόγελο): Ένας πεθαμένος και δυο σκιές - να τι έκανε η παγωνιά.
Κα Μπόρκμαν: Ναι, η παγωνιά της καρδιάς. - και τώρα πια μπορούμε εμείς οι δυο να δώσουμε τα χέρια, Έλλα.
Έλλα: Ναι, θαρρώ πως τώρα πια μπορούμε.
Κα Μπόρκμαν: Εμείς οι δίδυμες αδερφές - πάνω από κείνον που αγαπήσαμε και οι δυο μας.
Έλλα: Οι δυο εμείς σκιές - πάνω από το νεκρό .
(Η κ. Μπόρκμαν, πίσω από τον πάγκο, κ' η Έλλα Ρέντχαϊμ από μπροστά, δίνουν τα χέρια). 
    
     *

«Ή όλα ή τίποτα», αυτό ήταν το σύνθημα του «Μπραντ» κι αυτό είναι και του «Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν» το σύνθημα: «ή όλα ή τίποτα». Ίσως γι’ αυτό νάναι και το τέλος τους ίδιο. Ωστόσο πόση διαφορά υπάρχει ανάμεσά τους! Ο ένας, ο Μπραντ, είναι ηρωική φυσιογνωμία. Τον προσεγγίζει κανένας ευκολώτερα βλέποντάς τον με το φωτοστέφανο του θρύλου. Γραμμένος στα νιάτα του Ίψεν, κοιτάζει με αλύγιστη πίστη στο μέλλον. Κι ακόμα με φανατικό πείσμα. Οι αγώνες, οι θυσίες, οι σκληρότητες, ακόμα και οι πλάνες του μας επιβάλλουν το σεβασμό, ένα δέος παράξενο που δε μας δίνει τον καιρό να τον κρίνουμε, Ακόμα και στην ήττα του, στον τραγικό του θάνατο μες στα χιόνια, υπάρχει κάποιο μεγαλείο που συναρπάζει περισσότερο απ’ την ικανοποίηση μιας πιθανής νίκης. Ο «Μπραντ» είναι το έργο μιας φλογερής νιότης, που όσο κι αν αμφιβάλλει, έχει ακόμα το μέλλον μπροστά της. Ο πεσιμισμός του φωτίζεται από το ζεστό φως μιας καλοκαιρινής μέρας.
Αντίθετα, ο «Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν», ο αλύγιστος άνθρωπος που θυσιάζει τα πάντα, καθώς και ο Μπραντ, για την πραγματοποίηση του ιδανικού του και που πεθαίνει κι αυτός μες στα χιόνια χωρίς να το πραγματοποιήσει, γεμίζει την ψυχή μας με μιαν άφατη θλίψη. Προσγειωμένος στην καθημερινή πραγματικότητα, χωρίς μεταφυσικό εργαλείο, έχοντας, σαν οικονομολόγος που είναι, ένα προσιτότερο ιδανικό από τον Μπραντ, ο τέως διευθυντής Τραπέζης Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν μας δίνει όλο τον καιρό να τον κρίνουμε σαν κάτι πολύ κοντινό μας και  πολύ πιο γνώριμο.
Έτσι νιώθουμε το πέσιμό του και την ήττα του σα μιαν απειλή που δεν είναι μακριά μας και που τον πόνο που μας προκαλεί δε μπορεί να τον αλαφρώσει ούτε η θαμπή ελπίδα πως “Deus est deus caritatis”.
Μα η διαφορά της συγκίνησης που μας προκαλούνε δυο φυσιογνωμίες πολύ συγγενικές στο βάθος τους, οφείλεται τάχα μόνο σε μια διαφορά αισθητικής τάξης, στο γεγονός πως ενώ ο Μπραντ είναι ηρωικός, αντίθετα ο Τζων Γαβριήλ είναι πολυανθρώπινος; Ασφαλώς όχι. Η διαφορά αυτή πιθανό να προσδιορίζει το είδος, όχι όμως και τη γνησιότητα της συγκίνησης που αυτή και μόνη ενδιαφέρει σ’ ένα έργο τέχνης. Η διαφορά αυτή οφείλεται… αλίμονο, σε μια διαφορά…χρόνου. Ο «Μπραντ» είναι το έργο μιας φλογερής νιότης που έχει ακόμα το μέλλον μπροστά της. Τα χιόνια που θα σκεπάσουν τον τάφο του φωτίζονται από ένα ζεστό καλοκαιρινό φως που ξεχύνεται άφθονο από την νέαν ακόμα ψυχή του ποιητή. Η νίκη είναι δύσκολη, βέβαια, ίσως ακόμα κι αμφίβολη αν όχι αδύνατη. Μα έχουμε ακόμα καιρό. Η νιότη μας δίνει εμπιστοσύνη. Αντίθετα ο «Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν» είναι το έργο ενός σκληρά δοκιμασμένου γήρατος. Το χιόνι που πέφτει αδιάκοπα ενόσω παίζεται το έργο και που θα σκεπάσει σε λίγο χωρίς οιχτιρμό τόσες γελασμένες ελπίδες και τόσα απραγματοποίητα όνειρα γίνεται ακόμα πιο παγερό από τη χειμωνιάτικη πνοή που ξεχύνεται από την ψυχή του ποιητή, που βλέποντας τώρα το τέλος να πλησιάζει, αναλογίζεται με πίκρα πως η ζωή, είτε σα δράση είτε σαν αγάπη, είτε σαν ασκητική διακονία την υπολάβει κανένας, αυτή και μόνη είναι το πιο πολύτιμο αγαθό της γης.
Ώστε πρόκειται για μια διαφορά «ψυχικού κλίματος». Αυτή προσδιορίζει κυρίως το είδος της αντίδρασης που γεννά μέσα μας η φυσιογνωμία του Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν συγκρινόμενη με τη συγγενική της φυσιογνωμία του Μπραντ. Γιατί επιτέλους το ηρωικό στοιχείο που κλείνει μέσα του ο Μπραντ δεν τον απογειώνει ολότελα από τη ζωή για να τον δούμε στο τέλος σαν ένα «υπερφυσικό τέρας» που μόνο στη σφαίρα της ποίησης και του συμβολισμού μπορεί να υπάρξει. Κάθε άλλο. Το δράμα του Μπραντ είναι το δράμα της ανθρώπινης συνείδησης και της ανθρώπινης θέλησης, ακριβώς καθώς είναι το δράμα του Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν, που είναι κι αυτός αναμφισβήτητα ηρωική φυσιογνωμία, φυσιογνωμία συμβολική από την άποψη της αντιπροσωπευτικότητας της αλήθειας που κλείνει μέσα του. Το ότι ο «Μπραντ» είναι έργο φανταστικό ή ποιητικό αν προτιμάτε, μόνον από την άποψη πως είναι γραμμένο σε στίχους έχει κάποια μορφολογική σημασία. Η ανθρώπινη όμως ουσία του είναι εξίσου ζωντανή κι αληθινή όσοι και του «Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν», που είναι, αντίθετα από τον «Μπραντ», έργο ρεαλιστικό και καθαρά ψυχολογικό.
Ο «Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν», που γράφτηκε το 1896 στη Χριστιανία,  είναι το προτελευταίο έργο του Ίψεν, αλλά και της τελευταίας γενικά «φάσης» της δημιουργικής σταδιοδρομίας του Νορβηγού δραματουργού.
Δυο χρόνια προτού γραφτεί ακόμα ο «Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν», το 1894, ο L. Bernardini βροντοφωνούσε: «Έχουμε την ακλόνητη πεποίθηση πως οι επερχόμενες γενιές θα μιλήσουνε για τον Ίψεν, καθώς μιλάμε σήμερα για το Δάντη, για το Σαίξπηρ και για το Γκαίτε» (L. Bernardini, La Litterature scandinave). Μ’ από την άλλη μεριά οι οπαδοί της poesie pure (καθαρής ποίησης) του αρνιόντουσαν κι αυτό ακόμα το δικαίωμα να εμφανίζεται σαν δραματικός ποιητής. Ο Μαίτερλιγκ και κανένας άλλος δεν έκανε γι’ αυτούς «καθαρή ποίηση» στο θέατρο. Άλλοι πάλι, οι περισσότεροι, κρίνοντας τις ιδέες του Ίψεν, έπαιρναν απέναντί του τη στάση που ταίριαζε στην πολιτική του καθενός ιδεολογία και στη δογματική του καθενός πίστη. Ωστόσο, και στο credo και στο accusation των θαυμαστών και των αρνητών του Ίψεν υπήρχε τόση σύγχυση και τόση αντινομία, ώστε με το δίκιο του ο Brandes συμπέραινε πως όσο ζωηρότερες κ’ εμπαθέστερες είναι οι συζητήσεις που προκαλεί η καταπληκτικά πολύεδρη δημιουργική φυσιογνωμία του Ίψεν, τόσο επιβλητικώτερο προβάλλει το δραματικό έργο του και τόσο πιο αδιαφιλονίκητη γίνεται η ποιητική αξία του.- 

Ο Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν, συνέλαβε στα νιάτα του μιαν μεγαλόπνευστη ιδέα: να υποτάξει στη θέληση και στην εξουσία του τις κρυμένες δυνάμεις της γης, μεταλλεία, νερά, θάλασσες για να εξασφαλίσει την ευτυχία των συνανθρώπων του. Γιος μεταλλουργού, άκουσε σαν ήταν παιδί, μες στα πηγάδια, βαθιά στα σπλάχνα της γης, τη μουσική του μετάλλου σαν το χτυπάνε οι βαριές, σα μια επίκληση λυτρωμού. Όλοι οι κρυμένοι θησαυροί της γης γυρεύανε να βγούνε στο φως και να υπηρετήσουν τον άνθρωπο. Κι ο Μπόρκμαν έκανε την ιδέαν αυτή μοναδικό της ζωής του σκοπό. Ένας φίλος του, ο δικηγόρος Χίνκελ, πολιτικά πανίσχυρος, μπορούσε να τον βοηθήσει… Μα για την εκδούλευση αυτή του ζήτησε ένα πολύ ακριβό αντάλλαγμα: να παραιτηθεί ο Τζων από την Έλλα Ρέντχαϊμ, μια νέα που την αγαπούσε με όλη τη δύναμη της ψυχής του, μα εκείνη την εποχή η δίψα της εξουσίας εσκίαζε κάθε άλλο αίσθημα και κάθε άλλη σκέψη μες την ψυχή του. Κι ο Τζων Γαβριήλ δέχτηκε. Δέχτηκε κι αντί για την Έλλα, παντρεύτηκε τη δίδυμη αδελφή της, Γκούνχιλδ Ρέντχαϊμ.
Όταν ο Τζων Γαβριήλ νόμισε κατάλληλη τη στιγμή, μη διαθέτοντας άλλο μέσο για να βάλει μπροστά τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του, πήρε μια τερατώδη απόφαση: να χρησιμοποιήσει κρυφά τις καταθέσεις και την περιουσία της Τραπέζης. Βέβαιος για την επιτυχία και τη νίκη του πίστευε επίσης πως ύστερ’ από λίγο όλοι θα παίρνανε πίσω, τις μετοχές και τις ομολογίες τους. Κι ακόμα κάτι παραπάνω: πως όλοι θα κέρδιζαν από τις μεγάλες επιχειρήσεις που θα δημιουργούσε. Ένα ακόμα βήμα και θα ’φτανε στο σκοπό του. Μα το βήμα δεν έγινε. Ο δικηγόρος Χίνκελ, που χολωμένος μαζί του, επειδή η Έλλα Ρέντχαϊμ τελικά  τον απόκρουσε, τον κατάδωσε στις αρχές. Έτσι η Τράπεζα χρεωκόπησε κι ο Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν δικάστηκε κι έμεινε τρία χρόνια προφυλακισμένος κι άλλα πέντε χρόνια φυλακή. Κατά περίεργο τρόπο διασώθηκε μόνο η περιουσία της Έλλα, που ανάλαβε να μεγαλώσει κοντά της, τον Έρχαρτ, τον γιο του Τζων και της αδελφής της Γκούνχιλδ. Ο Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν, μετά την αποφυλάκισή του, ντυμένος πάντα με τα μαύρα του και μιαν άσπρη γραβάτα, κλείστηκε θεληματικά για άλλα οχτώ χρόνια στη σάλα υποδοχής των Ρέντχαϊμ, στην κατοικία που τους είχε παραχωρήσει η Έλλα, πάνω από το δωμάτιο της γυναίκας του Γκούνχιλδ, όπου πηγαινοερχόταν ασταμάτητα σαν άρρωστος λύκος μες το κλουβί του. Περίμενε πάντα, βέβαιος για το δίκιο του, νάρθουν οι παλιοί του πολέμιοι, να πέσουνε στα γόνατα και να τον παρακαλέσουν ν’ αναλάβει ξανά τη διεύθυνση της Τραπέζης, να του ζητήσουν συγγνώμη και να τον αποκαταστήσουν.
Για τη γυναίκα του, την Γκούνχιλδ, είναι πια ένας νεκρός. Κι είναι νεκρός και για το γιο του, τον Έρχαρτ, που νέος φοιτητής πια, έχοντας επιστρέψει κοντά στη μητέρα του, δε νιώθει το δράμα του «φυλακισμένου λύκου» που τον έφερε στη ζωή. Δε νιώθει ούτε της ίδιας της μητέρας του το δράμα, που βλέπει στο πρόσωπό του τον εκδικητή του αντρός της, τον άνθρωπο που θα ξαναδώσει στο κηλιδωμένο όνομα των Μπόρκμαν την παλιά του αίγλη. Μόνο για την Έλλα Ρέντχαϊμ, την παλιά προδομένη του αγάπη, την ευγενικιά ψυχή, που τη θυσίασε στο βωμό της ακόρεστης φιλοδοξίας του, ο Μπόρκμαν δεν είναι νεκρός κι ας είναι τόσο μακριά του.
Έτσι πέρασαν οκτώ ολάκερα χρόνια ύστερ’ από την αποφυλάκιση του Μπόρκμαν. Όταν μια μέρα η Έλλα Ρέντχαϊμ έρχεται στο πατρικό της χτήμα που τόχε παραχωρήσει στους Μπόρκμαν… για ν’ ανοίξει η αυλαία του έργου. Έρχεται, γριά σχεδόν και πολύ άρρωστη, για να ζητήσει πάλι κοντά της τον Έρχαρντ Μπόρκμαν… Μα η Γκούνχιλδ δεν δέχεται. Θέλει, με όργανο το παιδί, να εκδικηθεί τον Μπόρκμαν και να ξεπλύνει το σπίτι και τ’ όνομά τους απ’ τη ντροπή του πατέρα του.
Ωστόσο, η Έλλα θέλει ακόμα να μιλήσει με τον «άρρωστο λύκο». Η ψυχή της είναι γεμάτη τρυφερότητα γι’ αυτόν που την πούλησε για να γίνει διευθυντής Τραπέζης κ’  υπουργός, που δεν έγινε. Και πηγαίνει κρυφά στο ερημητήριό του. Δύο άνθρωποι που αγαπήθηκαν έναν καιρό θάχαν ακόμα πολλά να πούνε ρίχνοντας τη ματιά τους στο παρελθόν. Όμως ΄Έλλα, δεν έχει πλέον καιρό. Ζητάει τη συγκατάθεση του Μπόρκμαν για να ξαναπάρει τον Έρχαρτ και σαν κάποια δικαίωση. Θυσίασε πολλά για το μεγαλείο του Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν. Ο Μπόρκμαν δέχεται αλλά η Γκούνχιλδ κρυφακούει κ’ έρχεται να σκορπίσει την παγωνιά της ψυχής της… Ο πόλεμος είναι τρομακτικός, όσο λίγο κι αν βαστάει…

Λέων Κούκουλας


Τα αποσπάσματα από την Τρίτη και Tέταρτη πράξη που καταχωρούνται, έρχονται να δώσουν τη συνέχεια καθώς και το ψυχολογικό στίγμα των χαρακτήρων, έτσι όπως είναι κι έτσι όπως τελικά διαμορφώνονται και καταλήγουν κάτω από τις συγκυρίες πράξεων και ζωής.
 



__________ 


Το θέατρο στην υπηρεσία της ανθρωπότητας, παγκόσμιο μήνυμα θεάτρου 2016

Η σημερινή συνάθροιση απεικονίζει στην πραγματικότητα την τεράστια δύναμη που έχει το θέατρο να κινητοποιεί τις κοινότητες και να γεφυρώνει τα χάσματα.
Έχετε ποτέ σκεφτεί το θέατρο σαν ένα δυνατό εργαλείο στην υπηρεσία της ειρήνης και της συμφιλίωσης; Όσο τα έθνη σπαταλούν κολοσσιαία χρηματικά ποσά για ειρηνευτικές αποστολές σε περιοχές βίαιων συγκρούσεων σε όλο τον κόσμο, ελάχιστη προσοχή θα δίνουμε στο θέατρο ως μια και μοναδική εναλλακτική λύση για την αλλαγή και τη διαχείριση των κρίσεων. Πώς μπορούν οι πολίτες της μητέρας γης να κατακτήσουν παγκόσμια ειρήνη όταν τα εργαλεία που χρησιμοποιούν προέρχονται από εξωτερικές και φαινομενικά κατασταλτικές δυνάμεις;
Το θέατρο διεισδύει με λεπτό τρόπο στην ανθρώπινη ψυχή που την κυριεύει ο φόβος και η καχυποψία αλλάζοντας την εικόνα που έχει κανείς για τον εαυτό του και ξεδιπλώνοντας για τον καθένα, και συνεπώς για την κοινότητα, έναν κόσμο δυνατοτήτων. Δίνει νόημα στις καθημερινές πραγματικότητες προλαβαίνοντας ένα αβέβαιο μέλλον. Εμπλέκεται με την πολιτική των ανθρώπινων καταστάσεων με τρόπο απλό και άμεσο. Επειδή είναι περιεκτικό, το θέατρο παρουσιάζεται ως μια εμπειρία ικανή να ξεπεράσει προηγούμενες παρανοήσεις.
Επιπλέον, το θέατρο αποτελεί αποδεδειγμένο μέσο για την έκφραση και την προώθηση συλλογικών ιδεών για τις οποίες όλοι είμαστε πρόθυμοι να πολεμήσουμε όταν καταπατούνται.
Προκειμένου να μπορούμε να προσδοκούμε ένα ειρηνικό μέλλον πρέπει να ξεκινήσουμε χρησιμοποιώντας ειρηνικά μέσα· μέσα που αναζητούν την κατανόηση, το σεβασμό και την αναγνώριση της συνεισφοράς κάθε ανθρώπου στην υπόθεση της συνεργασίας για την ειρήνη. Το θέατρο αποτελεί εκείνη την καθολική γλώσσα μέσω της οποίας μπορούμε να προωθήσουμε μηνύματα ειρήνης και συμφιλίωσης.
Με την ενεργή συμμετοχή το θέατρο ενώνει πολλούς ανθρώπους που είναι έτοιμοι να αποδομήσουν προηγούμενες αντιλήψεις και, με αυτόν τον τρόπο, δίνει στον καθένα ξεχωριστά την ευκαιρία να ξαναγεννηθεί προκειμένου να πάρει αποφάσεις βασισμένες στην γνώση και στην πραγματικότητα που αποκαλύπτεται εκ νέου μπροστά του. Για να ευημερήσει το θέατρο, ανάμεσα σε άλλες μορφές τέχνης, πρέπει να κάνουμε ένα τολμηρό βήμα προς τα μπρος και να το ενσωματώσουμε στην καθημερινή ζωή, η οποία αντιμετωπίζει κρίσιμα θέματα συγκρούσεων και ειρήνης.  
Αναζητώντας την κοινωνική αλλαγή και την αναδόμηση των κοινοτήτων, θα συναντήσουμε το θέατρο σε εμπόλεμες περιοχές και σε λαούς που πάσχουν από χρόνια φτώχεια ή ασθένειες. Ο αριθμός επιτυχημένων παραδειγμάτων ολοένα αυξάνεται· παραδείγματα στα οποία το θέατρο κινητοποιεί το κοινό για τη γνώση και για τη βοήθεια των τραυματιών μετά από τον πόλεμο.
Πολιτιστικές πλατφόρμες, όπως το Διεθνές Ινστιτούτο Θεάτρου, στοχεύουν στην εδραίωση της ειρήνης και της φιλίας μεταξύ των λαών και ήδη βρίσκονται σε εφαρμογή.
  Αποτελεί συνεπώς παρωδία να μένουμε σιωπηλοί σε καιρούς όπως οι δικοί μας, γνωρίζοντας την δύναμη του θεάτρου, και να αφήνουμε αυτούς που χειρίζονται όπλα και που εκτοξεύουν βόμβες να παίζουν το ρόλο των ειρηνοποιών του κόσμου. Πώς μπορούν τα εργαλεία της αποξένωσης να αποκτούν διπλό ρόλο ως όργανα ειρήνης και συμφιλίωσης;
Σας προκαλώ αυτήν την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου να σκεφτείτε αυτήν την προοπτική και να εφαρμόσετε το θέατρο ως καθολικό εργαλείο, διαλόγου, κοινωνικής μεταμόρφωσης και αλλαγής.
Μπορεί τα Ηνωμένα Έθνη να δαπανούν κολοσσιαία χρηματικά ποσά σε ειρηνευτικές αποστολές σε όλον τον κόσμο με τη χρήση των όπλων, όμως το θέατρο είναι αυθόρμητο, ανθρώπινο, λιγότερο δαπανηρό και μια εναλλακτική λύση κατά πολύ περισσότερο δυνατή.
Μπορεί να μην είναι η μόνη απάντηση που θα φέρει την ειρήνη, ωστόσο το θέατρο θα μπορούσε να αποτελέσει ουσιαστικό εργαλείο στις ειρηνευτικές αποστολές.

Jessica Kaahwa, Τζέσικα Κααχούα,  Ουγκάντα