Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΤΙΧΟΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΤΙΧΟΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η ΕΙΡΗΝΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ, ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΤΙΧΟΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 6:15 μ.μ.

0



Η Ειρήνη (θεατρικό αφήγημα του Τζ. Σάντον), απόσπασμα.
 
Δία, άφησε κάτω τη σκούπα σου. Μην ερημώνεις την Ελλάδα με τόσο σκληρό τρόπο. Εξαφανίζεις όλες τις πολιτείες μας. Είμαστε τόσο δυστυχισμένοι! Αθηναίοι, Λακεδαιμόνιοι, Βοιωτοί, Κορίνθιοι, Ηλείοι, Μεγαρείς ρίχνονται ο ένας πάνω στον άλλο, κι αυτό οι άνθρωποι το λένε ζωή!.. Ωραία ζωή! Αν μπορούσε να προβλέψει κανείς ένα τέλος άξιο για τα τόσα δεινά σ' αυτή τη θλιβερή ιστορία, θα συλλογιζόταν: "Τόσο το χειρότερο! Ας περιμένουμε το τέλος". Μα δεν υπάρχει τέλος. Κι ο καθένας φωνάζει: "Ακόμα!". Επειδή απομένουν μερικά βάζα ανέπαφα ακόμα μέσα στο σπίτι, νομίζει κανείς ότι μπορεί να τα σφενδονίσει ο ένας στο πρόσωπο του άλλου. Μα ο ουρανός είναι λοιπόν αδειανός; Δεν υπάρχει κανείς εκεί ψηλά; Ε, θεοί! θεοί! Δεν ακούτε;... Αν πήγαινα να ρίξω μια ματιά. Έτσι κι έτσι η ζωή εδώ στη γη δεν είναι καθόλου ευχάριστη... Το αποφάσισα: Θα πάω εκεί πάνω. Θα μιλήσω όπως πρέπει στο Δία. Θα του πω: "Μεγάλε θεέ, λογικέψου. Αν εσύ δε λογικευτείς, πώς θα μπορέσουμε εμείς να λογικευτούμε; Έχεις σκοπό να ερημώσεις τη Γη;... Προτιμώ και την πανούκλα ακόμα από τον πόλεμο, γιατί την πανούκλα δεν μπορεί να την καταπολεμήσει κανείς... Τον πόλεμος όμως; 
Ο Τρυγαίος, ένας αμπελουργός, περπατάει εδώ κι εκεί μέσα στο σπίτι του με απελπισία. Ο πόλεμος που ερημώνει την Αθήνα και τη Σπάρτη προκαλεί αποστροφή στην ψυχή του καλού αυτού ανθρώπου... Πρέπει να πάρει μιαν απόφαση. Κι έγινε αυτό: Θα πάει να συναντήσει τους θεούς. Για να μην τσακιστεί όμως από την κούραση διασχίζοντας τους ουρανούς, θα έπρεπε να είχε φτερά όπως τα πουλιά.
Το ευτύχημα είναι ότι έχει κανείς πολλά να ωφεληθεί από τα μαθήματα των ποιητών. Αυτές οι χαριτωμένες ιστορίες που διηγούνται είναι πολύ διδακτικές γι' αυτούς που έχουν την περιέργεια να τις διαβάσουν. Κι ο Τρυγαίος ο αμπελουργός αποφάσισε να διαβάσει τον Αίσωπο και τους μύθους του. Ένας απ' αυτούς "Ο αετός και ο σκαραβαίος"  του έφερε μια φαεινή έμπνευση. 
- Ο σκαραβαίος έχει πάει στον Δία, είπε. Θα ήταν ένα παιχνίδι γι' αυτόν να ξαναπάει...
Ο Τρυγαίος δεν άργησε να βρει αυτό που ζητούσε, κ' ύστερα από λίγο έφερε θριαμβευτικά στο σπίτι έναν τεράστιο σκαραβαίο...Έχει πάρει την απόφασή του, κι ένα ωραίο πρωί...αφού έβαλε στερεά χαλινάρια στο σκαραβαίο, τον άφησε να πετάξει στον ουρανό.
Κι όσο ο Τρυγαίος υψωνόταν στον ουρανό τόσο περισσότερο ανυπομονούσε να φτάσει στο Δία, να τον πείσει ότι χτυπούσε πολύ σκληρά τη μικρή γη... Έλεγε ότι θα μιλήσει με ευφράδεια στο Θεό και θα προσπαθήσει να του δείξει ότι η ανθρώπινη κακία είναι εκδήλωση μωρίας κυρίως κι ότι ο Δίας θα έπρεπε να διαφωτίσει τα πλάσματά του χωρίς να τα βασανίζει.
Μα όταν ο αμπελουργός έφτασε στην περιοχή των θεών, δοκίμασε μεγάλη απογοήτευση... Με όλο τον θόρυβο που έκανε ο σκαραβαίος και τινάζοντας τα μεταλλικά χαλινάρια του, κανείς δεν παρουσιαζόταν. 
- Κανείς δεν είναι εδώ; ρωτούσε ο αμπελουργός. Τέλος αναστέναξε με ανακούφιση: Ο Ερμής, ο αγγελιαφόρος του Δία,...ήταν καθισμένοςος στο μαγειρείο και χασμουριόταν νυσταγμένος. 
- Ποιος είσαι εσύ και τι θέλεις εδώ; ρώτησε τον Τρυγαίο με απότομο ύφος. Άφησέ με να κοιμηθώ.
΄- Όλοι οι θεοί λείπουν: είπε ο Τρυγαίος. Γι' αυτό λοιπόν φωνάζω τόσες μέρες χωρίς να παίρνω καμιάν απάντηση!
- Δεν είσαι ο μόνος που φωνάζεις, είπε ο Ερμής που σκούπιζε εκείνη την ώρα ένα σωρό πιάτα και μαχαιροπήρουνα.
-Και γιατί αυτό; ρώτησε ο Τρυγαίος.
- Με ρωτάς γιατί; Φαντάζεσαι ότι το θέαμα που παρουσιάζει η Γη είναι ευχάριστο; Όλα αυτά τα λυσσασμένα μυρμήγκια βάλθηκαν α καταστραφούν...Πουφ! Δεν υπάρχει πια ένα ανθισμένο λιβάδι, δεν ακούγεται πια κανένα χαρούμενο τραγούδι την ώρα του τρυγητού, δεν υπάρχουν ερωτικά αγκαλιάσματα και φιλιά που να τα βλέπει και να χαίρεται η ωραία Εκάτη, κρυμμένη πίσω από τα δέντρα. Δεν υπάρχουν πια παρά κραυγές και κλαγγές όπλων...
- Ώστε οι θεοί μετακόμισαν από εδώ! είπε ο Τρυγαίος...Όλοι οι κόποι μου πήγαν χαμένοι... Ήθελα να παρακαλέσω το Δία να μας δώσει την Ειρήνη.
-Την Ειρήνη; θ' αργήσετε να την αποκτήσετε δυστυχισμένοι άνθρωποι....
-Γιατί αυτό;
- Γιατί ο Πόλεμος την έχει φυλακισμένη κι αλυσοδεμένη γερά...Σε βεβαιώνω ότι η Ειρήνη βρίσκεται μέσα σε μια βαθιά σπηλιά, αυτήν που βλέπεις εκεί κάτω κ' είναι φραγμένη από ένα σωρό πελώριες πέτρες... Μα σώπα! Τώρα πρέπει να χωριστούμε,  Άνθρωπε. Ακούω τον Πόλεμο και το γουδί του.
-Το γουδί του;
- Ναι, έχει πάρει ένα πελώριο γουδί.Έχει σκοπό να κοπανίσει μέσα σ' αυτό διάφορες πολιτείες! να, Άκουσέ το.
- Χα! Χα! Γελάει σαρκαστικά ο Πόλεμος, που η διαπεραστική φωνή του ακούγεται στο βάθος του σπιτιού. Είναι η σειρά σας σήμερα Μέγαρα και η δική σου Σικελία. Θα σας κοπανίσω τόσο καλά που θα σας κάνω τρίψαλα! Εμπρός, έλα Μάχη!
- Ποια είναι αυτή "Μάχη", ρώτησε ο Τρυγαίος τον Ερμή.
- Είναι η υπηρέτριά του, είπε ο Ερμής.
- Φέρε μου ένα χοντρό γουδοχέρι, Μάχη, πρόσταξε ο Πόλεμος την υπηρέτριά του.
- Δεν βρίσκω κανένα, Αφέντη μου.
- Υπάρχουν και στην Αθήνα γουδοχέρια ή στη Σπάρτη. Σε μια από τις δύο αυτές πόλεις θα βρεις χωρίς άλλο ένα καλό γουδοχέρι όπως ήταν για τους Αθηναίους ο Κλέωνας.
- Έχει δίκιο ο Πόλεμος, ψιθύρισε ανατριχιάζοντας ο Τρυγαίος στον Ερμή. Αυτός ο Κλέωνας μας σφυροκόπησε πραγματικά με την επιμονή του να κάνουμε πόλεμο! Για το καλό της Αθήνας δεν υπάρχουν πια άλλα πρόσωπα αυτού του είδους. Είναι ευτύχημα ότι πέθανε αυτός, ειδάλλως θα μας είχε πολτοποιήσει όλους. Μα τι λέει η "Μάχη";
- Λέει, είπε ψιθυριστά ο Ερμής, ότι δεν υπάρχει πια γουδοχέρι ούτε στη Σπάρτη.
Ο Τρυγαίος αναστέναξε με βαθύτατη ικανοποίηση. Με το δάχτυλο στα χείλη είχε βάλει αφτί για ν' ακούσει. Ο Πόλεμος μουρμούριζε ότι θα κάνει ο ίδιος ένα γουδόχερο. Και πήγε με τη δραστήρια υπηρέτριά του σε μια γωνιά του Ολύμπου, όπου μάζεψε ένα σωρό όπλα και σκεύη.
- Δεν πρέπει να χάνουμε ούτε στιγμή, είπε ο Τρυγαίος. Αν μείνουμε με σταυρωμένα χέρια όλες οι πόλεις της Ελλάδας θα έχουν γίνει στάχτη αύριο. Αλίμονο στη Γη, αλίμονο στους Έλληνες όλων των βασιλείων. Έλα εδώ! Ό,τι μπορεί να γίνει θα γίνει αυτή τη στιγμή ή ποτέ. Πρέπει να βγάλουμε από τη σπηλιά την Ειρήνη. Ας αφήσουμε κατά μέρος κάθε διαμάχη κι ας ενωθούμε! Εμπρός αγρότες, εργάτες, τεχνίτες, έμποροι, τρέξετε! Πάρτε τα φτυάρια σας, τους λοστούς σας και τα σχοινιά σας κι ελάτε, μα σιγά σιγά να μην προκαλέσετε την προσοχή και τη μανία του τέρατος.
Στη φωνή του αμπελουργού όλη Ελλάδα σηκώθηκε στο πόδι. Σκαρφαλώνει στις κορυφές και στα σύννεφα κι όλα της τα παιδιά βάζουν τα δυνατά τους να σηκώσουν τις βαριές πελώριες πέτρες μπροστά από τη σπηλιά όπου είναι φυλακισμένη η Ειρήνη. Είναι τόσο χαρούμενοι που χοροπηδούν ακατάπαυστα κι ο Τρυγαίος δυσκολεύεται πολύ να τους καθησυχάσει.
- Για τ' όνομα των Θεών, λέει ο Τρυγαίος. Αφήστε τα χοροπηδήματα και τα γέλια. Έχουμε δουλειά ακόμα. Δεν τελείωσαν τα βάσανά μας...
- Μα έχετε πραγματικά σκοπό να βγάλετε την Ειρήνη από τη σπηλιά; ρώτησε ο Ερμής, καθώς προχωρούσε συνοφρυωμένος ανάμεσα στο πλήθος. Γιατί έχω διαταγή από το Δία να εμποδίσω την αποφυλάκισή της.
- Σε ικετεύω, Ερμή, είπε ο αμπελουργός, δεν μπορείς να γίνεις κατάσκοπος των ανθρώπων. Θα προσφέρουμε σε σένα όσες θυσίες θέλεις. Άλλωστε εσύ δεν είσαι ο θεός που προστατεύει τους κλέφτες; Παίρνοντας την Ειρήνη από τη σπηλιά της, δεν είμαστε οι τολμηρότεροι κλέφτες του κόσμου; Σε τιμούμε λοιπόν με ιδιαίτερο τρόπο, και δεν είναι σωστό να ζητάς το κακό μας. 
Ο Ερμής, φέρνει στην αρχή κάποιες αντιρρήσεις, μα στο τέλος υποχωρεί και φτάνει μάλιστα σε τέτοιο σημείο συνενοχής, ώστε προσφέρει χοές για να ευοδωθεί η προσπάθεια των ανθρώπων.
Ο Τρυγαίος τοποθέτησε χοντρά σχοινιά κάτω από τις πελώριες πέτρες κι όλοι μαζεύονται εκεί για να τις τραβήξουν...
-Εμπρός, όλοι μαζί, όλοι μαζί... πιο δυνατά, ακόμα πιο δυνατά φωνάζει ο Τρυγαίος. 
Ο Ερμής, συγκινημένος από την καλή θέληση των περισσότερων ανθρώπων, ενώνει τις προσπάθειες του με τις δικές τους.
- Ακόμα λίγο και τελειώσαμε. Κουράγιο παιδιά!
Το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς το έκαναν οι αγρότες. Αγαπούσαν τόσο πολύ την Ειρήνη, που προσφέρει σ' αυτούς την ωραία, χρυσή συγκομιδή! Ο πόλεμος ήταν γι' αυτούς διπλή μάστιγα, που αφάνιζε όχι τη ζωή τους μονάχα, μα και τη βαθιά ζωή του εδάφους.
Τελικά, μια τελευταία προσπάθεια από όλους μετατόπισε τους φοβερούς πέτρινους όγκους, και η Ειρήνη, η θεία και γελαστή Ειρήνη, με το λευκό της φόρεμα και τα χέρια της φορτωμένα με φοινικόκλαδα, βγήκε από τη σπηλιά. Κοντά της στέκονται δυο ωραίες θεές, η Θεά της συγκομιδής Οπώρα και η Θεά των εορτών Θεωρία.
- Τι ωραίες που είναι! είπε με θαυμασμό ο Τρυγαίος. Ειρήνη, πόσο καιρό σε περίμενα! Αν όλος ο κόσμος είχε σκεφθεί όπως εγώ... Μα ας είναι. Ας μη μιλήσω καλύτερα. Οι ευτυχισμένοι δεν κακολογούν. Χαίρε Θεωρία κι εσύ Οπώρα. Πόσο απαλή και γλυκιά είναι η ανάσα σας! Έχετε την μυρωδιά του λουλουδιού και της εκεχειρίας μαζί, που κάνει τρελό από τη χαρά του έναν τίμιο αμπελουργό.
- Α, ναι, είπε ο Ερμής, έχουν το άρωμα όλων των καλών και τερπνών πραγμάτων, δεν έχουν τίποτε από τη μυρωδιά του γυλιού του στρατιώτη. Μα κοίταξε τώρα, Τρυγαίε, με πόση χαρά συζητούν μεταξύ τους οι πόλεις της Ελλάδας, συμφιλιωμένες. 
- Τα μάτια τους ωστόσο είναι πρησμένα, είπε ο Τρυγαίος, και τα σώματά τους γεμάτα πληγές. Θα χρειαστεί να περάσει καιρός για να μπορέσουνε να συνέλθουνε από όλα αυτά. Δε λέω ότι ανάμεσά στα γέλια και στα χαμόγελα δεν υπάρχει πότε πότε και κάποια γκριμάτσα ή κάποιος αναστεναγμός. Όσοι κατασκευάζουν σπαθιά, δόρατα και λοφία έχουν κατεβασμένα τα μούτρα τους.
Ακούτε φίλοι: πηγαίνετε τώρα στα σπίτια σας και ξαναρχίστε τις δουλειές σας, αφού ευχαριστήσετε τη θεά που σας επιτρέπει να κάνετε αυτό το πράγμα. Όσοι κατασκευάζουν κασμάδες και δρεπάνια ήρθε η σειρά τους τώρα να πλουτίσουν κι αυτοί. Όσα εργαλεία κι αν έχουμε ποτέ δε φτάνουν για να σηκώσουμε, ν' αερίσουμε αυτή τη γη που έχει πατηθεί τόσο βαριά από τα πόδια των στρατιωτών. Ω πόσο γλυκό είναι το άρωμα της βιολέτας κοντά στα πηγάδια, πόσο γλυκιά η στρογγυλή λάμψη της ελιάς μες στη χλόη! Ω το γλυκό κρασί, τα σύκα, τα μύρτα, το βέλασμα των προβάτων! Όλες οι χαρές των αγρών μας νάτες, γύρισαν πίσω πάλι. Ειρήνη, γλυκιά μας Ειρήνη!..
- Στο καλό, είπε ο Ερμής χαμογελώντας. Και προσπαθήστε να μη βρεθείτε πάλι στην ανάγκη να έρθετε πάλι εδώ. Τα πράγματα μπορεί να μην είναι τότε και τόσο ευνοϊκά για σας. Τι ζητάς Τρυγαίε;
- Το σκαραβαίο μου.
- Θα χρειαστεί να τον αφήσεις. Από δώ και πέρα θα είναι δεμένος στο άρμα του Δία. Για να κατέβεις πάλι στη γη, δεν έχεις παρά να πάρεις θέση κοντά στις θεές, σ' αυτή τη νεφέλη. Καλό ταξίδι.
............................................................................................................

(Το έργο αυτό του Αριστοφάνη, παιδιά - που ο κ. Σάντον το παρουσίασε με τον δικό του τρόπο - δεν τελειώνει εδώ. Ο Τρυγαίος - που νυμφεύεται την Οπώρα - και όλοι οι υπόλοιποι, ασχολούνται πλέον, ευτυχισμένοι, με τα ειρηνικά τους έργα. Οι αγρότες με τη γη, οι τεχνίτες με τα αγάλματα και τα έργα τέχνης, οι ψαράδες με τη θάλασσα, οι ποιητές με την ποίηση που ομορφαίνει τόσο τη ζωή, ο καθένας με ό,τι αγαπάει και του δίνει ευτυχία και χαρά. Όμως, υπάρχουν πάντα και όσοι ενδιαφέρονται να ξαναφέρουν τον πόλεμο και την καταστροφή. Αυτοί, πονηρά, μαθαίνουν στα παιδιά - με τραγούδια και άλλα - να τον θέλουν και να τον υμνούν. Μη τους ακούτε και μη βάζετε στις καρδιές σας τέτοιες επιθυμίες. Με τον πόλεμο οι ζωές χάνονται,τα παιδιά θρηνούν τους γονείς και οι γονείς τα παιδιά τους, η γη καταστρέφεται, οι όμορφες ειρηνικές επιθυμίες δεν πραγματοποιούνται, οι άνθρωποι πεινούν και δεν έχουν δουλειές, οι λαοί δεν είναι φίλοι μεταξύ τους και αυτό είναι πολύ κακό γιατί φέρνει και άλλους πολέμους, και τόσα άλλα. Να τραγουδάτε και να προσπαθείτε πάντα μόνο για την Ειρήνη, τη φιλία, τη χαρά, την ευτυχία, την αγάπη, την ομορφιά και τη σωτηρία της φύσης και του ανθρώπου, βάζοντας γαλήνη μέσα του και μέσα σας).





ΤΕΣΣΕΡΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΠ' ΤΗΝ ΙΑΠΩΝΙΑ / Τ' ΑΓΡΙΑ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΑ, ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΤΙΧΟΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 5:09 μ.μ.

0


Ο κόρακας

Γιατί φωνάζει ο κόρακας                στο βουνό πάνω;
Εφτά 'χει κορακόπουλα                 που τα λατρεύει.
Είναι όμορφα, πολύ όμορφα,          κρώζει και κρώζει.
Πηγαίνετε, πηγαίνετε                     στο βουνό πάνω
και μέσα στην παλιά φωλιά              θα δείτε τότε
εφτά στρογγυλομάτικα                μωρά, μωράκια,
τα εφτά μου κορακόπουλα              που τα λατρεύω!

*

Τα κοριτσάκια

Απ' το χέρι κρατημένα,
στον αγροτικό το δρόμο,
σαν πηγαίνουν, τοσοδούλια 
μοιάζουμε πουλιά:

το τραγούδι τους ως λένε
κάνουν και τα τσόκαρά τους 
να λαλούν, τα τσόκαρά τους 
τα καλλίφωνα. 

κι όπως πάνε, κόβουν άνθη
να στολίσουν τα μαλλιά τους,
τοσοδούλια κουνελάκια
μοιάζουνε, θαρρείς.

και, ή χορεύουν ή πηδάνε,
κάνουν και τα τσόκαρά τους
να λαλούν, τα τσόκαρά τους 
τα καλλίφωνα.

*

Το άνθος της πορτοκαλιάς

Τον καιρό που περνούνε οι αύρες του νότου
το άρωμά του διαχύνει το πορτοκαλάνθι,

και τη νύχτα που ανοίγει το πορτοκαλάνθι,
κάτασπρο φαίνεται τ' Ουρανού το Ποτάμι.

Τρία άστρα, τέσσερα άστρα, δώδεκα άστρα...
Άστρα μετρώντας, νύσταξα δίχως να θέλω:

Και δίχως να το θέλω γλυκός ήρθεν ο ύπνος
κι ακίνητον ως το πρωί με κράτησε ο ύπνος...

Τον καιρό που περνούνε οι αύρες του νότου,
το άρωμά του διαχύνει το πορτοκαλάνθι...

*

Ο σπουργίτης

Σ' ένα κλαδάκι σφενταμιού
σπουργίτης
με φουσκωμένο πούπουλο
τρέμει όλος.

Γιατί τρέμεις ολόκληρος
σπουργίτι;
Θυμός μεγάλος μ' έπιασε
και τρέμω.

Γιατί, σπουργίτι, θύμωσες
και τρέμεις;
Δεν ξέρω γιατί θύμωσα 
και τρέμω.
*

Τ' άγρια χρυσάνθεμα, ιαπωνικό τραγούδι

Η ΣΑΜΠΙΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ, ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΤΙΧΟΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 9:37 μ.μ.

0


Η Σαμπίνα και οι λέξεις

Η μία μετά την άλλη κατακεραύνωναν τη Σαμπίνα όλες εκείνες οι άγνωστες λέξεις που άκουγε στα ισπανικά. Προσπαθούσε, αλλά της ήταν αδύνατο να καταλάβει όσα έγραφε εκείνο το "όμορφο βιβλίο", που με τόση συγκίνηση είχε διαλέξει η δασκάλα να τους διαβάσει. Και όμως, τα σπινθηροβόλα μάτια της δασκάλας λαμπύριζαν τόσο έντονα, λες και για πρώτη φορά ανακάλυπτε μία μία τις λέξεις του βιβλίου, που διάβαζε στα παιδιά.
Για τη Σαμπίνα, όμως, οι λέξεις αυτές δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ήχους κενούς. Τίποτα δεν είχαν να της πουν. Μπορούσε να πιάσει μερικές όπως: μαλλιά, χρυσό, γύπας, άντρας, βοσκοπούλα. Αλλά η ιστορία του βιβλίου παρέμενε για κείνη κρυμμένη στο χαρτί.
Η Σαμπίνα φοβόταν. Ένιωθε σαν ένα τριζόνι να είχε φωλιάσει κάτω από το στήθος της. Φοβόταν μήπως η δασκάλα τη ρωτήσει κάτι σχετικά με την ιστορία που τους διάβαζε. Ύστερα, κάτι συνέβη. Σαν κάποιος να την κάλεσε από ένα μέρος μακρινό και μυστηριώδες. Ήταν η στιγμή που η δασκάλα άφησε το βιβλίο, που μέχρι τότε διάβαζε στα παιδιά, και στα χέρια της έπιασε ένα άλλο. Οι λέξεις του δεύτερου βιβλίου ήταν γραμμένες στη γλώσσα των Κέτσουα. Αυτήν τη φορά η Σαμπίνα παρατήρησε τα σπινθηροβόλα μαύρα μάτια της δασκάλας και αμέσως μπόρεσε, πιο εύκολα από ποτέ, να διακρίνει πως βουτούσαν τις λέξεις μια μια και έπλεκαν μ' αυτές ολόκληρη ιστορία, μια ιστορία που ξεκάθαρα πια, μιλούσε για κάποιο γύπα που είχε απαγάγει μια χρυσόμαλλη βοσκοπούλα.
Όλα τα παιδιά της τάξης, σαν να ήταν μαγεμένα, δεν έβγαζαν άχνα. Είχαν χαθεί μέσα στην ιστορία. Προσπαθούσαν να καταλάβουν πώς ο νεαρός βοσκός κατάφερνε κάθε μέρα να παίρνει από μια τρίχα της χρυσόμαλλης βοσκοπούλας και πώς ο γύπας το καταλάβαινε, μετρώντας καθημερινά μία μία τις τρίχες του κεφαλιού της.
Μόλις η ιστορία τελείωσε, τα παιδιά - για πρώτη φορά - ζήτησαν από τη δασκάλα τους να τους διαβάσει άλλη μία. Η Σαμπίνα ήθελε να δει το βιβλίο, να το αγγίξει, να το χαϊδέψει, να το μυρίσει. Ο βοσκός ήταν πολύ λιγότερο όμορφος στις εικόνες του βιβλίου από ό,τι στη φαντασία της. Ωστόσο η Σαμπίνα ήθελε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο να δει με τι έμοιαζαν οι λέξεις αυτού του βιβλίου, έτσι που ήταν γραμμένες στη γλώσσα των Κέτσουα. Στο βάθος της καρδιάς της, το ίδιο τριζόνι με πριν - όλο χαρά αυτή τη φορά - ήθελε να φωνάξει.
Τη νύχτα, κι ενώ στριφογύριζε ολομόναχη στο κρεβάτι της, η Σαμπίνα ένιωσε να την επισκέπτεται το ίδιο τριζόνι. Τώρα ήθελε να τραγουδήσει. Μια ανατριχίλα την διαπέρασε από την κορφή μέχρι τα νύχια. Τώρα το τριζόνι ήθελε να τραγουδήσει με όση δύναμη είχε και δεν είχε. Και όλα αυτά είχαν συμβεί εξαιτίας της γλώσσας των Κέτσουα, της γλώσσας των προγόνων της, της γλώσσας των γεροντότερων της πόλης όπου ζούσε. Τώρα πια η Σαμπίνα ήξερε πάρα πολύ καλά πως όμορφες ιστορίες μπορούσαν να γραφτούν ακόμα και στη γλώσσα των Κέτσουα. 
Με το κεφάλι της γυρτό στο μαξιλάρι, ταξίδεψε σε όλες εκείνες τις ιστορίες που είχε ακούσει από τους παππούδες και τις γιαγιάδες της. Ήταν τόσο πολλές! Με τα μάτια της φαντασίας της μπορούσε να τις δει να ξετυλίγονται μπροστά της μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου γραμμένου στη γλώσσα των Κέτσουα. Μπορούσε να δει την πολύχρωμη εικονογράφησή του και τα ωραιότερα τοπία της πόλης που έμενε να απλώνονται γύρω της σε φύλλα χαρτιού. Τότε, ένιωσε το τριζόνι της χαράς να αναπηδά και πάλι μέσα στο στήθος της.
Μετά αποφάσισε κάτι πολύ σημαντικό και προσωπικό μαζί. Αποφάσισε να χτίσει με λόγια, εντελώς μόνη της, όλες αυτές τις μοναδικές και έξοχες σκέψεις, που περνούσαν από το μυαλό της, και να τις κάνει ιστορίες που θα τις αφηγούνταν τα παιδιά στη γλώσσα των Κέτσουα. Κράτησε το μυστικό της και δεν το μοιράστηκε με κανέναν, ακόμα και τις στιγμές εκείνες που ένιωθε πως το τριζόνι που έκρυβε βαθιά μέσα της ανυπομονούσε να φτερουγίσει και να ψελλίσει λέξεις εδώ κι εκεί. Αυτό θα ήταν το μεγάλο της μυστικό!
Έψαξε να βρει ένα παλιό τετράδιο, στο οποίο θα μπορούσε και να σχεδιάζει. Έκοψε όσες σελίδες της χρειάζονταν και αποφάσισε πως αυτό θα γινόταν το πρώτο της βιβλίο στη γλώσσα των Κέτσουα. Έγραψε τον τίτλο του βιβλίου της με χοντρό κόκκινο μαρκαδόρο. Γύρω από τις λέξεις του τίτλου σχεδίασε μικρά, χαρούμενα λουλουδάκια σε διάφορα μεγέθη. Στο κάτω αριστερό μέρες της σελίδας σχεδίασε ένα τετράγωνο. Έγραψε την πρώτη της πρόταση. Ύστερα από λίγο άρχισε να σχεδιάζει ένα κουνέλι, που έτρεχε να βρει την αιώνια εχθρό του, την αλεπού. Η Σαμπίνα ήταν περισσότερο βυθισμένη και χαμένη στις σκέψεις της από ποτέ. Ήταν λες και οι σελίδες αυτού του παλιού τετραδίου είχαν πάρει σάρκα και οστά, και μαζί μ' αυτές ο λαγός και η αλεπού. Βρίσκονταν όλοι οι ήρωες  της ιστορίας εκεί μπροστά της, ζωντανοί μόνο και μόνο επειδή εκείνη τους είχε φέρει στη ζωή.
Κάθε νύχτα, στο κρεβάτι της, σε κάποιο απόκρυφο μέρος του μυαλού της, συναντούσε τις σελίδες που έλειπαν, για να ολοκληρωθεί το βιβλίο της. Κάθε νύχτα που περνούσε οι σελίδες του γίνονταν ακόμα πιο πολύχρωμες και πιο όμορφες.
Έπειτα από λίγες μέρες, η Σαμπίνα έβαλε το παλιό τετράδιο με την ιστορία μέσα στη σχολική τσάντα της. Στιγμή δε σταμάτησε να παλεύει με το φόβο, που φώλιαζε βαθιά στην καρδιά της. Ήταν λες και το τριζόνι που έκρυβε μέσα της είχε πολλαπλασιαστεί, λες και τώρα εκατοντάδες τριζόνια τραγουδούσαν μαζί. Ήθελε περισσότερο από ποτέ να πλησιάσει τη δασκάλα της, αλλά και κάτι την τραβούσε πίσω. Ξαφνικά η Σαμπίνα αποφάσισε ν' αφήσει της ιστορία της πάνω στην έδρα και μια φωνούλα, που μονάχα ο Θεός ξέρει από πού ακούστηκε, είπε: "Κυρία, εγώ έχω γράψει αυτό το μκρό βιβλίο".
Το χαρούμενο βλέμμα της δασκάλας στράφηκε προς το μέρος της, ενώ την ίδια στιγμή τα ζωηρά, μαύρα μάτια της άρχισαν να ρουφούν μια μια τις λέξεις τις ιστορίας, που είχε γράψει η Σαμπίνα.
Έτρεμε ολόκληρη, ταυτόχρονα τα εκατοντάδες τριζόνια που είχαν μαζευτεί βαθιά μέσα στην καρδιά της, τερέτιζαν αδιάκοπα. 
Σε λίγο ακούστηκε η φωνή της δασκάλας: "Παιδιά, σας έχω μια έκπληξη. Σαμπίνα κάτσε στη θέση σου!"
Οι λέξεις διαδέχονταν η μία την άλλη.  Ήταν όλες λέξεις από τη γλώσσα των Κέτσουα. 
Η φασαρία, που μέχρι πριν από λίγο επικρατούσε στην τάξη, είχε μετατραπεί σε απόλυτη σιωπή. Οι λέξεις των προγόνων τους έμοιαζαν να τους τυλίγουν.
Μετά το τέλος της ιστορίας, όλοι οι μαθητές ήθελαν να μυρίσουν και ν' αγγίξουν το βιβλίο της Σαμπίνας.
Εκείνη τη νύχτα, η Σαμπίνα ονειρεύτηκε ότι ένα γέρικο, σοφό τριζόνι ξεπήδησε από την καρδιά της και της είπε πως έπρεπε να βάλει στόχο στη ζωή της να γεμίσει τα σπίτια των παιδιών με ιστορίες και βιβλία.
Μέχρι το τέλος του χρόνου, η Σαμπίνα είχε γράψει δεκάδες ιστορίες και βιβλία, όλα γραμμένα στη γλώσσα των Κέτσουα, ένα για κάθε συμμαθητή της. Μόνο για τη δασκάλα της με τα μαύρα, χαρούμενα μάτια, έγραψε το πρώτο της βιβλίο στα ισπανικά.

Γκάμπι Βαγιέχο Κανέδο, απ' τη Βολιβία



____

Η Κέτσουα είναι μια πολύ παλιά γλώσσα που πιστεύεται ότι προήλθε από την περιοχή του σημερινού Περού γύρω στο 2.600 π.Χ. και εξαπλώθηκε σταδιακά σε μεγάλο τμήμα της Νοτίου Αμερικής. Ήταν η γλώσσα της Αυτοκρατορίας των Ίνκα. Την εποχή της ισπανικής κατάκτησης ομιλούνταν σε όλη των ευρύτερη περιοχή των Άνδεων. Παρά την εξάπλωση της Ισπανικής γλώσσας σήμερα η Κέτσουα παραμένει επίσημη γλώσσα στο Περού και στη Βολιβία. Πριν την άφιξη των Ισπανών και την εισαγωγή του λατινικού αλφαβήτου η Κέτσουα δεν είχε σύστημα γραφής - ήταν μια προφορική γλώσσα.

ΣΥΜΒΑΝΤΑ.../ Η ΝΕΑ ΦΟΡΕΣΙΑ / ALIZA SADIKOVA, ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΤΙΧΟΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 9:03 μ.μ.

0

 (Ο Εδουάρδος Ληρ)


Συμβάντα από τον βίον του θείου μου Άρη

Ω! Το γερο-θειο μου Άρη!
Που καθόταν στο κριθάρι
σ' ένα σύδεντρο σιμά,-
μες στη σιωπηλή νυχτιά:-
Στο καπέλο είχε Κουπόνι,-
και στη μύτη ένα Τριζόνι-
(μα παπούτσια είχε στενά).

Πριν από καιρό, πετούσε
τ' αγαθά του και γυρνούσε
στης Τηνίσκου τα βουνά.
Και λιογέρματα χρυσά
εθωρούσε κάθε μέρα,-
Κι έψελνε-"Ω! μυστήρια σφαίρα,
σε θαυμάζω σιωπηρά!"

Σαν τους Πέρσες και τους Μήδους,
είχε τρόπους κάθε είδους
για να ζει στην κοινωνία:-
Δίδασκεν ορθογραφία,-
ώρες-ώρες ωρυόταν,-
κι άλλες χάπια εμπορευόταν,
"Νικοδήμου του Εξαιτία".

Έ να πρωινό εν τέλει,
είδε μες σε κάποια έλη
κάτι άσπρο και μικρό-
Ήταν ένα ωραίο Κουπόνι,
να το πιάσει χαμηλώνει,
και στη μύτη ένα Τριζόνι
του ορμά πρασινωπό.

Κι όσοι κι αν περάσαν χρόνοι
πάντα κείνο το Τριζόνι
του κρατούσε συντροφιά-
πάνω του πιστά κολλούσε,-
με χαρά χοροπηδούσε,-
και το θειο μου ευχαριστούσε,-
(που παπούτσια είχε στενά).

Σε σαράντα τρία χρόνια
του 'χαν φύγει τα κορδόνια,
κι ως πλανιόταν στα βουνά,
με ανία ή μ' ελπίδα,-
Έ φτασε στη Μερλοβίδα,
που 'χε ιδιαίτερη πατρίδα-
(μα παπούτσια είχε στενά).

Στο κριθάρι καθισμένο
τόνε βρήκαν πεθαμένο-
και τον θάψαν μια νυχτιά,-
σ' ένα σύδεντρο σιμά-
Το καπέλο, - το Κουπόνι-
το πιστό του το Τριζόνι-
(μα παπούτσια είχε στενά). 

*

Η νέα φορεσιά

Ή ταν λέει ένας γέρος στο βασίλειο του Τεςς,
που εφηύρε ένα φόρεμα για τις γιορτές.
Κι όταν το 'χε τελειώσει και το 'χε ντυθεί,
πάει κι ανοίγει την πόρτα στο δρόμο να βγει.

Καφετί Καρβελάκι για καπέλο είχε βάλει,
με το κέντρο σκαμμένο να χωρεί το κεφάλι.
 Πουκαμίσα από άφθονα Ποντίκια νεκρά,
που τα χνούδια τους ήσαν τρυφερά και ζεστά.

Με παπούτσια και βράκα από δέρμα λαγού
και καλτσόν από δέρμα - τρέχα γύρευε ποιου,
Πανταλόνι, Γελέκο απ' αρνίσια Παϊδάκια,
και Κουμπιά 'πο Κουφέτα και Σοκολατάκια.

Το Παλτό του ήταν όλο Τηγανίτες και Μέλι,
με Μπισκότα για Ζώνη, να το σφίγγει άμα θέλει,
κι αρκετά Λαχανόφυλλα εν είδει Χιτώνα,
για να τον προφυλάσσουν από το Χειμώνα.

Μόλις που είχε κινήσει άκουσε ήχο τρανό,
και Κτηνίδια, Πτηνίδια, Παιδιά και Κακό,
ξεχυθήκανε πλήθη με πολύ σαματά
από κάθε σοκάκι από κάθε γωνιά.

Τρία παιδιά παν και τρων το μισό του Παλτό,-
κι ένας τράγος του τρώει και το άλλο μισό.
Το Χιτώνα οι Γελάδες στα Μοσχάρια τους δίνουν,
Χιμπατζήδες τη ζώνη βιαστικά καταπίνουν.

Πανταλόνι, Γελέκο, εν ριπή οφθαλμού,
κάτι Σκύλοι τ' αρπάξαν και φύγαν γι' αλλού.
Κι όσο κείνοι γρυλλίζαν και μασούσαν Παϊδάκια,
κάτι Παίδες ορμούσανε στα Σοκολατάκια.

Έ καμε να γυρίσει, αλλά ήταν αργά,-
στο κατόπι του αμέτρητα γουρούνια παχιά,
απ' αγρούς, αχυρώνες, παράγκες κι αυλές,-
σχίσαν Κάλτσες, Παπούτσια και Βράκες μακριές.

Τώρα απ' τις καμινάδες κατεβαίνουν γατιά,
γκρίζα, μαύρα, με βούλες, ριγέ και λευκά,
με στριγγλιές του ορμούν, το καπέλο πετούν,-
που ευθύς Κότες, Κίσσες, Παπιά το τιμούν.

Μια και δύο γατζώνονται απ' τα μανίκια,
και του τρων το Πουκάμισο από ψόφια Ποντίκια-
 κι αφού φάγαν, τσιρίξαν, και γίναν καπνός,-
κείνος έτρεξε σπίτι του τελείως γυμνός.

Κι από μέσα του λέγει, ως την πόρτα βροντά,
"Δεν θα ξαναφορέσω τέτοιο ρούχο άλλο πια,
"άλλο πια, άλλο πια, άλλο πια, ποτέ πια".

Έντουαρντ Ληρ

_____



 

Η μικρή Aliza Sadikova (Αλίζα Σαντίκοβα) παίζει άρπα.

Ο ΜΑΓΟΣ ΜΠΛΟΥ, ΕΛΕΝΗΣ ΠΡΙΟΒΟΛΟΥ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 9:22 π.μ.

0


Ο μάγος Μπλου (αποσπάσματα)

Μια φορά κι έναν καιρό, κάπου μέσα στο στερέωμα, ανάμεσα στους πολλούς πλανήτες και τα χιλιάδες αστέρια, ήταν κι ο πλανήτης του ατέλειωτου χειμώνα. Τον έλεγαν έτσι, γιατί τα μόνα χρώματα που έβλεπες σ' αυτόν τον πλανήτη, ήταν το ασπρόμαυρο και το γκρίζο.
Εκεί ζούσαν διάφοροι μάγοι. Μάγοι σκανταλιάρηδες, μάγοι αστείοι, μάγοι καλοί, μάγοι κακοί, μάγοι λωποδύτες, μάγοι καρπαζοεισπράκτορες. Μ' ένα λόγο κάθε καρυδιάς καρύδι.

Ανάμεσά τους ζούσε κι ο Μάγος Μπλου. Ένας μάγος γεμάτος παραξενιές. 
Τι το παράξενο είχε αυτός ο μάγος θα σας το πω...
Από μικρό παιδάκι δεν κρατούσε στο χέρι του ένα μαγικό ραβδί, σαν όλους τους φυσιολογικούς μάγους. Κρατούσε ένα πινέλο!
Ναι, ναι, και μην κάνετε καθόλου τι; πώς;
Ω! του άρεσε τόσο πολύ να παίζει με τα χρώματα, που σκορπούσε το μαγικό του αυτό πινέλο! Κι έναν μοναδικό σκοπό είχε βάλει στη ζωή του. Να ομορφήνει μ' αυτά τα χρώματα τον γκρίζο πλανήτη του ατέλειωτου χειμώνα.
...τι έφτιαχνε σαν είχε κέφια! Τίναζε το πινέλο του κι ολάκερος ο πλανήτης τυλιγόταν σ' όμορφα ζεστά χρώματα. 
Το γκρίζο το 'καμε πορτοκαλί, γαλάζιο ή ροζέ σαν το χρώμα της φρεζούλας που πρωτοβλέπει τον ήλιο.
Το μαύρο το 'καμε κοκκινωπό ή χρυσαφένιο ή μωβέ, κάποτε ωραίο κιτρινούλι σαν το καλογινωμένο λεμόνι.
Όλος ο κόσμος τότε γινόταν μια όμορφη ζωγραφιά.

- Τι περίεργος μάγος είναι τούτος! έλεγαν οι άλλοι μάγοι του πλανήτη. Εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτός σκορπάει χρώματα εδώ κι εκεί.
-  Σίγουρα θα του 'χει στρίψει.

Κάθε χρόνο την ίδια μέρα γινόταν το συνέδριο των μάγων. Οι μάγοι μαζεύονταν για να 'βρουν όλοι μαζί τα καινούρια κόλπα της μαγείας.

Ο Μάγος Μπλου δεν πάταγε ποτέ εκεί. Δεν τα χώνεψε ποτέ του τα συνέδρια. Προτιμούσε να ομορφαίνει τον κόσμο με τα χρώματα
- Δεν μου χρειάζονται άλλα κόλπα, έλεγε. Ξέρω αρκετά.
Κι έφευγε σφυρίζοντας το δικό του χαρούμενο σκοπό.

Τ' αποτελέσματα του συνεδρίου των μάγων έβγαιναν τη δεύτερη κιόλας μέρα.
Κι ήταν.
Μάγος θεωρείται όποιος:
Μπορεί να κάνει τον άνθρωπο σαύρα, βατράχι ή κάποιο τετράποδο κι άλλες μεταμφιέσεις.
Μπορεί να φέρνει με το μαγικό ραβδί του το χιονιά μέσα στο κατακαλόκαιρο, όταν όλοι απολαμβάνουν τον γκρίζο ήλιο στις ακτές.
Μπορεί και φέρνει τον καύσωνα στη μέση του χειμώνα, όταν οι σόμπες είναι στη διαπασών.
Εμείς οι λεβέντες καραμπουζουκλήδες, τα κάνουμε όλα αυτά; άρα είμαστε μάγοι.
Ο Μάγος Μπλου, που δεν τα κάνει, είναι ένας τσαρλατάνος.
Κι ο Μάγος Μπλου γελούσε. Ξεκαρδιζόταν στα γέλια μ' αυτά τ' αστεία.
Κι οι μάγοι έσκαγαν απ' το κακό τους, που μπορούσε ακόμα να γελάει.
Σαν τον έβρισκαν στο δρόμο να δείχνει στα παιδιά το παιχνίδι με τα χρώματα ή να βοηθάει καμιά σκυφτή γριούλα, να κουβαλήσει το δεμάτι με τα μαγικά ραβδιά των άλλων μάγων, σούφρωναν τα χείλια και σήκωναν τα φρύδια.
Και σαν τον έβλεπαν να πίνει τον καφέ του μαζί με το ζητιάνο κουρελή ή το γεωργό ή τον ψαρά του πλανήτη του ατέλειωτου χειμώνα, έτρωγαν το καπέλο τους με λύσσα.
Τρακόσια εξήντα πέντε καπέλα το χρόνο άλλαζαν!
Μαζεύονταν όλοι σε μια γωνίτσα κι έλεγαν ψυθιριστά:
- Μωρέ, τι 'ναι τούτος δω;
- Το βασιλιά δεν τον χειροφιλεί ποτέ.
- Ναι, ναι, είδατε που σαν βλέπει τον άρχοντα, κοιτάζει αλλού;
- Αφήστε τον, μωρέ, τον ανόητο, που κάνει παρέα μ' όλους τους κουρελήδες.
- Θα τον φτιάξουμε όμως, έννοια σας.

Κάποια μέρα ο πιο μάγκας απ' όλους, του 'στησε καρτέρι στη γωνία και του 'βαλε τρικλοποδιά.Τον έριξε κάτω και όλοι οι άλλοι έβαλαν τα γέλια.
...............................................................
Α! είχε παραγίνει το κακό μ' αυτόν τον μάγο.
Έφτιαξαν κι αυτοί έναν κύκλο, τον έκλεισαν μέσα και δεν τον άφηναν να βγει.

.......Μάγε της ώρας της κακιάς
μείνε δω που 'ναι καλά
γίνε μάγος σαν κι εμάς
Τραγουδούσαν.

Ο Μάγος Μπλου, τίναξε το πινέλο του και φάνηκαν πάνω απ' τα κεφάλια των άλλων μάγων μικρά πολύχρωμα αστεράκια.
Εκείνοι κοίταξαν. Ο Μάγος Μπλου βρήκε την ευκαιρία και το 'σκασε απ' τον κύκλο.

- Μάγος να γίνω σαν εσάς; είπε. Μα πώς μπορώ; Εγώ με το πινέλο μου θέλω τον κόσμο να ομορφήνω. Αυτός ο γκρίζος πλανήτης μού γεμίζει την καρδιά με θλίψη. Εγώ στην καρδιά μου έχω αγάπη, καλοσύνη και σοφία φυλαγμένα. Κι αυτά θέλω να δώσω στους ανθρώπους.

- Αγάπη; Καλοσύνη; Σοφία; Τι παράξενες λέξεις! είπαν οι άλλοι μάγοι. Σίγουρα είναι κατάσκοπος.
Κι έτρεξε ένας από τους σκανταλιάρηδες μάγους να πει το νέο στο βασιλιά.

Οι αυλικοί του βασιλιά έφεραν μπροστά του τον Μπλουμ, με μπόλικη αγριάδα τάχα, γιατί τον συμπαθούσαν κομματάκι αυτό τον περίεργο μάγο.
- Έμαθα πως κουβαλάς μαζί σου κάτι περίεργα πράγματα, του 'πε ο βασιλιάς. Αγάπη λέει, καλοσύνη ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Μήπως είσαι κατάσκοπος; 
Ο Μάγος Μπλου δεν απάντησε. Τίναξε το πινέλο του και το γκρίζο παγωμένο παλάτι γέμισε λουλούδια πολύχρωμα. Ο βασιλιάς δε νοιάστηκε καθόλου γι' αυτά. Δεν κατάλαβε τη γλώσσα του πινέλου.
- Δεν έχεις καμιά θέση εσύ και τα χρώματά σου σ' αυτό τον πλανήτη, είπε.
.................................................................
- Κανένας δεν με καταλαβαίνει, μουρμούρισε. Θα φύγω, θα φύγω μακριά. Ονειρεύομαι 'κείνη τη μικρή χώρα με τον καταγάλανο ουρανό, τη θάλασσα, τα ευτυχισμένα παιδικά μάτια.
Τότε, τυλιγμένη μέσα στην κρύα ομίχλη του κήπου πρόβαλε η Ηλιαχτίδα, το πρώτο χρώμα μέσα σ' αυτό το ατέλειωτο γκρίζο.
- Θα φύγουμε μαζί, είπε στο Μάγο Μπλου και τον έπιασε απ' το χέρι.
........................................................................

Οι δυο τους συναντήθηκαν καταμεσίς στον κάμπο, όπου ο Μπλου με το πινέλο του έστρωσε καταπράσινο χαλί κεντημένο μ' άσπρες μαργαρίτες. 
Μέρα μεσημέρι βγήκε το φεγγάρι παίζοντας με την άρπα του τη γλυκιά μελωδία του γάμου.
........................................................................
Στο γάμο ήταν καλεσμένοι κι οι άλλοι μάγοι...
Γλέντησαν και μέθυσαν.
Από θυμό; από χαρά ή από ζήλεια; Ποιος να το ξέρει.
........................................................................

Έτσι κάπως ο Μπλου και η Ηλιαχτίδα άφησαν τον πλανήτη του ατέλειωτου χειμώνα κι έφυγαν καβάλα στο συννεφαδένιο άλογο για τη χώρα της χαράς.
Κάποια στιγμή το συννεφαδένιο άλογο χάθηκε σ' ένα μαύρο σύννεφο καπνού.

- Χάσαμε το δρόμο πιστεύω, είπε ο Μάγος Μπλου.
- Καλέ μου, όχι, του 'πε η Ηλιαχτίδα. Είσαι στη χώρα που αγαπάς.
- Κι ο γαλανός ουρανός, η θάλασσα; τα ευτυχισμένα παιδιά; Πού είναι όλ' αυτά;
- Χάθηκαν μέσα σ' αυτό το σύγνεφο καπνού, είπε η Ηλιαχτίδα. Κάπου όμως εκεί στην πλατεία της Ελπίδας υπάρχει λίγο φως. Πάμε.

Ο Μπλου κοίταζε  με μάτια θλιμμένα τα πανύψηλα γκρίζα σπίτια. 
Τα στενά μπαλκόνια.
Τα μικρά παράθυρα.
Πάσκιζε να διακρίνει μέσα στο σύγνεφο ένα δεντράκι λίγο πράσινο, ένα μοσχομυριστό λουλουδάκι.
Και φτάσαν στην πλατεία της Ελπίδας.
..............................................................................

Τρία γκρίζα πουλιά, ανεβασμένα στο μπαλκόνι ενός πανύψηλου σπιτιού, ενός σπιτιού τέρας......τους μιλούσαν. Και τι δεν έλεγαν;
Θα φέρουν, λέγανε, στην πόλη άσπρες μέρες ευτυχισμένες. Θα αφανίσουν το γκρίζο που τόσο τους βασανίζει.
Το ένα πουλί έλεγε.......Τ' άλλο πουλί θα έφερνε........
Οι άνθρωποι ζητωκραύγαζαν και κουνούσαν τις σημαίες.
Ο Μάγος Μπλου σήκωσε το πινέλο του ψηλά και φώναξε.

- Ε, σεις πουλιά της ευτυχίας, εγώ θα σας βοηθήσω στο έργο σας αυτό. Την πόλη αυτή την αγαπώ. Την έβλεπα από μικρό παιδί στα όνειρά μου.

- Εσύ; είπαν τα πουλιά. Μακριά. Δεν θέλουμε βοηθούς. Είσαι ξένος. Φαίνεσαι. Δεν είσαι σαν κι εμάς. Σύρε στον τόπο σου.

Όμως ο μάγος Μπλου δεν άκουσε. Τίναξε το πινέλο του κι όλα γύρω άλλαξαν.
Ήρθε ο γαλανός ουρανός και η θάλασσα η καθάρια.
Οι καταπράσινοι κάμποι και τα λιβάδια.
Ο κοκκινόχρυσος ήλιος χάιδεψε τη γη με τις ζεστές του ακτίνες.
Η πόλη γέμισε φως. Τα φουγάρα, αντί για γκριζωπό καπνό έβγαζαν πολύχρωμες καρδούλες.
Οι σημαίες των ανθρώπων βάφτηκαν κι αυτές πράσινες, κόκκινες και γαλανές.
Τα πουλιά της ευτυχίας πήραν χρώμα κι αυτά. 
Πράσινο, γαλανό, κόκκινο.
Μα σαν φάνηκε τ' αληθινό τους πρόσωπο, το σκέπασαν με τις φτερούγες τους και πέταξαν μακριά.

Ο Μάγος Μπλου ανέβηκε πάνω σ' ένα βράχο και καμάρωνε την αγαπημένη του πόλη. Ήταν ευτυχισμένος.

Τότε έγινε το κακό.
Τα φουγάρα άρχισαν να βγάζουν γκρίζους καπνούς. Η πόλη τυλίχτηκε ολόκληρη ξανά στο ασπρόμαυρο πέπλο της.

- Δυστυχία! είπε ο Μάγος Μπλου. Ένα δάκρυ, ένα ρόζ μικρό μαργαριτάρι, κύλησε στο μάγουλό του.
Το ροζ μαργαριτάρι κύλησε στη γη. Και τότε το ουράνιο τόξο ξεπήδησε από κείνο το σημείο.
Πάνω του καθόταν η Ηλιαχτίδα. Ο Μάγος Μπλου χαμογέλασε.
Δε χάθηκαν όλα λοιπόν.
Αύριο θα ξημέρωνε καινούρια μέρα κι αυτός στο ουράνιο τόξο. Κάθησε δίπλα στην Ηλιαχτίδα και κίνησαν για ένα μακρύ ταξίδι σ' όλο τον κόσμο.

Τα ζεστά χρώματα τ' ουράνιου τόξου έπρεπε να χαϊδέψουν, να ζεστάνουν την κάθε γωνίτσα της γης.


Ελένη Πριοβόλου

_____

Αυτή ήταν, σχεδόν ολόκληρη, η ιστορία της κ. Ελένης για το Μάγο Μπλου και την ευχαριστούμε που την έγραψε.

Μπορείτε κι εσείς, με τα δικά σας πινέλα, τα δικά σας χρώματα, το δικό σας γέλιο, τη δική σας θέληση και τις δικές σας προσπάθειες να γίνετε παράξενοι μάγοι και να διώχνετε το μαύρο και το γκρίζο και κάθε κακό σύννεφο από ολόκληρο τον κόσμο, που θα σας χαμογελάει και θα σας ευγνωμονεί γι' αυτό.