ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΚΡΗΤΗΣ, ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 6:25 μ.μ.

0


Μοιρολόγια της δυτικής Κρήτης

1

Άσπρο κερί τσ' Ανάστασης, υγιέ μου,
μη λιώσεις, μη γαριώσεις, καντιφέ μου,
ε, χρυσοπράσινέ μ' αητέ, χαρά μου,
'πο πού να σ' ανημένω, έρωντά μου;
Για σένα εβουλήσανε, παιδί μου,
οι βάρκες και τα πλοία, γιασεμί μου.
για κάμε κίνημα να ρθεις, καλέ μου,
να σ' ακλουθού κι οι γι' άλλοι, κληρωτέ μου,
θαλασσοπαρμένε μου, υγιέ μου,
'πο πού να σ' ανημένω, χρυσογιέ μου;
Κρίμας το κρίνο να χαθεί, παιδί μου,
το ρόδο να μαδήσει, γιασεμί μου,
υγιέ μου, Ιδομενέα μου, χαρά μου,
ανθέ τω γαρεφάλω, έρωντά μου.
Σαν την καλή νοικοκερά, παιδί μου,
που χάσει τη βελόνα, γιασεμί μου,
ε, και τη δαχτυλήθρα τση, υγιέ μου,
απού το κοφινάκι, διαλεχτέ μου,
πώς να μπαλώσω τη δουλειά, χαρά μου,
και πώς να την αράψω, έρωντά μου;
Εγώ θερίζω δάκρυα, παιδί μου,
και θεμωνιάζω πρίκες, γιασεμί μου.
Εγώ καταδικάστηκα, παιδί μου,
χειμώνα, καλοκαίρι, δυστυχή μου,
για να φορώ ή το γιαμπά, καλέ μου, 
για το βαρύ σου πένθος, καντιφέ μου.
Υγιέ μου, Ιδομενέα μου, καλέ μου,
'πο πού να σ' ανημένω, άμοιρέ μου;
Όντε θα βγει ο ήλιος, κανακάρη μου,
από το Ποτηράκι, παληκάρι μου,
θα σ' ανημένω για να 'ρθεις, υγιέ μου,
Ρεθεμνιανέ μ' αέρα, καντιφέ μου.

(Ριζίτικα)



- Μοιρολόγι για τον Ιδομενέα, που σκοτώθηκε στον πόλεμο, μακριά από την Κρήτη (σχόλιο Στ. Αποστολάκη).
- Κείμενο σπάνιας ομορφιάς, που οφείλεται στο ύψος της ποιητικής του έμπνευσης και στην αρτιότητα της διατύπωσής του. Μοναδική ανωμαλία, σχετικά μικρής σημασίας, η δομή του 29ου και του 30ού στίχου: 7+5 συλλαβές, ενώ περιμένει κανείς 8+3 ή 7+4.
- γαριώσεις, λερωθείς / γιαμπάς, μάλλινο πανωφόρι, καπότο.


*

2

Μέσα στο Νάδη κείτεσαι, βοσκέ μου,
στου Νάδη τα σκοτίδια, ελεμέ μου
τέσσερεις χρόνους ζούμε χωρισμένοι
κ' είμαι χλωμή και μαυροφορεμένη,
δίχως στημόνι τση ζωής, ψυχή μου,
έφυγες κι' άφηκές με, γιασεμί μου.
κι' ούλοι οι καιροί με δέρνουνε, φεγγάρι μου,
σα καλαμιά στον κάμπο, παλληκάρι μου.
Και πώς να κάτσω 'γω, καμάρι μου,
να πω τα βάσανά μου, κανακάρη μου,
απού μ' αγράμματη, ζωή μου,
και πολιοκουρασμένη, μερακλή μου.
Όφου, δουλειά την έπαθα, μανά μου,
χήρα και κακομοίρα, γλύκωμά μου,
χήρα, βοσκέ μου, μ' άφηκες, ψηλέ μου
και ψηλομαδαρίτη, άμοιρέ μου.
Μόνο, βοσκέ μου, να το πω, καλέ μου,
τρομάρα που με πιάνει, ακριβέ μου.
έξε κοπέλια ορφανά, αθέ μου,
και μαυροφορεμένα, καντιφέ μου.
μικιά-μικιά μού τ' άφηκες τ' αρνάκια μου
και παραπονεμένα, τα παιδιάκια μου,
και σα μπουλάκια στη φωλιά τ' αρνιά μου
κάθονται κι όλο κλαίνε τα παιδιά μου.
Μέρα και νύχτα μού γυρένε, νιε μου,
το κύρη ντω να δούνε, άχαρέ μου
ίντα να πω στα άμοιρα τ' αρνάκια μου;
'ντα κουζουλά 'ναι μένα τα παιδάκια μου;
και πολεμώ μ' απομονή, βοσκέ μου,
το μπόνο ντω να σβήσω, μενεξέ μου,
για να μη βάνω βάσανα, ψυχή μου,
εις τη καρδιά ντω μέσα, γιασεμί μου,
όσο μπορώ θα πολεμώ, φεγγάρι μου,
να σ' τα καλαναθρέψω, παλληκάρι μου.
σα ντο χαράκι θα σταθώ, καλέ μου,
να σου τα μεγαλώσω, καντιφέ μου.
να μη μπαραπονιούνται τα παιδιά μου
για σένα, μερακλή μου και χαρά μου.
Φως μου και μαραθήκανε, πουλί μου,
τα φύλλα τση καρδιάς μου, γιασεμί μου.
Μεγάλωσεν ο Γιάγκος μας, καλέ μου,
κ' έγινε παλληκάρι, καντιφέ μου,
βοσκός, χρυσέ μου, γίνηκε τ' αντράκι μας
και ψηλομαδαρίτης το βοσκάκι μας,
και στύλος γίνηκε, το λουλουδάκι μας
των ορφανώ παιδιώ μας το πουλάκι μας.
Κύρη τόνε λογιάζου ντα αρνάκια μας
και κύρη τόνε κράζου ντα φλουράκια μας.
κουμάντο κάμει δα, καλέ μου,
σα να 'σουνε ο ίδιος, όμορφέ μου,
έχω και το Λενιό μας, το καλό μου,
που πάει στο σκολειό, το φρόνιμό μου.
Παρακαλώ σε Στεφανή, φεγγάρι μου,
σα ντ' αποκαταστήσω, παλληκάρι μου,
ύστερα να με πάρεις, καντιφέ μου,
να σε ξανανταμώσω, άχαρέ μου.


- μιας γυναίκας για τον άντρα της, στα τέσσερα χρόνια από το θάνατό του.
- Το μοιρολόγι, ενδιαφέρον για το περιεχόμενό του και για την ποιητική φαντασία του, παρουσιάζει πολλές παρεκκλίσεις από τους μορφολογικούς κανόνες του είδους, κυρίως ως προς το μέτρο: πολλοί στίχοι είναι δωδεκασύλλαβοι, άλλος ένας δεκασύλλαβος.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι από το στίχο 43 ως το στίχο 48, επαινετικοί και τρυφεροί χαρακτηρισμοί των παιδιών, και κυρίως του μεγάλου γιού, αντικαθιστούν τις αποστροφές στο νεκρό.
Η ευχή που εκφράζεται στο τέλος του μοιρολογιού, είναι εντελώς ασυνήθιστη στη σκέψη των παραδοσιακών μοιρολογιών. Το φαινόμενο οφείλεται στον αυτοσχέδιο χαρακτήρα του κειμένου.
- ελεμές, λεβέντης / ψηλομαδαρίτης, εκείνος που ανεβαίνει στις ψηλές μαδάρες, γυμνά βουνά / 'ντα κουζουλά, τόσο ανόητα. 


*

3

Άμε παιδί μου στο καλό, καμάρι μου
και μη ξαναγυρίσεις, κοπελιάρη μου
κι άψε λαμπάδα και κερί, παιδί μου,
τον Άδη να γυρέψεις, μερακλή μου.
Κι' εις τη δεξιά σου τη μεριά, λιοντάρι μου,
είν' ένα κυπαρίσσι, ατσιποδιάρη μου.
Κρεμούν οι νέοι τ' άρματα, κουμπέ μου,
κι οι νέες τα φουστάνια, μενεξέ μου,
κι' άμε λεβέντη μου κι εσύ, χρυσέ μου,
εκεί να τα κρεμάσεις, άμοιρέ μου,
ψάξε να βρεις τσι συγγενείς, καμάρι μου
τσι φίλους, τσι δικού μας, παλληκάρι μου
να μου τσοι χαιρετήσεις, άγγελέ μου,
και να σε πάνε στσι γιατρούς, καλέ μου.
Ήσβηκες και εχάθηκες, παιδάκι μου,
ως σβήνουνε τ' αστέργια, καμαράκι μου.
Μικρό δεντρί γεννήθηκες, παιδί μου,
κι άρχισες και μεγάλωνες, ψυχή μου.
Και φτωχικά σ' ανάθρεψα, παιδάκι μου,
με πόνους και με βάσανα, ανθάκι μου,
Παιδί μου, τσιτσεκάκι μου, χρυσό μου,
πολύ βασανισμένο κι άμοιρό μου.
Ήσουν στολίδι του σπιθιού, παιδί μου,
φέξη των ομαθιώ μου, γιασεμί μου.
Παιδί μου κανακάρικο, χρυσό μου,
ακριβαναθρεμένο κι όνειρό μου.
Ήσουν κουμπές τ' άη-Μηνά, παιδάκι μου,
στολίδι τσ' εκκλησίας, αγοράκι μου.
Χρυσό άστέρι τ' ουρανού, παιδί μου,
μεγάλο το μαχαίρι σου αρνί μου.
Πώς δα παλέψω τση ζωής, βλαστέ μου,
τσι φοβερές φουρτίνες σύντροφέ μου.
Ξύπνα ν' ακούσεις στο κλαδί πώς κελαϊδεί τ' αηδόνι.
ξύπνα κι αλάργο πέταξε του Χάρου το σεντόνι.
Φεύγεις και πού μ' αφήνεις δα, καμάρι μου,
έρμη στσι πέντε δρόμους, κανακάρη μου.

(Κρήτη, τα τραγούδια της) 


____


Τα ενδιάμεσα σχόλια είναι του Guy Saunier.