Ο ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΑΣ (Ή Η ΘΥΣΙΑ), ΜΑΝΟΛΗΣ ΚΑΛΟΜΟΙΡΗΣ-ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ-ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 10:00 π.μ.

0

Μανώλη Καλομοίρη, Ο Πρωτομάστορας ή Η θυσία. Από την ομώνυμη τραγωδία του Πέτρου Ψηλορείτη (δεύτερο ψευδώνυμο του Νίκου Καζαντζάκη, το πρώτο ήταν Κάρμα Νιρβαμή), με έμπνευση από το δημοτικό τραγούδι. 
 

«Ο Πρωτομάστορας», τραγωδία, Νίκος Καζαντζάκης, ψευδώνυμο Πέτρος Ψηλορείτης

 



(απόσπασμα)…

ΜΑNΑ — Η Γυναίκα πού τόνε πλάνεψε και δεν τον αφήνει να κοιμηθεί όλη νύχτα. Αυτή πρέπει να σκοτωθεί και να λείψει για να λευτερωθούν τα μπράτσα τού Πρωτομάστορα και να μην τρέμουνε όταν χαράζουνε το σχέδιο τού γιοφυριού…
ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ— Μάνα! έλεος! Σκληρά ’ναι τα λόγια σου, σαν το γραφτό της Μοίρας!
ΜΑΝΑ — Και πρέπει να σκοτωθεί απόψε, πριν να βασιλέψει ό ήλιος! ’Αλλιώς τη νύχτα θα ’χομε πάλι αφανισμούς και σύγκλυσες! Κι όχι όπου λάχει, μα στα θεμέλια τού γιοφυριού αγκωνάρι να χτιστεί… ’Απάνω στο κορμί της μόνο θα σιδεροχτιστεί γιοφύρι!
ΣΜΑΡΑΓΔΑ [ένα βήμα προχωρεί κατάχλωμη και σαν αντίλαλος μιλεί]. — ’Απάνω στο κορμί της μόνο θα σιδεροχτιστεί γιοφύρι, Μάνα;
ΜΑΝΑ [με πικρότατη θλίψη], — Ναι, παιδί μου.
ΧΟΡΟΝ ΓYΝ. [φρίσσουν]. — Ποιά να ’ναι! Ποιά να ’ναι!
— Ω! ποιανής το αίμα θα χαρούνε τα πελέκια!
 ΑΡΧΟΝΤΑΣ — Πες τ’ όνομά της, Μάνα!
ΣΜΑΡΑΓΔΑ — Μην την ακούς, Πατέρα μου! Μην την ακούς!
ΑΡΧΟΝΤΑΣ [ ξεφεύγει από το αγκάλιασμα της Σμαράγδας, με προσταγή]. — Πες τ’ όνομά της!
ΜΑΝΑ —Εγώ δεν κάνει να το πω ! Πρέπει ό ίδιος ο Πρωτομάστορας, ή μονάχη της αυτή να σού το μολοήσουν! Για να ’χει αξία, πρέπει με τη δίκιά τους τη θέληση να γίνει ο σκοτωμός! [Στο κοριτσάκι πού την τραβά]. Πάμε παιδί μου… Πάμε! [Προχωρεί… Ξάφνου γυρίζει και λέει στον Πρωτομάστορα]. Α! Πρωτομάστορα! Πρωτομάστορα! Σκίσε τα στήθια σου και βγάλε την καρδιά σου και βάλε την θεμέλιο στο γιοφύρι, αν θες να στερεώσει. Τίποτ’ άλλο δεν έχω να σου πω! [στους χορούς]. Τίποτ άλλο δεν έχω να σας πω! [φεύγει].
[Σιγή φριχτή. ‘Ο ’Άρχοντας προχωρεί προς τις γυναίκες και κοιτάζει. «Όλες αποτραβιούνται και τρέμουν. Είναι, αλήθεια, ένας αητός απάνω σε περιστέρια].
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝ.— Ώ ω! Η Μοίρα, η Μοίρα απλώνει απάνω από τα κεφάλια μας τα φτερά της, σα φτερά όρνιου αρπαχτικού! H Μοίρα, η Μοίρα είναι από πάνω μας και διαλέγει!
ΑΡΧΟΝΤΑΣ — Ποιά είναι; Κάπου εδώ θα ’ναι! Ποιά τρέμει πιο πολύ;
[Ό Άρχοντας πάει κ’ έρχεται και τις κοιτάζει. Ξάφνου στον Πρωτομάστορα].
ΑΡΧΟΝΤΑΣ — Πρωτομάστορα! [σιγή] Δε μιλείς; Α! δε θες να μολοήσεις! [σιγή, έπειτα σα να πήρε μίαν απόφαση και στρέφεται στους θεριστάδες] Να πάει ένας να μηνύσει, όλου του χωριού οι κοπελιές να ’ρθουν εδώ! Πες τους πώς έχουμε πανηγύρι και ξεφάντωμα. [φεύγει ένας θεριστής] Και γρήγορα! Πριν να βασιλέψει ο ήλιος ! Άκουσες τη Μάνα; Η νύχτα δεν πρέπει να μάς βρει χωρίς το σκοτωμό! [φεύγει τρεχάτος ό θεριστής. Ό Άρχοντας στον Πρωτομάστορα απειλητικά:] Πρωτομάστορα! Σκέψου! Αν δε μολοήσεις τη φταίχτρα, απάνω σε σέ τον ίδιο θα βάλω τα θεμέλια! Σκέψου! [στους χορούς] Σκεφτείτε και σεις όλοι! Ως να γυρίσω από το γιοφύρι, να ’χετε αποφασίσει να μου την μαρτυρήσετε! Α! δε θα χαθούμε εμείς και τα παιδιά μας για το χατίρι μιας ξετσίπωτης και ντροπιασμένης! Όχι!… [φεύγει.. Στρέφεται στη Σμαράγδα και λέει της τρυφερά] Και συ, Σμαράγδα μου, πήγαινε στο σπίτι!
ΣΜΑΡΑΓΔΑ— Όχι, πατέρα μου… Θέλω να μείνω… Άφησε με να μείνω!
ΤΡΑΓΟΥΔ.— [απελπισμένος] Σμαράγδα! Σμαράγδα ! Γιατί δε φεύγεις;…
INTERMEZZO
[Δεν κατεβαίνει η αυλαία. Μεταξύ α’ και β’ πράξης μεσολαβεί το intermezzo αυτό. Έρχονται οι γύφτισσες χορεύτριες με ντέφια, νταούλια, χαλκάδες. Δύο ημιχόρια].
Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ [σωριάζονται κάτω και θρηνούν].
— Ωϊμένα! Ωιμέ! Τα χέρια σου, Πρωτομάστορα, τα δυνατά σου χέρια, πού θένε να μαλάξουν, σαν απαλό κερί, στις φούχτες τους τη Μοίρα, λιγοθυμούν σα θυμηθούνε το σχήμα των στηθιών, της γλυκιάς – γλυκιάς Γυναίκας, Ωϊμένα! Ωϊμέ!
Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ [χαρούμενο, γοργά χορεύει].
— Βαθιά το αλέτρι της αγάπης, οργώνει τα κορμιά μας κι όλες οι πίκρες σπέρνονται, γεννοβολούν, θεριεύουν και τρώνε μας την καρδιά! Κ’ εμείς πεθαίνομε-πεθαίνομε από τον πόνο και σκύφτομε και λέμε: [σταματούν σα λιγωμένες από τη γλύκα] Γλυκύτερο πράμα δεν υπάρχει από τον απάνω κόσμο! Γλυκύτερο πράμα δεν υπάρχει από τον απάνω κόσμο !
Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ [Πετιέται πάνω και χορεύει]
— Μην ακούς! Μην ακούς, Πρωτομάστορα! Λύσε από τη μέση σου τη ζώνη της αρρώστιας! Ξέπλεξε από το λαιμό σου τα χέρια της Γυναίκας, τα χέρια της Γυναίκας πού σε γλυκοτραβούνε στον γκρεμό! Εσύ ’σαι Πρωτομάστορας! Εσύ δεν ήρθες στη ζωή για να χαρείς, μονόρθες για να χτίσεις!
Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟ
—Χαχαχά! ‘Όλα τα γιοφύρια, όλα τα γιοφύρια δεν αξίζουν ένα φιλί απάνω στο στόμα! Α! και τα δύο μου τα χέρια απλώνω κ’ ευλογώ και προσκαλώ το να ’ρθει το κρίμα, πού μας σφιχταγκαλιάζει και μάς ρίχνει κάτω και μάς χαίρεται απάνω στα κρεβάτια τα ζεστά!
[Οι ΚΟΠΕΛΕΣ του χωριού, πού ακούνε τις γύφτισσες ξαφνιασμένες και κόκκινες].
— Ω μην το λες! ώ! μην το λες! Πόσο γλυκεία ’ναι η ’Αγάπη, όταν της παραστέκει η χάρη του Θεού! Πέφτει απάνω στα κορμιά μας, ως πέφτουνε τα πρωτοβρόχια απάνω στη διψασμένη γης! Τέτοια, Παρθένα, τέτοια αγάπη χάρισέ μου!
[Γυρίζουν από το γιοφύρι οι άντρες. Έχουν έρθει κι άλλοι].
ΧΟΡΟΣ ΑΝΤΡΩΝ [θριαμβευτικά].
— Άλάφρωσα! άλάφρωσα! Φοβήθηκα μια στιγμή και είπα: Είναι μεγαλύτερος από μένα! Άλάφρωσα! Όλοι, το βλέπω τώρα, ωσάν τ’ αστάχια γέρνομε ανήμποροι μπροστά στο δρεπάνι της Μοίρας!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
— Κ’ υστέρα όλοι, μικροί μεγάλοι, απάνω σ’ άλλο πέφτομε δρεπανοθερισμένοι, στα χωματένια αλώνια του αφέντη μας του Χάρου!
ΧΟΡΟΣ ΑΝΤΡΩΝ
— Η Μοίρα περνά από πάνω μας και τρέμομε όλοι — σαν τα καλάμια το δειλινό!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
— Η Μοίρα περνά από κάτω μας και πίσω και μπροστά μας, σα θάλασσα φουρτουνιασμένη, το μεσονύχτι, κ είμαστε βάρκες χωρίς φως, χωρίς τιμόνι, χωρίς κουπιά.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ
— Ω Ήλιε, πού χαμοπετάς αίματολαβωμένος κι όπου – όπου πέφτεις, ώ Ήλιε, τί έργα φριχτά απόψε θα χρυσώσεις! 



Η υπόθεση του έργου

Πυρήνας της υπόθεσης είναι ο θρύλος του γιοφυριού της Άρτας. Το γεφύρι έχει τελειώσει και, παρά τις ζοφερές προβλέψεις των μαστόρων και των χωρικών, ο Πρωτομάστορας είναι σίγουρος ότι δεν θα γκρεμιστεί. Ο Άρχοντας τόν ρωτά πώς να τόν ανταμείψει κι εκείνος ζητά την άδεια να χτίσει στη μέση του χωριού ένα σπίτι και να στεφανωθεί την αγαπημένη του.
Τότε φτάνει μια κοπέλα, λέγοντας πως το γεφύρι είναι έτοιμο να γκρεμιστεί. Εμφανίζεται η γριά Μάνα, η σοφή προφήτισσα και ανακοινώνει ότι για να στεριώσει το γεφύρι, πρέπει να θυσιαστεί η ερωμένη του Πρωτομάστορα· δεν αποκαλύπτει, όμως, το όνομά της, λέγοντας ότι, για να πιάσουν τα μάγια, πρέπει ο Πρωτομάστορας και η ερωμένη του να τό ομολογήσουν εκουσίως. Ο Άρχοντας ορκίζεται ότι θα τήν παραδώσει ο ίδιος, αγνοώντας ότι πρόκειται για την κόρη του, τη Σμαράγδα.
Ωστόσο, ο Πρωτομάστορας σιωπά και, καθώς η νύχτα πλησιάζει, οι μαστόροι αποφασίζουν να θυσιάσουν τον ίδιο. Τότε, η Σμαράγδα ομολογεί ότι αυτή είναι η ερωμένη του και κατεβαίνει μόνη της στα θεμέλια του γεφυριού.

Πληροφορίες για τη συγγραφή

Γράφεται στο Παρίσι το 1908-1909, με αρχικό τίτλο Η Θυσία. Η τραγωδία είναι αφιερωμένη στον Ίδα [=Ίων Δραγούμης].  (http://www.kazantzakis-museum.gr).
Ο «Πρωτομάστορας» του Νίκου Καζαντζάκη δεν είναι ο ικανός πλην συμβατικός τεχνίτης της λαϊκής παράδοσης και η Σμαράγδα, η αγαπημένη Γυναίκα που χτίζεται στα πελέκια τού γιοφυριού, δεν είναι η συμβατική και «με στεφάνι» κυρά του. Ο Έρωτάς τους τολμά να αψηφήσει τη μικροψυχία του υποταγμένου και ζηλόφθονου κοινωνικού περίγυρου· ωστόσο, στην παλαίστρα των Μεγάλων Έργων ηττάται από τον Θάνατο, ο οποίος συνθλίβει αλύπητα τη νεανική ματαιοδοξία -όχι, όμως, και την Αγάπη. Ο Καζαντζάκης, με ματιά ιδιαίτερη, μεταπλάθει πρωτοποριακά τον κλασσικό θρύλο τού Γιοφυριού τής Άρτας (που υφίσταται και σε παραδόσεις άλλων λαών), εξακοντίζοντάς τον σε νέα ύψη. (http://www.biblionet.gr)
Στον Πρωτομάστορα του Ν. Καζαντζάκη, η γυναικεία ομορφιά  μπαίνει εμπόδιο στους υψηλούς  στόχους του ήρωα, με τον ίδιο τρόπο που η ομορφιά της φύσης αποτελεί εμπόδιο στην πραγμάτωση των υψηλών ιδανικών των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» του Δ. Σολωμού. Η ηδονή ξεστρατίζει τον ήρωα από τον προορισμό του. Θυσιάζοντας τη γυναίκα που αγαπά, απελευθερώνεται από τις κατώτερες ροπές του και γίνεται ικανός να δημιουργήσει. Εμφανής στις αντιλήψεις του Ν. Καζαντζάκη για τη γυναίκα είναι η επίδραση του Νίτσε.
Η γυναίκα «μυστήριο», «πηγή δροσερή», που «σκύβεις, θωράς το πρόσωπό σου, και πίνεις, πίνεις και τα κόκαλά σου τρί­ζουν», «αδύναμο πλάσμα, προορισμένο να υποτάσσεται στον άντρα – φυσικό κατακτητή της», «θηρίο αθώο, προικισμένο από τη φύση να  μαγνητίζει τον άντρα», αλλά και «να τον συντροφεύει στο δικό του μοναδικό ανήφορο», «ο πιο σύντομος και σίγουρος δρόμος για τον Παράδεισο», εκείνη που «όταν αγαπάει, κάνει κάθε θυσία και κάθε άλλο πράγμα της φαίνεται ασήμαντο»..

(Ένα σχετικό απόσπασμα από το «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» του Νίτσε, καθώς και μια κατατοπιστική αναφορά στις απόψεις του Ν. Καζαντζάκη για τη γυναίκα, θα βρείτε στο Φωτόδεντρο).

Ο Πρωτομάστορας του Μανώλη Καλομοίρη
Στις αρχές 20ου αιώνα (1909), ο Μανώλης Καλομοίρης, φιλοδοξώντας να δημιουργήσει ελληνική κλασσική μουσική, συνθέτει τον «Πρωτομάστορα», βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Τήν αφιερώνει στον Ελευθέριο Βενιζέλο, «Πρωτομάστορα της Μεγάλης Ελλάδος», που γεννήθηκε με τους βαλκανικούς πολέμους και τις εδαφικές ανακατατάξεις που ακολούθησαν.
Η τραγωδία παρουσιάστηκε στην Αθήνα (1916) και χαιρετίστηκε ως μουσικός σταθμός. 

Ο συνθέτης στον πρόλογό του σημειώνει:

Ο “Πρωτομάστορας” δεν είναι όπερα – όπως τουλάχιστον ο κόσμος συνήθισε να λέει κοινά το μουσικό δράμα. Δεν έρχεται να παρουσιάσει διάφορα κομματάκια μουσικά, δεμένα όπως-όπως μεταξύ τους με μια υπόθεση, όπου παίζουνε μέρος μεγάλο οι φανταχτερές στολές. Κάθε άλλο. Θέλει με όλα τα εκφραστικά μέσα που η μουσική τέχνη έχει στην υποταγή της να δυναμώσει την τραγική εντύπωση που γεννιέται από το δράμα. Και η μουσική του έχει τη φιλοδοξία να δείξει όχι τόσο και μόνο, το ελληνικό χρώμα, παρά την ψυχή την ελληνική. Γιατί ο μουσικός του Πρωτομάστορα προσπάθησε να μη σταματήσει μόνο στις μελωδίες του λαού στα ελληνικά θέματα, παρά πριν από όλα να δημιουργήσει νέα θέματα δικά του και δικές του μελωδίες, ελληνικά, με χαρακτήρα ελληνικό. Διάλεξε ο μουσικός την τραγωδία του Πρωτομάστορα, μια «λεύτερη» δημιουργία θεμελιωμένη πάνω σε γνώριμο δημοτικό θρύλο, γιατί πιστεύει πως ο θρύλος μονάχα, ο μύθος της αρχαίας τραγωδίας, καλοδέχεται και τή ζητάει μάλιστα, την επεξεργασία της μουσικής, τη μουσική ατμόσφαιρα. Σε τέτοια ατμόσφαιρα ίσα-ίσα ο κόσμος του θρύλου, ο φανταστικός, ζει πιο άνετα και πιο έντονα την παραμυθένια του ζωή… Μανώλης Καλομοίρης, 1916

Δεκατρία χρόνια αργότερα, το 1929, ο συνθέτης έχοντας ξαναδουλέψει το έργο θα σημειώσει:»… Έτσι ο Πρωτομάστορας μου φαντάζει σαν σύμβολο της ζωής μου και της Μοίρας – της Μοίρας κάθε τεχνίτη του τόπου μας, την ορμή για τα μεγάλα, για τα ωραία, μα που δεν μπορεί ή δεν τον αφήνουνε να στήσει. … μέσα στη μουσική του θρύλου του Γιοφυριού της Άρτας είχα κλείσει μαζί με αρκετές νεανικές απειρίες και αδεξιότητες ότι καλύτερο είχα από τη φλόγα της ζωής μου, από τα όνειρα μου, από την Ελλάδα μου…» (http://el.wikipedia.org)
Μπορεί το πέτρινο γεφύρι να μας παρέχει ανώδυνη διέλευση πάνω από έναν κατά κανόνα απρόβλεπτο ποταμό, μας δίνει όμως, ταυτόχρονα, τη δυνατότητα - κι αυτό το σημαντικότερο – να γνωρίσουμε απέναντι όχθες, να βιώσουμε εμπειρίες πέρα του συνηθισμένου, να γίνουμε ταξιδιώτες τόπων και συναισθημάτων. Εμπεριέχουν και τούτην την παράμετρο οι συμβολισμοί που το φορτίζουν. (Σπύρος Μαντάς, Γεωργία Δημητροπούλου)

Η θυσία της Λυγερής στο Τραγούδι του γεφυριού της Άρτας: Παράλληλες αναγνώσεις

Η θυσία της Λυγερής μάς θυμίζει τη θυσία της Ιφιγένειας, (αρχαία ελληνική Μυθολογία) και τη θυσία του Ισαάκ (Παλαιά Διαθήκη).

Η θυσία της Ιφιγένειας

Ο Αγαμέμνονας είχε προκαλέσει την οργή της θεάς Αρτέμιδος σκοτώνοντας το ιερό ελάφι της, με αποτέλεσμα η θεά να προκαλέσει άπνοια και να μη μπορεί να αποπλεύσει ο στόλος των Αχαιών από την Αυλίδα για την Τροία. Τοιουτοτρόπως, κατέφυγαν στον μάντη Κάλχα προκειμένου να πληροφορηθούν για το τι έπρεπε να κάνουν, ενώ εκείνος απήντησε ότι η οργή της θεάς θα έφευγε μόνο αν ο Αγαμέμνων θυσίαζε τη θυγατέρα του, την Ιφιγένεια, η οποία τότε βρισκόταν στις Μυκήνες. Αρχικώς, ο Αγαμέμνων αρνήθηκε να τό πράξει, αλλά πιέσθηκε από τον Μενέλαο και τον Οδυσσέα, καθώς και οι μήνες περνούσαν και κάλεσε την κόρη του με την πρόφαση ότι θα τήν αρραβώνιαζε με τον Αχιλλέα. Η Ιφιγένεια ήρθε στην Αυλίδα και τότε ο Αγαμέμνονας τήν παρέδωσε στον Κάλχα, για να τη θυσιάσει στην θεά Άρτεμη.
Την τελευταία στιγμή, η θεά παρενέβη  και έσωσε την Ιφιγένεια, τήν άρπαξε από το βωμό της θυσίας και έβαλε στη θέση της ένα ελάφι, οδηγώντας τη στην Ταυρίδα, όπου τήν έκχρησε ιέρειά της. Αυτή είναι η γνωστότερη μορφή του μύθου. Σε παραλλαγές αναφέρεται αντί της Αυλίδας, η Βραυρώνα της Αττικής ως τόπος της θυσίας. Εκεί, η θεά αντικατέστησε την Ιφιγένεια με αρκούδα, αλλά και η ίδια η κόρη τη στιγμή της θυσίας μεταμορφώθηκε σε ταύρο ή δαμάλι ή αρκούδα ή γριά και με αυτή τη μορφή εξαφανίσθηκε. Η εξαφάνισή της δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι παριστάμενοι έστρεψαν αλλού το βλέμμα τους, για να μη δουν ένα τέτοιο έγκλημα. Υπάρχει ωστόσο, η εκδοχή πως η θυσία έμεινε ημιτελής, όταν ξαφνικά εμφανίσθηκε ένας ταύρος ή δαμάλι ή ελάφι ή γριά. Ο ιερέας, ερμηνεύοντας τον οιωνό, χαρακτήρισε τη θυσία μη αναγκαία καθότι οι θεοί δεν συμφωνούσαν. Τουτέστιν, η Ιφιγένεια διεσώθη. 

( http://el.wikipedia.org)

Στην τραγωδία του Ευριπίδη, Ιφιγένεια εν Αυλίδι, 

η ηρωίδα συνειδητοποιώντας τη θέληση του στρατού, αποδεσμεύει τον Αχιλλέα από την υποχρέωση να τήν υπερασπιστεί, χαρακτηρίζει το νόημα της θυσίας πατριωτικό και οικειοθελώς προσφέρεται να δώσει τη ζωή της για το κοινό καλό.

Ιφιγένεια – Λυγερή: Τα συναισθήματα και οι αξίες που συγκρούονται στην κάθε περίπτωση; Τι υπερισχύει;
Έχει αποφασιστεί ο θάνατός μου
Και θέλω να πεθάνω αρχοντικά
Να πνίξω την ταπείνωση, όλη η Ελλάδα -το πρώτο αγαθό μας-
Σε μένα ελπίζει,
Στα χέρια μου κρατώ την αναχώρηση των καραβιών
Και το χαλασμό της Τροίας
Στο χέρι μου είναι
Να τήν εκδικηθούμε την αρπαγή της Ελένης
– τον Πάρη, που τήν άρπαξε
Να μην αφήσουμε τους βάρβαρους ν΄αρπάζουν
Τις γυναίκες της ευτυχισμένης Ελλάδας.
Όλα αυτά ο θάνατός μου θα τά πετύχει
αυτό θα΄ναι δόξα μου
και ευτυχία θα γίνει,
δεν πρέπει μόνο για τη ζωή μου να νοιάζομαι.
Για την Ελλάδα μέ γέννησες, όχι για σένα μόνο.
Χιλιάδες και χιλιάδες ασπιδοφραγμένοι Έλληνες
Χιλιάδες και χιλιάδες άλλοι με κουπιά
-αφού η πατρίδα αδικήθηκε
δέχονται και τολμούν να χαθούν για την πατρίδα
και να σταθώ εγώ ενάντια, για μια ψυχή και μόνη;
Άδικο είναι. Τι μπορούμε ν’ αντιτάξουμε;
Και να πω και το άλλο
Να μην μπλεχτεί σε πόλεμο ο Αχιλλέας με τους Αργείους
για μια γυναίκα.
Ο άντρας είναι πιο πολύτιμος κι από χίλιες
Κι αν είναι θέλημα της Άρτεμης το σώμα μου
Θ΄ αντισταθώ εγώ η θνητή στο θέλημά της;
Εγώ το σώμα μου τό δίνω στην Ελλάδα.
Θυσιάστε με· κουρσέψτε την Τροία
Αυτό θα ΄ναι να μέ θυμούνται πάντα
Γάμος μου, παιδιά και δόξα μου αυτό θα ναι… (xyth.gr, Ευθυμία Χύτη)