Το "Παραμύθι" της Λένας και της Τατιάνας, είναι και του Νίκου. Η Λένα Πλάτωνος, η Τατιάνα Κατερίνα Θωμαΐδη και ο Νίκος Γάλλος συνταξίδεψαν στο βίντεο και σας χαρίζουν το ταξίδι, τις επισημάνσεις και την ελπίδα διάσωσης. Αυτά είναι για σας, τα λίγο μεγαλύτερα αυτή τη φορά παιδιά, για να βοηθήσετε και την πόλη και τους ανθρώπους και τα μικρότερα. Ακούστε το πολλές φορές και σκεφτείτε...
_________
Ο ΟΥΜΠΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ή ΟΙ
ΠΟΛΩΝΟΙ, του Αλφρέδου Ζαρρύ (Alfred Jarry), 1873-1907, (αποσπάσματα)
Παρόλη τη μεγάλη, βαθιά
και ποικίλη του μόρφωση ο Αλφρέδ Ζαρρύ υπήρξε πάντα ένα απλό, αγνό παιδί, ευχαριστημένο με όλα
και με τον εαυτό του. Ο «Ουμπού βασιλιάς», το αριστούργημά του γράφτηκε σε
ηλικία 15 χρονών. Λέτε να τον μιμηθείτε; Γιατί όχι..;
_____
Πράξη Δεύτερη
Σκηνή έκτη
Το παλάτι του βασιλιά
Μπάρμπα-Ουμπού,
Κυρά-Ουμπού, Καπετάν Μπορντούρας
Μ.Ο.: Α, όχι! Εγώ δεν
θέλω! Εσείς θέλετε να με καταστρέψετε γι’ αυτούς τους τιποτένιους.
Κ.Μ.: Μα επιτέλους,
Μπάρμπα-Ουμπού, δεν καταλαβαίνεις πως μια κι έγινες βασιλιάς, ο λαός περιμένει
κεράσματα;
Κ.Ο.: Αν δεν τους
δώσεις κρέατα και χρυσάφι,
θα σε διώξουνε στο πι
και φι.
Μ.Ο.: Κρέατα ναι,
χρυσάφι ποτέ! Σφάχτε τρία γέρικα μουλάρια. Φτάνουν και περισσεύουν γι’ αυτά τα
παλιοτόμαρα.
Κ.Ο.: Παλιοτόμαρο είσαι
και φαίνεσαι, Μωρέ, πώς σ’ έφτιαξε έτσι η μάνα σου;
Μ.Ο.: Πάλι να στο πω;
Εγώ θέλω να πλουτίσω. Δεκάρα δε μου ξεφεύγει εμένα.
Κ.Ο.: Αφού κρατάς στα
χέρια σου όλους τους θησαυρούς της Πολωνίας,
Κ.Μ.: Βέβαια! Μέσα στην
εκκλησιά είναι κρυμμένος ένας παραμυθένιος θησαυρός, θα τον μοιράσουμε στον
κόσμο.
Μ.Ο.: Αν το κάμεις
αυτό, κακομοίρη...!
Κ.Μ.: Μα,
Μπάρμπα-Ουμπού, αν δεν τους δώσεις τίποτα, δεν θα πληρώσουνε τους φόρους.
Μ.Ο.: Στ’ αλήθεια;
Κ.Ο.: Ναι, ναι!
Μ.Ο.: Α, μα τότε όλα
αλλάζουν. Μαζέψτε τρία εκατομμύρια, ψήστε εκατό πενήντα βόδια κι αρνιά, μια που
θα ’χω κι εγώ το μερδικό μου.
(βγαίνουν)
Σκηνή έβδομη
Ο αυλόγυρος του
παλατιού γεμάτος κόσμο
Ο Μπάρμπα-Ουμπού, με το
στέμμα στο κεφάλι, Η Κυρά-Ουμπού, ο Καπετάν Μπορντούρας, Υπηρέτες φορτωμένοι με
κρέατα
ΛΑΟΣ: Ο Βασιλιάς! ο
Βασιλιάς! Ζήτω!
Μ.Ο. (σκορπίζοντας
χρυσάφι): Να, πάρτε. Δεν είχα διόλου διάθεση να σας δώσω παράδες, μα, για να
ξέρετε, είναι η Κυρά-Ουμπού που το θέλησε. Τουλάχιστο υποσχεθείτε μου πως θα
καλοπλερώνετε τους φόρους.
ΛΑΟΣ: Ναι! Ναι!
Κ.Μ.: Για δες,
Κυρά-Ουμπού, πώς σκοτώνονται για το χρυσάφι. Σωστή μάχη.
Κ.Ο.: Αλήθεια, είναι
φοβερό! Πω-πώ! Κοιτάτε έναν που του ανοίξαν το κεφάλι.
Μ.Ο.: Τι ωραίο θέαμα!
Φέρτε κι άλλες κασέλες με χρυσό.
Κ.Μ.: Πώς σας φαίνεται
η ιδέα να τους βάλουμε να τρέξουν;
Μ.Ο.: Ωραία ιδέα. (Στον
λαό.) Φίλοι μου, βλέπετε αυτή τη μαλαματένια κασέλα, έχει μέσα τρακόσες
χιλιάδες φλουριά χρυσά, μονέδα πολωνέζικη, βενέτικο χρυσάφι. Όσοι θέλουν να
τρέξουνε, ας πάνε στην άκρη της αυλής. Θα ξεκινήσετε σαν θ’ ανεμίσω το μαντήλι
μου…
Τρίτη Πράξη
Σκηνή πρώτη
Το παλάτι
Μπάρμπα-Ουμπού,
Κυρά-Ουμπού
Μ.Ο.: Να με βασιλιάς!
Μα το καντήλι μου, στομάχιασα κιόλας. Και τώρα περιμένω να μου φέρουνε τη
μεγάλη μου καπελαδούρα!
Κ.Ο.: Από τι είναι
φτιαγμένη, Μπάρμπα-Ουμπού;
Γιατί καλά είναι νάναι
κανένας βασιλιάς, μα πρέπει νάναι και οικονόμος.
Μ.Ο.: Κυρά μου,
γυναικούλα μου, είναι φτιαγμένη από προβιά, κι έχει φιούμπα και λουριά από
σκυλοπέτσι.
Κ.Ο.: Τι ωραία που θα
είναι, μα ακόμα ωραιότερα που είμαστε βασιλιάδες…
Σκηνή δεύτερη
Η μεγάλη αίθουσα του
παλατιού
Μπάρμπα-Ουμπού,
Κυρά-Ουμπού, Αξιωματικοί και στρατιώτες, Ο Ζιρόν, ο Πιλ, ο Κότις, Ευγενείς
αλυσοδεμένοι, Οικονομολόγοι, Δικαστές, Γραφιάδες
Μ.Ο.: Φέρτε την κάσα
των ευγενών και το γάντζο των ευγενών και το δευτέρι των ευγενών. Ύστερα φέρτε
μου και τους ευγενείς.
(Σπρώχνουν με
βαναυσότητα τους ευγενείς.)
Κ.Ο.: Για όνομα του
Θεού, βάλε νερό στο κρασί σου, Μπάρμπα-Ουμπού.
Μ.Ο.: Έχω την
ευχαρίστηση να σας ανακοινώσω πως για να πλουτίσω το βασίλειο θα ξεκάνω τους
ευγενείς και θα πάρω τις περιουσίες τους.
ΕΥΓΕΝΕΙΣ: Αίσχος! Λαέ,
στρατέ, βοήθεια!
Μ.Ο.: Φέρτε τον πρώτον
ευγενή και δώστε μου τον γάντζο. Όσοι καταδικαστούνε σε θάνατο θα τους ρίξω στο
μπουντρούμι, θα πέσουνε στα υπόγεια της Γουρουνομαγκώστρας και της
Χρηματοστραγκίστρας…Ποιος είσαι σύ, ηλίθιε;
ΕΥΓΕΝΗΣ: Κόμης του
Βιτέμπσκ.
Μ.Ο.: Πόσα είναι τα
εισοδήματά σου;
ΕΥΓΕΝΗΣ: Τρία
εκατομμύρια τάλαρα.
Μ.Ο.: Στο μπουντρούμι:
(Τον αρπάζει με τον γάντζο και τον ρίχνει μέσα στην καταπακτή.)
Κ.Ο.: Τι κτηνωδία!
(Ο Μπάρμπα-Ουμπού
ρίχνει με τη σειρά όλους τους ευγενείς χωρίς εξαίρεση, ακόμα και τους
κατεστραμμένους, γιατί δεν έχουν τίποτα να τους πάρει).
Κ.Ο.: Παραείσαι
αιμοβόρος, Μπάρμπα Ουμπού!
Μ.Ο.: Ε, πλουτίζω. Θέλω
να μου διαβάσουν το κατάστιχο πούναι καταγραμμένο το έχει μου. (Του το διαβάζουν.)…Πάρα κάτω.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Δεν έχει
παρακάτω.
Μ.Ο.: Δεν έχει
παρακάτω;…Κάνετε πιο γρήγορα, γιατί θα νομοθετήσω τώρα.
ΠΟΛΛΟΙ: Άντε να το
δούμε κι αυτό.
Μ.Ο.: Πρώτα κι αρχή θα
ξαναφτιάξω το δίκαιον και ύστερα θα
εξετάσουμε τα οικονομικά.
ΔΙΚΑΣΤΕΣ: Αρνούμεθα
κάθε αλλαγή
Μ.Ο.: Σκρατά! Πρώτα κι
αρχή, από δω και μπρος οι δικαστές δεν θα πληρώνονται.
ΔΙΚΑΣΤΕΣ: Μα πώς θα
ζήσουμε; Είμαστε φτωχοί.
Μ.Ο.: Θάχετε τα
προστίματα που θα βάζετε και τις περιουσίες όσων καταδικάζετε σε θάνατο.
ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Αίσχος!
ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Ατιμία!
ΤΡΙΤΟΣ: Σκάνδαλο!
ΤΕΤΑΡΤΟΣ: Κακοήθεια!
ΟΛΟΙ: Υπό τοιαύτας
συνθήκας, αρνούμεθα να απονέμωμεν την δικαιοσύνην.
Μ.Ο.: Στο μπουντρούμι
οι δικαστές!
(Προσπαθούν άσκοπα να
γλυτώσουν.)
Κ.Ο.: Ε! Τι κάνεις
Μπάρμπα-Ουμπού; Ποιος θα δικάζει τώρα ;
Μ.Ο.: Ακούς εκεί! Εγώ.
Θα δεις τι όμορφα που θα πάει το πράμα έτσι.
Κ.Ο.: Μάλιστα. Αυτό πια
θάναι πρώτης!
Μ.Ο.: Άντε σώπαινε,
πολυλογού! Και τώρα, κύριοι, ας δούμε τα οικονομικά.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΙ: Δεν έχει
να γίνει καμιά αλλαγή.
Μ.Ο.: Τι; Εγώ όλα θα τ’
αλλάξω. Πρώτα κι αρχή, οι μισοί από τους φόρους θάναι για μένα.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΙ: Δεν
στενοχωριέται καθόλου.
Μ.Ο.: Κύριοι, θα
βάλουμε ένα φόρο δέκα τοις εκατό στην ιδιοχτησία, έναν άλλο στο εμπόριο και στη
βιομηχανία, και ένα τρίτο στους γάμους, και ένα τέταρτο στους θανάτους, δεκαπέντε
φράγκα ο καθένας.
ΠΡΩΤΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ:
Μα είναι ανόητο, Μπάρμπα-Ουμπού.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ:
Δεν είναι λογικό.
ΤΡΙΤΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ:
Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα!
Μ.Ο.: Για κορόιδο με
περνάτε! Στο μπουντρούμι οι οικονομολόγοι!
(Χώνουν τους
οικονομολόγους.)
Κ.Ο.: Μα επί τέλους,
Μπάρμπα-Ουμπού, τι είδους βασιλιάς είσαι συ, σκοτώνεις όλο τον κόσμο.
Μ.Ο.: Ε, σκρατά.
Κ.Ο.: Πάνε τα
δικαστήρια! Πάνε τα οικονομικά!
Μ.Ο.: Μη φοβάσαι
τίποτα, γλυκό μου παιδί, θα πάω εγώ χωριό χωριό, για να μαζέψω τους φόρους…
…………………………………………………………….......................................
______
Ο αχόρταγος όμως βασιλιάς Μπάρμπα-Ουμπού (ή Υμπύ, για άλλους) είχε κι άλλες περιπέτειες και σ' αυτό το έργο και στο επόμενο του Α. Ζαρρύ, που έχει τον τίτλο "Ο Μπάρμπα- Ουμπού κατάδικος". Δεν ξέρω για την καταδίκη. Αυτό όμως που ξέρω είναι πως δεν χρειαζόμαστε βασιλιάδες.