Heinrich Karl Bukowski (Αύγουστος 1920-Μάρτης 1994), Η.Π.Α.
Το
Πάνθεον της λογοτεχνίας φύλαξε μεταθανάτια (γνωστό φαινόμενο) αλλά
ανεξίτηλα για τον Τσαρλ Μπουκόφσκι τη δική του ιερή επιγραφή και τον δικό του ιερό χώρο. Στο διαδίκτυο υπάρχει για τον ίδιο και το έργο του πληθώρα ύλης, καθώς και άρθρα που είναι ανώφελο να
τα ανασυνθέσω εδώ χρησιμοποιώντας τον κόπο άλλων. Αυτά όλα είναι στην
διακριτική σας ευχέρεια και στην πιθανή σας επιθυμία να τα βρείτε και να
τα μελετήσετε. Αν, ωστόσο, σας αρκεί η ομορφιά και η ποιητική
ευαισθησία, ιδού. Ο Μπουκόβσκι είναι ένα έντονο, ανεπανάληπτα
περιθωριακό φαινόμενο, που αξίζει να μπείτε και να χαθείτε μέσα στη δίνη
του.
γ.τ.κ.
Ένα Άλογο με μπλεπράσινα μάτια
βλέπεις αυτό που βλέπεις:
τα τρελάδικα σπανίως
επιδεικνύονται.
πως βαστάμε ακόμα και
ξυνόμαστε και ανάβουμε
τσιγάρα
είναι κάτι παραπάνω από θαύμα
κάτι παραπάνω
απ’ τις λουόμενες καλλονές
από τα ρόδα και τον σκόρο.
να κάθεσαι σ΄ ένα καμαράκι,
και να πίνεις μπύρα
και να στρίβεις τσιγάρο
ακούγοντας Μπραμς
από ένα μικρό κόκκινο ραδιόφωνο
είναι σαν να έχεις βγει
ζωντανός
από μια ντουζίνα πολέμους
ακούγοντας τον ήχο
του ψυγείου
καθώς οι λουόμενες καλλονές σαπίζουν
και τα πορτοκάλια και τα μήλα
κατρακυλούν και πάνε.
*
Ύφος
Το ύφος είναι η απάντηση στα πάντα·
ένας καινούριος τρόπος να
επιχειρήσεις κάτι ανούσιο
ή κάτι επικίνδυνο.
να κάνεις κάτι ανούσιο με ύφος
είναι προτιμότερο, παρά να κάνεις
κάτι επικίνδυνο χωρίς ύφος.
να κάνεις κάτι επικίνδυνο με ύφος
είναι αυτό που εγώ ονομάζω Τέχνη.
η ταυρομαχία μπορεί να είναι Τέχνη,
το μποξ μπορεί να είναι Τέχνη,
ο έρωτας μπορεί να είναι Τέχνη,
το άνοιγμα μιας κονσέρβας με
σαρδέλες
μπορεί να είναι Τέχνη.
λίγοι έχουν ύφος,
λίγοι μπορούν να διατηρήσουν ένα
ύφος,
έχω δει σκύλους με περισσότερο ύφος
απ’ τους ανθρώπους,
παρ’ όλο που ελάχιστοι σκύλοι έχουν
ύφος.
οι γάτες έχουν ύφος περίσσιο.
όταν ο Χέμινγουεϋ τίναξε τα μυαλά
του στον τοίχο
με μια καραμπίνα, αυτό ήταν ύφος.
η Ζαν Ντ’ Αρκ είχε ύφος.
και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής,
ο Χριστός,
ο Σωκράτης,
ο Καίσαρας,
ο Γκαρθία Λόρκα.
στη φυλακή μέσα γνώρισα ανθρώπους με
ύφος,
γνώρισα περισσότερους ανθρώπους με
ύφος
μέσα στη φυλακή παρά
έξω απ’ αυτήν.
ύφος είναι η διαφορά:ένας τρόπος να
κάνεις,
ένας τρόπος να είσαι.
6 ερωδιοί να στέκονται ήσυχα σε μια
μικρή λίμνη
ή εσύ, να βγαίνεις απ’ το μπάνιο
γυμνή,
δίχως να ξέρεις πως σε βλέπω.
*
τριαντάφυλλο, τριαντάφυλλο
Τριαντάφυλλο, τριαντάφυλλο
αλύχτησε για μένα
όλους αυτούς τους αιώνες κάτω απ’
τον ήλιο
έχεις ακούσει ανθρώπους να
τραγουδούν
να σπάζουν όπως οι μίσχοι που σε
βαστούν
έχεις καθίσει σε μαλλιά νεαρών
κοριτσιών
που ήταν σωστά τριαντάφυλλα, που
τριαντάφυλλου αίσθηση
είχαν,
και ξέρεις, ξέρεις τι συνέβη
έδωσα κάποτε τριαντάφυλλα σε μια
γυναίκα και τα έβαλε
πάνω στο κομοδίνο της, και τ’
αγκάλιασε και τα μύρισε
και τώρα η γυναίκα δεν υπάρχει και
τα τριαντάφυλλα
έχουν χαθεί
μα το κομοδίνο είναι εδώ, βλέπω το
κομοδίνο
και στις λεωφόρους βλέπω ξανά εσένα
ζωντανή, ξανά! Ναι!
και, εγώ είμαι ακόμη
ζωντανός.
τριαντάφυλλο, τριαντάφυλλο
αλύχτησε για μένα
χθες βράδυ περπατώντας
νιώθοντας γύρω απ’ τη μέση μου την
παχιά μου σάρκα
όνειρα παλιά που έσβησαν σαν
πυγολαμπίδες
είδα ξάφνου ένα λουλούδι
και σαν ένας τρελαμένος γιγάντιος
θεός
το άνθος του μάδησα
και ύστερα έβαλα τα πέταλα στην
τσέπη μου
νιώθοντας και ξεσχίζοντας
απαλά σωθικά, έτσι ακριβώς!
σαν να ατιμάζεις μια παρθένα.
εκείνη σε αγκάλιασε, σε αγάπησε
και πέθανε, και
μες στο δωμάτιό μου, βγαλμένη απ’
την τσέπη μου,
πίνοντας το πρώτο ποτό της νύχτας,
και
στου ποτηριού το χείλος
η ίδια ίδια κοκκινάδα
το ίδιο αγκάθι η ίδια παρθενία, το
χέρι μου,
το χέρι μου το χέρι μου· αλύχτησε,
τριαντάφυλλο
δόντια αιώνων ανθίζουν
στον ήλιο, θεός τεράστιος θεός
καταραμένος ξεριζώνει αυτά τα
ποιήματα
απ’ το κεφάλι μου.
*
Μ’ έφαγαν οι πεταλούδες
θα κερδίσω ίσως στον ιρλανδέζικο
ιππόδρομο
ίσως τρελαθώ
ίσως
ίσως ταμείο ανεργίας ή
μια πλούσια λεσβία στην κορυφή του
λόφου
ίσως να μετενσαρκωθώ σε βάτραχο…
ή να βρω 70.000 δολάρια σε μια πλαστική
σακκούλα
να επιπλέουν στην μπανιέρα.
χρειάζομαι βοήθεια
είμαι ένας παχύς άντρας που μ’
έφαγαν
τα πράσινα δέντρα
οι πεταλούδες
κι εσύ
μια έτσι μια αλλιώς
σαν την λάμπα
τα δόντια μου πονούν πονούν τα
δόντια της ψυχής μου
δεν μπορώ να κοιμηθώ
προσεύχομαι για τα χαλασμένα τραμ
τα λευκά ποντίκια
τις μηχανές που άρπαξαν φωτιά
το αίμα πάνω στην πράσινη ρόμπα του
γιατρού σ’ ένα
χειρουργείο του Σαν Φρανσίσκο
που με μάγκωσαν
ωχ ωχ
άγρια: το κορμί μου εκεί γεμάτο παρά
μόνο από μένα
πιασμένος στα μισά του δρόμου
ανάμεσα στα γηρατειά
και στην αυτοκτονία
σπρωγμένος σε εργοστάσια μαζί
με τους νεότερους
κρατώντας τον ρυθμό
καίγοντας το αίμα μου σαν βενζίνη
και
κάνοντας ευτυχισμένο τον επιστάτη
τα ποιήματά μου δεν είναι παρά
γρατζουνιές στο πάτωμα
κάποιου κλουβιού.
Μετάφραση, Γιάννης Λειβαδάς