Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ, TANIKAWA SHUNDARO / Ο ΠΟΙΗΤΗΣ, HERMANN ESSE, ΝΥΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Posted by Γιώργος Τσακιράκης Κρης | Posted in | Posted on 8:32 μ.μ.

0

 

Ο κίτρινος ποιητής

Μόλις είχαν εγκαταλείψει τον κίτρινο ποιητή  εκεί πάνω στην τουαλέ-
τα. Ούτε που ταλαντευόταν, μόνο συνέχιζε να κάθεται αλλ' ότι ήταν
πεθαμένος φαινόταν καθαρά στα μάτια οποιουδήποτε γιατί η καρδιά 
του χτυπούσε κανονικά εβδομήντα πέντε φορές το λεπτό κι η ανάσα
του μύριζε ρύζι και τζιν.

Δεν υπήρχαν σημάδια στο σώμα του απ' τα χτυπήματα που είχε
δεχτεί αλλά μέσα στο κρανίο του η μπάλα του πιγκ-πογκ που φαίνε-
ται πως υπήρξε η πηγή της έμπνευσής του σταμάτησε ν' αναπηδάει.
Τον χτύπησα ελαφρά στην πλάτη και του ψιθύρισα λίγες φιλικές λέ-
ξεις όμως διάβαζε τόσο απορροφημένος το χαρτί της τουαλέτας που
δεν μου απάντησε.

Λίγο μετά που έφυγα άκουσα τον ήχο απ' το καζανάκι της τουαλέτας
κι όταν κοίταξα πίσω ο κίτρινος ποιητής δεν ήταν πια εκεί. Πρέπει να
λάθεψε και να παρασύρθηκε σκόπιμα με το νερό που έτρεξε. (Τον
συμπαθούσα, ήταν ένας ωραίος τύπος. Ακόμα...).

Γρήγορα θα φτάσει στις τρεις το σινιάλο του χρόνου στο ρολόι. Έξω
απ' το παράθυρο πνέουν αύρες του Μαΐου. Ο κόσμος είναι τόσο
πωρωμένος.

Τανικάβα Σουντάρο
 
_____
 

 
Ο ποιητής
 
Μόνο σε μένα, το μοναχικό,
τ' ατέρμονα άστρα λάμπουν της βραδιάς, 
ψιθυρίζει η πέτρινη πηγή το μαγικό τραγούδι της,
σε μένα μόνο, το μοναχικό,
οι πολύχρωμες σκιές των σύννεφων που περνάνε
τρέχουν σαν όνειρα πάνω απ' τ' ανοιχτό τοπίο.
Μήτε καλύβι μήτε γη
ή δάσος έχω κι ούτε μπορώ να κυνηγάω,
είναι δικό μου αυτό που δεν ανήκει σε κανένα,
δικό μου το βαθύ ρυάκι πίσω απ' του δάσους
   το μαγνάδι,
δικιά μου η αγριεμένη θάλασσα,
δικό μου το τιτίβισμα των παιδιών που παίζουν
που μοιάζει με φωνές πουλιών,
θρήνος και τραγούδι του ερωτευμένου
μες το δειλινό.
Δικοί μου ακόμα οι ναοί των θεών
και δικά μου τα πλούσια αλσύλια του παρελθόντος.
Κι όχι λιγότερο δικιά μου
η λάμπουσα κρύπτη τ' ουρανού
που θα 'ναι το σπίτι μου στο μέλλον.
Συχνά η ψυχή μου είναι ανυπόμονη
από νοσταλγία ν' ανοίξει τα φτερά της
ν' ατενίσει το μέλλον των ευλογημένων,
την αγάπη, που υπερβαίνει το νόμο,
την Αγάπη των ανθρώπων για τον άνθρωπο.
Όλους τους βρίσκω πάλι, μαγικά μεταμορφωμένους:
τον αγρότη, τον πραματευτή, το βασιλιά,
ναύτες στο κουπί,
το βοσκό, τον κηπουρό, όλοι τους
μ' ευγνωμοσύνη να γιορτάζουν τον μέλλοντα κόσμο.
Μονάχα ο ποιητής είναι απών,
αυτός ο φιλέρημος που τα πάντα θεωρεί,
αυτός ο φορέας της ανθρώπινης νοσταλγίας,
η χλομή εικόνα
εκείνου που το μέλλον,
εκείνου που την εκπλήρωση του κόσμου
πια δεν τα χρειάζεται. Μαραίνονται
πάνω στο μνήμα του πολλά στεφάνια
αλλά κανένας πια δεν τον θυμάται.

Χέρμαν Έσσε