ΣΕ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΜΠΑΙΝΩ, ΠΟΧΟΥΝ ΑΣΧΗΜΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, Η ΡΟΥΣΣΩ ΚΑΙ ΤΟ ΡΑΦΤΟΠΟΥΛΟ, ΕΛΛΑΔΑ / ΕΚΕΙΝΗ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕ ΤΟ ΛΑΟ, ΚΙΝΑ, ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 5:31 μ.μ.

0

Ελλάδα

Σε περιβόλι μπαίνω

Σε περιβόλι μπαίνω και βρίσκω μια μηλιά
τα μήλα φορτωμένη κι απάνω κοπελλιά.
Λέγω της: - Έλα κάτω να κάνουμε φιλιά!
Κ' εκείνη κόβει μήλα και με πετροβολά!

*

Πόχουν άσχημες γυναίκες

Ως τα τώρα την καρδιά μου
την κρατούσα κλειδωμένη,
σιδερομανταλωμένη.
Τώρα θε να την ανοίξω,
μόσκο να τηνε γιομίσω,
ζάχαρη να την ταΐσω,
για το σκάσιμο τ' αντρώνε,
πείσμα των παλληκαριώνε,
πόχουν άσκημες γυναίκες,
μαύρα κούτσουρ' αγκαλιάζουν
και φιλούν κι αναστενάζουν!

*

Η Ρούσσω και το ραφτόπουλο

Κάτου στις Λάρσας τα τσαρσιά, κάτου στο μπεζεστένι,
ξήντα ραφτάδες έρραφταν της Ρούσσως το φουστάνι,
κ' ένα μικρό ραφτόπουλο ράφτοντας τραγουδάει:
- Φουστάνι μου, λιανόπλουμπο και χρυσοκεντημένο,
καθώς εσένα σε κρατώ, νάχα και την κυρά σου!..
Όξω ήταν, τ' άκουσ' η κυρά, βαριά της κακοφάνη.

- Τι λες, μορέ ραφτόπουλο, τι βάνεις με το νου σου;
Θε να το ειπώ του μάστορα, ρώγα να μη σου δώσει,
και να σου δίνει το ψωμί στου μαχαιριού τη μύτη!
[ - Κ' εγώ θα πω τ' αφέντη μου που σ' έχω φιλημένη!..]  

___

Κίνα


Εκείνη που γέννησε το λαό

Από τη Χιανγκ Γιουάν ήρθε
η γέννηση του λαού.
Και πώς η Χιανγκ Γιουάν έδωσε
τη γέννηση του λαού;
Θυσίες προσέφερε κ' εκαμε προσφορές,
τη γύμνια της πιο πέρα για να προχωρήσει,
και στου θεού πάνω περπάτησε τα χνάρια
κ' ευλογήθηκε κ' έμεινε βαρεμένη
και γέννησε κ' έκαμε την αρχή του λαού
κ' η αρχή τούτη ήταν ο Χου Χι.

Όταν τους μήνες τους συμπλήρωσε όλους,
ο πρωτογέννητός της σαν αμνός ήρθε στον κόσμο.
Μήτε βροντή έγινε, ουδέ κι αστραπή μεγάλη,
ζημιά είτε αδίκημα δεν έγινε
τη δύναμη του πνεύματός του για να φανερώσει.
Μη τάχα δεν τη λευτέρωσε ο Ουρανός;
Μη τάχα δε δέχτηκε ο Ουρανός τις προσφορές της;
Γι' αυτό γέννησεν εύκολα τον γιο της.

Τον έβαλαν σε στενό μονοπάτι:
στοργικά τον γνοιαστήκανε πρόβατα και βόδια.
Τον έβαλαν σε καμπίσιο δάσος:
ξυλοκόποι ήρθανε στο καμπίσιο δάσος.
Τον έβαλαν επάνω σε κρύο πάγο:
ένα πουλί τον σκέπασε με τα φτερά του.
Όταν το πουλί πέταξε μακριά,
ο Χου Χι αρχίνησε να κλαίει,
το κλάμα του μακρύ 'τανε, γοερό 'ταν,
κι από κοντά κι από μακριά ακουγόταν.

Όταν μπόρεσε να συρθεί ο Χου Χι,
πόσο λαμπρά και λυγερά τα μέλη του ήσαν!
Τα χείλη του μόλις τροφήν αγγίξαν,
έμαθε να φυτεύει φασολιές,
κ' οι φασολιές μεγάλωναν ως κυματίζουσες μπαντιέρες.
Πυκνά βλαστήσανε τα φύτρα του ρυζιού,
υψώθηκε το κανναβούρι και το στάρι
κ' οι κολοκύθες δε βρίσκαν τόπο να ξαπλώσουν.

Του Χου Χι ο θερισμός ήτανε τέτοιος,
που κι ο Ουρανός κ' η γη του 'δωσαν ένα χέρι.
Καθάρισε τ' αγριόχορτα και τα ζιζάνια
και φύτεψε τους κίτρινους σπόρους,
και τον σπόρο έκαμε να πεταχτεί από τον φλοιό του,
τόσο βαρύς, τόσο ψηλός,
τόσο γιομάτος καλοσύνη,
τόσο τρυφερός, ζουμερός τόσο,
τόσο δυνατός και λυγερός:
Έτσι έγινε ο κύριος του Τ' άι.

Ευγενικά προμήθεψε και σε μας σπόρους.
Μαύρο κεχρί, δίφορο κεχρί,
κεχρί κόκκινο κι άσπρο.
Οπουδήποτε σπάρθηκε το μαύρο,
και θερίστηκε και σωριάστηκε,
οπουδήποτε σπάρθηκε το κόκκινο και το άσπρο,
και θερίστηκε και σωριάστηκε,
και φορτώθηκε σ' ώμους και σε πλάτες
και μεταφέρθηκε σπίτι για τις πρώτες προσφορές.

Τώρα, πώς θα κάνωμε τις προσφορές μας;
Ξεφλουδάμε τον σπόρο και τον κοπανάμε
και τον μαλακώνομε και τον πατούμε
και τον πλένουμε ίσαμε που να τρίξει
και τον κοσκινίζομε ίσαμε αχνός να γίνει.
Συμβουλεύομαστε ύστερα τους οιωνούς,
ύστερα σιωπηλοί μελετούμε,
ύστερα συνάζομε ξύλα από τον νότο,
κ' ύστερα πια καίμε τα ξύγκια.
Στα πνεύματα θυσιάζομε κριάρια,
ψήνοντας το κρέας στα κάρβουνα πάνω,
έτσι αρχίζει η χρονιά η καρποφόρα!

Οι βωμοί σκεπάζονται ως απάνω
με προσφορές: γαβάθες ξύλινες, πήλινες γαβάθες,
όση ώρα υψώνεται τ' αψήλου η τσίκνα.
Ευλογημένος νά 'ναι ο Θεός,
ειρήνη σ' αυτόν και σε μας ειρήνη.
Αίσια να 'ναι η χρονιά κ' έτσι να ευωδιάζει!
Ο Χου Χι ίδρυσε τούτη τη θυσία.
Και βέβαια που καμιά αλλαγή δε θα της γίνει:
τέτοια μας μεταδόθηκε ως αυτή την ώρα!

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΠΡΙΑΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΑΧΙΛΛΕΑ, ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΕΚΤΟΡΑ, ΙΛΙΑΔΑ, ΡΑΨΩΔΙΑ Ω, ΚΛΑΣΙΚΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 5:29 μ.μ.

0

                                                         


(Ο "αγαθοποιός" Ερμής, αφού κοιμίζει τους φρουρούς των Αχαιών, οδηγεί τον Πρίαμο στη σκηνή του Αχιλλέα, του αποκαλύπτεται ως θεός και αποχωρεί για τον Όλυμπο)

460 "Ω ΓΕΡΟΝ Η ΤΟΙ ΕΓΩ ΘΕΟΣ ΑΜΒΡΟΤΟΣ ΕΙΛΗΛΟΥΘΑ
ΕΡΜΕΙΑΣ ΣΟΙ ΓΑΡ ΜΕ ΠΑΤΗΡ ΑΜΑ ΠΟΜΠΟΝ ΟΠΑΣΣΕΝ
ΑΛΛ Η ΤΟΙ ΜΕΝ ΕΓΩ ΠΑΛΙΝ ΕΙΣΟΜΑΙ ΟΥΔ ΑΧΙΛΗΟΣ
ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ ΕΙΣΕΙΜΙ ΝΕΜΕΣΣΗΤΟΝ ΔΕ ΚΕΝ ΕΙΗ
ΑΘΑΝΑΤΟΝ ΘΕΟΝ ΩΔΕ ΒΡΟΤΟΥΣ ΑΓΑΠΑΖΕΜΕΝ ΑΝΤΗΝ
ΤΥΝΗ Δ ΕΙΣΕΛΘΩΝ ΛΑΒΕ ΓΟΥΝΑΤΑ ΠΗΛΕΙΩΝΟΣ
ΚΑΙ ΜΙΝ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΜΗΤΕΡΟΣ ΗΥΚΟΜΟΙΟ
ΛΙΣΣΕΟ ΚΑΙ ΤΕΚΕΟΣ ΙΝΑ ΟΙ ΣΥΝ ΘΥΜΟΝ ΟΡΙΝΗΙΣ 467

460  Γέροντα, αν θες να ξέρεις, εγώ που ήρθα εδώ μαζί σου, είμαι αθάνατος θεός, ο Ερμής, και μ' έστειλε ο πατέρας μου οδηγό σου. Τώρα όμως θα γυρίσω πια. Δεν θέλω να βρεθώ εμπρός στα μάτια του Αχιλλέα, γιατί θα ήταν αξιόμεμπτο ένας θεός να δείχνει έτσι ολοφάνερα αγάπη στους ανθρώπους. Μα συ έμπα μέσα και τα γόνατα να πιάσεις του Πηλείδη, και ξόρκισέ τους στο όνομα του πατέρα του και της ωριόμαλλης της μάνας του και του παιδιού του, κι έτσι, θαρρώ να του μαλάξεις την ψυχή. 467

--------

Σαν είπε αυτά ο Ερμής, έφυγε πάνω στου Όλυμπου τα ύψη...ενώ ο γέρος τράβηξε κατευθείαν μέσα όπου καθότανε συνήθως ο Αχιλλέας, του Δία ο αγαπημένος....

--------

477  ΤΟΥΣ Δ ΕΛΑΘ ΕΙΣΕΛΘΩΝ ΠΡΙΑΜΟΣ ΜΕΓΑΣ ΑΓΧΙ Δ ΑΡΑ ΣΤΑΣ
ΧΕΡΣΙΝ ΑΧΙΛΗΟΣ ΛΑΒΕ ΓΟΥΝΑΤΑ ΚΑΙ ΚΥΣΕ ΧΕΙΡΑΣ
ΔΕΙΝΑΣ ΑΝΔΡΟΦΟΝΟΥΣ ΑΙ ΟΙ ΠΟΛΕΑΣ ΚΤΑΝΟΝ ΥΙΑΣ
ΩΣ Δ ΟΤ ΑΝ ΑΝΔΡ ΑΤΗ ΠΥΚΙΝΗ ΛΑΒΗΙ ΟΣ Τ ΕΝΙ ΠΑΤΡΗΙ
ΦΩΤΑ ΚΑΤΑΚΤΕΙΝΑΣ ΑΛΛΩΝ ΕΞΙΚΕΤΟ ΔΗΜΟΝ
ΑΝΔΡΟΣ ΕΣΑΦΝΕΙΟΥ ΘΑΜΒΟΣ Δ ΕΧΕΙ ΕΙΣΟΡΟΩΝΤΑΣ
ΩΣ ΑΧΙΛΕΥΣ ΘΑΜΒΗΣΕΝ ΙΔΩΝ ΠΡΙΑΜΟΝ ΘΕΟΕΙΔΕΑ
ΘΑΜΒΗΣΑΝ ΔΕ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΕΣ ΑΛΛΗΛΟΥΣ ΔΕ ΙΔΟΝΤΟ
ΤΟΝ ΚΑΙ ΛΙΣΣΟΜΕΝΟΣ ΠΡΙΑΜΟΣ ΠΡΟΣ ΜΥΘΟΝ ΕΕΙΠΕΝ
"ΜΝΗΣΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΣΟΙΟ ΘΕΟΙΣ ΕΠΙΕΙΚΕΛ ΑΧΙΛΛΕΥ
ΤΗΛΙΚΟΥ ΩΣ ΠΕΡ ΕΓΩΝ ΟΛΟΩΙ ΕΠΙ ΓΗΡΑΟΣ ΟΥΔΩΙ
ΚΑΙ ΜΕΝ ΠΟΥ ΚΕΙΝΟΝ ΠΕΡΙΝΑΙΕΤΑΙ ΑΜΦΙΣ ΕΟΝΤΕΣ
ΤΕΙΡΟΥΣ ΟΥΔΕ ΤΙΣ ΕΣΤΙΝ ΑΡΗΝ ΚΑΙ ΛΟΙΓΟΝ ΑΜΥΝΑΙ
ΑΛΛ Η ΤΟΙ ΚΕΙΝΟΣ ΓΕ ΣΕΘΕΝ ΖΩΟΝΤΟΣ ΑΚΟΥΩΝ
ΧΑΙΡΕΙ Τ ΕΝ ΘΥΜΩΙ ΕΠΙ Τ ΕΛΠΕΤΑΙ ΗΜΑΤΑ ΠΑΝΤΑ
ΟΨΕΣΘΑΙ ΦΙΛΟΝ ΥΙΟΝ ΑΠΟ ΤΡΟΙΗΘΕΝ ΙΟΝΤΑ
ΑΥΤΑΡ ΕΓΩ ΠΑΝΑΠΟΤΜΟΣ ΕΠΕΙ ΤΕΚΟΝ ΥΙΑΣ ΑΡΙΣΤΟΥΣ
ΤΡΟΙΗΙ ΕΝ ΕΥΡΕΙΗΙ ΤΩΝ Δ ΟΥ  ΤΙΝΑ ΦΗΜΙ ΛΕΛΕΙΦΘΑΙ 494

477 Και μπαίνει ο τρανός ο Πρίαμος χωρίς να τον αντιληφθούν και πάει και στέκεται κοντά στον Αχιλλέα, του αγκαλιάζει τα γόνατα και του φιλάει τα φοβερά αντροφόνα χέρια του, που τόσους γιους τούχαν σκοτώσει. Κι όπως μ' έναν που τον πιάνει τρέλα, γιατί στη χώρα του σκότωσε κάποιον, και αλλού σε ξένη χώρα, σ' ενός πλούσιου το σπίτι, τα χάνουν όλοι όσοι τον βλέπουν, έτσι ακριβώς κι Αχιλλέας τάχασε μόλις είδε το θεόμορφο Πρίαμο. Τα χάσανε κι οι άλλοι κι ο ένας έριχνε ματιές στον άλλο. Τότε ο Πρίαμος του λέει με παρακάλια: "Θυμήσου, θεόμορφε Αχιλλέα, πως έχεις κι εσύ πατέρα πούναι στην ίδια ηλικία με μένα, στο τελευταίο σκαλί των γηρατειών. Ίσως και κείνον οι γειτόνοι γύρω του τον τυραννούν, χωρίς νάναι κανείς κοντά του να τον λυτρώσει απ' τα δεινά του. Μα αυτός τουλάχιστο ακούει πως ζεις και χαίρεται η ψυχή του και ελπίζει πάντα πως μέρα με τη μέρα θα τον δει τον λατρευτό του γιο απ' την Τροία να γυρίζει. Μα εγώ ο βαριόμοιρος, που έκανα γιους τους πιο λεβέντες μέσ' σ' ολόκληρη την Τροία, και δες, κανείς δεν μούχει μείνει. 494  Πενήντα είχα, σα ήρθαν οι Αχαιοί, που οι δεκαεννιά από μια γεννήθηκαν κοιλιά, και τους λοιπούς μου γέννησαν μέσ' στο παλάτι οι σκλάβες. Τους πιο πολλούς τους θέρισε ο άγριος Άρης. Ένας μούχε απομείνει, που υπερασπίζονταν κι εμάς τους ίδιους και το κάστρο, ο Έκτορας που στα στερνά του αυτόν, ενώ υπερασπιζόταν την πατρίδα, εσύ τον σκότωσες. Για χάρη του λοιπόν τώρα ήρθα ως εδώ στα πλοία των Αχαιών, και φέρνω δώρα πολύτιμα για τον ξαγοράσω. Σεβάσου καν τους θεούς, Αχιλλέα. Λυπήσου με σκεπτόμενος το γέρο σου πατέρα. Εγώ είμαι πιο άξιος οίκτου (από κείνον). Βάσταξα πίκρες που κανείς θνητός στον κόσμο δεν υπόφερε άλλος, πούφτασα στο σημείο ν' αγγίξω με τα χείλη μου το χέρι 'κείνου που σκότωσε το γιο μου".

----

507 ΩΣ ΦΑΤΟ ΤΩΙ Δ ΑΡΑ ΠΑΤΡΟΣ ΥΦ ΙΜΕΡΟΝ ΩΡΣΕΝ ΓΟΟΙΟ
ΑΨΑΜΕΝΟΣ Δ ΑΡΑ ΧΕΙΡΟΣ ΑΠΩΣΑΤΟ ΗΚΑ ΓΕΡΟΝΤΑ
ΤΩ ΔΕ ΜΝΗΣΑΜΕΝΩ Ο ΜΕΝ ΕΚΤΟΡΟΣ ΑΝΔΡΟΦΟΝΟΙΟ
ΚΛΑΙ' ΑΔΙΝΑ ΠΡΟΠΑΡΟΙΘΕ ΠΟΔΩΝ ΑΧΙΛΗΟΣ ΕΛΥΣΘΕΙΣ
ΑΥΤΑΡ ΑΧΙΛΛΕΥΣ ΚΛΑΙΕΝ ΕΟΝ ΠΑΤΕΡ  ΑΛΛΟΤΕ Δ ΑΥΤΕ
ΠΑΤΡΟΚΛΟΝ ΤΩΝ ΔΕ ΣΤΟΝΑΧΗ ΚΑΤΑ ΔΩΜΑΤ ΟΡΩΡΕΙΝ  512

507  Είπε, και του άναψε τον πόθο να κλάψει για το γέρο του πατέρα. Έπιασε τότε τον Πρίαμο απ' το χέρι και μαλακά τον έσπρωξε. Και σαν θυμήθηκαν κι οι δυο, ο ένας τον αντροφόνο Έκτορα θρηνούσε, πεσμένος μπρος στα πόδια του Αχιλλέα,, κι ο Αχιλλέας που έκλαιγε για τον πατέρα του και για τον Πάτροκλο κι οι στεναγμοί παντού αντηχούσαν μέσα. 512   Κι όταν πια χόρτασε το κλάμα ο θεϊκός Αχιλλέας, κι ο πόθος έσβησε απ' το νου του κι απ' τα μέλη του, σηκώθη ευθύς απ' το θρονί του και πιάνοντας το γέροντα απ' το χέρι τον έκανε να σηκωθεί, πονώντας τον για τ' άσπρα του μαλλιά και τ' άσπρα του τα γένια, και με φωνή ήρεμη τούπε δυο λόγια φτερωτά:
"Α, δύστυχε, πολλά φαρμάκια, αλήθεια, ήπιε η ψυχή σου! Πώς βάσταξες να ρθεις στα πλοία των Αχαιών μονάχος, μπροστά σε κείνον που πολλά και διαλεχτά σου σκότωσε βλαστάρια; Μα την αλήθεια, σίδερο η καρδιά σου θάναι. Μα έλα τώρα, κάτσε στο θρονί, και, πικραμένοι, ας αφήσουμε τις πίκρες πια μέσα στην καρδιά μας να χωνέψουν. Δεν βγαίνει τίποτε απ' τον παγερό το θρήνο.

525  ΩΣ ΓΑΡ ΑΠΕΚΛΩΣΑΝΤΟ ΘΕΟΙ ΔΕΙΛΟΙΣΙ ΒΡΟΤΟΙΣΙΝ
ΖΩΕΙΝ ΑΧΝΥΜΕΝΟΙΣ ΑΥΤΟΙΔΕ Τ ΑΚΗΔΕΕΣ ΕΙΣΙΝ
ΔΟΙΟΙ ΓΑΡ ΤΕ ΠΙΘΟΙ ΚΑΤΑΚΕΙΑΤΑΙ ΕΝ ΔΙΟΣ ΟΥΔΕΙ
ΔΩΡΩΝ ΟΙΑ ΔΙΔΩΣΙ ΚΑΚΩΝ ΕΤΕΡΟΣ ΔΕ ΕΑΩΝ
ΩΙ ΜΕΝ Κ ΑΜΜΕΙΞΑΣ ΔΩΗΙ ΖΕΥΣ ΤΕΡΠΙΚΕΡΑΥΝΟΣ
ΑΛΛΟΤΕ ΜΕΝ ΤΕ ΚΑΚΩΙΟ ΓΕ ΚΥΡΕΤΑΙ ΑΛΛΟΤΕ Δ ΕΣΘΛΩΙ
ΩΙ ΔΕ ΚΕ ΤΩΝ ΛΥΓΡΩΝ ΔΩΗΙ ΛΩΒΗΤΟΝ ΕΘΗΚΕΝ
ΚΑΙ Ε ΚΑΚΗ ΒΟΥΒΡΩΣΤΙΣ ΕΠΙ ΧΘΟΝΑ ΔΙΑΝ ΕΛΑΥΝΕΙ
ΦΟΙΤΑ Δ ΟΥΤΕ ΘΕΟΙΣΙΝ ΤΕΤΙΜΕΝΟΣ ΟΥΤΕ ΒΡΟΤΟΙΣΙΝ  533

525  Βλέπεις, αυτά έχουν κλώσει οι θεοί των δύστυχων θνητών, να ζούνε πικραμένοι, μα οι ίδιοι τι θα πει καημός δεν ξέρουν. Γιατί στου Δία το κατώφλι εμπρός βρίσκονται δυο πιθάρια με δώρα που σκορπάει, συμφορές στο ένα, χαρές στο άλλο. Και σ' όποιον τώρα ο Δίας ο κεραυνόχαρος  ανάκατα απ' τα δυο χαρίσει, πότε θα σμίξει με χαρές και πότε με λαχτάρες. Μα σ' όποιον δώσει μόνο απ' το κακό, πρόσωπο αυτός ποτέ θεού δε βλέπει, δεινή ταλαιπωρία τον κυνηγάει απ' το 'να άκρο της θεϊκής στο άλλο κι ατίμητος γυρνάει από θεούς κι ανθρώπους. 533   
Να, στον Πηλέα που δώσαν απ' τα γεννητούρια του οι θεοί υπέροχα δώρα και ξεπερνούσε σ' αγαθά και πλούτη όλους τους θνητούς, κι ήταν στους Μυρμιδόνες ο άρχοντας, και τούδωσαν θεά για ταίρι, κι ας ήταν και θνητός. Μα τούβαλε (με τ' αγαθά) και συμφορές ο θεός, γιατί άλλα βασιλόπουλα στο ανάκτορο δεν τον αξίωσαν να κάμει, μόν' ένα γέννησε λιγόζωο παιδί, που και αυτός, βλέπεις, δεν τον γεροκομάει, γιατί πολύ μακριά βρίσκομαι απ' την πατρίδα εδώ στην Τροία, να κυνηγάω κι εσέ και τα παιδιά σου. Κι εσένα, γέρο μου, ακούμε πως μια φορά ευτυχούσες, κι όσους ανθρώπους τρέφει εντός του το νησί της Λέσβου, του Μάκαρα η πατρίδα, κι ο απέραντος Ελλήσποντος ή κι η Φρυγία από πάνω, όλους αυτούς σε πλούτη και σε γιους, λένε, πως τους νικούσες γέροντα. Μ' απ' τον καιρό που οι ουράνιοι σου στείλαν τη φουρτούνα ετούτη, οι μάχες και τα φονικά δεν λείπουν απ' την πόλη σου. Κουράγιο, όμως, πάψε αδιάκοπα να κλαις. Δεν έχεις να κερδίσεις τίποτα με το να μαραζώνεις για το γιο σου. Πίσω πια δεν τον φέρνεις. μόνο καινούρια συφορά πας στο κεφάλι σου να βάλεις".
Τότε του απάντησε ο θεόμορφος γερο-Πρίαμος και τούπε:
"Μη μ' αναγκάζεις στο θρονί να κάτσω, Διόθρεφτε, όσο είναι άταφος ο Έκτορας, ριγμένος στις σκηνές ανάμεσα. Μόν' λύτρωσέ τον όσο πιο γρήγορα μπορείς, για να τον δουν τα μάτια μου, και δέξου τα πλούσια δώρα που έφερα. Χαλάλι να σου γίνουν, και στην πατρίδα σου με το καλό να πας, που μ' άφησες να ζήσω και να χαίρομαι του ηλίου τη λάμψη". Τότε, ρίχνοντάς του άγριες ματιές τούπε ο ταχύς στα πόδια Αχιλλέας:   

-----

560 "ΜΗΚΕΤΙ ΝΥΝ Μ ΕΡΕΘΙΖΕ ΓΕΡΟΝ ΝΟΕΩ ΔΕ ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ
ΕΚΤΟΡΑ ΤΟΙ ΛΥΣΑΙ ΔΙΟΘΕΝ ΔΕ ΜΟΙ ΑΓΓΕΛΟΣ ΗΛΘΕΝ
ΜΗΤΗΡ Η Μ ΕΤΕΚΕ ΘΥΓΑΤΗΡ ΑΛΙΟΙΟ ΓΕΡΟΝΤΟΣ
ΚΑΙ ΔΕ ΣΕ ΓΙΓΝΩΣΚΩ ΠΡΙΑΜΕ ΦΡΕΣΙΝ ΟΥΔΕ ΜΕ ΛΗΘΕΙΣ
ΟΤΤΙ ΘΕΩΝ ΤΙΣ Σ ΗΓΕΝ ΘΟΑΣ ΕΠΙ ΝΗΑΣ ΑΧΑΙΩΝ
ΟΥ ΓΑΡ ΚΕ ΤΛΑΙΗ ΒΡΟΤΟΣ ΕΛΘΕΜΕΝ ΟΥΔΕ ΜΑΛ ΗΒΩΝ
ΕΣ ΣΤΡΑΤΟΝ 565 / 566

 560  Μη, γέρο, μ' ερεθίζεις πια, κι έχω κι εγώ στο νου μου να σου παραδώσω τον Έκτορα. Μούρθε εδώ πέρα από το Δία μηνύτρα η μάνα που μ' έκαμε, η κόρη του θαλάσσιου γέροντα. Κι εσένα όμως, Πρίαμε, το βλέπω ξάστερα - δε με γελάς - πως κάποιος θεός σ' οδήγησε ως τα γοργά των Αχαιών καράβια. Γιατί θνητός δε θα τολμούσε ναρθεί δω πέρα, όσο και νάτανε γενναίος.   565 / 566

---------

Γιατί ούτε απ' τα μάτια των φρουρών μου θα μπορούσε να ξεφύγει, ούτε της πόρτας μου το σύρτη εύκολα να κουνήσει. Λοιπόν μη μου ανάβεις περισσότερο τα αίματα στον πόνο μου, μήπως και σε τον ίδιο, γέρο, δεν αφήσω απείραχτο εδώ μέσα, κι ας είσαι ικέτης, και στου Διός την προσταγή αμαρτήσω".
Έτσι είπε, κι εφοβήθη ο γέρος και υπάκουσε στην προσταγή του. Κι ο γιος του Πηλέα σαν το λιοντάρι πήδηξε έξω από τη σκηνή του, όχι μονάχος. Δύο σύντροφοι μαζί του ακολουθούσαν, ο ήρως Αυτομέδων κι ο Άλκιμος, που ο Αχιλλέας πιο πολύ απ' όλους τους συντρόφους του εκτιμούσε, τώρα πια που είχε ο Πάτροκλος πεθάνει. Κι αυτοί ξεζεύουν τότε άλογα και μουλάρια και φέρνουν μέσα τον τρανόφωνο κήρυκα του γέρου, και στο σκαμνί τον έβαλαν να κάτσει, κι ύστερα απ' το καλοδουλεμένο αμάξι παίρνουν τα αμέτρητα λύτρα του Έκτορα. Άφησαν μέσα μόνο σάβανα κι έναν καλόπλεχτο χιτώνα για να τυλίξουν το νεκρό και να τον δώσουν να τον παν στον τόπο του. 

--------

582   ΔΜΩΑΣ Δ ΕΚΚΑΛΕΣΑΣ ΛΟΥΣΑΙ ΚΕΛΕΤ  ΑΜΦΙ Τ ΑΛΕΙΨΑΙ 
ΝΟΣΦΙΝ ΑΕΙΡΑΣΑΣ ΩΣ ΜΗ ΠΡΙΑΜΟΣ ΙΔΟΙ ΥΙΟΝ
ΜΗ Ο ΜΕΝ  ΑΧΝΥΜΕΝΗΙ ΚΡΑΔΙΗΙ ΧΟΛΟΝ ΟΥΚ ΕΡΥΣΑΙΤΟ
ΠΑΙΔΑ ΙΔΩΝ ΑΧΙΛΗΙ Δ ΟΡΙΝΘΕΙΗ  ΦΙΛΟΝ ΗΤΟΡ
ΚΑΙ Ε ΚΑΤΑΚΤΕΙΝΕΙΕ ΔΙΟΣ Δ ΑΛΙΤΗΤΑΙ ΕΦΕΤΜΑΣ  586 

582 Ύστερα φώναξε τις σκλάβες έξω και τις πρόσταξε να τον λούσουν και να τον αλείψουνε με λάδι ολούθε, παίρνοντάς τον παράμερα, μην τυχόν  δει ο Πρίαμος το γιο του, μήπως στη λύπη του επάνω δεν κατώρθωνε να κρατήσει την οργή του, βλέποντας το παιδί του, κι ανάψουν του Αχιλλέα τα αίματα και τον σκοτώσει, πατώντας τις προσταγές του Δία. 586

------

Και σαν τον έλουσαν λοιπόν οι σκλάβες και τον άλειψαν με λάδι, κι αφού τον τύλιξαν με το όμορφο νεκροσέντονο και το χιτώνα, ο ίδιος ο Αχιλλέας με τα χέρια του τον σήκωσε και τον απόθεσε σε στρώμα, κι ύστερα οι συντρόφοι του τον σήκωσαν και τον απίθωσαν στο ομορφοσκαλισμένο αμάξι. Αμέσως τότε ξέσπασε σε θρήνους και τον αγαπημένο σύντροφο έκραξε με τ' όνομά του:
"Μη μου κακιώσεις, Πάτροκλε, σα μάθεις κάτω κει στον Άδη πούσαι, πως έδωσα το θεϊκό Έκτορα πίσω στον πατέρα του, γιατί μου πρόσφερε όχι ευκαταφρόνητα λύτρα. Μα πάλι εγώ σε σένα θα ξεχωρίσω κι απ' αυτά μερίδιο, όσο σου αξίζει". Είπε, και στη σκηνή του γύρισε πάλι ο θεϊκός Αχιλλέας και κάθισε στο πολυποίκιλτο θρονί του, απ' όπου είχε σηκωθεί, κει στον αντικρυνό τοίχο, και είπε στον Πρίαμο:
"Ο γιος σου, γέροντα, είν' ελεύθερος πια, όπως όριζες, κι είναι βαλμένος σε νεκρικό στρώμα. Μόλις χαράξει η αυγή, θα τονε δεις κι εσύ καθώς θα τονε παίρνεις. Και τώρα ας θυμηθούμε πια και το φαΐ. Βλέπεις, κι η ωραιόμαλλη Νιόβη θυμήθηκε να φάει, που δώδεκα έχασε παιδιά μέσ' στο παλάτι της, έξι κορίτσια κι έξι αγόρια στον ανθό τους...Τέλος, πάνω στις δέκα μέρες τα έθαψαν οι ουράνιοι θεοί....Έλα λοιπόν κι εσύ, να δούμε τι θα φάμε γέροντα ξακουσμένε, κι έχεις καιρόν αργότερα το αγαπημένο σου παιδί να κλάψεις, σαν θα το φέρεις στο Ίλιο μέσα.Τότε πολλοί μαζί σου θα τον κλάψουν"...

..... 

628  ΑΥΤΑΡ ΕΠΕΙ ΠΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΕΔΗΤΥΟΣ ΕΞ ΕΡΟΝ ΕΝΤΟ
Η ΤΟΙ ΔΑΡΔΑΝΙΔΗΣ ΠΡΙΑΜΟΣ ΘΑΥΜΑΖ ΑΧΙΛΗΑ
ΟΣΣΟΣ ΕΗΝ ΟΙΟΣ ΤΕ ΘΕΟΙΣΙ ΓΑΡ ΑΝΤΑ ΕΩΙΚΕΙΝ
ΑΥΤΑΡ Ο ΔΑΡΔΑΝΙΔΗΝ ΠΡΙΑΜΟΝ ΘΑΥΜΑΖΕΝ ΑΧΙΛΛΕΥΣ
ΕΙΣΟΡΟΩΝ ΟΨΙΝ Τ ΑΓΑΘΗΝ ΚΑΙ ΜΥΘΟΝ ΑΚΟΥΩΝ  632

628  Κι όταν πια ικανοποίησαν την όρεξή τους από πιοτό κι από φαΐ, ο Δαρδανίδης Πρίαμος απ' το 'να μέρος άρχισε να κοιτά με θαυμασμό τον Αχιλλέα για το παράστημα και τη θωριά του που ήταν, μα την αλήθεια ολόϊδια με τους θεούς. Κι απ' τ' άλλο,  ο Αχιλλέας το Δαρδανίδη Πρίαμο με θαυμασμό θωρούσε, βλέποντας την αρχοντική μορφή του κι ακούοντας τη φωνή του. 632

-----

Κι αφού πια χόρτασαν να βλέπει ο ένας τον άλλον, πρώτος το λόγο απότεινε ο θεόμορφος γερο-Πρίαμος και τούπε¨: "Άει τώρα, διόθρεφτε, βάλε με το ταχύτερο να πέσω, για να χαρούμε μια σταλιά και το γλυκό τον ύπνο...
Είπε, κι ο Αχιλλέας  στους συντρόφους και τις δούλες του προστάζει, στρώματα κει στο λιακωτό να βάλουν κι ωραία κιλίμια πορφυρένια αυτού ν' απλώσουν...

--------

Τότε, πειράζοντάς τον τούπε ο ταχύς στα πόδια Αχιλλέας:
"Έξω πλάγιασε, γέρο μου, μην μπει κανένας ηγεμόνας των Αχαιών, γιατί έρχονται συχνά κοντά μου αυτοί που παίρνουνε αποφάσεις, όπως είν' η συνήθεια. Αν κάποιος απ' αυτούς λοιπόν σε αντιληφτεί μέσα στη γρήγορη μαύρη νυχτιά, θα πάει ευθύς να το σφυρίξει του Αγαμέμνονα του αυθέντη των πολεμιστών, κι έτσι θ' αναβληθεί η λύτρωση του νεκρού. 

----

656 ΑΛΛ ΑΓΕ ΜΟΙ ΤΟΔΕ ΕΙΠΕ ΚΑΙ ΑΤΡΕΚΕΩΣ ΚΑΤΑΛΕΞΟΝ
ΠΟΣΣΗΜΑΡ ΜΕΜΟΝΑΣ ΚΤΕΡΕΙΖΕΜΕΝ ΕΚΤΟΡΑ ΔΙΟΝ
ΟΦΡΑ ΤΕΩΣ ΑΥΤΟΣ ΤΕ ΜΕΝΩ ΚΑΙ ΛΑΟΝ ΕΡΥΚΩ   658

656   Μα για έλα τώρα, πες μου αυτό και ξήγα μου ακριβώς, σαν πόσες μέρες θα χρειαστείς να θάψεις μ' όλες τις τιμές το θεϊκό Έκτορα, που ως τότε να σε καρτερώ και να κρατήσω το στρατό απ' τη μάχη;" 658

-------

Τότες ο γερο-Πρίαμος ο θεόμορφος του απάντησε: "Αν θες, αλήθεια (όπως λες) το ξόδι του γενναίου μου Έκτορα να το τελειώσω, έτσι να κάμεις, Αχιλλέα, και χάρη θα σου το χρωστώ...". Τότε του απάντησε ο ταχύς στα πόδια θείος Αχιλλεύς: "Ας γίνει, γερο-Πρίαμε, έτσι, όπως συ ορίζεις. Τον πόλεμο θε να μποδίσω τόσον καιρό, όσο μου το ζητάς".
..... Μα τον Ερμή τον αγαθοποιό δεν τον έπιανε ύπνος, καθώς λογάριαζε στο νου πώς θάβγαζε έξω απ' τα καράβια των Αχαιών τον βασιλιά τον Πρίαμο, ξεφεύγοντας την προσοχή των ισχυρών φρουρών που φύλαγαν τις πύλες. Κι απάνω απ' το κεφάλι του πάει, στέκει και του λέει:
και του λέει: 

-------

683 "Ω ΓΕΡΟΝ ΟΥ ΝΥ ΤΙ ΣΟΙ ΓΕ ΜΕΛΕΙ ΚΑΚΟΝ ΟΙΟΝ ΕΘ ΕΥΔΕΙΣ
ΑΝΔΡΑΣΙΝ ΕΝ ΔΗΙΟΙΣΙΝ ΕΠΕΙ Σ ΕΙΑΣΕΝ ΑΧΙΛΛΕΥΣ
ΚΑΙ ΝΥΝ ΜΕΝ ΦΙΛΟΝ ΥΙΟΝ ΕΛΥΣΑΟ ΠΟΛΛΑ Δ ΕΔΩΚΑΣ
ΣΕΙΟ ΔΕ ΚΕ ΖΩΟΥ ΚΑΙ ΤΡΙΣ ΤΟΣΑ ΔΟΙΕΝ ΑΠΟΙΝΑ
ΠΑΙΔΕΣ ΤΟΙ ΜΕΡΟΠΙΣΘΕ ΛΕΛΕΙΜΜΕΝΟΙ ΑΙ Κ ΑΓΑΜΑΝΩΝ
ΓΝΩΗΙ Σ ΑΤΡΕΙΔΗΣ ΓΝΩΩΣΙ ΔΕ ΠΑΝΤΕΣ ΑΧΑΙΟΙ".   688

683 "Γέρο, καθόλου βλέπω, ο νους σου δεν πάει στο κακό, που έτσι κοιμάσαι ακόμα ανάμεσα σ' εχθρούς, μια που σ' αφήκε απείραχτο ο Αχιλλέας. Λύτρωσες βέβαια τώρα το αγαπητό παιδί σου, δίνοντας πολλά. Για τη δική σου όμως ζωή, τρεις φορές τόσα θάδιναν λύτρα οι γιοι σου που 'χουν μείνει πίσω, αν σ' έπαιρνε είδηση ο Ατρείδης Αγαμέμνων, και το μάθαιναν κι όλοι οι Αχαιοί". 688

Έτσι είπε, κι εφοβήθη ο γέρος και ξύπνησε τον κήρυκα. Τότε ο Ερμής τους έζεψε άλογα και μουλάρια, και μόνος του τα οδήγησε με ορμή ανάμεσα απ' τους άντρες, χωρίς ψυχή να νοιώσει πως περνούσαν. 

------

692   ΑΛΛ ΟΤΕ ΔΗ ΠΟΡΟΝ ΙΞΟΝ  ΕΥΡΡΕΙΟΣ ΠΟΤΑΜΟΙΟ
[ΞΑΝΘΟΥ ΔΙΝΗΕΝΤΟΣ ΟΝ ΑΘΑΝΑΤΟΣ ΤΕΚΕΤΟ ΖΕΥΣ]
ΕΡΜΕΙΑΣ ΜΕΝ ΕΠΕΙΤ  ΑΠΕΒΗ ΠΡΟΣ ΜΑΚΡΟΝ ΟΛΥΜΠΟΝ
ΗΩΣ ΔΕ ΚΡΟΚΟΠΕΠΛΟΣ ΕΚΙΔΝΑΤΟ ΠΑΣΑΝ ΕΠ ΑΙΑΝ  695 ...

692   Μα όταν έφτασαν στο πέρασμα του ωραίου ποταμού, του ορμητικού Ξάνθου, που ο αθάνατος Δίας τον γέννησε, τότε ο Ερμής έφυγε για τον ψηλό τον Όλυμπο, και η Αυγή η κροκόπεπλη απλώθηκε στη γη όλη... 695



μετάφραση, Ιωάννης Πρωτοπαππάς

ΚΕΛΤΕΣ ΟΥΑΛΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΚΤΟΥ ΑΙΩΝΑ, ΟΨΕΙΣ ΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 5:26 μ.μ.

0

Ταλιεζίν (Taliezin)

Μεταμορφώσεις

ένα πλήθος περιβλήθηκα όψεις
πριν την οριστική μορφή μου πάρω
κι όλες τους τις θυμούμαι καθαρά.

ήμουν στενό και χρυσωμένο ακόντιο
ήμουν στάλα βροχής μέσα στον αέρα
ήμουν το πιο βαθύ απ' τ' αστέρια αστέρι

ήμουν ανάμεσα στα γράμματα μια λέξη
ένα βιβλίο στην αρχήν-αρχήν ήμουν
ήμουν φως λύχνου

για μιάμιση χρονιά 'μουν
ένα γεφύρι απέραντο ριγμένο
πάνω σ' εξήντα βάραθρα

ήμουν θαλάσσιο ρεύμα αετός ήμουν
βάρκα ψαράδικη ήμουν στη θάλασσα πάνω
ήμουν συμπόσιου έδεσμα

νεροποντής ήμουν σταγόνα
ήμουν σπαθί μες σε σφιγμένο χέρι
ήμουν ασπίδα μες στη μάχη
ήμουν για εννιά χρονιές χορδή μιας άρπας

ήμουν νερό κι ήμουν αφρός
κ' ήμουν σφουγγάρι στη φωτιά
κι ήμουν δεντρό με μυστηριώδες ξύλο

....

στις κορφές του βουνού
όφις ήμουν κατάστικτος
ήμουν οχιά στη λίμνη
κι αστέρι πάνω από τους μεγάλους αρχηγούς

διαμοίρασα το υγρό πάνω στον κόσμο
ήμουν ιερέας σεβαστός
με την κούπα μου και το άμφιό μου

προφητείες κακές δεν έχω κάμει
μες στον καπνό των ογδόντα βωμών προείπα
την τύχη που σε κάθε άνθρωπο εδόθη

στα πεδία του αίματος νικητής ήμουν
κόκκινη της ζώνης μου είναι η πέτρα
η ασπίδα μου χρυσή 'ναι γύρω - γύρω

κάτω απ' το γόνατό μου έχω δαμάσει
κιτρινόχρωμους δρόμωνες έξι
πλην εκατό φορές είναι
καλύτερος ο Μελέιγκαν τ' άλογό μου
είναι γλυκός καθώς θαλασσοπούλι
που ποτέ δεν αφήνει 
το ήρεμο περιγιάλι

μακρά 'ναι και λευκά τα δάχτυλά μου
πάει πια καιρός που βοσκός ήμουν
περιπλανήθηκα πολύν καιρό στη γη
πριν επιδέξιος γίνω στη σοφία

περιπλανήθηκα περπάτησα
κοιμήθηκα σ' εκατό νησιά
κινήθηκα σ' εκατό πόλεις...

(Ο Taliezin ήταν βάρδος*** της αυλής του Ουρύεν και, μετέπειτα, των γιών του. Τιμήθηκε με τον τίτλο του "αρχιβάρδου". Τα πιο ενδιαφέροντα από τα ποιήματά του είναι τα μυθολογικά, ενώ τα προφητικά που του αποδίδονται πιθανό να μη του ανήκουν).

___


Λίγουαρκ 'χ Χεν  (Llywarc' h - Hen)

Το χιόνι

δηκτικός είναι ο άνεμος και γυμνός ο λόφος
δύσκολο είναι να βρει κανένας καταφύγιο
ταραγμένο ποτάμι παγωμένη λίμνη

κύμα το κύμα κυλούν κατά το όχτο
σα να σκληρίζουν κραυγές στα λοφοκόρφια
- αν υπάρχει ένας δίκαιος ας σιμώσει

κρύα 'ναι η λίμνη κάτω απ' τη θύελλα του χειμώνα
των καλαμιών αλύγιστα είναι τα στελέχη
- ευτυχής που στο στήθος του το δοκάρι βλέπει

κρύα 'ναι η κλίνη του ψαριού στα παγωμένα του σεντόνια
το 'λάφι ισχνό των καλαμιών κουνιέται και διπλώνει η φούντα
το βράδυ σύντομό 'ναι γέρνουνε τα δέντρα

ας πέσει πια κι ας απλωθεί το λευκό χιόνι
οι πολεμιστές τρέχουν προς τις μάχες
κρύες οι λίμνες δίχως τ' αγαθά της ζέστας

ας πέσει πια στην παγωμένην επιφάνεια το άσπρο χιόνι
γρήγορος ο άνεμος τις δεντροκορφές μόλις που αγγίζει
γερή 'ναι η ασπίδα του γενναίου στον ώμο

ας πέσει πια το χιόνι καθώς πάχνη
στον ώμο γέροντα άχρηστη είναι η ασπίδα
πανύψηλος είναι ο άνεμος και παγωμένος

ας πέσει πια το χιόνι ας σκεπάσει την κοιλάδα
οι πολεμιστές τρέχουν προς τις μάχες
μα εγώ δεν το μπορώ τόσο βαριά 'μαι κουρασμένος

ας πέσει πια το χιόνι στην πλαγιάν επάνω
το σπαθί μου μες στο θηκάρι του ισχνά τα ζωντανά μου
το κρύο δεν είναι ευχάριστο τούτη τη μέρα

ας πέσει πια το χιόνι ψηλά τα βουνά ασπρίσαν
γυμνά 'ναι τα σκαριά του καραβιού στη θάλασσα πάνω
πολλοί σε μάταιες φλυαρίες χάνουν τον καιρό τους

γύρω από κόρνα κινούνται χρυσά χέρια υψώνονται τα κόρνα
το ρυάκι πάγωσε ο ουρανός απαστράπτει
το βράδυ σύντομό 'ναι απόκαμαν οι κορφές των δέντρων

νύχτα μακρά γυμνός χερσότοπος ακτή λευκή
τεφρός ο όμορφος γλάρος στην άκρη του βαράθρου
ρυτιδωμένες οι θάλασσες - θα βρέξει

δρόμος υγρός ξερός ο άνεμος πάλι η κοιλάδα παίρνει
την παλιά της μορφή τα γαϊδουράγκαθα παγώσαν
στιλπνό ποτάμι αχαμνά λάφια μα ο καιρός θα φτιάξει

κακοκαιρία στο βουνό απάνω θολά τα ποτάμια
χείμαρροι τα νερά θα κατακλύσουνε τις πόλεις
κ' η γη μ' ωκεανό θα μοιάζει μόνο

(Ο Llywarc'h - Hen, είναι ο καλύτερος απ' όλους τους Κέλτες Ουαλούς ποιητές του 6ου αιώνα . Πέθανε σε ηλικία εκατό χρονών, το 590 - το όνομά του σημαίνει "γέροντας" - . Ήταν ταυτόχρονα βάρδος, ηγεμόνας και πολεμιστής. Ο ίδιος αναφέρει ότι είχε αποκτήσει εικοσιτέσσερις γιους, που έπεσαν όλοι κάτω από τα σπαθιά των Λαιγκρίων - των Άγγλων και των Σαξόνων οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στα νοτιοανατολικά της Αγγλίας).

___


Μυρντύν (Myrddyn)

Υσκολάν

Μαύρο είναι τ' άτι σου η κάπα σου μαύρη είναι
μαύρο το πρόσωπό σου μαύρος κι ο ίδιος εσύ
ναι κατάμαυρος Υσκολάν εσύ 'σαι;
είμαι ο σοφός Υσκολάν ο νους μου αλαφρός είναι
πλην σκεπασμένος με σύννεφα το να 'χεις
τον Κύριο προσβάλει τόσο αγιάτρευτο είναι;

έκαψα μια εκκλησιά σκότωσα τις γελάδες
ενός σχολειού και στα κύματα έρριξα τη Βίβλο
η μετάνοιά μου είναι βαριά αλήθεια 

πλάστη εσύ των πλασμάτων ο μέγιστος όλων
των προστατών μου το λάθος μου συγχώρεσέ μου
εκείνος που σε πρόδωσε σ' έχει εξαπατήσει

μια ολόκληρη χρονιά μ' είχανε δέσει
στο Μπανγκόρ στον πάσσαλο του προχώματος πάνω
σκέψου τι τράβηξα απ' της θαλάσσης τα σκουλήκια

αν ήξερα αυτό που ξέρω τώρα καθώς ο άνεμος που πνέει
ελεύθερος μέσα απ' την κυματίζουσα κορφή των δέντρων
ποτέ δε θα είχα πράξει αυτό το λάθος

(ο βάρδος Myrddyn, συγχέεται συχνά με τον Μέρλιν το Μάγο, μυθικοϊστορικό πρόσωπο. Πιθανό ο Μυρντύν να ήταν μεταγενέστερος).

___

*** Οι "βάρδοι" (και για την Κέλτικη Ιρλανδική ποίηση), ήταν μια επαγγελματική τάξη ποιητών - γενεολόγων και ιστοριογράφων που εξυμνούσαν στις αυλές των φεουδαρχών τους ίδιους, τους προγόνους και τους επιγόνους τους.