ΤΡΕΙΣ ΚΥΡΙΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ, ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΩΝ ΗΧΩΝ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 9:50 π.μ.

0

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Λυπιού

Προοίμιο
 
Τα ποιήματα αποτυχαίνουν
όταν αποτυχαίνουν οι έρωτες.
Μην ακούτε τι σας λένε
θέλει ερωτική θαλπωρή
το ποίημα για ν’ αντέξει
στον κρύο χρόνο…
 
Έναν τόπο επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
λυπημένη ως τους άλιωτους πάγους μέσα μου,
ως τα κρυσταλλωμένα δάκρυα,
ως να βγουν οι νοσταλγίες, πανθηρούλες λευκές
που δαγκώνουν και τσούζουν οι δαγκωματιές τους.
Λυπιού λέω τον τόπο που επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
μια κατάσταση που εντείνεται ακατάπαυστα
αφού όλα τα ωραιοποιημένα τοπία του τέλους
αρχίζουν να μυρίζουν μουχλιασμένα νερά
και καρπούς σάπιους.
 
Στη Λυπιού φτάνεις χωρίς αναστεναγμό
μόνο μ’ ένα σφίξιμο ελαφρό
που θυμίζει τον έρωτα σαν στέκεται
αναποφάσιστος στο κατώφλι του σπιτιού.
Έχει ιεροβάμωνες ποιητές εδώ
ποιητές με μεγάλη έφεση για ουρανό,
πανύψηλους, που μ’ ένα τίναγμα της κεφαλής
σημαίνουν το «όχι... όχι... λάθος»
ή και το «τι κρίμα, τώρα είναι αργά!»
ενώ ένας επαίτης στη γωνιά συνέχεια μουρμουρίζει:
«Το καλό με τον πόθο
είναι πως όταν χάνεται
χάνεται κι η αξία του αντικειμένου του μαζί».
 
Εδώ όλες οι αποτυχίες της νιότης
γίναν σιωπηλές πλατείες
τα κουτσουρεμένα πάθη, σύδεντρα σκοτεινά
κι οι τελευταίοι κακόμοιροι έρωτες
σκύλοι κακοταϊσμένοι που πλανιώνται στα σοκάκια.
Κάτι χειρότερο από γερατειά,
η χώρα τούτη κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα.
 
Στη Λυπιού κλαίω συνέχεια
από τότε που μου ’δειξες την αξία της λύπης.
Όχι, δεν είναι το αρνητικό της γονιμότητας
αλλά το θετικό της απουσίας...
Έλεγες και το προφίλ σου με τάραζε
σαν να το ’χαν σκαλίσει στον πιο σκληρό βράχο,
τα μάτια σου σαν να ’ταν από θειάφι
αλαφιασμένα, μ’ αλάφιαζαν.
Ας κλαίμε, λοιπόν, κι ας το λέμε χαρά
χαρά γιατί είμαστε ακόμη εδώ υποφέροντας.           .
Με το ξημέρωμα θα μπούμε σ’ άλλο λιμάνι
όπως σ’ ένα καινούργιο ποίημα
και μες στην πάχνη θα κρατώ
τον τελευταίο στίχο μιας ανείπωτης ερωτικής ιστορίας.
Η φωνή, το ύψος του κορμιού, η γραμμή του αυχένα
αιώνιες επαναλήψεις του ακόρεστου φόβου.
Κοιτάζοντάς σε ανακάλυψα την ενδοχώρα
του αισθήματος.
 
Ο πιο όμορφος άντρας της Λυπιού
βρήκε μια μαύρη πεταλούδα νεκρή στα σεντόνια του.
Ήταν γυμνούλης, λίγο ιδρωμένος και γυάλιζε  
αλλά όχι τόσο όσο εκείνη μ’ όλο το φως τ’ απροσμέτρητο
που ’βγαίνε απ’ το θάνατο.
Το φτερωτό σύμβολο της επιπολαιότητας, η πεταλούδα,
ακίνητη, ντυμένη τα χρώματα της νύχτας   
βρέθηκε ξαπλωμένη σαν να την είχε γλεντήσει ο χάρος
κι αμέσως μετά να την είχε απαρατήσει.
Ή σαν να ξεκουραζόταν πριν αρχίσει το δύσκολο
δρόμο της απ' το μαύρο στο τέλειο.
 
Η πιο νέα γυναίκα στη Λυπιού είμαι γω
που κοιτώ, κοιτώ και δεν πιστεύω        
πώς τόσος κουρνιαχτός συσσωρεύεται
στην οδό της χαράς.
Λέω: κάποιο λάθος έγινε δω
και δεν ακολούθησα το δρόμο του μεταξιού
ούτε άγγιξα ποτέ τον ήρωα του ποιήματος στο στήθος.
Την καρδιά του μόνο φαντάστηκα να στέκεται,  
σαν κάτι Τράπεζες που περνάμε απ’ έξω και λέμε:
«Για φαντάσου πόσα εδώ, πόσα φυλάσσονται!»    
 
Ό,τι χάνεις μένει μαζί σου για πάντα
κι η Λυπιού είναι μια χώρα που έφτιαξα   
για να ’μαι πάντα ένα μ’ αυτά που ’χω χάσει
όταν πιάνουν εκείνα τ’ αβάσταχτα σούρουπα  
κείνα τα άφωνα ξημερώματα
κι είναι σαν να περιμένεις το κουδούνι του σχολείου
να χτυπήσει, το μάθημα πάλι ν’ αρχίσει
μια ακόμη άσκηση πάνω σε άγνωστο θέμα.
Κοιτάς χάμω της αυλής το τσιμέντο, τα χαλίκια  
τινάζεις τα ψίχουλα απ’ το κουλούρι στην μπλε ποδιά
και μπαίνεις στην τάξη
μπαίνεις στη μονοτονία του άγευστου χρόνου
στην αοριστία της ύπαρξης
που ξέρω, λίγο αλλοιωμένη,
τη συναντάς πάλι προς το τέλος.
 
Η θρησκεία στη Λυπιού
είναι μια Έννοια Ακέφαλη.
Το άγαλμα της κάθεται φρόνιμα
στις αδελφές της δίπλα:
την Αρετή, την πιο ωραία, και τη Σοφία
με τις πιο σωστές αναλογίες.
Η Έννοια όμως λατρεύεται χωρίς κεφαλή  
κι όταν εκείνος που θ’ αγαπούσα εάν…
έρχεται να προσκυνήσει, φοράει πουκάμισο ροζ
και βρίσκεται σε διέγερση
γιατί κάθε έννοια γι’ αυτόν σημαίνει κάτι
όπως και τ’ αντίθετο της.
Εδώ ο έρωτας κι ο θάνατος γίνηκαν ένα σώμα
και το χορτάρι που φυτρώνει
ανάμεσα στα ανάσκελα μέλη των αγαλμάτων
τα κάνει σαν ζωντανές ψυχές να μοιάζουν
που θλίβονται μες στο πράσινο και ναυαγούν
σε ξένα μάτια κι ερωτευμένες υποφέρουν.
Στη Λυπιού λατρεύεται ο έρωτας-θάνατος
σαν έννοια μία, ακέφαλη γιατί χωρίς ελπίδα.

_____


Κατερίνα Γώγου

Ξύλινο παλτό, 12

Τώρα
ο Χίτλερ και ο Στάλιν
κάναν κατάληψη
στο τρίτο μάτι ζωής
τώρα οι άνθρωποι
μόνο στο φόβο ενωνόνταν.
Τα όνειρά τους
χιλιάδες χρόνια πέφτανε χωρίς ήχους στο πάτωμα
σε μια χαραμάδα κρυβόντουσαν
γινόντουσαν αράχνες
από εκεί έβγαινε και μεγάλωνε και τρεφόταν
το μόνο πράγμα που τους ένωνε.
Τώρα οι άνθρωποι μόνο στο φόβο ενωνόνταν.
Τα όνειρά τους
λυπημένες κόλλες απ’ τα παράθυρα φτερούγιζαν
με ζωγραφιές από χιλιάδες καταστραμμένες εικόνες
καμένα δέντρα καμένες εικόνες ολικής καταστροφής
υπερπληθυσμός  παραμορφωμένα πρόσωπα
από εικόνες καμένης άχρηστης γνώσης.
Τα όνειρά τους άσπρες κόλλες
ζωγραφισμένα σβησμένα πουλιά χωρίς φτερά
κυκλικές πολυθρόνες ιατρείων
βγαίνανε απ’ το στόμα τους μονάχα σύμφωνα λαρυγγικά
κ  γ χ  κ γ χ  βαθιά απελπισμένα
μ’ ένα παράπονο παιδικό μέσα στη λύπη σουρνόνταν
τους σκουπιδοντενεκέδες γεμίζαν
θα ξαναγινόντουσαν πολτός
να ξαναγράψουν άνθρωποι σ’ αυτούς
να τραφούνε μ’ αυτούς να τους ανακυκλώσουν.
Τώρα οι άνθρωποι
είχανε άσχημο χρώμα πρασινοκίτρινο
και στο μέρος της καρδιάς
αναβόσβηνε συνεχώς
το κόκκινο φως κινδύνου…


*

Ιδιώνυμο, 6

Είμαι ένας βλάκας.
Οι άνθρωποι για διάφορους λόγους  
κάνουνε διάφορες κινήσεις για διάφορες πράξεις.
Εγώ λοιπόν βλέπω τη καλή.
Τους δίνω τα λεφτά μου
τα ρούχα μου και τα παιχνίδια μου
εμένα δε με νοιάζει να μην έχω τίποτα
ίσα ίσα μάλιστα. Γιατί αλλιώς
θα ντρεπόμουνα κιόλας.
Προχτές το βράδυ λοιπόν πούκανε κατακλυσμός
βγήκα στον καιρό
ήθελα να κάνω κλακέτες στην άσφαλτο
τραγουδώντας στη βροχή
τόχα δει παλιά που οι άνθρωποι
με τις χρωματιστές ομπρέλες τους
κοντοστεκόντουσαν και κοίταζαν τον Τζιν Κέλυ χαμογελαστοί.
Έτσι κι έγινε.
Ήρθε πρώτος ένας με σιδερένιο ραβδί
και με χτύπησε με φόρα από πίσω κάτω απ’ τα μαλλιά.
Μετά ο άλλος μου σήκωσε τη φούστα
και μούριξε μένα μυτερό παπούτσι κλωτσά
στη δεξιά σάλπιγγα ήμουνα έγκυος κι έπεσα κάτω.
Μετά ήρθε ο τρίτος κι είπε: αφήστε ρε κάτω την κοπέλα
είναι καλό παιδί δε φταίει σε τίποτα. Να σας πάω στο σπίτι.
Τούπα ευχαριστώ. Άνοιξα με το κλειδί
κι ανέβηκε πρώτος τη σκάλα.
Κοίταξε ποιοι άλλοι μένουνε εδώ
ένα παιδί και μια γιαγιά
Έβγαλε το βρακί του κι είπε θα κοιμάμαι εδώ
για να σας προστατεύω.
Αυτός είτανε ένας άνθρωπος που δεν έπαιζε στο
Τραγουδώντας στη βροχή
είτανε που έσπρωχνε σε μια ταινία
αυτούς που πόναγε το κεφάλι τους από τα τζάμια.
Τώρα κάνει πως κοιμάται κι εγώ πως γράφω.
Και που λέω πως είμαι βλάκας
είναι γιατί κι αυτό μπορεί να το συνηθίσω
να το πάρω για καλό λυπάμαι πολύ
αγαπάω και τους δολοφόνους λέω τι είναι η ζωή
τι είναι ο θάνατος τι είναι η σχιζοφρένεια τι είναι ο δικαστής
και τι είναι ο καταδότης τι είναι έρωτας τι είναι
μια καρτούλα από μια ξένη χώρα τι είναι το επιχείρημα
και τι η αντοχή πρέπει ν’ αγοράσω μια μεγάλη
όλο τρύπες μπλε ομπρέλα να μας χωράει όλους.


*

Απόντες, 13. Κυριακή. Ιανουάριος  ’85. 

Πώς σε λένε;

Κά  νω  προ  σπά  θει  α  να  «γράψω»…
Του λόγου μου το αληθές, όταν διαβάζεις αυτές τις
[γραμμές
θα ’ναι να ’χω πετάξει.
Στις αράδες μου πλέκονται  αγριοφράουλες και
[βατομουριές
χιλιόμετρα που πέφτουν απάνω μου  δε μ’ αφήνουν να
[προχωρήσω…
Αυτός ο κατακερματισμένος μανδύας, σκισμένος από
[αέρηδες
κι από βροχές, αυτός ο άσπρος σταλαγμίτης το σώμα μου
μπλέκεται μέσα στα ανυπόδετα πόδια μου, εκθέτει τη
[χωρίς
ανθρώπινη ανταπόκριση ψυχή μου.
Κάνω προσπάθεια να γράψω…
Οι δρόμοι της πολυαγαπημένης πόλης μου, φίδια τώρα
[της γνώσης
μου παραδώσανε της πόλης τα κλειδιά, με εκπαιδεύσανε
[με μάθανε
όσο με σφίγγουνε ν’ ανοίγομαι, τώρα με σφίγγουνε,
[ανοίγω…
Τώρα σε λίγο δεν θα μπορέσεις να με πιάσεις πια, αν
[μπορέσεις
κυνήγα με, δε θα με βρεις στους δρόμους της πια, με
[προφυλάνε
με κρύβουνε ανεβαίνω…
Σε λίγο αν κοιτάξεις λυπημένος το βράδυ στον ουρανό
[ψηλά
θα ’μαι ένα χαζό παιδικό άστρο που όλο πέφτω.
Ίσως κάνω λάθος που θέλω να γράψω για να κρατηθώ.
Είναι ίσως γιατί νομίζω πως δεν πρόλαβα να πω
[Ευχαριστώ
κι αντί για πεφτάστρο που πρέπει να γίνω και να χαθώ
σαν άνθρωπος αντίθετα ακόμα σκέφτομαι
και θέλω ρόδο αγάπης να γίνω…

                                                                             ΚΑΤΕΡΙΝΑ 

_____


 Κική Δημουλά


Φωτογραφία 1948

Κρατώ λουλούδι μάλλον.
Παράξενο.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασε κήπος κάποτε.

Στο άλλο χέρι
κρατώ πέτρα.
Με  χάρη και έπαρση.
Υπόνοια καμιά
ότι προειδοποιούμαι γι’ αλλοιώσεις,
Προγεύομαι άμυνες.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασε άγνοια κάποτε.

Χαμογελώ.
Η καμπύλη του χαμόγελου,
το κοίλο αυτής της διαθέσεως,
μοιάζει με τόξο καλά τεντωμένο,
έτοιμο.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασε στόχος κάποτε.
Και προδιάθεση νίκης.

Το βλέμμα βυθισμένο
στο προπατορικό αμάρτημα:
Τον απαγορευμένο καρπό
της προσδοκίας γεύεται.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασε πίστη κάποτε.

Η σκιά μου, παιχνίδι του ήλιου μόνο.
Φοράει στολή δισταγμού.
Δεν έχει ακόμα προφθάσει να είναι
σύντροφός μου ή καταδότης.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασ’ επάρκεια κάποτε.

Συ δεν φαίνεσαι.
Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο,
για να ’χω σταθεί στην άκρη του
κρατώντας λουλούδι
και χαμογελώντας,
Θα πει πως όπου να ’ναι έρχεσαι.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
ζωή πέρασες κάποτε.


*

Η περιφραστική πέτρα

Μίλα.
Πες κάτι, οτιδήποτε.
Μόνο μη στέκεις σαν ατσάλινη απουσία.
Διάλεξε έστω κάποια λέξη,
που να σε δένει πιο σφιχτά
με την αοριστία.
Πες:
«άδικα»,
«δέντρο»
«γυμνό».
Πες:
«θα δούμε»,
«αστάθμητο»
«βάρος».
Υπάρχουν τόσες λέξεις που ονειρεύονται
μια σύντομη, άδετη, ζωή με τη φωνή σου.

Μίλα.
Έχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.
Εκεί που τελειώνουμε εμείς
αρχίζει η θάλασσα.
Πες κάτι.
Πες «κύμα», που δεν στέκεται.
Πες «βάρκα», που βουλιάζει
αν την παραφορτώσεις με προθέσεις.

Πες «στιγμή»,
που φωνάζει «βοήθεια» ότι πνίγεται,
μην τη σώζεις,
πες
«δεν άκουσα».

Μίλα.
Οι λέξεις έχουν έχθρες μεταξύ τους,
Έχουν τους ανταγωνισμούς:
Αν κάποια απ’ αυτές σε αιχμαλωτίσει,
σ’ ελευθερώνει άλλη.
Τράβα μία λέξη απ’ τη νύχτα
στην τύχη.
Ολόκληρη νύχτα στην τύχη.
Μη λες «ολόκληρη»,
πες «ελάχιστη»,
που σ’ αφήνει να φύγεις.
Ελάχιστη
αίσθηση,
λύπη
ολόκληρη
δική μου.
Ολόκληρη νύχτα.

Μίλα.
Πες «αστέρι», που σβήνει,
δεν λιγοστεύει η σιωπή με μια λέξη.
Πες «πέτρα»,
που είναι άσπαστη λέξη.
Έτσι, ίσα ίσα
να βάλω έναν τίτλο
σ’ αυτή τη βόλτα την παραθαλάσσια.




***



***