ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ, ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ή ΜΟΝΟΛΟΓΙΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 4:18 μ.μ.

0


Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Λευκάδα (1824-1879)

Ο ΛΕΥΚΑΤΑΣ (απόσπασμα)

Τα θολωμένα κύματα οι άνεμοι ξεσχίζουν,
οι κεραυνοί γογγύζουσι και σβύνονται και τρίζουν,
ο νεφελώδης ουρανός την φύσιν όλην θάπτει∙
και μ’ όλον τούτο τ’ είν’ εκεί που φαίνετ’ ότ’ αστράφτει;
Δεν είναι τάχα οι αφροί κυμάτων οργισμένων
κατά σκοπέλων και πετρών σκληρώς συντριβομένων;
Είν’ ο Λευκάτας κάτασπρος από τα γηρατεία,
είν’ ο Λευκάτας σοβαρός ως είν’ η ερημία.
Εις τα γυμνά τα στήθη του το φως αντανακλάται
της αστραπής, αλλά αυτός νεκρός ήδη κοιμάται.
Τα κύματα συντρίβονται, γογγύζουν αφρισμένα,
απ’ τα ξηρά του τα πλευρά φεύγουσι συντριμμένα,
φέροντα πάντοτε μαζί την κόνιν των οστών του,
και ο Λευκάτας ούτε καν ταράττει τον λαιμόν του.

Στο φαλακρόν του μέτωπον αι χείρες των αιώνων
την ιστορίαν έγραψαν αναριθμήτων χρόνων.
Αλλά το ύδωρ των νεών, η μαύρη τρικυμία,
αι χάλαζαι και η χιών, η άσπλαχνος δουλεία
την φορτωμένην ράχιν του ήρχισαν να ραπίζουν,
και με ρυτίδας και πηγάς σκληρώς να στιγματίζουν
το κατηφές του μέτωπον. Εσβέσθη η πνοή του∙
το ιερόν του έπεσεν∙ έκλιν’ η κεφαλή του.

Πώς; Δεν εκάθησ’ επί σου ο Ζευς ερωτευμένος
με τας φλογώδεις του αετού πτέρυγας ενδυμένος;
Και τώρα, τώρα επάνω σου κάθηνται τυλιγμένοι
ποιμένες  εις τας χλαίνας των, πτωχοί και πεινασμένοι.
Την πολιάν  δεν έστρεψεν άλλοτε κορυφήν σου
πολίχνη και ναός θεού; Και τώρα εις την γην σου
τι άλλο παρά σκόπελοι φαίνονται και θαμνίσκοι;
Λοιπόν κι η δόξα είναι θνητή, κι η δόξα αποθνήσκει!
………………………………………………………………….

*

ΑΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΚΟΣ

ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟΝ

Η ΠΑΡΑΜΟΝΗ (απόσπασμα)

«Ανέβα, Μήτρε, στου βουνού κατάκορφα στη ράχη.
Πάρε το μάτι ταητού και ταλαφιού το πόδι
και την αγρύπνια του λαγού, και στήσε καραούλι.
Κι αν δεις χιλιάδες τον εχθρό, άλογο και πεζούρα,
με τον Κιοσέ Μεχμέτ Πασά, τον ύπνο μη μου κόψεις,
στάσου, πολέμα μοναχός. Κι αν δεις μές στο φυσσάτο
να πηλαλάει τ’ άλογο του Ομέρπασα Βρυώνη,
πέτα, ροβόλα, κράξε με… Σύρε με τη ευχή μου».

Άστραψε απ’ άγρια χαρά το μέτωπο του κλέφτη,
εβρόντησαν τα χαϊμαλιά, ανέμισε η φλοκάτη,
έλαμψε ο Μήτρος μια στιγμή και εσβύστηκε σαν άστρο.
Ο Διάκος τον συντρόφεψε για λίγο με το μάτι
κι ύστερα πέφτει κατά γης γονατιστός στην πέτρα.
…………………………………………………………………….

____

Έσκυψ’ ο Διάκος ως τη γη, έσφιξε με ταχείλη
κι εφίλησε γλυκά γλυκά το πατρικό του χώμα.
Έβραζε μέσα του η καρδιά, και στα ματόκλαδά του
καθάριο, φωτοστόλιστο ξεφύτρωσ’ ένα δάκρυ…
χαρά στο χόρτο πόλαχε να πιει σε τέτοια βρύση!

Πλαγιάζει ο λιονταρόψυχος! Τα νειώτα, τη θωριά του
ταστέρια βλέπουν με χαρά και κάπου κάπου αφίνουν
κρυφά το θόλο τ’ ουρανού για να διαβούν σιμά του.
Μοσχοβολάει τριγύρω του και τον σφιχταγκαλιάζει
στον κόρφο της η άνοιξη, σαν νάτανε παιδί της.
Χαρούμενα τα λούλουδα φιλούν το μέτωπό του.
Χάνει με μιας την ασχημιά και την ταπεινωσύνη
ο έρμος ο αζώηρος, η ποταπή λαψάνα,
γλυκαίνει το χαμαίδρυο, στου χαμαιλειού τη ρίζα
αποκοιμιέται ο θάνατος και το περιπλοκάδι,
που πάντα κρύβεται δειλό και τ’ άπλερο κορμί του
αλλού στυλώνει το φτωχό, δυναμωμένο τώρα
τρελλό, περηφανεύεται και θέλει να κλαρώσει
στ’ ανδρειωμένο μέτωπο για ν΄ακουστεί πως ήταν
στη φοβερή παραμονή μια τρίχ’ απ’ τα μαλλιά του.

Πλαγιάζει ο λιονταρόψυχος! Του ύπνου του οι ώρες
όσο κι αν φύγουν γρήγορα, μεσότοιχο θα γένουν
ν’ αποστομώσουν το θολό, τ’ αγριωμένο κύμα
του χρόνου, που μας έπνιξε. Μ’ εκείνη την ρανίδα
πώσταξ’ από τα μάτια του θα ξεπλυθεί η μαυράδα,
που ελέρωνε της μοίρας μας το νεκρικό δευτέρι.
Ο Διάκος στο κρεβάτι του, ζωσμένος τη φλοκάτη,
σαν αητός μες στη φωληά, ολάκαιρο ένα γένος
έκλωθ’ εκείνη τη βραδειά. Όταν προβάλ’ η μέρα,
θα νάβγουν ταητόπουλα με τροχισμένα νύχια
με θεριεμμένα τα φτερά ν’ αρχίσουν το κυνήγι…
Πλάστη μεγαλοδύναμε! Αξίωσέ μας όλους,
πριν μας σκεπάσει η μαύρη γη, στα δουλωμένα πλάγια
να κοιμηθούμε μια νυχτιά τον ύπνο του Θανάση!

*

ΦΩΤΕΙΝΟΣ

ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟΝ

ΦΩΤΕΙΝΟΣ Ο ΖΕΥΓΟΛΑΤΗΣ (απόσπασμα)

…………………………………………………………………..
Εξέχασες και δε μ’ ακούς;… εσένα κράζω, Μήτρο,
διώξε σου λέω τα σκυλιά που μου χαλούν το φύτρο…

-Είναι του Ρήγα, δεν κοτώ… Για κύτταξ’ εκεί πέρα
να ιδείς τι θρως που γίνεται, τι χλαλοή, πατέρα!

-Τι Ρήγας, τι Ρηγόπουλα! Είν’ ο καινούριος κύρης,
που πλάκωσε με ξένο βιος να γίνει νοικοκύρης,
παλιόφραγκοι, που πέφτουνε σαν όρνια στα ψοφίμια,
εκείνοι πάντα κυνηγοί και πάντα εμείς αγρίμια.
Και συ τους τρέμεις βούβαλε! Παιδί μες τη φωτιά σου,
που τρίβεις στουρναρόπετρα μ’ αυτά τα δάχτυλά σου,
πώχεις τετράδιπλα νεφρά και ριζιμιό τα στήθια,
τους βλέπεις και σε σκιάζουνε! Ο δούλος, είν’ αλήθεια,
λίπο ποτάζει μοναχά, ψυχή κι αίμα δεν έχει.

Κι ο γέροντας μ΄απίδρομο σαν παλληκάρι τρέχει
κι αρπάζει τη σφεντόνα του. Έχει χολή ς’ τα μάτια,.
με το σφυρί του ένα γουλί το σπα σε δυο κομμάτια
και το σταφνίζει ’στο καυκί. Γοργά την ανεμίζει
και τήνε σκάει με δύναμη. Ανοίγει το λιθάρι
και θυμωμένο ένα σκυλί πληγώνει ’στο ποδάρι
κι ένα άλλο χτυπάει στο κούτελο και το ξαπλώνει χάμου.
…………………………………………………………………….
-Βλέπεις εγώ δεν τους ψηφώ, με τα γεράματά μου.

-Πατέρα, τι ’ναι πώκαμες!

-Περίδρομος, κεφάλα.
Μη βλαστημήσω το βυζί, που σώδωκε το γάλα.
Δε νοιώθεις πώς του σχαίνομαι ! Όλην αυτήν τη ψώρα,
οπώρχεται κάθε φορά και μας δαγκάει τη χώρα,
όπως είν’ ένας ο Θεός κι εγώ ’μαι Λευκαδίτης.
 Την έπαιρνα όλην επάνω μου κι επνίγομουν μαζί της.
…………………………………………………………………….

-Εσύ μου πετροβόλησες, παλιόγερε, χωριάτη
τα δυο μου τα λαγωνικά;

-Μόνος εγώ κι όχι άλλοι.

-Μίλει μου ταπεινότερα… Λύγισε το κεφάλι,
προσκύνα τον αφέντη σου, ξεσκλιάρη, διακονιάρη:
……………………………………………………………………..
Μη μου ξανάφτεις την οργή. Γονάτισε εμπροστά μου
και ζήτησε συχώρεση για τα λαγωνικά μου…

-Δε θες;αντάρτη, δεν ακούς;…

-Καλήτερα το βρόχο
παρά τα γόνατα στη γη… Άρα κατάρα τώχω…
θάφιναν λάκκωμα βαθύ και θάταν μέγα κρίμα,
τιμή να θάψω κι όνομα μέσα ’σαυτό το μνήμα.

-Τώρα θα ιδείς, παληκαρά… Ακούστε με συντρόφοι,
και μη θυμώστε αν λυπηθώ αυτόν τον άγριο όφι…
Να μας πλερώσει τα σκυλιά με τα καματερά του,
και για την τόλμη, πώλαβαν τα πέντε δάχτυλά του
να σφεντονίσουν κατ’ εμάς, εκεί στο χερουλάτη
να συντριφτούν με το σφυρί… Σ’ αρέσει, ζευγολάτη;
………………………………………………………………

Το Φραγκολόγι εσκόρπισε βουβό κι εντροπιασμένο
κι αφίνει εκεί το Φωτεινό ’στ’ αλέτρι του δεμένο.
………………………………………………………………….

Παιδί μου, Μήτρο, απέθανες;… Πώς σέρνεσαι στο χώμα;…

-Πατέρα οι λύκοι εφύγανε;… και ζεις, και ζεις ακόμα;

-Σίγα και λύσε με απ’ εδώ… Μην κλαις, ήταν γραμμένο.
………………………………………………………………………..

-Μήτρο, το βλέπεις; Τίποτε, τίποτε δε μας μένει,
ούτε ζευγάρι ούτε σπορά. Κρέμονται ’στα λουλούδια
που παραστέκουν μαρτυριά, τα νύχια, τα μελούδια.
Το αίμα του πατέρα σου. Και ’στα γεράματα μου
ευρέθη χέρι ανθρώπινο να δείρει τα μαλλιά μου…
Νοιώθεις βαθιά στα σωθικά τ’ άσπλαχν’ αυτά περόνια;

-Δε θα σβυστούν απ’ την καρδιά, κι αν ζήσω χίλια χρόνια.

-Τ’ ορκίζεις, μ’ όλη την ψυχή;… Μου τάζεις την σφεντόνα,
που βράχηκε στο αίμα μου να τη φορείς εικόνα
και φυλαχτό παντοτεινό για να κρατεί αναμμένο
το πάθος μου τ’ ακοίμητο, πόχω για κάθε ξένο;…

-Το τάζω… Σου τ’ ορκίζομαι

-Σου δίνω την ευχή μου
δεμένη με την έχθρα μου…Πάμε απ’ εδώ, παιδί μου.
Έρριξε ο Μήτρος τ’ ορφανό τ’ αλέτρι του ’στον ώμο
σαν νάταν κούφια καλαμιά, και του χωριού το δρόμο
παίρνει με πάτημα ελαφρό και με βαρειά τα φρένα.
Ακολουθούσε ο Φωτεινός. Με μάτια θερμασμένα
κυττάζει γύρου τα βουνά και λες του ξεθυμαίνει
θωρώντας την Ελάτη του η πύρη που τον ψένει.

Πόσο εμεγάλωσε με μιας! Περνά με τη βουκέντρα
και φαίνεται ψηλότερος ότ’ είναι από τα δέντρα.

*

Απόσπασμα της προλογικής επιστολής στα «Μνημόσυνα»,  που αναφέρεται στη γλώσσα, (προς τον πεθερό του Αιμίλιο)

Αιμίλιε!
…………………………………………………………………………..
Διερχόμενος το βιβλιάριον τούτο, δεν είναι απίθανο… να μ’ ερωτήσης προς τι τα μηδαμινά ταύτα στιχουργήματα συνέγραψα εις την κοινήν καθωμιλημένην γλώσσαν, περιβάλλων αυτά ούτω πως χιτώνα ευτελέστερον της ιδίας αυτών αξίας.
Ούτε η ατομική μου βαρύτης, ούτε αι αξιώσεις μου είναι τοιαύται, ώστε ν’ αναδεχθώ  ενταύθα την συζήτησιν προβλήματος, το οποίον έθνος ακέραιον και  χρόνοι πολλοί δύνανται μόνοι να λύσωσι. Μόνον σε λέγω ότι κατ’ εμέ δεν αμφιβάλλω από τούδε ότι η γλώσσα του λαού θέλει είναι η γλώσσα της ρομαντικής, δημοτικής ή λυρικής ποιήσεώς μας. Πρέπει μάλιστα επισήμως να καθιερωθή εις τον σκοπόν τούτον, όπως οι δυνάμενοι εισέλθωσιν αδιστάκτως  εις την πορείαν ταύτην πλουτίζοντες  και μορφώνοντες αυτήν.
… Οι σοφοί, οι λόγιοι ας προσπαθήσωσιν, αν δυνατόν, ν΄ανεγείρωσι την ήδη τεθνηκυίαν. Ούτε δύναμαι ούτε θέλω να γίνω μάντις κακών… Η γλώσσα του λαού δεν είναι πτωχή, είναι πλαστικοτάτη και ποιητικωτάτη. Παρέχει αναριθμήτους ευκολίας εις τον ποιητήν, είναι ιδιότροπος και σπανίως μιμείται τας ξένας. Αλλά ταύτα προς ουδέν λογίζονται ενώπιον της ιδέας ότι αύτη είναι  η μόνη έκφρασης της νέας ελληνικής ποιήσεως. Αυτομάτως γεννηθείσα, δεν είναι έργον της τέχνης  ως η τώρα σκευαζομένη, είναι ο μόνος βλαστός ο εναπομείνας επί του γηραιού  δένδρου της εθνικότητός μας... Δεν εκτείνομαι περισσότερον. Ηθέλησα να δικαιολογηθώ μαζί σου και ιδού εξοκέλλω πέραν του σκοπού…

*

Ο Α. Βαλαωρίτης είχε συχνή φιλική αλληλογραφία με τον Ανδρέα Λασκαράτο.

Παραθέτω δυο επιστολές του. Πριν από τη δεύτερη είχε προηγηθεί άλλη στην οποία ο Βαλαωρίτης επεσήμανε στον Λασκαράτο πως οι Έλληνες δεν αγοράζουν βιβλία και πως αν ήθελε να συνεχίσει την έκδοση του "Λύχνου" έπρεπε να το πάρει απόφαση ότι θα πληρώνει ο ίδιος τα έξοδα.

Κέρκυρα, 23 Μαρτίου 1863

Φίλτατέ μου Ανδρέα,

Φαίνεται ότι με τα σωστά σου επειράχθηκες διότι αρνήθηκα να σου αποδώσω τους στίχους σου και με επιπλήττεις και με κατασταίνεις παιδί δεκαπέντε χρονώνε… Μολοντούτο, επειδή γνωρίζω το ιδίωμά σου και ξεύρω ότι τώρα σε κυριεύει η μονομανία να γίνεις μάρτυρας της εποχής μας, και να γιατρέψεις, αν δυνατόν, όλα τα χρονικά πάθη της ανθρωπότητος, δεν μου εκακοφάνηκαν οι λόγοι σου. Μάλιστα με ευχαρίστησαν πολύ, διότι προφέρονται μ’ εκείνη την ελευθερία, όπου μόνη η φιλία δύναται να λάβη.
Δεν εξεύρω αν οι στίχοι σου είναι αδύνατες μίμησες ιταλικής ποιήσεως. Μόνον εξεύρω ότι όλοι τους νοστιμεύονται και όλοι τους θεωρούν ως πρωτότυπους. Αν φοβούμενος μη εκθέσω την υπόληψί σου θέλης να τους καταστρέψης, τότε πες μου το καθαρά∙ αλλά να μου υποστηρίζεις ότι δύνασαι να τους καθαρίσης χωρίς να βλάψης την αξία τους, τούτο δα δε στέκει.
Έχω κ’ εγώ ολίγη πείρα εις την ποίησι και γνωρίζω ότι εις το είδος εις το οποίον συ είσαι έξοχος, εννοώ  το σατυρικό, δεν ημπορεί να αποφύγη τις κάποια πράγματα. Και όταν οι μεταγενέστεροι  θα τα διαβάζουν, μείνε βέβαιος ότι δε θα τα σιχαίνωνται, καθώς ούτε ημείς δε σιχαινόμεθα πολλά παρόμοια όπου απαντούμε είτε εις τον Αριστοφάνη, είτε εις το Λουκιανό, είτε εις άλλους.
Κάθε εποχή πρέπει να φέρη τη σφραγίδα της και δεν πιστεύω ότι φθάνει η ενέργεια ενός ατόμου, για να κάμη την σημερινή κοινωνία να σκέπτεται και να ενεργή εδώ και διακόσους χρόνους… Αλλά ο άνθρωπος είναι πάντοτε το προϊόν μιας εποχής και πρέπει να φέρνει μαζί του τα καλά και τα κακά της εποχής του.
Τώρα, ας το πούμε καθαρά, είσαι κι εσύ ένα οπωρικό του αιώνος μας. Και καθώς τα ροδάκινα, ενώ έχουνε και ωραία θεωρία και γεύσι νοστιμώτατη, κρύβουνε μολοντούτο μέσα εις το μύγδαλό τους και ολίγο φαρμάκι, έτσι και συ, ανάμεσα εις τες πολλές χάρες σου βρίσκεται και κανένα αγκαθάκι το οποίον αν σου το αφαιρέσουνε, σου χαλούνε τον τύπο, σου καταστρέφουνε εκείνη τη φυσική και αμίμητη ιδιοτροπία όπου σε κάνει να είσαι αληθής Λασκαράτος.
Τα παλιά σου τα ποιήματα μπορεί να είναι αυτό το αγκάθι. Θέλεις λοιπόν εγώ να σου δώσω χέρι να τα χαλάσης , αφού πιστεύω ότι χωρίς αυτό θα σβηστή αμέσως όλη η νεότητά σου και δε θα σου μείνουν παρά τα γεράματα….
Στείλε μου όλους τους αριθμούς του «Λύχνου» σου διότι όταν μου τον έστελνες, μου τον άρπαζε ο ένας κι ο άλλος κι έμεινα στερημένος∙ αν προφθάσω σου στέλνω ένα ποιηματάκι το οποίον δημοσιεύεται σήμερα και το οποίον ελπίζω ότι θα σου αρέση και θα σε ημερέψη μαζί μου. 

Σε γλυκοφιλώ
Ο φίλος σου
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ

*

Αγία Μαύρα
Τη 1 Νοεμ. 1870

Αδελφέ Ανδρέα,

Ιδού σου εσωκλείω ένα εικοσιπεντάδραχμον προς πληρωμήν των δώδεκα αντιτύπων της «Δίκης» σου. Περισσεύει μία δραχμή δια την οποίαν ή μου στέλνεις μισό αντίτυπο ή την βαστάς επί λογαριασμώ του πρώτου άλλου συγγράμματός σου.
Μη σου παραξενοφαίνεται αυτό που σου λέγω. Τα βιβλία του μακαρίτη του θείου μου του Φορέστη επουλήθηκαν με το ζύγι και όταν η προσφερομένη τιμή ήτο μεγαλυτέρα από το βάρος ενός τόμου, υπολογιζομένου προς τόσο τη λίτρα, τότε…φραπ…εξεσχίζοντο κάμποσα φύλλα και ερρίπτοντο επί της ζυγαριάς.

Σε γλυκοφιλώ, Ανδρέα μου, και σε παρακαλώ να μη με λησμονής.

Ο σος
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ

*

 Για τους μελετητές του έργου του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη αποτελεί πια κοινό τόπο, πως η ποιητική του προσφορά, ανάμεσα στ’ άλλα γνωρίσματά της,  χαρακτηρίζεται κι απ’ το έντονο ρομαντικό χρώμα. Από τις πρώτες του κιόλας , ουσιαστικές, ποιητικές απόπειρες – τα  «Στιχουργήματα» και τα «Μνημόσυνα» - έδωσε την εντύπωση πως , είτε από ιδιοσυγκρασία είτε από ισχυρή επήρεια, είχε αφεθεί να συνεπαρθεί από το ρεύμα του ρομαντισμού, που κυριαρχούσε την εποχή του στην Ευρώπη – και, αντανακλαστικά, και στην Ελλάδα.

Ενώ όμως στο γενικό αυτό χαρακτηρισμό δεν φαίνεται να υπάρχει άξια λόγου αντίρρηση, η προσεχτικότερη μελέτη της προσφοράς του κάνει τους μελετητές του να ξεστρατίζουν σε χαρακτηρισμούς, που δείχνουν σα να ’ρχονται να ανατρέψουν τις αρχικές τους θεωρήσεις. Έτσι, άλλοι βλέπουν στο έργο του κάποια «πραγματική» διάθεση (Σ. Μένανδρος), άλλοι ανακαλύπτουν σ’ αυτό το κλασικό «μέτρο» που «ρυθμίζει και ιδανικεύει» (Κωστής Παλαμάς), ενώ άλλοι πιστοποιούν πως στην ποίηση του Βαλαωρίτη «το ρομαντικό και το κλασικό παντρεύονται με μιαν αρμονία ελληνικότατη» (Άγγελος Σικελιανός). Άλλοι, τέλος, βρίσκουν την ποιητική του προσωπικότητα την «εδαφικότερη» του αιώνα του (Γ.Π.Σαββίδης).

Ο ίδιος βέβαια δεν ήθελε να παραδεχτεί τον εαυτό του παρασυρμένο από το ρεύμα του ρομαντισμού. Γράφει στα προλεγόμενα στο «Διάκο». 

«Περιγράφων την εν Θερμοπύλαις μάχην προέκρινα πανταχού τας δοκούσας μοι ακριβεστέρας πληροφορίας, συνειδώς ότι η  δημοτική ελληνική ποίησης, εκ των μυχών της ιστορίας εκπορευομένη,  κυρίως προτίθεται την ακριβή αφήγησιν των γεγονότων, περικοσμούσα μεν και χρωματίζουσα αυτά ποικιλοτρόπως προς εκφανεστέραν του θέματος  διατράνωσιν, αλλ’ ούτε την παραμόρφωσιν της αληθείας  ανέχεται ούτε την αποσιώπησιν, όταν δι’ αυτών καταστρέφονται αι βάσεις, εφ’ ων εγείρονται οι ιδανικοί αυτής πύργοι. Απέκλινα (με την έννοια του «απέκλεισα», «αποστράφηκα»,» απέφυγα», σ.σ.) επομένως τον ρωμαντισμόν, εφ’ ω, κακή τύχη, αγάλλονται πολλάκις και ενασμενίζουσι φαντασιοκόποι τινές, μιμηταί ξένων εθίμων, ξένων παραδόσεων, ψευδαπόστολοι και εισηγηταί αλλοτρίων  δογμάτων, πεποιθώς ότι σχετικώς προς την ηλικίαν και τας περιστάσεις του Έθνους τοιαύται νεολογίαι πρέπει να καταδικάζονται ως αναχρονισμοί και να εκλαμβάνωνται ως μιάσματα ικανά δια της επιδράσεως αυτών επικινδύνως να νοθεύσωσι και διαφθείρωσι τον αληθή οργανισμόν της ιθαγενούς γραμματολογίας»

Δεν περνά όμως κανένας ατιμώρητα το μέτρο (του Βαλαωρίτη). Θα του καταλογίσουν  ότι «σπρώχνει το τρομερό ως το τερατώδες. Κυνηγώντας το μεγαλειώδες , εγγίζει κάποτε την καρικατούρα του», «οι ήρωές του εξωθούνται εις τοιαύτην υπερβολήν, ώστε χάνουν την αληθοφάνειάν των και ελαττούνται εις ειλικρίνεια συγκινήσεως» ή ότι οι ήρωες αυτοί « είναι μεν ελληνικότατοι το ένδυμα και την φράσιν, αντί όμως να πατώσι την γην δια των τσαρουχίων, πλέουν ως οσσιανά*  φαντάσματα εντός ποικιλοχρόου νεφέλης μεταφορών» και ακόμα ότι επιδιώκει την «ψεύτικη υπερβολή και το βιασμό της κοινής εμπειρίας του ανθρώπου».

«Χωρίς να το θέλω», έγραφε στο Ροΐδη εξομολογητικά, «έλαβα παρά του Ουγκώ την μανίαν των αντιθέσεων και την επιθυμίαν ν’ αφήνω την φαντασίαν μου να τρέχη αχαλίνωτος από ρυτήρος όπου θέλει».

Η αποτίμηση της ποιητικής προσφοράς του Αρ. Βαλαωρίτη δίνει την εικόνα μιας διελκυστίνδας. Οι σχετικές εντυπώσεις και κρίσεις  διατρέχουν όλη την κλίμακα της κριτικής μεταχείρισης ξεκινώντας απ’ την ανεπιφύλακτη κι ολοκληρωτική αποδοχή και φτάνοντας ως την πλήρη άρνηση, από τον αποθεωτικό διθύραμβο  ως την απροσχημάτιστη αποδοκιμασία. Μ’ άλλα λόγια ο Βαλαωρίτης στάθηκε, τόσο για τους συγκαιρινούς του όσο και για τους επιγενόμενους, στο σταυροδρόμι της αμφιλογίας. Αυτό, φυσικά, όσον αφορά το καθαρά ποιητικό του έργο. Η άλλη προσφορά του, η εθνική,  έχει πια τοποθετηθεί πάνω από κάθε αμφισβήτηση κι έχει καταξιωθεί στη συνείδηση του Έθνους. Η «αυλοδουλεία» του,  όπως γράφει συμπατριώτης του και μελετητής του έργου του, ήταν βέβαια γνωστή αλλά αυτό δεν μειώνει την προσφορά του στον αγώνα για την ένωση της επτανήσου με την Ελλάδα.

Και βέβαια ο Βαλαωρίτης δε «μένει ποιητής, επειδή οι στίχοι του είχαν 
σ τ η ν  ε π ο χ ή    το υ  λόγον υπάρξεως», όπως διατείνεται μελετητής του (Θεόδ. Ξύδης), αλλά γιατί ένα μεγάλο μέρος του έργου του είναι ικανό ν’ αντέξει στο χρόνο. Μπορεί να βρίσκουμε σ’ αυτό αδυναμίες μορφολογικές, υφολογικές, δεν μπορούμε όμως να του αρνηθούμε το πάθος, τη δύναμη της φαντασίας, την αδρή και συγκλονιστική εικόνα, τη λυρική πνοή που το διαπερνά. Μπορεί από μεγάλο μέρος του έργου του ν’ απουσιάζει η ισόρροπη διάταξη των μερών, η κλασική αρμονία, η ολύμπια αυτοσυγκράτηση, μας κρατά όμως κοντά του χάρη σε μια παράξενη γοητεία, που ο ζωγράφος Αλέκος Κοντόπουλος θα ονόμαζε «γοητεία της  αμεσότητας». Δεν μας ανεβάζει, είναι αλήθεια, στις σφαίρες του απόλυτου, της ιδανικής ομορφιάς, στην «κορφή της ζωής όπου ροδίζει της λευτεριάς αμόλευτος αγέρας», όπως λέει ο Μαβίλης , αλλά μας φέρνει σ’ επαφή με τις ρίζες μας, απ’ όπου φτάνουν, γνώριμες, βαθιές, υποβλητικές, σαν κατηγορικές προσταγές, σαν γονιμοποιές δυνάμεις, οι φωνές του παρελθόντος.

Χάρης Σακελλαρίου

_____

*«οσσιανά φαντάσματα», τα πλάσματα της φαντασίας του ήρωα και ποιητή του 3ου μ.Χ. αιώνα Ossian, που εκδόθηκαν το 1762 και που άσκησαν μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση της πορείας του κινήματος του ρομαντισμού.