ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ, ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ...ΠΟΙΗΤΙΚΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 4:07 μ.μ.

0


Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Πράγα, Τσεχία 1875- Μοντρέ, Ελβετία 1926

Από τα Σονέτα του Ορφέα

VII 

Να υμνείς, αυτό είναι! Ένας που τάχτηκε να υμνεί,
προβάλλει ως το μετάλλευμα απ' τη σιωπή μέσα της πέτρας.
Εφήμερο η καρδιά του πατητήρι, μέσα απ' όπου ρέει
ένα άσωστο κρασί για τους ανθρώπους.

Μπροστά στον κουρνιαχτό η φωνή δεν του απολείπει
ποτέ, όταν το θεϊκό παράδειγμα τον κυριεύει.
Το παν γίνεται κλήμα, γίνεται σταφύλι,
που ωρίμασε στο αισθαντικό του μέσα μεσημέρι. 

Μήτε των βασιλέων η σαπισμένη σάρκα μες στους τάφους τους 
δεν θα διαψεύσει την υμνολογία του, μήτε
των Θεών η σκιά που πέφτει.

Ένας απ' τους αγγελιοφόρους είναι που παρέμειναν,
ο οποίος, πιο πέρα απ' τις πύλες των νεκρών,
κρατεί τα κύπελλα που οι ένδοξοι πληρούν καρποί.

*

ΙΧ

Μονάχα κιόλας αυτός που όρθωσε τη λύρα,
κι ανάμεσα στις σκιές ακόμα,
μπορεί να νιώσει και ν' ανταποδώσει
τον αίνο τον ατέρμονο.

Αυτός μονάχα που έφαγε με τους νεκρούς
την παπαρούνα του ύπνου, τη δική τους,
ποτέ πια δεν θα χάσει, ακόμα και
τον ελαφρότερο των ήχων.

Συχνά η ανταύγεια μέσα στο έλος
για μας μπορεί ν' αμαυρωθεί:
γνώρισε την εικόνα.

Μες στο βασίλειο το διπλό
θα γίνουν επιτέλους οι φωνές
αιώνιες και γλυκές.

*

Το τραγούδι του ζητιάνου

Τις πόρτες των σπιτιών αράδα παίρνω
πάντα, και με την κάψα και με τη βροχή.
Ξαφνικά, το δεξί μου το αυτί
μες στο δεξί μου χέρι φέρνω.
Μπρος μου, ύστερα, η φωνή μου μπαίνει,
από ανέκαθεν σα να μου ήταν ξένη.

Τότε, δεν ξέρω σίγουρα εδώ ποιος φωνάζει,
να 'ναι ένας άλλος, τάχα, ή να 'μαι εγώ;
Κραυγάζω για κάτι τι μικρό.
Κάθε Ποιητής για πιο πολλά κραυγάζει.

Τέλος, και με τα μάτια μου τα δυο,
ακόμη και το πρόσωπό μου κλείνω,
και καθώς, ύστερα, μ' όλο το βάρος του πλαγιάζει
στο χέρι μου, μοιάζει σα να ησυχάζει:
μόνο και μόνο για να μη νομίσουν πως
δεν είχα πού την κεφαλή να κλίνω.

*

Η Ήριννα στη Σαπφώ

Ω ανήμερη, μακριά που σημαδεύεις:
σαν ένα ακόντιο πλάι σε πράγματα άλλα
πλαγιάζω δίπλα στους δικούς μου.
Μακριά με πέταξε ο ήχος σου. Δεν ξέρω πού 'μαι.
Κανείς δεν μπορεί πίσω να με φέρει.

Οι αδελφές μου με σκέφτονται κ' υφαίνουν
κ' είναι γεμάτο γνώριμα βήματα το σπίτι.
Μόνο εγώ 'μαι μακριά, στην απουσία δοσμένη,
και τρέμω, σαν παρακάλεση τρέμω,
γιατί η όμορφη Θεά μες στην καρδιά
των μύθων της φλογίζεται και ζει τη ζωή μου.

*

Θυσία

Ω πώς, αφότου σε γνώρισα, μέσα από κάθε
φλέβα, το σώμα μου, μυρίζοντας, ανθίζει.
Κοίταξε, πιο λιγνός γίνομαι και πιο ορθός ολοένα
κ' εσύ καρτερείς μόνο - : λοιπόν, ποια 'σαι;

Κοίταξε: σα ν' απομακρύνομαι, νιώθω,
και, ως γέρικο δεντρί, φύλλο το φύλλο χάνω.
Σάμπως καθάριο αστέρι, το γέλιο σου μόνο
στέκει πάνω από σε κ' ύστερα από με πάνω.

Όλ' αυτά, που από τα παιδικά μου χρόνια,
δεν πήραν ακόμη όνομα, και σα νερό λάμπουν,
θέλω στο βωμό απάνω, να σου τ' αφιερώσω,
που ανάφτηκε απ' τη φλόγα των μαλλιών σου
κι ανάλαφρα, από τα μικρά σου στήθη, εστεφανώθη.

*


*

Ο Ρίλκε είναι "ο μέγας της ζωής και του θανάτου ποιητής".

Ο Ορφέας είναι θείος, επειδή όρθωσε τη λύρα του ακόμη κι ανάμεσα στους νεκρούς, κι έφαγε απ' την παπαρούνα τους (σονέτα, ΙΧ) κι επειδή, θρεμμένος κι απ' τα δυο βασίλεια, κυκλοφορεί ελεύθερα μέσα στον κόσμο του ανοιχτού.
Απ' τη στιγμή αυτή, ο θάνατος δεν είναι πια η ζοφερή διέλευση σ' ένα μυστηριώδες υπερπέραν, αλλά ο μετασχηματισμός από μια μορφή ύπαρξης σε μιαν άλλη.
Ο ποιητής ξέρει "ότι, το να βρίσκεται κανείς εδώ, είναι πολύ κι ότι είμαστε, όπως φαίνεται, αναγκαίοι σ' όλα τα πράγματα του κόσμου αυτού, αυτά τα εφήμερα πράγματα που μας ζητούν παράδοξα τη βοήθειά μας, σ' εμάς τους πιο εφήμερους απ' το κάθε τι" (ελεγεία ΙΧ).

Οφείλομε ν' αποτυπώσωμε  μέσα μας αυτή την πρόσκαιρη και γερασμένη γη, τόσο βαθιά κι οδυνηρά και παθιασμένα, που η ουσία της ν' αναστηθεί εντός μας "αόρατη". Είμαστε οι μέλισσες του Αόρατου. "Μαζεύομε με περιπάθεια το μέλι του ορατού, για να το συγκεντρώσωμε μες τη μεγάλη και χρυσάφινη κυψέλη του Αόρατου". Ο άνθρωπος έχει μιαν άλλη αποστολή, γιατί ο Ρίλκε καταφάσκει στην ολότητα της Ύπαρξης. Τη δέχεται με τον πόνο, αγαπά και δοξολογεί τον πόνο που αποκομίζομε στο άλλο βασίλειο, μαζί με ό,τι βαραίνει και μαζί με τον έρωτα. Τη δείχνει στον άγγελο (Ελεγεία ΙΧ). Από τον πόνο η μουσική γεννήθη κι οι άνθρωποι δεν γνώρισαν παρά ήχους στεγνούς κι απολιθωμένους, έως τη μέρα που, με το θάνατο του Λίνου, για πρώτη φορά ακούσθηκε χάρη στις μοιρολογίστρες το άσμα το αρμονικό που τώρα μας συνεπαίρνει και μας παρηγορεί. Πραγματώνοντας λοιπόν την ύπαρξή μας, κι υπομένοντας τη δοκιμασία της γης, θ' αρχίσωμε την άνοδό μας προς τον άγγελο. Ο θεός είναι που πληροί το Βιβλίο των Ωρών, ένας θεός απόμακρος, πάντα μελλούμενος, που προβάλλεται μέσα στο άπειρο του χρόνου και του χώρου, πραγματωνόμενος αργά χάρη στην προσπάθεια των  γενεών και την άνοδό τους προς Αυτόν.

Στα "Νέα ποιήματα" του Ρίλκε (1907-1908) ο άγγελος δεν είναι πια ο αγγελιαφόρος του θεού ή ο έμπιστος του ανθρώπου. Απομακρύνθηκε κι απ' τον ένα κι απ' τον άλλο , για να ζήσει στη θεώρηση των αιώνιων πραγμάτων, καθώς είναι ο ήδη ειδώς.

Μονάχα όποιος όρθωσε τη λύρα του ανάμεσα στους ίσκιους (όπως ο Ορφέας, που κατέβηκε στον Άδη για να του αποσπάσει την Ευρυδίκη), είναι ικανός να τραγουδήσει τον Ύμνο της ζωής (σονέτο ΙΧ).

Ο άγγελος είναι ένα ον πιο εξελιγμένο απ' τον άνθρωπο. Σε προηγούμενες υπάρξεις υπέστη τη δοκιμασία και διέσχισε, με την αγκαλιά γεμάτη από τις οπώρες του αίνου, τη θύρα που οδηγεί στην άλλη περιοχή. Γνωρίζει πως στον κύκλο της καθολικής εξέλιξης δεν υπάρχει σταμάτημα και πως, χάρη σε μια σειρά από μεταμορφώσεις, το ον το ανθρώπινο οφείλει αέναα να υψωθεί, αποχωριζόμενο απ' αυτό που υπήρξε, για ν' αποβή αυτό που δύναται να είναι.

Ο ποιητής βλέπει το σύμπαν να βγαίνη από το χάος το αρχέγονο για να μεταμορφωθεί σε κόσμο φεγγερό, που δημιουργεί η μαγική αρετή του τραγουδιού. Καθώς είναι οπτικός ποιητής ο οραματισμός του αυτός ερμηνεύεται με εικόνα: του δέντρου, που συμβολίζει την Ύπαρξη, στην καθάρια της μορφή, ν' αυθυπερβαίνεται ολοένα. Όμοια με τον πίδακα, ορμά στα ουράνια, κι όμοια μ' αυτόν, ξαναπέφτει με τα κλαδιά βαρειά από καρπό στο χώμα.
Για τον ποιητή, το κάθε τι είναι μεταμόρφωση κι είναι η μουσική που επιτελεί τη μαγική τη μετουσίωση του άγριου δάσους του πρωτόγονου σ' άλσος ιερό. Μεταμορφώνοντας, μαζί του, και τα ζώα: απ' άγρια που ήταν, αποβαίνουν όντα της σιγής, που ένας και μόνος είναι ο πόθος τους: ν' αφουγκραστούν το ανείπωτο αυτό θαύμα, τ' άσμα του Ορφέα. Τελικά η φύση ολόκληρη μετουσιώνεται, το κάθε τι στους κόλπους της καθίσταται ναός μέσα στην ακοή.

Μετά που έψαλε το θαύμα που επιτέλεσε ο Ορφέας , επιβάλλοντας στην άγρια φύση την τάξη-συμμετρία της μουσικής, ο Ρίλκε τραγουδεί Αυτήν που ο μουσικός θεός δημιούργησε για νάναι η απεσταλμένη του και σάμπως ένας άγγελος της αρμονίας. Που του επιτρέπει, του ποιητή, να νοιώσει την παναρμονική δομή του κόσμου αυτού, τέκνου των ήχων.

Η ποίηση των σονέτων μας καλεί με τόλμη να εισχωρήσουμε μες τη μεγάλη αυτή πνοή της θεότητας, που διασχίζει το Υπαρκτό, φθάνοντας απ' τ' άπειρο κι αναζητώντας δέκτες...

Αποστολή του Ορφέα είναι η εξύμνηση των γήινων υπαρκτών, όπως, λόγου χάρη, των ανθών, που σ' αντίθεση με τον άνθρωπο, (που ξέχασε τη μοναδική αξία του γήινου) παρέμειναν πιστά στη γη (θέμα κατ' εξοχήν νιτσεϊκό). Γι' αυτό είναι η θεότητα των ποιητών. Που η καρδιά τους, όπως είπαμε, ανθρώπινο όργανο καταδικασμένο στη φθορά, σαν κάθει τι το γήινο είναι ένα θείο πατητήρι  μυστικό, απ' οπου αναβλύζει ένα άσωστα ευεργετικό κρασί Ευχαριστίας. Μονάχα αυτός που ως τον Ορφέα κατέβηκε στων ίσκιων το βασίλειο, σαγηνεύοντας με της λύρας του τον ήχο τους θεούς, είναι ικανός το μεγαλείο να νοιώσει του ανθρώπου και της γης και να το εξυμνήση. Αδιάφορο αν τα κύματα του έλους καταστρέψουν την ανταύγεια, κι αν αυτή χαθή απ' τα μάτια. Αυτός θα την ξαναδημιουργήσει μέσα του επειδή "γνωρίζει" την εικόνα, κι η καρδιά του θα την πλάσει πιο όμορφη. Σαν τον Ορφέα, θ' ανήκει και στα δυο βασίλεια, κι η φωνή του θα 'χει τη ηδύτητα των αιώνιων υπαρκτών.

Επιστροφή και πάλι στον Ορφέα, το θεό της Απολλώνιας τάξης, που ενάντια μάχεται στη εισβολή και πλήμμυρα των δυνάμεων των διονυσιακών: που καταστρέφουν και σκοτώνουν, ενώ αυτός δημιουργεί, εξαίροντας της Ύπαρξης το κλέος.   Του κομματιασμένου του κορμιού τα μόρια είναι πηγές, για ολόκληρη τη φύση, λόγου κι ακοής, ακοής και λόγου...

Λύτης ο ποιητής, του ακρογωνιαίου αινίγματος του μεταφυσικού: της ύπαρξης και της ανυπαρξίας. Αν ο Ορφέας νίκησε το θάνατο, ο άνθρωπος θα πρέπει να νικήσει την αέναη απώλεια ουσίας που είναι γι' αυτόν η αναπνοή, απαράβατος όρος της ζωής και συνάμα εξάτμιση του είναι του...

J. F. Angelloz

(απόδοση, Ν.- Ι. Σ. Μπούσουλας)  


_____


Ο "σοφός και μοναχικός" Ρίλκε έγραψε στη διάρκεια της έντονης και γεμάτης ζωής του έντεκα ποιητικές συλλογές και έντεκα χιλιάδες γράμματα. Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, ο ποιητής που επηρέασε βαθιά τη σύγχρονη γερμανική ποίηση, παρότι λάτρεψε τη μοναξιά σ' όλη τη διάρκεια της ζωής του, δεν σταμάτησε στιγμή να αλληλογραφεί με πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους -«αριστοκράτες και καθαρίστριες, εμπόρους και πολιτικούς, τη γυναίκα του, διάφορους πάτρωνες, εκδότες, φίλους, ερωμένες, άλλους ποιητές και καλλιτέχνες και άγνωστους θαυμαστές»- και απελευθερωμένος πια από τους περιορισμούς του στίχου να εκφράζει σκέψεις και απόψεις για κάθε ζήτημα της ψυχής και της ζωής.
Ο μελετητής Ulrich Baer επέλεξε αποσπάσματα μέσα από χιλιάδες σελίδες αμετάφραστων επιστολών, και συγκέντρωσε τα καλύτερα κείμενα και τις πιο εύστοχες φιλοσοφικές παρατηρήσεις στο βιβλίο «Η σοφία του Ρίλκε - Ο οδηγός του ποιητή για τη ζωή». Κείμενα μικρότερα ή μεγαλύτερα που αποκαλύπτουν τις σκέψεις του για την αγάπη και τη ζωή, την αρρώστια, τον θάνατο και την απώλεια, την παιδική ηλικία, τις δυσκολίες, τις χαρές και τη δουλειά, για την πίστη, την τέχνη και τη γλώσσα, για τη φιλία, τον γάμο και τη συνύπαρξη.

Ο ίδιος ο Ρίλκε από τα 17 του μόλις χρόνια είχε δηλώσει πως προτιμά να γράφει γράμματα παρά στίχους: «Θα μπορούσα να σας τα πω όλα αυτά σε στίχους - και παρότι οι στίχοι έχουν γίνει δεύτερη φύση μου, τα άτεχνα, απλά, κι όμως εκφραστικότατα, λόγια (ενός γράμματος) βγαίνουν πιο εύκολα απ' την καρδιά μου για να αγγίξουν τη δική σας καρδιά», έγραφε το 1893 στην πρώτη του αγάπη, Βαλερί φον Ντάβιντ-Ρόνφελτ. Καθόταν και αντέγραφε επιμελώς «σελίδες ολόκληρες από τα γράμματά του καθισμένος στο ψηλό γραφείο του, που ήταν ειδική παραγγελία για κείνον, εάν εντόπιζε έστω και ένα ορθογραφικό λάθος ή μια μικροσκοπική κηλίδα μελανιού πάνω σε μια σελίδα, και ξεκινούσε πάλι απ' την αρχή κάθε φορά που ο ειρμός της σκέψης του διακοπτόταν ή δεν ήταν ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα», σημειώνεται στον πλούσιο και κατατοπιστικό πρόλογο του βιβλίου για τον κόσμο και την αντίληψη του Ρίλκε.
Και ήταν τόσο συνεπής επιστολογράφος, ώστε λίγες μέρες πριν πεθάνει, στις 4 Δεκεμβρίου 1926, στα πεντηκοστά πέμπτα γενέθλιά του, από το νοσοκομείο ζήτησε να του τυπώσουν κάποιες κάρτες που έστειλε σε πάνω από 100 άτομα με τα οποία αλληλογραφούσε και που περίμεναν έστω μία λέξη του. Η κάρτα έγραφε: «Ο μεσιέ Ράινερ Μαρία Ρίλκε, σοβαρά άρρωστος, ζητεί να τον συγχωρέσετε. Δεν είναι σε θέση να επιληφθεί της αλληλογραφίας του».

Όλγα Σελλά

_____

Το 1900 ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε συναντά τη ζωγράφο Πάουλα Μόντερσον - Μπέκερ στην αποικία καλλιτεχνών Βορπσβέντε και συνδέεται αμέσως μαζί της με μια πολύ δυνατή φιλία. Το 1907 η ζωγράφος πεθαίνει απρόσμενα σε ηλικία μόλις 31 ετών. Ο Ρίλκε θα γράψει γι' αυτήν, ένα χρόνο μετά, το "Ρέκβιεμ για μια φίλη". Ο ποιητής αναθυμάται, θρηνεί, συνομιλεί με τη νεκρή φίλη, πάνω από όλα όμως στοχάζεται πάνω στα θέματα του θανάτου, της ζωής, της καλλιτεχνικής δημιουργίας, της φιλίας και του έρωτα, δημιουργώντας ένα συγκλονιστικό ποιητικό κείμενο. Λίγες μέρες μετά την ολοκλήρωση του ποιήματος, ο Ρίλκε γράφει ένα δεύτερο ρέκβιεμ αφιερωμένο στη μνήμη του νεαρού ποιητή Βολφ Γκραφ φον Κάλκροϊτ, που είχε αυτοκτονήσει δυο χρόνια πριν, και αποστέλλει αμέσως τα δύο κείμενα στον εκδότη του, εκφράζοντας την επιθυμία να εκδοθούν μαζί σε έναν μικρό τόμο -επιθυμία που πραγματοποιείται την αμέσως επόμενη χρονιά (1909).

____



Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε γεννήθηκε στην Πράγα από πατέρα πρώην στρατιωτικό και μητέρα μια κοσμική γυναίκα, από πλούσια οικογένεια βιομηχάνων, κόρη αυτοκρατορικού συμβούλου. Ως παιδί και έφηβος δεν υπήρξε ιδιαίτερα ευτυχισμένος. Η παιδεία του ήταν ανοργάνωτη και αποσπασματική. Αρχικά ακολουθεί στρατιωτική εκπαίδευση, όμως αδυνατεί να προσαρμοστεί και τελικά λόγω εύθραυστης κράσης την εγκαταλείπει. Εισάγεται στην Εμπορική Σχολή του Λίντς, άλλα μετά από έναν χρόνο επιστρέφει στην Πράγα και συγκεντρώνεται στις σπουδές του. Το 1895 εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου και διδάσκεται λογοτεχνία, ιστορία της τέχνης, φιλοσοφία και για ένα εξάμηνο νομικά. Συνεχίζει τις σπουδές του σε Μόναχο και Βερολίνο. Ταξιδεύει ακατάπαυστα σε όλη την Ευρώπη. Καρπός των επισκέψεων του στη Ρωσία, που θα αποτελέσουν ορόσημο στη ζωή του, είναι το "Ωρολόγιον" (1905). Το 1901 παντρεύεται τη γλύπτρια Κλάρα Βέστχοφ και την ίδια χρονιά γεννιέται η κόρη τους. Εγκαθίσταται στο Παρίσι, το γεωγραφικό και καλλιτεχνικό του επίκεντρο για δώδεκα περίπου χρόνια, όπου συνδέεται στενά με τον Ροντέν και εξελίσσει ένα νέο ύφος ακραίας γλωσσικής και λυρικής εκλέπτυνσης, το όποιο αντανακλάται στα "Νέα Ποιήματα" (1907- 1908) και τις "Αναμνήσεις τον Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε" (1910). Περιέρχεται σε δημιουργική κρίση και βαθύτατη κατάθλιψη έως το 1922, όποτε εν μέσω δημιουργικού παροξυσμού ολοκληρώνει τις "Ελεγείες του Ντουίνο" (1923), που συνέλαβε σε μια στιγμή διαύγειας το 1912 στην Ιταλία, ενώ συνθέτει σε διάστημα λίγων μόλις ημερών τα "Σονέτα στον Ορφέα" (1923), εμπνευσμένα από τον θάνατο ενός νεαρού κοριτσιού· τα δύο αυτά έργα θα θεωρηθούν τα ποιητικά του αριστουργήματα και θα του χαρίσουν διεθνή φήμη. Ο Ρίλκε έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο Μυζό, κοντά στη λίμνη της Γενεύης, στην κοιλάδα του Ροδανού, και πέθανε στις 29 Δεκεμβρίου του 1926 στο σανατόριο του Βαλμόν στην Ελβετία από λευχαιμία. Σύμφωνα με τον θρύλο ο Ρίλκε ασθένησε όταν αγκυλώθηκε από το αγκάθι ενός ρόδου καθώς φρόντιζε τον κήπο του.