ΕΛΕΝΗ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΟ ΑΛΤΑΜΟΥΡΑ, ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ...ΙΣΩΣ ΣΑΝ ΠΟΙΗΣΗ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 9:18 μ.μ.

0


Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα
(αυτοπροσωπογραφία, τμήμα του έργου)
*


 Ιωάννης Αλταμούρας
(Το λιμάνι της Κοπεγχάγης, 1874, 
Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου).
*


 Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα
(αυτοπροσωπογραφία)



Η Ελένη Μπούκουρα ή Μπούκουρη-Αλταμούρα υπήρξε κορυφαία ζωγράφος του 19ου αιώνα, της οποίας η ζωή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μυθιστορηματική, περιπετειώδης και, συνάμα, τραγική. Γεννήθηκε στις Σπέτσες το 1821. Ήταν κόρη του Ιωάννη Γ. Μπούκουρη, τολμηρού θαλασσοπόρου και γενναιόδωρου πατριώτη, και της Μαρίας. Ο πατέρας της υπήρξε πολύτιμος αρωγός στις προσπάθειές της, καθώς ήταν ευαίσθητος άνθρωπος, με καλλιτεχνικές ευαισθησίες, ευρύτητα και ανεξαρτησία πνεύματος.
Εκείνος ήταν που προσέλαβε το Raffaelo Ceccoli, ο οποίος βρισκόταν από το 1843 στην Αθήνα, για να κάνει μαθήματα ζωγραφικής στην Ελένη. Η διδασκαλία του Ceccoli, αν και συστηματική, δεν άφηνε αρκετά περιθώρια προσωπικής έκφρασης και δημιουργίας, εξαιτίας του ακαδημαϊκού προσανατολισμού της. Η καλλιτέχνις, που επιθυμούσε διακαώς να πραγματοποιήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το όνειρό της, αποφάσισε, με τη συγκατάθεση του πατέρα της, να σπουδάσει ζωγραφική στην Ιταλία. Η δύναμη της θέλησής της έγινε ακόμη περισσότερο εμφανής όταν, προκειμένου να ξεπεράσει το σοβαρό εμπόδιο που έθεταν οι Ακαδημίες Τέχνης της Ιταλίας απαγορεύοντας τη φοίτηση στις γυναίκες, δε δίστασε να μεταμφιεστεί σε νεαρό σπουδαστή με το όνομα Χρυσίνης Μπούκουρης. Η απόφαση αυτή της έδωσε τη δυνατότητα να φοιτήσει στην Καλλιτεχνική Ακαδημία της Ρώμης, ειδικότερα στις τάξεις του γυμνού και της ανατομίας. Ανάλογες συνθήκες βέβαια επικρατούσαν και στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου πολλές γυναίκες έπαιρναν ανδρικό ψευδώνυμο για να προβάλλουν τα έργα τους, όπως η δούκισσα Castiglionecello.
Με αυτή τη μεταμφίεση έζησε πάνω από τέσσερα χρόνια , διάστημα κατά το οποίο είχε την ευκαιρία να ταξιδέψει σε διάφορες περιοχές της Ιταλίας, όπου κρατούσε με συνέπεια σχεδιαστικές σημειώσεις. Τα σχέδια αυτά συγκεντρώθηκαν από την ίδια σε λευκώματα, όπως αυτό που επέγραφε "Studi fatti a Perugia e da Assisi", μέσα στο οποίο περιέχονταν αντιγραφές από τα έργα του Giotto, του Perugino, του AndreadelSarto και άλλων, αλλά και αρχιτεκτονικά σχέδια, σχέδια αγγείων και νομισμάτων. Μετά τη Ρώμη, η Μπούκουρα φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Νάπολης. Εκεί, ανάμεσα σε αυτήν και τον καθηγητή της Saverio Altamura αναπτύχθηκε μια θερμή φιλία, η οποία μετά την αποκάλυψη της ταυτότητάς της, μετατράπηκε σε έρωτα και, τελικώς, σε γάμο, το 1852. Με τον Altamura απέκτησε τρία παιδιά, τον Ιωάννη (1852-1878), μετέπειτα περίφημο θαλασσογράφο, τη Σοφία (1854) και τον Αλέξανδρο(1855). Δυστυχώς, το 1857 ο σύζυγός της την εγκατέλειψε κι έφυγε με την ερωμένη του, την Αγγλίδα φίλη της ζωγράφο Τζέιν Χέυ, παίρνοντας μαζί του το μικρότερο γιο τους. Η Ελένη επέστρεψε τότε στην Ελλάδα με τα άλλα δύο παιδιά της, τον Ιωάννη και τη Σοφία.
Εγκαταστάθηκε αμέσως στην Πλάκα, όπου άσκησε επαγγελματικά πια τη ζωγραφική και έγινε δεκτή από την ανώτερη κοινωνία της Αθήνας. Το 1859 και το 1870 εξελέγη, μαζί με τον Νικηφόρο Λύτρα, μέλος της επιτροπής των Ολυμπίων και μέλος της εξεταστικής επιτροπής του Καλλιτεχνικού Τμήματος του Πολυτεχνείου με τους Αλέξανδρο Ραγκαβή, Γεώργιο Μαργαρίτη, Ερνέστο Τσίλλερ και Γεράσιμο Μαυρογιάννη. Κατά το διάστημα 1863-1865, δίδαξε, επίσης, ζωγραφική στις εξωτερικές μαθήτριες του Αρσακείου, ενώ ο κύκλος των μαθητριών της είχε αρκετά διευρυνθεί περιλαμβάνοντας και τη νεαρή βασίλισσα Όλγα. Οικονομικά ανεξάρτητη, ασκώντας την τέχνη της ως επάγγελμα και απολαμβάνοντας τη γενική εκτίμηση, η Ελένη Αλταμούρα έζησε επί είκοσι χρόνια μια ζωή που ελάχιστες γυναίκες της εποχής της είχαν τη δυνατότητα να γνωρίσουν. Οι πίνακές της πωλούνταν έναντι σεβαστού ποσού και συνεργαζόταν με γνωστούς ζωγράφους της εποχής.
Παράλληλα με την επαγγελματική της επιτυχία, η Μπούκουρα ήταν μία αφοσιωμένη μητέρα που παρακολουθούσε με περηφάνεια τη σταδιοδρομία των παιδιών της. Ο γιος της Ιωάννης, μετά από σπουδές στο Σχολείο των Τεχνών και στην Ακαδημία της Κοπεγχάγης, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα (1874) παρουσιάζοντας εξαιρετικά δείγματα της τέχνης του, που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους που ασχολήθηκαν με τη θαλασσογραφία.
Οι όμορφες μέρες για την Ελένη είχαν αρχίσει εκείνο το διάστημα να τελειώνουν, καθώς το 1872 η κόρη της αρρώστησε από φυματίωση και, με την ελπίδα διαβίωσης σε πιο υγιές κλίμα, οι δύο γυναίκες μετακόμισαν στο πατρικό σπίτι των Σπετσών. Τελικά, η Σοφία πέθανε το 1874, σε ηλικία μόλις 20 ετών. Εκεί εγκαταστάθηκε λίγο μετά την επιστροφή του από την Κοπεγχάγη και ο Ιωάννης, όπου πέθανε και αυτός προσβεβλημένος από την ίδια αρρώστια, το 1878.
Η επίδραση των αλλεπάλληλων θανάτων των παιδιών της υπήρξε κυριολεκτικά συντριπτική για τη ζωή και το έργο της καλλιτέχνιδος. Η κορύφωση του δράματος συντελέστηκε, όταν σε μία τρομακτική έκρηξη της μητρικής οδύνης, έκαψε τα καλύτερά της έργα στην αυλή του σπιτιού της. Έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της σαν ερημίτης και η γενικά ιδιόρρυθμη συμπεριφορά της τροφοδοτούσε ποικίλα σχόλια στη μικρή κοινωνία του νησιού, η οποία συνοδευόταν με διάφορες σχετικές διηγήσεις.
Το 1890, η διευθύντρια της Εφημερίδος των Κυριών, Καλλιρρόη Παρρέν, διέκοψε την απομόνωσή της όταν την επισκέφθηκε για να της πάρει συνέντευξη και την πήρε για λίγες μέρες μαζί της στην Αθήνα. Πέθανε σχεδόν άγνωστη στις 19 Μαρτίου 1900 και κηδεύτηκε στο κοιμητήριο της Αγίας Άννας των Σπετσών.
Η Ελένη Αλταμούρα υπήρξε, ίσως, η πρώτη γυναίκα της νεώτερης Ελλάδας που ξεπέρασε με τόλμη τις δυσκολίες ενός κατεστημένου και βρέθηκε αντιμέτωπη με τον «πόθο» της δημιουργίας. Η τραγική ζωή της έγινε το θέμα ενός μυθιστορήματος: «Ελένη ή ο κανένας» της Ρέας Γαλανάκη, Εκδόσεις Άγρα, 1998, κι ενός θεατρικού έργου: «Ελένη Αλταμούρα» του Κώστα Ασημακόπουλου, Εκδόσεις Δωδώνη, 2005.
Παρά τις λεπτομερείς βιογραφικές πληροφορίες για τη ζωγράφο, που διέσωσαν η Καλλιρόη Παρρέν και η Αθηνά Ταρσούλη, το ζωγραφικό της έργο παραμένει άγνωστο, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Ανάμεσα σε αυτές είναι η Απελπισία με το οποίο η ζωγράφος, με το όνομα Χρυσίνης Μπούκουρης, πήρε μέρος στο διαγωνισμό της σχολής που φοιτούσε στην Ιταλία. Αναφέρεται ότι για το συγκεκριμένο έργο της προτάθηκε υψηλή αμοιβή, εκείνη, όμως, προτίμησε να το στείλει στον πατέρα της με ιδιόχειρη αφιέρωση. Αν και πρόκειται για πρώιμη προσπάθεια, αποκαλύπτει ορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία της καλλιτεχνικής προσωπικότητας και των αναζητήσεών της. Ο συμβολισμός της απελπισίας, δείγμα ρομαντικής διάθεσης, αποδίδεται με νεοκλασική αντίληψη. Η κλειστή, συσπειρωμένη σχεδόν γύρω από τον άξονά της φόρμα του γυναικείου σώματος και το στυλιζάρισμα των ανεμισμένων μαλλιών και των πτυχώσεων του χιτώνα, αποπνέουν μία ελεγχόμενη δραματικότητα και αποκαλύπτουν μία σειρά από συναισθηματικές καταστάσεις που κυμαίνονται ανάμεσα στην εγκαρτέρηση, τη θλίψη και τον τρόμο.
Στην ίδια περίοδο αποδίδεται και το έργο Αυτοπροσωπογραφία. Εικονίζεται η ίδια με σκούρο φόρεμα να ζωγραφίζει αφοσιωμένη μπροστά στο καβαλέτο. Χαρακτηριστική είναι η συγκρατημένη έκφραση, χωρίς ίχνος θεατρικής πόζας, καθώς και η λιτότητα στο σχέδιο.
Δυστυχώς, οι πληροφορίες που έχουμε για τα έργα που ακολούθησαν είναι εξαιρετικά ελάχιστες και, ως ένα βαθμό, έχουν υποκειμενικό χαρακτήρα· ειδικότερα της περιόδου 1857-1874 κατά την οποία η καλλιτέχνις έζησε και εργάστηκε στην Αθήνα. Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να υπογραμμίσουμε πως κινήθηκε στα πλαίσια των νεοκλασικών κατευθύνσεων που διδάχθηκε στην Ιταλία χρησιμοποιώντας, παράλληλα, το ρομαντικό στοιχείο στη σύλληψη των έργων, τα οποία, τελικώς, φέρουν έντονη τη σφραγίδα του προσωπικού της δράματος. 

Μαρία Μποϊλέ


"Χρυσίνης Μπούκουρης", Απελπισία