ΤΑΣΣΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ, ΑΛΛΟΙΩΣΗ / ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΗΓΑΔΙ / ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΙΡΑΚΗΣ, κρης, ΣΤΗ ΛΙΛΑ, ΠΟΥ ΙΣΩΣ ΚΟΙΜΑΤΑΙ, ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΩΝ ΗΧΩΝ
Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΩΝ ΗΧΩΝ | Posted on 1:13 μ.μ.
0
Τάσσος Ρούσσος
Αλλοίωση
Τα βήματα ξεκινούν απ’
τη μνήμη.
Πατούν την απέραντη χλόη
και λυώνουν ύστερα
στη χαμηλή συννεφιά
που φεύγει κι αυτή στο
απομεσήμερο.
Το μουσκεμένο ξεράγκαθο
μύριζε Κυριακή
λοξό οικόπεδο
γεμάτο γιαλιά και
κονσερβοκούτια.
Ένα σάπιο πουλί στον
ουρανό
πήγαινε με τον ήχο της
καμπάνας
κι ο ήλιος χτυπούσε τα μηλίγγια
λάμποντας στα γόνατα των
κοριτσιών.
Κάπου βαθιά φώναζες:
«Γελάω τώρα που
πεθαίνεις.
μη με αγαπήσεις, θα
φύγω» φώναζες
πίσω απ’ τα μαύρα
δέντρα.
«Έγινα αυτοκίνητο που
δέχεται τους ξένους
μη με αγαπήσεις».
Προχώρησα σταθερά προς
το αδιέξοδο.
*
Γιώργος Μαρκόπουλος
Πηγάδι
Και ξάφνου, εκείνο το
βράδυ, η αυλή της πολυκατοικίας φωτίστηκε, φώτα πολλά. Αυτοί βγήκαν έξω.
Μουσική στη διαπασών αναδίνονταν απ’ το δωμάτιό τους. Εκείνη η χοντρή γυναίκα,
με κάλτσες χούλα χουπ, χόρευε έναν σκοπό παρεφθαρμένης όπερας. Ο κοντός
άνθρωπος, έδωσε μια και έγινε ταχυδακτυλουργός, ο άντρας της, έβγαζε πουλάκια
απ’ το καπέλο του, μαύρα γάντια… Ο μεγάλος γιος, στα κάτασπρα ντυμένος, με
καλσόν ολόσωμο, κινιόταν με ένα στεφάνι χορού στη μέση, ο μικρός έστησε πανί,
τον μπερντέ κοινώς που λεν και έπαιζε και έπαιζε και γελούσε και γελούσε, μέχρι
σκασμού, ώσπου τον έραψεν ο ταχυδακτυλουργός στην κοιλιά… - Οι κυρίες βγήκαν
στα μπαλκόνια. «Οι θυρωροί…, οι θυρωροί έχουν πάρτυ καλέ, έχουν πάρτυ…»
Δεν υπάρχει τίποτα,
λοιπόν, εκεί τώρα και οι θυρωροί ξανακουμπώθηκαν στο σακάκι τους,
προσποιούμενοι τον ανήξερο.
Όμως, εκείνο το πηγάδι
που βλέπω κάθε βράδυ, στην αυλή, ποιος θα το κλείσει, τελοσπάντων , να μη
χάσκει!
*
Γιώργος Τσακιράκης, κρης
Στη Λίλα, που ίσως
κοιμάται
Και της το ’χα πει…
Απόψε μην κοιμηθείς εδώ.
Κανείς δεν θα θαυμάσει
τα πολύχρωμα πέπλα των
δρόμων που άπλωσες πάνω
στο
νεκρό φορτηγό σαν
ουράνια τόξα.
Και της το ’χα πει…
Απόψε μην κοιμηθείς εδώ.
Γύρω σου άπειρα χέρια
ανοιχτά
κατά τη Μέκκα κι εσύ
η
ενδιάμεση προδοσία τους.
Στο είχα πει… Μην
κοιμηθείς εδώ.
Και με κοίταζες
εκστατική, σαν
μοιραίο προφήτη χωρίς
Ιερουσαλήμ
που μου ιστόρησες πως
θέλεις να πας.
Γύρω σου άγρια πανιά και
χόρτα
χωρίς άνεμο και
περιττώματα
ενός τρίτου κόσμου,
αρχαίου,
διψασμένου κι αθώα επικίνδυνου.
Και στο ’χα πει… Αλλά
κοιμήθηκες
μέσα σε χαμόγελο από
δίψα.
και το πρωί το ψωμί σου
σε
περίμενε. τα
παπούτσια σου-
εκείνα τα μποτάκια από
απάτητα
βήματα- έμειναν
κρεμασμένα
σε σάπια μοναχικά σίδερα. το
σακκίδιό σου να κοιτάζει
αμίλητο με ορθάνοιχτα
χείλη
εφτάφωτα φώτα που δεν
άναψαν.
Ο νυφικός σου θάλαμος-
εκείνο
το ξεχαρβαλωμένο φορτηγό
που έγειρες αταξίδευτη-
κατοικήθηκε απ’ την
Περσεφόνη,
που σου ’φερε το ακριβό
υφαντό
αλλά δεν σε βρήκε.
Ίσως κείνη τη νύχτα να
πήρες
τη θέση της κι εκείνη σε
περίμενε ανώφελα, πλην
στέλνοντας
ερινύες στην χαμένη μου
αθωότητα.