ΓΙΑΤΙ Η ΠΟΙΗΣΗ / Η ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ / Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΗΣ.., Νύξεις για το Ποίημα, τον Ποιητή και την Ποίηση
Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in ΝΥΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ | Posted on 11:33 μ.μ.
0
Γιατί η Ποίηση (και ο Ποιητής) λοιπόν;
Νίκος Εγγονόπουλους
γιατί: μέσα στο δάσος
εκεί όπου ανάμεσ’ απ’ τα
πυκνά κλαργιά
φτάνει λίγο φως
κάθεται ένα πουλί.
γιατί: ο δρόμος προς την αγάπη
είναι νυχτερινός.
γιατί: αρέσει στον ποιητή
ν’ απομονώνεται
σε μιαν υπερήφανη
-και γαλάζια- μοναξιά.
γιατί: εκεί γίνεται η
σκέψις
μια φλογισμένη ρόδα
που κυλάει στον ορίζοντα.
γιατί: μόλις σημάνουν τα μεσάνυχτα, ο ώόου, το μέγα αυτόματον, λέει υπερήφανα κι αργά τις λέξεις τις αιώνιες και τις απατηλές, τις τόσο μάταιες, αλλά και τις τόσο λυσιτελείς, για τ’ ατλαζένια μάτια που αγαπούσαμε, θυμάστε;
γιατί: μακρυά ταξιδεύουν του βραδιού οι στερνές αναμνήσεις – πώς αλλιώς να ιστορηθούν τα κρυφά του αγέρα τραγούδια.
γιατί: πρέπει να έχει
ο στρατιώτης το τσιγάρο του
το μικρό παιδί την κούνια του
κι ο ποιητής τη ροκάνα του.
(για την αντιγραφή, Γιώργος Κασαπίδης)
***
«Ο ποιητής κάνει τον εαυτό του οραματιστή μέσα από μια μακριά, απεριόριστη και συστηματική αποδιοργάνωση όλων των αισθήσεων. Όλες οι μορφές έρωτα, πόνου, τρέλας. Διερευνά τον εαυτό του, εξαντλεί μέσα του όλα τα δηλητήρια και διατηρεί την πεμπτουσία τους. Δοκιμασία ακατανόμαστη, όπου θα χρειαστεί τη μεγαλύτερη πίστη, την υπεράνθρωπη δύναμη, όπου θα γίνει αυτός μέσα απ’ όλους ο μέγας σακάτης, ο μέγας αφορισμένος και ο υπέρτατος επιστήμων. Γιατί φτάνει το ΑΓΝΩΣΤΟ! Έτσι λοιπόν, τι κι αν καταστραφεί στην εκστατική πτήση από πράγματα πρωτάκουστα, ακατανόμαστα;»
Ρεμπώ
___________________
Γιώργος Τσακιράκης
Η βιογραφία του Ποιήματος
Το ποίημα είναι ένας μικρός άγγελος από δέντρο κι από στάρι. Η μοναξιά του είναι ένας κόκκινος βυθός που ανατείνεται αθόρυβα στο γαλάζιο, για ταξίδια σε γλυκές, μυστικές συμπληγάδες, όπου φυτρώνουν αρχιπέλαγα σ’ όλο το μήκος του γιαλού.
Μπορεί να το συναντήσεις σ’ ένα νέγρικο στενό να συνθέτει ψαλμούς χωρίς θρησκεία, με ήχους από αρχαίο αυλό. Ή μέσα στα γυναικεία στήθια να ζωγραφίζει την αγωνία της προσμονής ατελεύτητων εραστών.
Σημαίνει βασανιστικά κάθε που ξημερώνει και ησυχάζει σαν ξυπνήσεις και το πάρεις στα χέρια σου. Είναι η στιγμή που σε τριγυρίζει ένα ακαταμάχητο λευκό κι ανατριχιάζεις. Που εγκλωβίζεσαι μαζί του σε παρόδους με στενή ηδονική διέξοδο.
Μια βραδιά, το άκουσα ν’ αναζητάει με αγωνία ένα τραγούδι στο βιβλίο των σταχυών και της ίριδας. Ή μια μοναχική πεταλούδα να πετάει σ’ ανοιχτό πέλαγος. Έπρεπε, μου είπε, να βγω στα κύματα. Κι αυτό, με κοιτούσε πίσω απ’ το τζάμι σημαδεύοντας (αγονιμοποίητες) οπτασίες. Το πρωί, έκπληκτος, το βρήκα να παλεύει με μια ερωτευμένη θηλή που είχε σκαρφαλώσει στον αυχένα του.
Δεν ξέρεις ακριβώς ποια είναι η Μούσα του. Μερικές φορές κοιτάζει, θαρρείς, πίσω απ’ τον ώμο σου κι εσύ γυρίζεις και δεν βλέπεις κανέναν. Μόνο τον καθρέφτη να σου χαμογελάει.
Είναι αδύνατο να φανταστείς πόσο ορθάνοιχτες είναι οι αισθήσεις του, με πόση δύναμη σπάει κι ανασυνθέτει τα κρύσταλλα, χωρίς να φαίνεται καμιά ρωγμή.
Τις προάλλες το συνάντησα μέρα μεσημέρι ολόγυμνο, να φοράει μόνο μια ριγέ γραβάτα. Με κοίταξε εχέμυθα και βγήκε. Ποτέ δε μπορείς να είσαι σίγουρος για τις μεταπτώσεις του. Νομίζεις πως ξεκίνησε για φτηνούς έρωτες κι αυτό κοιμάται μέσα σε μια βιολέτα ή σε μιαν ανοιχτή πληγή που την κλείνει με δάκρυα ή ταξιδεύει με όρκους στα νερά της Στύγας.
Αιμορραγεί και την ίδια στιγμή κάνει νοήματα στη Θάλασσα και στην Άνοιξη, που δεν ξέρουν ποτέ τι θα τους γράψει.
Σε χλευάζει που δεν έχεις πυγμή και σε κάνει ό τι θέλει κι ύστερα σε παρακαλάει να το βοηθήσεις ν’ ανέβει στο λόφο ν’ απολαύσει την Πανσέληνο ή ν’ αγιάσει μια τραγική θυσία.
Κι εσύ συλλογίζεσαι. Ματώνεις τα πόδια να το ακολουθείς και δε σε λυπάται. Σε σέρνει πάνω στα συρματοπλέγματα, σκίζει τις σάρκες σου και σε αποκαλεί ανθρώπινο κτήνος που το γέννησες να σ’ αγαπάει τόσο κι ύστερα, αποκαμωμένο, κάνει υπέροχο έρωτα μαζί σου και κοιμάται. Και σ’ αφήνει, ευχαριστημένο, να κλαις και να κοιτάς την ψυχή σου που βλέπει όνειρα, να την παίρνεις αγκαλιά και να περιμένεις να σε ξυπνήσει πάλι το πρωί, για να ξαναπαίξεις στην αμμουδιά μαζί του ή να ξαναματώσεις.
Στις λίγες περιπτώσεις που τόλμησα να του κάνω τον ατζέντη με παραμέρισε ευγενικά και αυτοπαρουσιάστηκε, φορώντας ένδυμα και χαρακτήρα ανάλογο με τα ταξίδια του. Κι εγώ που είχα κρατήσει με κόπο τις σημειώσεις μου έμεινα στο περιθώριο, αστείος κι αταίριαστος.
Καμιά φορά, νομίζω πως είναι ένας παλιάτσος που μπαίνει λαθραία στη σκηνή, γιατί λείπει το γέλιο. Στην τελευταία όμως παράσταση τα’ κανε όλα γυαλιά καρφιά με το πρώτο μειδίαμα και βγήκε στο δρόμο να ζητιανέψει δάκρυα.
Όταν έχει τις καλές του, μπορεί να σου δώσει το χέρι να το πας βόλτα, με αντάλλαγμα να κρατάει, σαν πορτοκάλι, την ψυχή σου στα χέρια του. Στην επιστρέφει πάντα γεμάτη ηδονή ή κουρέλι και σε υποχρεώνει να το απαγγείλεις μπροστά σε νοητό κοινό που σε χλευάζει.
Νομίζεις πως το ξεπερνάς σε πάθος κι ανακαλύπτεις με δέος πως έχει πάρει μέρος σε χίλιες επαναστάσεις, σε χίλια μοιρολόγια, σε χίλια τραγούδια, σε χίλιους οργασμούς απ’ τις πρώτες κιόλας λέξεις. Κι είναι χαριτωμένο όταν παριστάνει το «ελευθέριον ήθος», ακουμπώντας την πλάτη και το αριστερό του πόδι λυγισμένο σ’ έναν αμαρτωλό τοίχο.
Σε μια ειλικρινή του εξομολόγηση, μου αποκάλυψε πως είχε καλά μελετήσει τις τρεις συλλαβές του πριν γεννηθεί. Αλλιώς θα έμενε αγέννητο.
Τόσα χρόνια συγκάτοικοι και δεν έμαθα ακόμα το άσμα των ασμάτων του. Αγνοώ αν το ’χει φυλάξει σε επιφάνειες ή βυθούς, αν και υποψιάζομαι ότι είναι ακόμα καρφωμένο πάνω στο σταυρό, έτοιμο, μ’ ένα φραγγέλιο στο χέρι.
Δεν πήγε στην τελευταία Ανάσταση. Είναι απασχολημένο. Διαδηλώνει συχνά έξω απ’ τη Βουλή των Ονείρων, για μια αγάπη ανθρώπινη, κρατώντας αγκαζέ τον Ερωτόκριτο κι ένα ποτήρι με σπονδές στο χέρι.
Τις νύχτες παραμιλάει. Δεν ανησυχώ. Το συνήθισα. Θα μου λείψει αν σταματήσει. Ιδίως αν σταματήσει να συλλαβίζει εκείνα τα παράξενα ή συνηθισμένα (δεν έχει σημασία) ονόματα- Σύλβιο, Μαρία, Γουσταύο, Γκασπάρ κι άλλα- που θυμίζουν μνημόσυνο και δικτατορίες και βωμούς απ’ όπου ξεκινούν οι ψυχές των μαρτύρων, που καταλήγουν στο κενοτάφιο με τα λιγνά ζαχαροκάλαμα.
Κλαις ποίημα; Το ρωτώ. Και δεν μου απαντάει. Μου δείχνει μόνο την πλώρη της «Τοκομέλας» και τα θολά του μάτια μού λένε «πρόσεχε. Εκεί». Κι εγώ κοιτάζω μπροστά να καταλάβω πού με οδηγεί.
Σ’ ένα ποτήρι, στάζει μια σταγόνα πίκρα, μια σταγόνα θυμό, μια σταγόνα άι σιχτίρ και βάζει φωτιά στο κελί του. Φιμώνει τους φρουρούς, κορδώνεται, στέλνει στο διάολο την είσοδο και φεύγει.
Έχω προσέξει πως σέβεται τ΄απομνημονεύματά του αλλά μελετάει πόντο πόντο τη διαθήκη του. Αν την αντιληφθεί να κάθεται, τη σηκώνει επιτιμητικά. Δεν την αφήνει να κοιμηθεί ποτέ παρά τόσο μόνο, όσο είναι αρκετό για να μένουν καθαρές οι γραμμές της.
Αναρωτιέμαι. Άραγε είναι ευτυχισμένο; Και τολμώ να του το πω. Σκάει στα γέλια, φοράει τη σκελετωμένη πανοπλία που μου μοιάζει και μου δίνει μια σύντομη συνέντευξη.
«Μου αρκεί που είμαι απλά μια υπόσχεση. Μια ακραία ψυχή σε ακριβό τοπίο». Παρατηρώ πως έχει κιόλας χάσει το γέλιο του. Και αποσύρομαι. Βγαίνει κι εκείνο ήρεμα απ’ την πανοπλία για να βρεθεί στο καθημερινό πλάνο. Δε βιάζεται να τελειώσει την υπόσχεση ούτε την ακρότητά του.
Τα δειλινά εδώ είναι φανταστικά. Διαβάζω στο ημερολόγιό του πως τα θεωρεί τη θετική επιφάνεια ενός αρνητικού φιλμ κι ας νυχτώνει. Δεν καταλαβαίνω τη λογική του. Μου λέει πως έχει προσωπική αντίληψη για το θετικό και το αρνητικό ενός φιλμ, όπως ακριβώς και για το φως και για το σκοτάδι, για τη μέρα και για τη νύχτα. Το αφήνω ήσυχο. Θεωρώ την προσωπική άποψη ιερή, όπως και τα προσωπικά δεδομένα.
Σήμερα φυσούσε πολύ. Μου είπε να προσέχω τα δέντρα… Γιατί; «Γιατί απ’ τους κορμούς τους βγαίνουν παιδιά. Το ξέχασες; Δεν πρέπει να χτυπήσουν. Και δεν πρέπει να φοβηθούν, ούτε να μεγαλώσουν μονομιάς, γιατί δεν θα έχουν ρίζα. Κι είναι και μερικά που μόλις βγουν κάτι οσμίζονται και κοιτάζουν πίσω». Δεν το περίμενα πως θα μπορούσε να κάνει τέτοια πρόβλεψη. Το σημείωσα.
Εκείνο, έβγαλε τα παπούτσια του πάνω στα χαλίκια. Ήθελε τα πέλματά του πληγωμένα. Έτσι στέριωνε καλύτερα τους όρκους. Πάνω στη φωτιά περπατούσε καλύτερα ξυπόλυτο γιατί την ένιωθε κι έμενε ξύπνιο. Να πολεμάει το εφήμερο και τους φράχτες. Να μη χαίρεται.
«Όμορφα που ανεβαίνει η κορυφή!», άκουσα. Τινάχτηκα. Είχε κιόλας αναληφθεί γεμάτο τιμιότητα.
Η βιογραφία του Ποιήματος
Το ποίημα είναι ένας μικρός άγγελος από δέντρο κι από στάρι. Η μοναξιά του είναι ένας κόκκινος βυθός που ανατείνεται αθόρυβα στο γαλάζιο, για ταξίδια σε γλυκές, μυστικές συμπληγάδες, όπου φυτρώνουν αρχιπέλαγα σ’ όλο το μήκος του γιαλού.
Μπορεί να το συναντήσεις σ’ ένα νέγρικο στενό να συνθέτει ψαλμούς χωρίς θρησκεία, με ήχους από αρχαίο αυλό. Ή μέσα στα γυναικεία στήθια να ζωγραφίζει την αγωνία της προσμονής ατελεύτητων εραστών.
Σημαίνει βασανιστικά κάθε που ξημερώνει και ησυχάζει σαν ξυπνήσεις και το πάρεις στα χέρια σου. Είναι η στιγμή που σε τριγυρίζει ένα ακαταμάχητο λευκό κι ανατριχιάζεις. Που εγκλωβίζεσαι μαζί του σε παρόδους με στενή ηδονική διέξοδο.
Μια βραδιά, το άκουσα ν’ αναζητάει με αγωνία ένα τραγούδι στο βιβλίο των σταχυών και της ίριδας. Ή μια μοναχική πεταλούδα να πετάει σ’ ανοιχτό πέλαγος. Έπρεπε, μου είπε, να βγω στα κύματα. Κι αυτό, με κοιτούσε πίσω απ’ το τζάμι σημαδεύοντας (αγονιμοποίητες) οπτασίες. Το πρωί, έκπληκτος, το βρήκα να παλεύει με μια ερωτευμένη θηλή που είχε σκαρφαλώσει στον αυχένα του.
Δεν ξέρεις ακριβώς ποια είναι η Μούσα του. Μερικές φορές κοιτάζει, θαρρείς, πίσω απ’ τον ώμο σου κι εσύ γυρίζεις και δεν βλέπεις κανέναν. Μόνο τον καθρέφτη να σου χαμογελάει.
Είναι αδύνατο να φανταστείς πόσο ορθάνοιχτες είναι οι αισθήσεις του, με πόση δύναμη σπάει κι ανασυνθέτει τα κρύσταλλα, χωρίς να φαίνεται καμιά ρωγμή.
Τις προάλλες το συνάντησα μέρα μεσημέρι ολόγυμνο, να φοράει μόνο μια ριγέ γραβάτα. Με κοίταξε εχέμυθα και βγήκε. Ποτέ δε μπορείς να είσαι σίγουρος για τις μεταπτώσεις του. Νομίζεις πως ξεκίνησε για φτηνούς έρωτες κι αυτό κοιμάται μέσα σε μια βιολέτα ή σε μιαν ανοιχτή πληγή που την κλείνει με δάκρυα ή ταξιδεύει με όρκους στα νερά της Στύγας.
Αιμορραγεί και την ίδια στιγμή κάνει νοήματα στη Θάλασσα και στην Άνοιξη, που δεν ξέρουν ποτέ τι θα τους γράψει.
Σε χλευάζει που δεν έχεις πυγμή και σε κάνει ό τι θέλει κι ύστερα σε παρακαλάει να το βοηθήσεις ν’ ανέβει στο λόφο ν’ απολαύσει την Πανσέληνο ή ν’ αγιάσει μια τραγική θυσία.
Κι εσύ συλλογίζεσαι. Ματώνεις τα πόδια να το ακολουθείς και δε σε λυπάται. Σε σέρνει πάνω στα συρματοπλέγματα, σκίζει τις σάρκες σου και σε αποκαλεί ανθρώπινο κτήνος που το γέννησες να σ’ αγαπάει τόσο κι ύστερα, αποκαμωμένο, κάνει υπέροχο έρωτα μαζί σου και κοιμάται. Και σ’ αφήνει, ευχαριστημένο, να κλαις και να κοιτάς την ψυχή σου που βλέπει όνειρα, να την παίρνεις αγκαλιά και να περιμένεις να σε ξυπνήσει πάλι το πρωί, για να ξαναπαίξεις στην αμμουδιά μαζί του ή να ξαναματώσεις.
Στις λίγες περιπτώσεις που τόλμησα να του κάνω τον ατζέντη με παραμέρισε ευγενικά και αυτοπαρουσιάστηκε, φορώντας ένδυμα και χαρακτήρα ανάλογο με τα ταξίδια του. Κι εγώ που είχα κρατήσει με κόπο τις σημειώσεις μου έμεινα στο περιθώριο, αστείος κι αταίριαστος.
Καμιά φορά, νομίζω πως είναι ένας παλιάτσος που μπαίνει λαθραία στη σκηνή, γιατί λείπει το γέλιο. Στην τελευταία όμως παράσταση τα’ κανε όλα γυαλιά καρφιά με το πρώτο μειδίαμα και βγήκε στο δρόμο να ζητιανέψει δάκρυα.
Όταν έχει τις καλές του, μπορεί να σου δώσει το χέρι να το πας βόλτα, με αντάλλαγμα να κρατάει, σαν πορτοκάλι, την ψυχή σου στα χέρια του. Στην επιστρέφει πάντα γεμάτη ηδονή ή κουρέλι και σε υποχρεώνει να το απαγγείλεις μπροστά σε νοητό κοινό που σε χλευάζει.
Νομίζεις πως το ξεπερνάς σε πάθος κι ανακαλύπτεις με δέος πως έχει πάρει μέρος σε χίλιες επαναστάσεις, σε χίλια μοιρολόγια, σε χίλια τραγούδια, σε χίλιους οργασμούς απ’ τις πρώτες κιόλας λέξεις. Κι είναι χαριτωμένο όταν παριστάνει το «ελευθέριον ήθος», ακουμπώντας την πλάτη και το αριστερό του πόδι λυγισμένο σ’ έναν αμαρτωλό τοίχο.
Σε μια ειλικρινή του εξομολόγηση, μου αποκάλυψε πως είχε καλά μελετήσει τις τρεις συλλαβές του πριν γεννηθεί. Αλλιώς θα έμενε αγέννητο.
Τόσα χρόνια συγκάτοικοι και δεν έμαθα ακόμα το άσμα των ασμάτων του. Αγνοώ αν το ’χει φυλάξει σε επιφάνειες ή βυθούς, αν και υποψιάζομαι ότι είναι ακόμα καρφωμένο πάνω στο σταυρό, έτοιμο, μ’ ένα φραγγέλιο στο χέρι.
Δεν πήγε στην τελευταία Ανάσταση. Είναι απασχολημένο. Διαδηλώνει συχνά έξω απ’ τη Βουλή των Ονείρων, για μια αγάπη ανθρώπινη, κρατώντας αγκαζέ τον Ερωτόκριτο κι ένα ποτήρι με σπονδές στο χέρι.
Τις νύχτες παραμιλάει. Δεν ανησυχώ. Το συνήθισα. Θα μου λείψει αν σταματήσει. Ιδίως αν σταματήσει να συλλαβίζει εκείνα τα παράξενα ή συνηθισμένα (δεν έχει σημασία) ονόματα- Σύλβιο, Μαρία, Γουσταύο, Γκασπάρ κι άλλα- που θυμίζουν μνημόσυνο και δικτατορίες και βωμούς απ’ όπου ξεκινούν οι ψυχές των μαρτύρων, που καταλήγουν στο κενοτάφιο με τα λιγνά ζαχαροκάλαμα.
Κλαις ποίημα; Το ρωτώ. Και δεν μου απαντάει. Μου δείχνει μόνο την πλώρη της «Τοκομέλας» και τα θολά του μάτια μού λένε «πρόσεχε. Εκεί». Κι εγώ κοιτάζω μπροστά να καταλάβω πού με οδηγεί.
Σ’ ένα ποτήρι, στάζει μια σταγόνα πίκρα, μια σταγόνα θυμό, μια σταγόνα άι σιχτίρ και βάζει φωτιά στο κελί του. Φιμώνει τους φρουρούς, κορδώνεται, στέλνει στο διάολο την είσοδο και φεύγει.
Έχω προσέξει πως σέβεται τ΄απομνημονεύματά του αλλά μελετάει πόντο πόντο τη διαθήκη του. Αν την αντιληφθεί να κάθεται, τη σηκώνει επιτιμητικά. Δεν την αφήνει να κοιμηθεί ποτέ παρά τόσο μόνο, όσο είναι αρκετό για να μένουν καθαρές οι γραμμές της.
Αναρωτιέμαι. Άραγε είναι ευτυχισμένο; Και τολμώ να του το πω. Σκάει στα γέλια, φοράει τη σκελετωμένη πανοπλία που μου μοιάζει και μου δίνει μια σύντομη συνέντευξη.
«Μου αρκεί που είμαι απλά μια υπόσχεση. Μια ακραία ψυχή σε ακριβό τοπίο». Παρατηρώ πως έχει κιόλας χάσει το γέλιο του. Και αποσύρομαι. Βγαίνει κι εκείνο ήρεμα απ’ την πανοπλία για να βρεθεί στο καθημερινό πλάνο. Δε βιάζεται να τελειώσει την υπόσχεση ούτε την ακρότητά του.
Τα δειλινά εδώ είναι φανταστικά. Διαβάζω στο ημερολόγιό του πως τα θεωρεί τη θετική επιφάνεια ενός αρνητικού φιλμ κι ας νυχτώνει. Δεν καταλαβαίνω τη λογική του. Μου λέει πως έχει προσωπική αντίληψη για το θετικό και το αρνητικό ενός φιλμ, όπως ακριβώς και για το φως και για το σκοτάδι, για τη μέρα και για τη νύχτα. Το αφήνω ήσυχο. Θεωρώ την προσωπική άποψη ιερή, όπως και τα προσωπικά δεδομένα.
Σήμερα φυσούσε πολύ. Μου είπε να προσέχω τα δέντρα… Γιατί; «Γιατί απ’ τους κορμούς τους βγαίνουν παιδιά. Το ξέχασες; Δεν πρέπει να χτυπήσουν. Και δεν πρέπει να φοβηθούν, ούτε να μεγαλώσουν μονομιάς, γιατί δεν θα έχουν ρίζα. Κι είναι και μερικά που μόλις βγουν κάτι οσμίζονται και κοιτάζουν πίσω». Δεν το περίμενα πως θα μπορούσε να κάνει τέτοια πρόβλεψη. Το σημείωσα.
Εκείνο, έβγαλε τα παπούτσια του πάνω στα χαλίκια. Ήθελε τα πέλματά του πληγωμένα. Έτσι στέριωνε καλύτερα τους όρκους. Πάνω στη φωτιά περπατούσε καλύτερα ξυπόλυτο γιατί την ένιωθε κι έμενε ξύπνιο. Να πολεμάει το εφήμερο και τους φράχτες. Να μη χαίρεται.
«Όμορφα που ανεβαίνει η κορυφή!», άκουσα. Τινάχτηκα. Είχε κιόλας αναληφθεί γεμάτο τιμιότητα.
*
Αναζήτηση της ποίησης
Κάρλος Ντραμόντ ντε
Αντράλε (απόσπασμα)
...Αν χάθηκε, ποίηση δεν ήτανε.
Αν έσπασε, κρύσταλλο δεν
ήταν.
Μπες υπόκωφα στο βασίλειο των λέξεων
Εκεί βρίσκονται τα
ποιήματα που περιμένουν να γραφτούν
Έχουν παράλυση, αλλά δεν
χρειάζεται να απελπίζεσαι, υπάρχει ησυχία και δροσιά στην άθικτη επιφάνεια.
Εκεί βρίσκονται μόνα και
άλαλα, σε κατάσταση λεξικού.
Ζήσε με τα ποιήματα,
προτού τα γράψεις
Να τους έχεις υπομονή αν
είναι σκοτεινά. Ηρεμία, αν σε προκαλούν. Να περιμένεις να
πραγματοποιηθεί και να
τελειώσει κάθε ένα τους
με τη δικιά σου δύναμη
λόγου
και τη δικιά σου δύναμη
σιωπής.
Μην αναγκάζεις το ποίημα να ξεκολλήσει απ' το καθαρτήριο.
Μη σηκώνεις από κάτω το
ποίημα που χάθηκε.
Μην εκθειάζεις το
ποίημα.
Δέξου το όπως εκείνο θα
δεχθεί την οριστική και συμπυκνωμένη μορφή του στο διάστημα.
Πλησίασε κι άλλο και παρατήρησε τις λέξεις.
Κάθε μια τους
έχει χίλιες δυο μυστικές
πλευρές κάτω από την ουδέτερη πλευρά
Και σε ρωτά, χωρίς
μεγάλο ενδιαφέρον για την απάντηση
φτωχή ή τρομερή που θα
του δώσεις:
Έφερες το κλειδί;
*
Ένα
Ξέρω πως την περιφρονείς αυτή την τέχνη. Δεν έχεις
κι άδικο.
Λέξεις, η μια μετά την άλλη, και στο τέλος
μια
ομοιοκαταληξία. Σπουδαίο πράμα... "Να προσέχεις",
λένε οι
φιλόλογοι, "τους δεκαπεντασύλλαβους, το μέλος
κι - όταν μπορείς - και τον ρυθμό". Μα τότε μένει η ποίηση
απλά μια
τεχνική...Γι' αυτό σου λέω, Μικρή Αλεπού,
φέρε τον
χρόνο και τη διάθεση να γίνει μες στην κίνηση
εικόνα το
γραπτό, να αποτυπωθεί σαν όραμα αλλού,
σε κάποιον τοίχο ή σκοτεινή αίθουσα...ίσως ακόμη μες
στο θερινό
της επαρχίας, με τα ζευγάρια που αγκαλιά
κοιτάνε το
πανί, και λεν "καλά, το έργο είναι μεγάλο".
Βέβαια, να πώς να το πω, δήθεν μου έλειψες προχτές
και
σκάρωσα αυτό εδώ, για να σου δείξω μια
περίπτωση
σονέτου! Ας πάω τώρα να κάνω κάτι άλλο.
Θοδωρής Ρακόπουλος
*
Ποίηση είναι αυτό που χάνεται κατά τη μετάφραση, Φροστ
*
Κρέμασα το
ποίημά μου
Κρέμασα το
ποίημά μου σ' ένα ψηλό κλαδί.
Κοίτα το
που χτυπιέται με τον άνεμο.
Ξεκρέμασέ
το, μου είπες, σταμάτα το μαρτύριό του.
Ξαφνιασμένοι οι διαβάτες, το βλέπουν τόση ώρα!
Το δέντρο
χαιρετά, κουνώντας το ποίημά του.
Δεν
υπάρχει τίποτα για απάντηση. Πρέπει να φύγουμε.
Θα το απαρνηθείς;
Μάλλον. Μα
μη φοβάσαι, αύριο ένα άλλο θα 'χει την ίδια τύχη.
Θα 'πρεπε
να ξοδεύομαι σε τέτοια παιχνίδια;
Ένα ποίημα
δεν βαραίνει πολύ το κλαδί ενός δέντρου.
Θα γράψω
για σένανε όσα θελήσεις, τόσους στίχους
όσα και
δέντρα υπάρχουν.
Κι ύστερα
τι θ' απογίνει με μας τους δυο;
Ίσως όλα
αυτά να τα ξεχάσουμε πολύ γρήγορα;
Όχι.
Λίγο να
μας πιάσει η κούραση στο δρόμο
και θα
μπορέσουμε να ξαναδούμε
το μέρος.
Το δέντρο
χαιρετά,
κουνώντας
το ποίημά του.
Τότε θα ξανά 'ρθει το χαμόγελό μας.
- Πάμε!
Γεβγένι Γεφτουσένκο
_____
μετάφραση,
Ανδρέας Καραντώνης
*
Κριτική
του αισθήματος
Δεν
υπάρχει ποιητική κρίση, μόνο μερικά χαμένα φώτα
στις
πεδιάδες, όπου τα κοράκια πηγαίνουν να αμαυρώσουν τα σημάδια.
Δε θ'
αφήσω, ωστόσο, τη σκέψη να καταστρέψει το τοπίο
ή τις
λέξεις να ταπετσάρουν με τριαντάφυλλα το γκρεμό.
Στην
ποίηση, είναι αλήθεια, δεν υπάρχουν αισθήματα,
μόνο τρένα
που περνούν και που η βραδύτητά τους
διακόπτει
τη συζήτηση. Στο βαθούλωμα του κύματος,
ξαναπέφτοντας
στο κέντρο του, ο ωκεανός αντικαθιστά τη λέξη
που σχίζει
το πεπρωμένο.
Γιατί δεν
υπάρχουν νόμοι για το πάθος
και όποιος
το αποδείξει, μαθαίνει
πόσο
ανώνυμο είναι το αίσθημα. Γι' αυτό,
το αίσθημα
στην ποίηση, δεν είναι μια διακοπή
του
τοπίου, ούτε συγχέεται με τη φύση.
Πιο
εσωτερικό, έχει να κάνει με τη μορφή
όπως οι
ερωδιοί, που χάνονται στον ορίζοντα,
τρελαίνοντας
με τις φωνές τους το πέταγμα του Μέλλοντος.
Φερνάντο Γκουερέιρο
*
Miroslav
Holub
Παρ’ όλον
ότι ένα ποίημα γεννιέται όταν δεν μένει τίποτ’ άλλο να γίνει, παρ’ όλον ότι ένα
ποίημα είναι μια τελευταία προσπάθεια να μπει κάποια τάξη όταν δεν μπορεί
κανείς να υποφέρει άλλο την αταξία,
παρ’ όλον
ότι χρειαζόμαστε τους ποιητές πιο πολύ όταν χρειαζόμαστε επίσης πιο πολύ την
ελευθερία, την βιταμίνη C, τις
επικοινωνίες, τους νόμους και τη θεραπεία της υπέρτασης,
παρ’ όλον
ότι το να ’σαι καλλιτέχνης σημαίνει αποτυχία, και τέχνη σημαίνει αφοσίωση στην
αποτυχία, όπως λέει ο Σάμουελ Μπέκετ,
ένα ποίημα
δεν είναι απ’ τα τελευταία αλλά από τα πρώτα πράγματα του ανθρώπου…είναι το
μοναδικό σπαθί κι ασπίδα:
γιατί σαν
αρχή και σαν ουσία δεν στρέφεται εναντίον τυράννων, εναντίον αυτοκινήτων,
εναντίον της παραφροσύνης και του καρκίνου και των πυλών του θανάτου αλλά
εναντίον εκείνου που υπάρχει ανέκαθεν μέσα κι έξω, ανέκαθεν μπροστά, πίσω κι
ανάμεσα, ανέκαθεν μαζί μας και εναντίον μας.
Στρέφεται
εναντίον του κενού. Ένα ποίημα είναι ύπαρξη ενάντια στο κενό. Σ’ αντίθεση προς
το πρωταρχικό και το δευτερογενές κενό…
Και το
κενό είναι μέγιστο εκεί που υπήρξε μάλλον παρά εκεί που δεν υπήρξε ποτέ ο
άνθρωπος. Το αστρικό διάστημα δεν είναι κενό, δεν υπάρχει όμως χειρότερο κενό
από ένα ερειπωμένο σπίτι.
Ή μια
σκέψη που δεν κατάληξε πουθενά.
Παρατηρώντας
τ’ αστέρια νιώθουμε ένα κενό που δεν είναι δικό τους.
*
Αν δεν μου
’δινες την ποίηση Κύριε
Αν δε μου ’δινες την
ποίηση, Κύριε,
δε θα ’χα τίποτα για να
ζήσω.
Αυτά τα χωράφια δε θάταν
δικά μου.
Ενώ τώρα ευτύχησα να έχω
μηλιές,
να πετάξουνε κλώνους οι
πέτρες μου,
να γιομίσουν οι φούχτες
μου ήλιο,
η έρημός μου λαό,
τα περιβόλια μου
αηδόνια.
Νικηφόρος
Βρεττάκος
*
Μήνυμα από
το Ποίημα
"Ώρα να ορκιστείς,
διαγράφοντας με τ' αριστερό σου χέρι έναν αόριστο κύκλο, χωρίς να ορίσεις
πουθενά την παρουσία σαφών ορίων, καταφάσκοντας στον Κοσμικό μου Λόγο. Σαν
πρώτη ανταμοιβή, θα φυτρώσεις στη χλόη, με μιαν αφύπνιση γεμάτη άσφαλτο, μέσα
στα λασπόνερα και στο πετρέλαιο. Είναι το τοπίο που σου ταιριάζει. Που
ταιριάζει στον Ποιητή...Μη ζητάς περισσότερα".
Ορκίστηκα στον Άναρχο
και Ατελεύτητο Λόγο.
Με κοίταξε βαθιά σαν να
το περίμενε...
Γιώργος
Τσακιράκης
*
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΙΡΑΚΗΣ
Άλλαζα συνεχώς μολύβια
Σήμερα,
άλλαζα συνεχώς μολύβια,
χωρίς να
μπορώ να καταλήξω
σ’ ένα πιο
λεπτό, σ’ ένα πιο ζωηρό,
σ’ ένα πιο
σοβαρό, σ’ ένα πιο
χαρούμενο,
σ’ ένα πιο αέρινο, σ’ ένα
πιο
θλιμμένο ή σ’ ένα πιο ελπιδοφόρο
γράψιμο.
Έβλεπα μόνο καθαρά το
ύψος να
μεγαλώνει.
*
YVES BONNEFOY, ΥΒ
ΜΠΟΝΦΟΥΑ
Ο αναγνώστης
της ποίησης δεν αναλύει, ορκίζεται στον συγγραφέα, στον
πλησίον του, να παραμείνει εντός της έντασης…Ξαναβρήκε μια ελπίδα…Τουλάχιστο οι
ποιητές φέρουν μέσα τους μια άλλη ιδέα αυτού που αξίζει ή αυτού που υπάρχει,
από εκείνη που φωτίζεται σήμερα από την έρευνα του σημειολόγου…ασφαλώς
μεταβατικά αλλά ανά πάσα στιγμή απόλυτα. Λέξεις ενός ιερού, λέξεις που μας
υποδέχονται σε μια γη! Το είναι δεν υπάρχει παρά μόνο από τη βούλησή μας να
υπάρχει είναι…Στους ποιητές…όποιες κι αν είναι οι παρεκκλίσεις του σημείου, τα
προφανή του τίποτα, το να πουν «εγώ» παραμένει γι’ αυτούς αυτή καθαυτή η
πραγματικότητα και ένα συγκεκριμένο καθήκον: να ξανασυγκεντρώσουν τις λέξεις
που υπερβαίνουν τα όρια του ονείρου, σε σχέση με το άλλο η οποία αποτελεί την
απαρχή του είναι…Και σ’ αυτή τη σωτήρια οδό τα ποιήματα, τα μεγάλα ποιήματα
τουλάχιστο, συνιστούν παραδείγματα κι ακόμα περισσότερο:τη φωνή που μας ενθαρρύνει
κι όχι τη σιωπή ενός κειμένου…Η ποίηση, στην αιχμή της ανησυχίας της, δεν είναι
τίποτε άλλο από μια πράξη γνώσης. Και όσο σ’ αυτή τη σταθερή σκόπευση θα
διαθέτει νέους τρόπους στα χρόνια που έρχονται, μου φαίνεται ότι θα μπορούσε να
είναι μια πράξη γνώσης με πολύ μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα…Ποτέ το «εγώ» δεν
θα υπήρξε καλύτερα οπλισμένο για τον αγώνα κάθε στιγμής…Εάν, επομένως, αληθεύει
ότι η υποκειμενικότητα μπορεί σήμερα να ραγίσει και ότι η ποίηση και η επιστήμη
των σημείων μπορούν να συμμαχήσουν για μια νέα σχέση του «εγώ» που υπάρχει και
του «εγώ» που ονειρεύεται, τι απρόβλεπτη, αίφνης, απλοχωριά ελπίδας! Την ώρα
που συσσωρεύεται τόσο σκοτάδι, θα βρεθούμε άραγε στο χείλος του αληθινού
φωτός;…Δεν πιστεύω πως υπάρχει αληθινή ποίηση που να μην αναζητάει σήμερα, και
να μην θέλει ν’ αναζητήσει μέχρι την τελευταία πνοή ,τη θεμελίωση μιας νέας
ελπίδας… Αυτή η ποίηση λησμονεί το θάνατο…Τελικά η ποιητική
συνείδηση…εξορισμένη απ’ τον γενέθλιο τόπο όπου σε άλλες εποχές υποδεχόταν τόσο
τις διαισθητικές γνώσεις όσο και πιο συγκεχυμένες ορμές-που είχαν όμως αίσθηση
των αναλογιών-είναι σε θέση, εξαιτίας αυτής της ίδιας ανεπάρκειας, να
επωφεληθεί από την «υπέρτατη αναλογία», εκείνη που μέχρι τώρα της είχαν
αρνηθεί…Ακόμα κι αυτή η σύγκρουση απόψεων σχετικά με την πράξη της ποίησης,
στην πραγματικότητα θα έπρεπε…να αποδειχτεί μια δύναμη…Οδηγημένη στο πρωταρχικό
από το σκίσιμο των ονείρων της, θα μιλήσει…για κείνο που θα έπρεπε να υπάρχει…
Εκείνο που γνωρίζω, όσο τουλάχιστο με αφορά, είναι ότι η ποίηση επανέρχεται ακατάβλητη…Αυτή
την επιμονή, που ουδέποτε ως τώρα δικαιολογήθηκε αλλά ούτε και ποτέ την
αποκηρύξαμε, θα ήθελα απόψε να επαναλάβω...
*
ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ
ΕΠΙΣΤΗΜΗ
«Όλο και
περισσότερο η ανθρωπότητα θα ανακαλύπτει ότι πρέπει να στραφούμε στην ποίηση προσπαθώντας
να ερμηνεύσουμε τη ζωή για λογαριασμό μας, για να βρίσκουμε παρηγοριά, για να
επιβιώνουμε. Χωρίς την ποίηση η επιστήμη θα μας φαίνεται ότι έχει ελλείψεις και
πολλά απ’ όσα πιστεύουμε τώρα ότι είναι θρησκεία και φιλοσοφία θα θεωρούμε ότι
ανήκουν πλέον στην ποίηση».
(Μάθιου
Άρνολντ, Σπουδή στην Ποίηση, 1880)
Αυτή ήταν
μια πρόβλεψη του Άγγλου ποιητή Μάθιου Άρνολντ, πολέμιου της βικτωριανής
νοοτροπίας, γνωστού και από το έργο του «Κουλτούρα και αναρχία». Το
καταπληκτικό είναι ότι γράφτηκαν στη «Σπουδή στην ποίηση» η οποία εμφανίστηκε
το 1880! Και έρχονται σήμερα, έναν αιώνα μετά και παραπάνω, άλλοι συμπατριώτες
του Άρνολντ να θέσουν το ερώτημα: «Τη στιγμή που μία σταγόνα συναντά την ήρεμη
επιφάνεια του νερού, δημιουργώντας χίλιους κυματισμούς γύρω της, τον λόγο έχει
η ποίηση ή μήπως η επιστήμη;
Η Αν
Όσμπορν, μια συμπατριώτισσα του Μάθιου Άρνολντ, βιολόγος με ειδικότητα στις
έρευνες γύρω από τις ασθένειες των φυτών αλλά ασχολούμενη και η ίδια με το να
γράφει ποιήματα, σκέφτηκε να συνδέσει επιστήμη, ζωγραφική και ποίηση στο
πλαίσιο ενός εκτεταμένου πειράματος με παιδιά. Γράφτηκε σε μια σχολή
Δημιουργικής συγγραφής για να μπορεί να βρει καλύτερους τρόπους ως προς το πώς
η επιστήμη θα μπορούσε να εμπλουτίσει τη ζωή των ανθρώπων, ακόμα και τη γλώσσα
τους…Όπως γράφει κάπου «τα ποιήματα είναι κάψουλες με δυναμική ενέργεια μερικές
φορές τόση όση υπάρχει και σε μία μαύρη τρύπα»…
Και τελικά
η…φωτιά άναψε τόσο καλά που όχι μόνο τώρα στην Αγγλία δεκάδες σχολεία
ακολουθούν το μονοπάτι που χάραξε εκείνη, αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες,
ενθουσιασμένοι από τα πρώτα αποτελέσματα, άρχισαν να εκπαιδεύουν δασκάλους να
κάνουν το ίδιο.
Α. Γαλδαδάς
*
Γιάννης
Λειβαδάς,
Η Ποίηση και η Κατάσταση (καίρια αποσπάσματα)
Η ποίηση είναι προνόμιο. Η γλώσσα φιλοξενεί τον
ποιητή. Ο ποιητής οφείλει την αποθέωση. Την εκπαρθένευση δηλαδή κάθε πρόσφατης
τεκμηρίωσης. Και αυτό γιατί ο ποιητικός λόγος βρίσκεται πάντοτε λίγο, ή πολύ,
πιο μπροστά από την πιο πρόσφατη ερμηνεία του…
Όταν οι ποιητές έχουν εν πολλοίς καταθέσει το
ιδίωμα μίας λαβωματιάς από το αγκάθι του ρόδου που έκοψαν, δεν σημαίνει
επουδενί πως έχουν δημιουργήσει δική τους ποιητική γλώσσα, πως έγραψαν δηλαδή
καινούργια ποίηση. Κι αυτό διότι απλώς επανήλθαν σε προηγούμενες ποιητικές
επινοήσεις, ανακυκλώνοντας κάθε περιούσια, ή μη, τυπολατρία. Το πρόβλημα σήμερα
εντοπίζεται στο γεγονός πως δεν παράγεται προσωπικό ιδίωμα. Μία γλώσσα δηλαδή
μέσα στην οποία ο ποιητής ποντάρει στο ακατόρθωτο…
Και επ’ αυτού ο ρόλος του ιδεολογικού και του
εθνικού βάρους είναι καίριος. Πολύ απλά, ο ποιητής δεν μπορεί παρά να διαθέτει
μία και μόνη ιδεολογία, την Προσωπική Γλώσσα, και δεν μπορεί παρά να υποστεί
την επικράτεια μίας παγκοσμιότητας, τίποτε πιο μικρό ή περιορισμένο. Στην
ποίηση η μέγιστη εγγύτητα κατακτάται με το πιο ατέρμονο βλέμμα. Αν δεν πατηθούν
όλα τα πλήκτρα δεν υφίσταται ποίηση…
Διαβάζοντας κανείς έργα νεότερων ποιητών ή και
φύλλα δοκιμιακού χαρακτήρα που δημοσιεύουν, διακρίνει το εξής φαινόμενο: η
ποίηση αντιμετωπίζεται σαν «λογική επίγνωση» παρά σαν επισυμβαίνον, που είναι.
Η ποίηση όμως είναι πριν και πάνω απ’ όλα μια ειδική σχέση με τη ζωή, με τα
πράγματα, είναι μία κατάσταση απόλυτης έκθεσης στο Άλλο. Καθαρή μεταφυσική...Σε
αυτό ακριβώς το σημείο εντοπίζεται μία πρώτη απόδειξη τέχνης ή αποδεικνύεται η
απουσία της. Αν η αποτυχία του ποιητή καθώς και η επιστροφή του κρίνονται με
βάση κάποια στατική επίγνωση, τότε μάλλον δεν παράγεται ποίηση. Εξάλλου κάθε
στατική επίγνωση, ως τέκνο της συνείδησης, η οποία είναι μία εκ γενετής
ψευδαίσθηση, διαθέτει πολύ μικρό σχήμα για να χωρέσει την τέχνη… Το πιθανό
bonus δηλαδή της επιτυχίας όταν η ακίδα σταματήσει τον τροχό στο «Τα παίρνεις
όλα» υφίσταται μόνον στην αρρωστημένη φαντασία ορισμένων…
Κατά βάθος πρόκειται για τον ανείπωτο πόθο της
κοινωνίας να σπάσει τα δεσμά της προσπαθώντας να γίνει μία κοινωνία «ποιητών»
και όχι μία κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων. Προφανώς διαφεύγει το γεγονός πως ο
ποιητής δεν γνωρίζει ούτε την σκλαβιά μα ούτε και την ελευθερία, και πως ο
ποιητής είναι το αντίθετο αυτού που ονομάζουμε «κοινωνία». Καμώνονται λοιπόν
ορισμένοι πως ποιητές μας είναι οι διαφημιστές των τραυματισμένων πόθων μας.
Φευ! Ο ποιητής είναι πάνω απ’ όλα μια στάση ζωής, μια φυσικότητα που διαρκώς
αναδεικνύει δίχως να αναδεικνύεται…
Αυτό που πολλοί θεωρούν ποίηση είναι μία άκαμπτη
διακόσμηση, δεν συμμετέχει στον ρου της ζωής, δεν αντανακλά στη μνήμη. Δεν
είναι λοιπόν ποίηση. Η Ποίηση ανήκει αποκλειστικά στο γίγνεσθαι, όχι στο είναι.
Ο ποιητής είναι μία άσωτη διαταραχή ανάμεσα στο ατομικό και το κοσμικό στοιχείο
- κι αυτήν τη διαταραχή όντας νομοτελειακά πυρσός της εποχής, πρέπει πάση θυσία
να μετακενώσει ζώντας και γράφοντας. Μόνο τότε η δουλειά του ποιητή θα ‘χει
πετύχει.
Η Μούσα δεμένη στον βράχο του Προμηθέα. Μιλώ
σαφέστατα για την πιο σκοτεινή σκληρότητα που μπορεί να χωνέψει η ανθρώπινη
συνείδηση. Ο ποιητής αναμετράται με μια δρακόντεια απαίτηση: εκείνη της γλώσσας
της ζωντανής που μιλά με τη σοφία της συγχρονικότητας και της αλλοίωσης. Ποίηση
είναι εκείνη που στοιχειώνει τον θάνατο, περιφρονεί την ελπίδα και ζει με το
αιώνιο βάσανο…
Η ποίηση δεν αποτελεί μέρος του διακόσμου του
ανθρώπινου σύμπαντος, ούτε και είναι η ιέρεια της εξιλέωσης των πληγών του.
Είναι η έσχατη προσομοίωση της καταστροφής και της δημιουργίας του. Βασικό
εμπόδιο λοιπόν για την επίτευξη αυτής της προσομοίωσης είναι η ατολμία. Και
εννοούμε την ατολμία του πνεύματος να συντελέσει στο ξεπέρασμα της διατύπωσης
ώστε το ποίημα να είναι ποίηση και όχι αισθητική τακτοποίηση μίας διακήρυξης,
να είναι Τέχνη. Γιατί μία απλή «διακήρυξη ελευθερίας» του ποιητή, δεν αποτελεί
απόδειξη τόλμης ή γνώσης. Απαιτείται δημιουργική υλοποίηση. Η υλοποίηση αυτή
είναι η διαφορά, η οποία όμως υφίσταται μόνο ως υπεροχή και όχι ως υποχώρηση
(σύμβαση), όπως διατείνονται έμμεσα ορισμένοι, και ευλογούν οι διακεκριμένοι
«πατέρες» της γραφής.
Εκεί λοιπόν που κάποιοι αναγνωρίζουν τον ερχομό
μίας νέας ποιητικής γενιάς με αναθεωρημένη προβληματική, υπάρχουν και άλλοι που
δεν διακρίνουν παρά καρικατούρες που περιφέρονται με κάποιο «χρίσμα»
ικανοποιώντας την ανούσια ματαιοδοξία τους. Βλέπουν τα αποτελέσματα των
διατυπώσεων εκείνων που τόσο άστοχα έβαλαν μεγάλο σημάδι στη «γενιά του
’30(;)», άφησαν ένα τεράστιο κενό ανάμεσα, και ξανασημάδεψαν εντελώς αυθαίρετα
στη «γενιά του ’80(;)», η οποία έφερε με τη σειρά της στον κόσμο μία φουρνιά
νεότερων ποιητών που λογοπαικτούν με το απόκομμα της πρόωρης συνταξιοδότησής
τους. Η «νέα γενιά ποιητών» πιστεύω πως δεν είναι υποχρεωτικά αυτή που
παρουσιάζεται ως τέτοια. Υπάρχουν σοβαροί ποιητές που δεν έχουν αναγνωριστεί
ούτε και εκτιμηθεί επίσημα, βρίσκονται κάπου πιο απόμερα. Εκεί που οι
μηχανισμοί τεχνητού φωτός των κριτικών και των ακαδημαϊκών δεν καταφέρνουν να
λάμψουν. Ποτέ άλλωστε δεν το κατάφεραν…
Οι πραγματικοί ποιητές γνωρίζουν πως αυτό που
εξακολουθεί είναι ένα και απαράλλακτο, η διερώτηση μίας Απολύτου Υπάρξεως, το
ζήτημα της πίστης στο Ιερό. Κάθε διαφοροποίηση αυτού του φαινομένου είναι κι
ένας μανδύας του αδιαφοροποίητου. Όλες οι πτώσεις των μανδυών είναι η ιστορία
της ποίησης· γραμμένη από όσους επιδόθηκαν στην έκδυση, στην κορύφωση. Κορυφαίο
είναι το εντελώς απρόβλεπτο που προκύπτει από την εσκεμμένη απαλλαγή του
ποιητικού λόγου από την προφανή ισορροπία και την φαινομενική στρατηγική του.
Μα εδώ τα χέρια ιδρώνουν και ο ίσκιος χάνεται κάτω απ’ τα πόδια, διότι: με τι
καταγίνεται κανείς όταν λέει πως είναι ποιητής; Με την προγύμναση μπροστά στην
επερχόμενη εξαφάνιση ή με την έσχατη επιβεβαίωση; Πρόκειται για λαχτάρα «άλλων
κόσμων», για «εξαγνισμένη λησμονιά», για απόθεση κορώνας σε κάποιο υψηλό
μέλημα;
Ας ακουστεί κι αυτή η άποψη λοιπόν: ο ποιητής
λειτουργεί ως αυθέντης, ως διάνοια που διαβλέπει και συνιστά· φέρνει τον κόσμο
σε μία νέα αφετηρία της οποίας τα στοιχεία τα κατέχει και τα εξουσιάζει σαν
«μονάρχης ιδίω δικαίω» όπως θα έλεγε και ο Έμερσον. Προτείνει στον κόσμο νέες
αντιληπτικές εμπειρίες και κρίνει πως ο άνθρωπος οφείλει να αποκαλυφθεί, πως ο
άνθρωπος έχει μείνει τραγικά πίσω, και πως ακόμη και αν ο ποιητής στέκεται στο
ύψος των περιστάσεων, που τον θέλουν από νομοτελειακή ανάγκη πυρσό της εποχής
του, ο άνθρωπος έχει επικίνδυνα αδυνατίσει στο εσωτερικό του για να δεχθεί τη
δική του συνδρομή. Και για αυτό ευθύνη του ποιητή είναι να μεταβάλλει τον κόσμο
και όχι να πορεύεται σύμφωνα με την συντονισμένη πρόσληψη. Ο ποιητής καταφέρνει
να μην υποταχτεί στην ανθρωπότητα, αναλαμβάνοντας το βάρος της συλλογικής της
πτώσης. Είναι ο ερχόμενος άνθρωπος, όχι το ανθρωπάριο που υποτιμά την ύπαρξη
(και «γράφοντας» και «δια ζώσης»), το οποίο ζυγίζεται μεταξύ της προσπάθειας
αυτο-προσδιορισμού και του κοινωνικού φαίνεσθαι…
Η ποίηση ακριβώς επειδή είναι (μετα)φύση, δεν είναι
άλλο από μία διαρκής παρουσία. Νόημά της είναι η ίδια της η ύπαρξη. Η ποίηση
ασχολείται με κάτι που δεν γίνεται διανοητικά να ολοκληρωθεί. Το Κενό. Την
άληκτη διερώτηση για την κεντρική αλήθεια των πραγμάτων και των ορίων που
υποβάλλονται για να καταργούνται. Η ποίηση δρα αδιάφορα ή ενάντια στις γενικές
δυνατότητες, είναι εξαιρετική ειδίκευση, αποτελεί δε μέρος του απόλυτου
υπερ-Αντικειμένου και δεν προβληματίζεται με τη θέση της διότι είναι η απόλυτη
έκφραση εκείνου. Προβληματίζεται όμως με τις εκδοχές του. Για αυτό λοιπόν, ο
ποιητής δεν γράφει με το ταλέντο (το ξεπερνά), γράφει με την απώθηση της
ευκολίας και της επισήμανσης. Ο ποιητής βαδίζει στο πουθενά. Το ποιητικό έργο
ορίζεται από την ποιητική σύσταση του δημιουργού, από την ποιητική δύναμη που
τον καθιστά ποιητή. …