ΔΑΝΤΗΣ, DANTE ALIGHIERI, ΟΨΕΙΣ ΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΑΙΩΝΩΝ
Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in ΟΨΕΙΣ ΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΑΙΩΝΩΝ | Posted on 3:57 μ.μ.
0
DANTE ALIGHIERI, 1265 Φλωρεντία -1321 Ραβέννα
Secol si rinova; Ο κόσμος γεννιέται πάλι. το δίκιο
torna giustizia e primo tempo umano, γυρνά και τα πρώτα χρόνια
e progenϊe scende da ciel nova του ανθρώπου,
κι ιδού απ' τον ουρανό γενεά νέα.
ΔΑΝΤΗΣ, "Καθαρτήριο", XXII, 70-72
...Στη διαμάχη μεταξύ Γιβελίνων και Γουέλφων, οι Γουέλφοι τελικά χωρίστηκαν σε δυο στρατόπεδα. Ο Δάντης πήρε το μέρος των δημοκρατικών ("Άσπρων") αλλά επικράτησαν τελικά οι "Μαύροι" που δεν ήθελαν να δοθούν προνόμια στο λαό. Έτσι άρχισε, επί ποινή θανάτου αν επιστρέψει στη Φλωρεντία, η φοβερή εξορία. Φτωχός, ανέλπιδος πια, γύριζε την Ιταλία πουλώντας βοτάνια και γιατρικά για να ζήσει, ζητώντας καταφυγή, σαν παράσιτος στις μικρές ηγεμονικές αυλές. Κουβαλούσε μαζί του τα χειρόγραφά του. Έγραφε στίχους, καθώς λέει ο Βοκάκιος, "αψηφώντας την κάψα, το κρύο, την αγρύπνια, την πείνα", με largo sudore, όπως γράφει ο ίδιος ο Δάντης σ' ένα φίλο του...Η ποίηση πια ήταν η μόνη του λύτρωση παρά και το μόνο κλειδί που, ως έλπιζε, θα του άνοιγε τις πόρτες της Φλωρεντίας. Μα του κάκου. Κάποτε μονάχα, για λόγους πολιτικούς, δόθηκε αμνηστεία στους εξόριστους Γουέλφους, με τον εξευτελιστικό όμως όρο να παρουσιαστούν, καθώς οι κακούργοι που έπαιρναν χάρη, στον Άη-Γιάννη κ' εκεί, μπροστά σε όλους, να μολογήσουν πως έσφαλαν. Ο Δάντης αρνήθηκε να δεχτεί τέτοια ατίμωση: "Δεν είναι αυτός ο δρόμος να γυρίσω στην πατρίδα. Αν μπορέσετε να βρείτε άλλον τρόπο πιο σύμφωνο με την τιμή και τη δόξα του Δάντη, θάρθω με βήματα όχι αργά". Ν. Καζαντζάκης
*
Όπως στο καλούπι μιας καμπάνας, όπου τ' αναλυωμένα μέταλλα χύνονται σαν διάπυρο ποτάμι, έτσι τα πιο διαφορετικά στοιχεία έλυωσαν κι' αναχωνεύτηκαν στον μεγάλο φλωρεντινό ποιητή. Η επιστήμη και η θεολογία, η φιλοσοφία και η θρησκεία, η ειδωλολατρεία και ο χριστιανισμός, το παρελθόν και το παρόν συνδυάζονται εντός του σε μια απροσδόκητη, θαυμαστή και άρτια σύνθεση. Ξαναβρίσκουμε σ' αυτόν τον Όμηρο, το Ευαγγέλιο, τη Σίβυλλα και το Δαβίδ, τον Πλάτωνα και τον Άγιο Θωμά, τον Αβερόη και τον Αβικέννα. Τα πρόσωπα όμως αυτά μονάχα κομπάρσοι του είναι, υπουργοί του βασιλείου του. Σα νάναι ο ίδιος ο Αρχάγγελος Μιχαήλ τη μέρα της Δεύτερης Παρουσίας, ο Δάντης ξεχωρίζει και τοποθετεί στην Κόλασή του και στον Παράδεισό του, αδιάκριτα, τους σοφούς της αρχαιότητας και τους πατέρες της εκκλησίας. Ενώνει τις οξύτερες αντινομίες σε μια μορφή με τυπικά χαρακτηριστικά, που συχνά αγγίζουνε τη σκληρότητα, σ' ένα πρόσωπο που η γλυκύτητά του κι' η λεπτότητά του είναι εφάμιλλες με τη δύναμή του....
Όλα αυτά όμως δεν εξηγούν τη μεγαλοφυϊα του Δάντη, που από τόσο πολυποίκιλα υλικά και από ένα χάος αντιθέσεων κατόρθωσε να δημιουργήσει έναν θαυμαστής αρμονίας καινούργιον κόσμο. Γιατί η μεγαλοφυία ανυψώνεται πάνω από το ακατέργαστο υλικό της σαν τον αητό που πετάει, πάνω απ' τους γιγάντιους όγκους των οροσειρών ή σαν το αποδημητικό πουλί που πετάει πάνω απ' τον κλυδωνιζόμενο ωκεανό. Το αριστούργημά του, η "Θεία Κωμωδία", παρ' όλα αυτά δε μας δίνει το κλειδί του μυστηρίου. Αυτό βρίσκεται στη "Vita Nova" που την έγραψε στα εικοσιπέντε του χρόνια. Η ειλικρινής και αφελής αυτή εξομολόγηση του ποιητή μάς αποκαλύπτει το απόκρυφο μυστήριο της ζωής του και την κινητήρια φλόγα του έργου του. Το αποκαλυπτικό αυτό φως, αυτό το "πρώτο κινούν" που πέφτει απ' τον "ασάλευτον ουρανό" ήταν ο Έρωτας, αλλά ένας καινούργιου είδους Έρωτας, που δεν τον είχαν γνωρίσει ούτε η αρχαιότητα, ούτε κι' αυτός ακόμα ο χριστιανισμός. Ο Έρωτας! Ο Έρωτάς του για τη Βεατρίκη- που την πρωτόδε στα εννιά του χρόνια κι ύστερα, μια φορά, στα δεκαοχτώ, για να τη συναντήσει πάλι στον "Παράδεισό" του- κι ο έρωτας της Βεατρίκης- που πέθανε πολύ νωρίς- γι' αυτόν, που ξαναγυρίζει σ' αυτόν όπως το αφρισμένο βουερό κύμα του ωκεανού. Έρωτας αγνός, είναι αλήθεια, έρωτας ιδανικός,αλλά πιο παράφορος, πιο απόλυτος και το κυριώτερο γονιμώτερος απ' τον απλό έρωτα των αισθήσεων. Καινούρια αντίληψη του Έρωτα όπως και της γυναίκας. Αντίληψη άγνωστη στην αρχαιότητα, που μονάχα ο θείος Πλάτωνας την προαισθάνθηκε και που πια είχε αρχίσει να εξυμνείται στα μυθιστορήματα των ιπποτών. Να η μεγάλη πρωτοτυπία του Δάντη, ο ακτινοβόλος πυρσός του έργου του, η ίδια η καρδιά της μεγαλοφυίας του, με την οποία ξεπερνάει την εποχή του, προαναγγέλλει το μέλλον και φωτίζει τους αιώνες που έρχονται...
*
Η μεγαλόπρεπη σύλληψη της "Θείας Κωμωδίας" έχει ένα μυσταγωγικό νόημα. Μας παρουσιάζεται ταυτόχρονα σαν μια προσωπική περιπέτεια και σαν μια παράσταση του Κόσμου. Τραβώντας για το Υπερπέραν, ο ταξειδιώτης περνάει τους τρεις κόσμους. Από τον έναν όμως ίσαμε τον άλλο, αλλάζει, μεταπλάθεται, μεταμορφώνεται, υπό την επήρεια των θεωρούμενων θαυμασίων. Στην "Κόλαση" είναι ακόμη ο περιδεής και πονεμένος θεατής. Στο "Καθαρτήριο", γίνεται ο καθαρμένος και λυτρωμένος στοχαστής. Στον "Παράδεισο" ανυψώνεται βαθμιαία στο επίπεδο του οραματιστή και του εκλεκτού. Φοβερό crescendo, που μ' αυτό, ο μύστης εισχωρεί σιγά σιγά στ' απόκρυφα μυστήρια των τριών κόσμων...
Ο Δάντης συμμερίζεται την τραγική μοίρα, πως μονάχα, δηλαδή, μετά το θάνατό του εξάσκησε γόνιμη επίδραση. Ένδοξος στην εποχή του, ολοκληρωτικά όμως ακατανόητος στις βασικές ιδέες όπως και στο βάθος του όντος του, έπρεπε κι αυτός διαδοχικά να συναθροίσει τις ψήφους όλων των κομμάτων. Ο καθένας απ' τους επόμενους αιώνες τού βρήκε και μια καινούργια ομορφιά, αποκαλύπτοντας μια νέα πλευρά του έργου του, όπου μπορούσε ν' αντικατοσπτριστεί ο ίδιος...
Η "Θεία Κωμωδία" δεν κατέχει μονάχα μια κεντρική θέση στην εξέλιξη της Ιταλικής ψυχής, αλλά διαδραματίζει επίσης κι' έναν κεφαλαιώδη ρόλο στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος. Λαμπερό σημείο στη μεσαιωνική νύχτα, ο φάρος αυτός ρίχνει το κυκλικό του φως σ' όλες τις κατευθύνσεις. Edouard Schure
*
Luce intelletual piena d' amore
Amore di vero ben pieno di letizia
Letizia che trascende ogni dolzore
Φως νοητό γεμάτο αγάπη,
αγάπη του αληθινού του ολόγιομου από χαρά,
που ξεπερνάει κάθε λύπη.
Amore di vero ben pieno di letizia
Letizia che trascende ogni dolzore
Φως νοητό γεμάτο αγάπη,
αγάπη του αληθινού του ολόγιομου από χαρά,
που ξεπερνάει κάθε λύπη.
_____
αποσπάσματα απ' τη ΘΕΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ, σε μετάφραση του Νίκου Καζαντζάκη, 1934
Κόλαση, στίχοι 1-30
Στο μεσοστράτι απάνω της ζωής μας
σε σκοτεινό πλανέθηκα ρουμάνι
γιατί 'ταν η ίσια στράτα αστοχημένη.
Αχ τι βαρύ πώς ήταν να στορήσω
το άγριο, δασό, θεριακομένο δάσο, 5
που την τρομάρα στο μυαλό ανανιώνει.
τόσο πικρό, που λίγο πιο 'ναι χάρος.
Μα για να δείξω το καλό που βρήκα
θα δηγηθώ κι όσα άλλα εκεί μου ελάχαν.
Να ξαναπώ πώς μπήκα δεν κατέχω. 10
τόσο βαρύς με πλάκωνε ύπνος τότε
που της αλήθειας ξέσφαλα τη στράτα.
Μα ως έφταξα στου λόφου τα μπροσπόδια,
εκεί που πια ξετέλευε η λαγκάδα,
που την καρδιά με τρόμο αγκούσεψέ μου, 15
ψηλαγναντεύω και θωρώ ντυμένες
τις πλάτες του με αχτίδα του πλανήτη
που γύρα ολούθε ισιόστρατα οδηγά μας.
Μια στάλα τότε λάγασε η τρομάρα
που 'χε μαζέψει η στέρνα της καρδιάς μου 20
στο ολόπικρο που διάβηκα ολονύχτι.
Κι όπως αυτός που με κομένη την ανάσα,
βγαλμένος απ' το πέλαο στ' ακρογιάλι,
γυρνάει και τ' άγρια τα νερά αγναντεύει,
όμοια η ψυχή μου, πούφευγεν ακόμα, 25
πισωγυρνάει να ξαναδεί το διάβα
που ζωντανό ποτέ του δεν αφήκε.
Κι όντας το αχνό κορμί μου ακραναπαύτη,
την έρμη ανάπηρα πλαγιά, με πάντα
πιο στεριομένο το στερνό ποδάρι... 30
*
Καθαρτήρι, στίχοι 1-27
Για άλλα πιο γαληνά νερά σηκώνει
πανιά το καραβάκι του μυαλού μου,
που τόσο θάλασσα άγρια πίσω αφήνει.
Το δεύτερο βασίλειο πια θα ψάλω,
όπου η ψυχή του ανθρώπου καθαρίζει, 5
και γίνεται άξια ουρανικά ν' ανέβει.
Μα εδώ η νεκρή μου ας ζωντανέψει λύρα,
Μούσες ιερές, γιατί δικός σας είμαι.
και λίγο ας με συντράμει εδώ η Καλλιόπη,
τους στίχους μου με τον αχό ακλουθώντας 10
που βάρεσε τις έρμες Κίσσες τόσο
που πια συχώριας πάσα ελπίδα εχάσαν.
Χρώμα γλυκό ζαφείρι ανατολίτη,
που πύκνωνε μέσ' στο γαλήνιο αγέρι
καθάριο ως την κορφή του πρώτου κύκλου, 15
ξανάδωκε χαρά στα δυο μου μάτια,
μως όξω απ' το νεκρόν αγέρα βγήκα,
που μάτια, στήθια πια μου 'χε πλαντάξει.
Τ' όμορφο αστρί που σπρώχνει στην αγάπη
την πάσα ανατολή 'κανε και γέλαε, 20
θαμπώνοντας τη συνοδειά τα Ψάρια.
Γέρνω δεξά να δω τον άλλο πόλο
και τέσσερα άστρα αγνάντεψα που μόνο
το πρώτο εχάρη ανθρώπινο ζευγάρι.
Λες ο ουρανός τη λάμψη τους χαιρόταν. 25
ω βοριανή μισόσφαιρά μας χήρα,
που τέτοια να χαρείς δε δύνεσαι άστρα!...
*
Παράδεισος, στίχοι 1-27
Η δόξα Εκείνου που κινάει τα πάντα
το σύμπαντο όλο διαπερνάει και λάμπει
αλλού και πιο πολύ κι αλλού πιο λίγο.
Στον ουρανό που παίρνει πιο απ' το φως του
πήγα. και τα 'δα δεν μπορεί, δεν ξέρει 5
να ξαναπεί ο που εκείθε κατεβαίνει.
γιατί την πεθυμιά ζυγώνοντάς τη
σε τόσο ο νους μας μέγα βύθος πέφτει,
που δεν μπορεί να γύρει πίσω η μνήμη.
Τα θάματα όμως του άγιου του ρηγάτου, 10
όσα θησαύρισέ μου ο νους, θα γίνουν
του τραγουδιού μου τώρα το στημόνι.
Απόλλωνα καλέ, στον ύστερο άθλο
κάμε με αγγειό της δύναμής σου τέτοιο
που θες τη λατρευτή να δόσεις δάφνη. 15
Τη μια του Παρνασσού πατούσα ωστόρα
κορφή. μα και τις δυο 'χω τόρα ανάγκη
μες στην παλέστρα νάμπω που απομένει.
Στο αστήθι μου έμπα εσύ και φύσηξέ μου
σαν όντας ξεκολνούσες το Μαρσύα 20
απ' του ζεστού κορμιού του το θηκάρι.
Ω θεία αρετή, τη δύναμη αν μου δόσεις
τον ήσκιο του Παράδεισου που ακόμα
διανεύει μεσ' στο νου μου να στορήσω,
στο δέντρο που αγαπάς θα δεις πως θάρθω 25
και θα στεφανωθώ με τ' άγρια φύλλα
που για το θέμα και για σε θ' αξίζω...