Τάσος Πορφύρης
Ένας απαρηγόρητος άνεμος
Όλο κι όλο είν' ένας ανεπαίσθητος άνεμος
που έρχεται από τη βορινή κάμαρη του επάνω πατώματος
ούτε λόγος πως δε μπορεί να κρυολογήσει κανείς
ούτε να χτυπήσουν οι πόρτες και τα παράθυρα με πάταγο
τα παιδιά συνεχίζουν το παιχνίδι τους
ο παππούς αλλάζει σελίδα. έχει κιόλας ξεχάσει
και μοιάζει ευτυχισμένος παρακολουθώντας το Χρηματιστήριο Αξιών
Μονάχα η μάνα αφήνει για μια στιγμή τη δουλειά της
σαν ν' αφουγκράζεται από πολύ μακριά:
"Φυσάει απ' τον παλιό καιρό", ούτε που το ψιθυρίζει
και ξανασκύβει στο πλεκτό
Κι εκείνος είν' εδώ ανάμεσά μας
και δεν ξέρει
πού να βάλει τα χέρια του
πού ν' ακουμπήσει το φορτίο της μνήμης
που του κουράζει τα μάτια
Και φαίνεται αδικαιολόγητο που βγαίνουμε τρέχοντας απ' το σπίτι
ρίχνοντας ικετευτικές ματιές
στο κήπο
στα κάγκελα
στ' αναρριχώμενα του φράχτη
εκβιάζοντας το χρόνο ανώφελα
γιατί αυτός είναι μέσα και κάνει το ίδιο
δένοντας τάχα τα κορδόνια των παπουτσιών του
Έτσι ξημέρωσε και τούτ' η μέρα
κρατώντας απ' το χέρι έναν απαρηγόρητο άνεμο.
______
Γιώργος Τσακιράκης Κρης
Ο (αόρατος) τρελός
…και φαινόταν τότε αιωρούμενο
εκείνο το λευκό σεντόνι που
(ασώματα) τον τύλιγε στις αόρατες
περιπλανήσεις του, κρυμμένος
καθώς ήταν μέσα στην ατομική
του συγκατάβαση.
(οι παρακαθήμενοι δεν καταλάβαιναν
τίποτε απ’ την καλπάζουσα σιωπή του)
Κι εκείνος έβαζε κι έβγαζε
διαρκώς τα δάχτυλα απ’ τ’ αφτιά του
για ν’ ακούσει αλλιώς τους ήχους,
μ’ έναν αντίλαλο που ξεπερνούσε
το δαιμόνιο του περίγυρου. Κι ύστερα
ησύχαζε μέσα στο περίβλημά του
από στοές, κινώντας το κεφάλι
με κατάφαση στον κοσμικό του λόγο,
που φαινομενικά δεν κοίταζε κανένα
έξω απ’ το δικό του κενό.
Ποτέ πριν δεν είχα βρεθεί μόνος
μαζί του. Κι ήμουν εκεί σαν να
τον περίμενα στην άκρη του δικού
μου συμπαγούς λογικού χρόνου.
Σαν να τον περίμενα να σηκώσει
ξαφνικά τ’ αριστερό του χέρι
πιέζοντας ζωηρά νότες πάνω
σε άφαντο τάστο, που τις τραβούσε
κοντά του και τις έσφιγγε
τρυφερά σαν ιερό νιογέννητο
μωρό από αγνό γάλα.
Με το δεξί του έβγαλε και μου
πέταξε απαλά ένα περίγυρο-
όμοια αόρατο καπέλλο, λες και
το πετούσε με ασίκικη κίνηση
σαν ένα είδος ανέμελης πρόκλησης
στο μέλλον, όπως ο χαρτοπαίκτης
το βαλέ παράλληλα στην πράσινη
τσόχα πριν απ’ τη νευρική του έκρηξη.
Μόνο που σ’ αυτόν η έκρηξη δεν
ερχόταν ποτέ. Μόνο ήρεμες συλλαβές
σ’ έναν κώδικα που δυσκολευόσουν
να προφέρεις, που ξαναγύριζαν με
την άκρη του στυλό μέσα του.
Κι εκείνος σταύρωνε τους αγκώνες
και χαμογελούσε αόρατα, ψιθυρίζοντας
ξανά και ξανά: «το ανθρώπινο είδος».
(κι οι παρακαθήμενοι δεν καταλάβαιναν
τίποτε απ’ το χαμόγελό του)!
_____
Τάσος Δενέγρης
Οι στρατηγοί
Στη σκοτεινή βεράντα σκεπασμένη με ξύλινη στέγη
που στηριζόταν σε πράσινα υποστύλια
Οι στρατηγοί περίμεναν σιωπηλοί
Κι ακούστηκε η φωνή του γκιόνη
Ένας πετάχτηκε στο εσωτερικό του πράσινου σπιτιού
Όλοι φαντάστηκαν πως χτύπησε το ασύρματο τηλέφωνο
Ή κάποια σπουδαία ιδέα στο μυαλό του
σχετικά με τα στρατεύματα που δίναν μάχη
πίσω απ'το βουνό
Ο στρατηγός επέστρεψε μ' ένα φλυτζάνι καφέ.
Το τοπίο έμοιαζε Άπω Ανατολή
Περίχωρα της Οσάκα
Καθώς οι ανθισμένες αμυγδαλιές που ήταν στην είσοδο
Κι ένας στρατηγός νόμισε πως είδε να 'ρχεται τρέχοντας
απ' τη μεριά του βουνού
Με καινούριο φόρεμα λευκό ή μπεζ πραλίνας
η κόρη του διευθυντού οικοτροφείου
Φαίνεται όμως πως κι άλλοι στρατηγοί είχαν οράματα
Γιατί αδιαφορούσαν για τη μάχη
Πετρωμένοι κοιτάζοντας το Βουνό και το λαμπρό ηλιοβασίλεμα.