Λορέντζος Μαβίλης, Ιθάκη, 6 Σεπτέμβρη 1860 - Δρίσκος Ηπείρου, 28 Νοέμβρη 1912
...Τώρα
θα ρωτήσει κανείς, γράφει ο Ανδρέας Καραντώνης: «Μα ποιος είναι ο
αληθινός, ο γνήσιος Μαβίλης; Ο αισθησιακός τραγουδιστής της «Κελνερίνας» και
της όμορφης του φαληριώτικου μπαρ (σονέτο «Φάληρο») ή ο αιθέριος ονειροπόλος, ο
νοσταλγός του θανάτου, ο μυστικός ζωγράφος της φύσης και ο τραγουδιστής των
υψηλών ιδεών;». Απαντούμε, συμπληρώνει ο ίδιος: Ο αληθινότερος είναι ο ποιητικότερος. Γιατί η
ομορφιά η ποιητική ήταν η τελείωση στην οποία από μιας αρχής απέβλεπε.
Ιδανισμός,
αβρότητα, αρχοντιά, στωικότητα, μελαγχολία, άκρα ευαισθησία, συγκρατημένο πάθος
ζωής, καθαρό αίσθημα του ωραίου, καθεφτισμένου στη φύση και στην ψυχή,
χαρακτηρίζουν τα σονέτα του Μαβίλη. Όλ’ αυτά τα γνωρίσματα αποκορυφώνουνται σε
μια συνείδηση τεχνίτη Σολωμικής περιωπής.
Κατά τον Κώστα Βάρναλη, τα
σονέτα του Μαβίλη, βγαίνανε κυρίως από το γαλλικό παρνασσισμό∙ κ’ η σκέψη του
από τον ιδεαλισμό του Φίχτε κι αργότερα από τον πεσσιμισμό του Σοπενχάουερ: από
την απόλυτα ηθική βούληση στην αγάπη του θανάτου και της ανυπαρξίας. Αλλά ποτές
η σκέψη του δε χωρίστηκε από την πράξη. Τον πατριωτισμό του, άξαφνα, δεν τον
είχε για το γραφείο ή το θεωρείο. Σε κάθε εθνική περίσταση ο Μαβίλης εννοούσε
να θυσιάσει τη ζωή του. Με τη θυσία της ζωής του απόδειξε την εσωτερική του
αυτοκυριαρχία, την ελευθερία και τη δύναμη της ηθικής του θέλησης, ενάντια στη
μοίρα και στους πειρασμούς του ευδαιμονικού του ενστίκτου…
Τόσο
πολύ τον ετυραννούσε η αγωνία της μορφικής τελειότητας (η γλώσσα, ο ρυθμός, η
μουσικότητα, η κυριολεξία, η ρίμα) ώστε ποτές δεν τύπωσε τα ποιήματά του κι
όσες φορές δημοσίεψε σε περιοδικά ή τα συνόδεψε με το ψευδώνυμο Λ. Γραικός ή με
μονάχα το αρχικό γράμμα Μ του επωνύμου του. Στην «Τέχνη» δημοσίεψε εφτά σονέτα
ανάμεσα σ’ αυτά και την περίφημη «Λήθη». Όλα κάνανε μεγάλην εντύπωση,
γιατί δε μοιάζανε σε τίποτα με την ηθογραφική (ρουμελιώτισσα) ή τη ρομαντική
(πολυλογάδικη) ποίηση του καιρού. Η «Λήθη», μαζί με την «Ελιά» και την «Κρήτη»
και μερικά άλλα αποτελούνε τα αρτιότερα
σονέτα του. Γιατί στα περισσότερά του από τ’ άλλα παραφαίνεται ο πολύς κόπος
που έβαζε για να τα δουλέψει. Μια τραχύτητα των ήχων, μια ξηρότητα της
έμπνευσης και συχνά λογοπαιχτικές ρίμες βγάζουμε το έργο έξω από την περιοχή
του «νοήματος της τέχνης», όπως το ένιωθε ο Σολωμός… Κι ο Σολωμός κι ο Μαβίλης,
κι ο δάσκαλος κι ο μαθητής, ζητήσανε με μαρτυρική ευσυνειδησία το τέλειο της
Μορφής∙ κι οι δυο το πετύχαιναν συχνά, όμως ο δάσκαλος έφτασε σε αψηλότερη
κορφή.
Ο Αλμπέρτο Σαβίνιο, ανεψιός του , τον ονομάζει Λεοπάρντι
για την ευρύτητα και το βάθος των γνώσεων, Λεοπάρντι για τον έρωτα της
λογοτεχνικής τελειότητας, Λεοπάρντι για τον έρωτα της ελευθερίας, Λεοπάρντι για
την πνευματική ανεξαρτησία από τη δέσμευση της Εκκλησίας, Λεοπάρντι για τη
μελαγχολική αντίληψη της ζωής, Λεοπάρντι για την απαισιοδοξία, Λεοπάρντι για
τον τρόπο που αντιμετώπισε το παρελθόν.
Ενώ ο Κωστής Παλαμάς θεωρεί πως η
ποίηση του Μαβίλη, είναι θρίαμβος της αρχής, που καθώς και στη γλώσσα, έτσι και στο
μέτρο , δε θεωρεί αταίριαστον το δαίμονα της ποιητικής πνοής με τον άγγελο της
υπακοής και της πειθαρχίας, την καρδιά με την επιμονή. Η Ποίηση του Μαβίλη δεν
είναι «ο μέγας ρους» του «ασσυρίου ποταμού» που μας θυμίζει ο αρχαίος ποιητής∙
είναι η καθαρή και άχραντη «πίδακος εξ ιεράς ολίγη λιβάς, άκρον άωτον» ("λίγες
σταγόνες από ιερή πηγή, νερό πεντακάθαρο", από τον ύμνο του Καλλίμαχου «εις
Απόλλωνα»).
Τέλος, ο Μαβίλης, γράφει ο Γιώργος Γ. Αλισανδράτος, είναι λυρικός ποιητής, ο τελευταίος της Επτανησιακής Σχολής,
που είχε γενάρχη το Διονύσιο Σολωμό. Το πρωτότυπο έργο του είναι περιορισμένο:
56 σονέτα, 44 άλλα ποιήματα και 15 επιγράμματα. Είναι δηλαδή ολιγογράφος, όπως είναι
ο Κάλβος, εν πολλοίς ο Σολωμός, ο Ιούλιος Τυπάλδος, ο Καβάφης, ο επίσης έξοχος
σονετογράφος Γρυπάρης, ο Βάρναλης και άλλοι.
Τα
«άλλα» ποιήματά του είναι ως επί το πλείστον νεανικά στιχουργήματα, όλα όμως γυμνάσματα
ποιητικά παρά δόκιμα έργα. Το κατεξοχήν έργο του, αυτό που του εξασφάλισε το
όνομα του λυρικού ποιητή, είναι τα σονέτα του, και μάλιστα όχι όλα… Πειθαρχεί
στη λιτή και αυστηρή μορφή των δεκατεσσάρων στίχων και της υποχρεωτικής
ομοιοκαταληξίας, που ασφαλώς περιορίζουν την έκφραση και την ευρύτερη διατύπωση
συναισθημάτων και ιδεών.
Είναι
αυστηρά παρνασσιακός και στέκει δίπλα στο Γάλλο Heredia, με ισάξιους ομότεχνους – άλλου όμως είδους
–τον Γρυπάρη και τον Παλαμά («Σκαραβαίοι» και «Δεκατετράστιχα»).
Η γλώσσα του – καθαρή δημοτική με
επτανησιακούς ιδιωματισμούς – είναι πραγματικά πλούσια και ευρηματική, παρ’
όλους του περιορισμούς που επιβάλλει η στιχουργική και νοηματική «ασφυξία» του
σονέτου. Οι παραλλαγές και οι ταλαντεύσεις που υπάρχουν στα χειρόγραφά του
δείχνουν με πόση ευσυνειδησία και προσοχή αναζητούσε την πιο κατάλληλη και πιο
εύηχη λέξη για τους στίχους του, πώς επιζητούσε τη γλωσσική και νοηματική
ευστοχία, τους απαλούς τόνους και τη μουσικότητα του στίχου, άσχετα αν δεν το
κατόρθωνε πάντοτε.
Ο
Μαβίλης είναι λυρικός ποιητής από τους ελάσσονες, κατά τη δική του άποψη, αλλά ποιητής γνήσιος και
αυθεντικός.
____
Έξι σονέτα
Είδωλα
Άχαρή μου χαρά, φτωχοί μου στίχοι,
Της ζωής μου ακριβό, κρυφό καμάρι,
Από καθάριο βγαίνετε ζυμάρι
Κ' είσαστε γεννημένοι όχι όπως τύχη.
Δεν κελαηδάτε ανούσιοι κι' άσκοπ' ήχοι,
Σαν τραγούδια ελαφρόμυαλου ερωτάρη,
Μα κι ούτε παραιτάτε το συρτάρι
να βρήτε αγοραστή τόσο τον πήχυ.
Γιατ' είσαστε ψυχούλες και κορμάκια
Των πόθων και των πόνων μου, που πλήθια
Πικρά με συχνοπότισαν φαρμάκια.
Είδωλά 'ναι οι χαρές, καϋμός η αλήθεια,
Και αλήθεια είν' η ζωή! Μα τι με μέλει;
Θωρώ εσάς κι' ο καϋμός γένεται μέλι.
*
Χάρρις
Χερουβικής χαράς χρυσός αθέρας
Σ' εφλόγισε πατώντας της Ηπείρου
Το χώμα, σα 'ς την πλατωσιά του απείρου
Νάστραφτε από το "εν τούτω νίκα" ο αιθέρας,
Και σα σε λάμψη Παρουσίας Δευτέρας,
Μ' αποκαλυπτικού αγαλλίαση ονείρου
Να 'βλεπες στο βυθό του Παμπονήρου
Να γκρεμιστή η Τουρκιά, το ανίερο τέρας.
Και σε λόγου σου τότ' έκαμες τάμα
Να φτάσης όπου αυτός μόνος ξαμόνει
Πούναι ποιητής και μάρτυρας αντάμα.
Του Απόλλωνα όχι η χάρη, η δόξα μόνη
Σου 'λειπε του θανάτου, κ' ένα βόλι
Σ' έστειλ' ήρωα 'ς το ηλύσιο περιβόλι.
(1897, για το θάνατο του Άγγλου συναγωνιστή και φίλου του Clement Harris, στην Ήπειρο).
*
Υπεράνθρωπος
Του μυστήριου ανασήκωσε την πέτρα
Και μη σκιαχτής το δάγκαμα του αστρίτα.
Την αλήθεια ακατάπαυτα αναζήτα
Και ιδές αν είναι, ως λεν, ψυχοπονέτρα.
Μία μία τες σαγιττιές του πόνου μέτρα
Κι' άγρυπνος τες πληγές που ανοίγουν κοίτα!
Μηνύτρα φτάνει η κάθε μια σαγίττα
Απ' της άσπλαχνης Μοίρας τη φαρέτρα.
Και α βρης που ο πόνος είναι η μόνη αλήθεια,
Τότες απ' τ' αντρειωμένα σου στήθια
Γδύσου την ταπεινότη της ορφάνιας.
Στης ομορφιάς, στης δύναμης τη γλύκα,
Με αλαλητό χαράς και περηφάνειας
Γίνε Θεός σου και τη Μοίρα νίκα.
*
Εις εύνομον***
Συ που 'ς τα γεράματα θέσες διακονεύεις
Που δε σου πρέπουν, και αθεόφοβα μιγαίνεις
Των ιερών μας νεκρών τη μνήμη για να γένης
Παιδαγωγός των υποτρόφων της Γενεύης,
Κάλλιο σε κάποιο σπιτσεριό που συγγενεύεις
Σε συμβουλεύω πλερωμένος να πηγαίνης
και, χολοσκάνοντας ως τέλεια να ξεγένης,
Φαρμάκια για ποντίκι' αυτού να μαγγανεύης.
Γιατί όσο κ' αν εμαγαρίστη τ' άγιο χρήμα
της μακαρίτισσας δωρήτρας Κερκυραίας,
να ξοδευτή για εσέ θάταν περσό το κρίμα.
Εις τον ελεύτερον αέρα της ωραίας
Λίμνης (άκου, σ' τα λέω με την πιο πλούσια ρίμα)
Ως που να πάη βρωμά το πουλημένο κρέας.
***(τα ψάλλω ενός ξεμωραμένου δικολάβου,
που αρνιέται το ρυθμό του δεκατρισυλλάβου).
*
Κρήτη
Σειρήνα πρασινόχρυση, με μάτι
Σαν της Αγάπης, με λαχτάρας χείλια,
Αχτιδομάλλα, ορθοβύζα, με χίλια
μύρια καμάρια και λέπια γεμάτη,
Τραγούδι τραγουδάς μες τη ροδάτη
Κατάχνια του πελάου, και 'ς την προσήλια
Του αγέρος πλατωσιά και 'ς τα βασίλεια
Της γης πνοή το σέρνει μυρωδάτη. -
"Σαν το γάλα της αίγας Αμαλθείας
Θρέφει θεούς και το φιλί μου εμένα!
Ελάτε να χαρήτε μες 'ς της θείας
Αγκαλιάς μου το σφίξιμο ενωμένα,
Πρόσφυγες της ζωής, δώρ' άγια τρία:
Θάνατο, Αθανασιά κ' Ελευτερία".
*
Εις τη Μίννα
Τι με νοιάζει πως είναι κελνερίνα,
Αν μ' όλη την καρδιά της μ' αγαπάη,
Αν τα στήθη της άσπρα είναι σαν τα κρίνα,
Αν σαν τα Χερουβίμ χαμογελάη;
Σαν ο τυφλός που ξάφν' ουράνι' αχτίνα
Το μαύρο σκότος γύρω του σκορπάει,
Όμοια κ' εγώ θαμπόνομαι από 'κείνα
Τα δυο της μαύρα μάτι', αν με τηράη.
Άμε χάσου, ξερή Φιλολογία,
Γρηά φτιασιδωμένη, άσχημη, κρύα,
Που ως τώρα το μυαλό μου έχεις τυφλώση.
Την εμμορφιά την κλασική σπουδάζω,
Όταν γλυκά τη Μίννα μου αγκαλιάζω,
Όταν η Μίννα ένα φιλί μου δώση.
(κελνερίνα, σερβιτόρα)
_____
Ένα "τοπιογραφικό" (τοπιοδοξαστικό θα έλεγα) ποίημα
Καρδάκι
Τ' άγνωρα ρεποθέμελα του αρχαίου
Ναού 'ς το έρμο ακροθαλάσσιο πλάι
Χορταριασμένα κοίτουνται. Γελάει
Γύρου ομορφάδα κόσμου νέου.
Και λέω που ακόμα απ' την κορφή του ωραίου
Βουνού 'ς τ' άσπρα ντυμένη ροβολάει
Η αρχαία ζωή, και αυτού φεγγοβολάει
Λαμπρός ναός τεχνήτη Κερκυραίου.
Χρυσόνειρο! Σε βλέπω, γιατί μ' έχει
Μαγέψει το νερό 'ς την κρύα βρύση,
Που μέσαθε από τ' άγιο χώμα τρέχει.
Έτσι κάποιος θεός θα το 'χει ορίση!
Και όποιος ξένος εκεί το χείλι βρέχει
'Σ τα γονικά του πλια δε θα γυρίση!
_____
Ένα από "τα άλλα ποιήματα"
Αν...
Συ που χαρούμενη χτενίζεις την ξανθή
Χρυσόχυτή σου κόμη 'ς τον καθρέφτη,
Το βλέμμα σου γυρνώντας, π' όλο πέφτει
Επάνω σ' στα λευκά σου κάλλη να ευφρανθή,
Θα σου φιλούσα το χαμόγελο στα χείλη
Π' όμορφο λάμπει, ως ρόδο τον Απρίλη.
Θα 'ς το φιλούσα ανίσως ήξερα π' αυτό
Το φιλί τη χαρά σου ήθελε σβύση
Και του γέλιου τα ρόδα ξεφυλλίση
Γύρω ς' το χείλι σου τ' αγνό, το ζηλευτό,
Ώστ' αφ' ου πρώτα ς' τα φιλιά μου λαχταρίσης,
Να μη χαίρεσαι πλεια, σαν θα μ' αφήσης.
_____
Και δυο "επιγράμματα"
Το φλογερό καμίνι
Από τες τόσες χάρες της και από τα τόσα μάγια
Δεν άφησέ μας η Αθηνά παρά την κουκουβάγια.
*
Κολοιός και τούνος
Ένας κολοιός κορφιάτικος ερώτησ' έναν θύννον
Ερχόμενον απ' τα νερά των πάλαι Βυζαντίνων:
"Πώς διασκεδάζεις, τούνε μου, σε τούτα τ' ακρογιάλια;"
Και κείνος του αποκρίθηκε και τούπεφταν τα σάλια:
"Εν μέσω τόσων ευειδών Σειρήνων καλλιμόρφων
Λέω πως ακόμα βρίσκομαι στον Κερατίαν κόλπον".
____
Ο ποιητής με τη στολή του γαριβαλδινού το 1912, λίγο πριν το θάνατό του
____
Η
καταγωγή του Λορέντζου Μαβίλη από την πλευρά του πατέρα του ήταν Ισπανική και
από την πλευρά της μητέρας του Κερκυραϊκή. Ο πάππος του Don Lorenzo Mabili de Bouligny, Ισπανός αριστοκράτης, πρόξενος της
Ισπανίας στην Κέρκυρα, παντρεύτηκε διαδοχικά δυο Κερκυραίες αριστοκράτισσες και
η οικογένειά του ήδη στην τρίτη γενεά είχε εξελληνιστεί.
Γεννήθηκε
στην Ιθάκη, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε σαν δικαστής. Τελείωσε την εγκύκλια
εκπαίδευση στην Κέρκυρα και δέχτηκε την επίδραση του κύκλου των ποιητών και των
λογίων που αποτέλεσε αργότερα την «Κερκυραϊκή Σχολή» (Πολυλά, Μαρκορά,
Καλοσγούρου, Χρυσομάλλη, Κογεβίνα).
Το
1878, αφού φοίτησε ένα χρόνο φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πήγε στη
Γερμανία, όπου παρέμεινε σαν «αιώνιος φοιτητής» για δώδεκα χρόνια, οπότε (το
1890) με τη λήψη του πτυχίου του, επέστρεψε οριστικά στην Κέρκυρα. Ο Νικόλαος
Τωμαδάκης γράφει πως ο Μαβίλης «ήταν φοιτητής-ερασιτέχνης και γλετζές». Όμως ας
δούμε το βάθος του «αιώνιου, του ερασιτέχνη και του Γλετζέ». Ο πάλαι
συμφοιτητής του στη Γερμανία Ηλίας Πανταζόπουλος σκιαγραφεί ουσιαστικά, το
1924, τον Λορέντζο Μαβίλη: «ως ψυχικόν κληροδότημα δύναταί τις να καταλέξη την
ευσυνειδησίαν και την αφοσίωσιν εις το καθήκον… Είχεν όλας τας γραμμάς των
ανδρών της Αναγεννήσεως. Μεγαλοπρεπής εις το αίσθημα και την δίαιταν, φιλομαθής
και τετραγωνικός εις την σκέψιν, ηγάπα τας επικινδύνους περιπετείας (σημ.
έπαιρνε συχνά μέρος και σε μονομαχίες) και λάτρης του ιπποτισμού, γενναίος και
πιστός, ήτο ο τύπος του ιππότου άνευ φόβου και μομφής παρελθόντων αιώνων.
Αμφοτέρας όμως αυτάς τας κληρονομικότητας επεσκίαζον αι τρεις δυνάμεις του
νεοελληνικού αίματός του εις την πλέον καθαρά και ωραίαν έκφανσίν των, αι
οποίαι και έδωκαν την τελικήν σφραγίδα εις την ύπαρξίν του και την κατεύθυνσιν
εις την ζωήν του: Αγαθότης, εθελοθυσία και φιλοτιμία… Ενόμιζεν ότι
αντιπροσωπεύει την Ελλάδα εις τον φοιτητικόν κόσμον και αυτό ήτο η κυριοτέρα
αφορμή του ζήλου του. «Πρέπει να δείξουμε στους Γερμανούς ότι έχουμε κι εμείς
ανατροφή και πολιτισμό», έλεγε συχνά. Το κυριαρχούν χαρακτηριστικόν ολοκλήρου
της οντότητός του ήτο η φιλοτιμία. Εις αυτήν υπέτασσεν αυτομάτως το
σφριγών, υγιές και αδάμαστον σώμα του με όλας του τας απαιτήσεις. Μία απίστευτος
μνήμη (σημ. ήξερε 4-5 γλώσσες) και μία απίστευτος δύναμις συγκεντρώσεως… Η
ανάγκη να δώσει εξετάσεις και να πάρη ένα δίπλωμα χάριν των γονέων του ήτο το
βασανιστήριον της νέας του ζωής, διότι του ήτο αδύνατον να επιδοθή εις
συστηματικάς σπουδάς, και αυτός ο εκλεκτός των Μουσών και των γραμμάτων εδειλία
να προσέλθη εις εξετάσεις επί έτη, ενώ από των πρώτων ετών της φοιτήσεώς του
ήτο καλλίτερον παντός άλλου παρεσκευασμένος".
Γράφει προς
τον Ανδρέα Κεφαλληνό, συμφοιτητή του στο Μόναχο.
«… Σε
παρακαλώ θερμά να εξακολουθήσης να μου δείχνης την Αγάπη σου, γιατί την έχω
ανάγκη και γιατί είμαι πολύ δυστυχισμένος… Δεν ξέρω τι θα συμβή. Για εξετάσεις
δεν τολμώ ούτε να το σκεφθώ∙ να γυρίσω δεν μπορώ και δε θέλω∙ οι γονείς μου
κλαίνε και οδύρονται – γέροντες εβδομήντα χρονώ!! Η αδελφή μου εθυσιάστηκε για
δυο ’μισυ χρόνια εδώ στο Μόναχο για μένα... Δεν έχω κανένα, δεν έχω ούτε τον
εαυτό μου, γιατί τον εβαρέθηκα και προσπαθώ να τον ξεχάσω παίζοντας σκάκκι και
μένοντας εις το κρεββάτι έως ταις ένδεκα ή δώδεκα… Το διάβασες βέβαια και
θυμάσαι που κι αυτός (σημ., Ο Lazar, ήρωας του έργου του Zola "Joie de vivre") δεν έκανε παρά όλο και σχέδια που
τάφινε ένα πίσω ’ς τ’ άλλο, όλα
απραγματοποίητα. Και εις ένα άλλο του μοιάζω. Ξέρεις που έχω και εκείνη την
αρρώστια που με πιάνει τη νύχτα και όλο πιστεύω που θα μου λείψει η αναπνοή και
θα πεθάνω… Κι εγώ φωνάζω τη νύχτα και πιάνω την καρδιά μου να ψάξω αν χτυπάη
ακόμα ή την ημέρα πιάνω με τα δυο μου χέρια το κεφάλι, γιατί μου φαίνεται που
ετρελλάθηκα. – Αλλά είναι περιττό να σε λυπώ περισσότερο με τέτοιες κουβένταις
». Τώρα όσο πάει δίνω κ’ εγώ πολύ ολίγη σημασία εις τα ιδικά μου πάθη και
συλλογίζομαι, όταν είμαι ήσυχος, τα πάθη των αλλουνών –και μάλιστα εκείνα των
γονέων μου, που δεν ηξέρω πώς να τους ευχαριστήσω…»
Επιστρέφοντας
στην Κέρκυρα, ζούσε σχεδόν μηδενιστικά άπραγος, με τα εναπομείναντα
οικογενειακά εισοδήματα, μέσα σε μοναξιά, και σε «otium cum dignitate» («απραγμοσύνη με αξία», Κικέρωνας), χωρίς πλέον τα ονειρώδη φτερά της φοιτητικής
ζωής αλλά με μελέτη, λογοτεχνία και λογοτεχνικές παρέες , διανόηση, ποίηση
(κυρίως τα Σονέτα), μεταφράσεις (όπως του τμήματος του Ινδικού έπους «Μαχαμπχαράτα» "Νάλας και Ναμαγιάντι")
και σκάκι.
Δεν
έφυγε από την Κέρκυρα παρά για πολύ σύντομα χρονικά διαστήματα, συμμετέχοντας
στην Κρητική Επανάσταση τον Ιούλιο και τον Αύγουστο (1896, Σφακιά), στον
Ελληνοτουρκικό πόλεμο (Απρίλη 1897, Ήπειρος), όπου τραυματίστηκε και ξανά στην
Ήπειρο (1912, Οκτώβριο και Νοέμβριο) όπου και σκοτώθηκε στο Δρίσκο στις 28
Νοεμβρίου.
Ο Γιώργος
Γ. Αλισανδράτος επισημαίνει πως τα
δυο τελευταία χρόνια της ζωής του η άγρυπνη συνείδηση του χρέους βρίσκει λαμπρή
διέξοδο δράσης και η ως τότε μηδενιστική αδράνειά του εγκαταλείπεται. Τον
καλούν να βοηθήσει με το ηθικό του κύρος την ανορθωτική προσπάθεια του
Βενιζέλου για το έθνος, και ο μεγάλος θαυμαστής του Καντ δέχεται την πρόταση αυτήν
ως ηθική επιταγή που δεν έπρεπε να την αγνοήσει. Εκλέγεται βουλευτής και η
παρουσία του στη Β' Αναθεωρητική Βουλή του 1910 είναι υποδειγματική. Ιστορικός
έμεινε ο λόγος του για το γλωσσικό ζήτημα, όταν συζητούσαν το περίφημο άρθρο
του Συντάγματος που κατοχύρωνε τη νομική επιβολή της καθαρεύουσας εις βάρος της
γλώσσας του έθνους (1911). Τον ίδιο χρόνο γίνεται ενεργό μέλος του «Εκπαιδευτικού
Ομίλου» στην Αθήνα. Ευθύς αμέσως, στον πόλεμο του 1912, εθελοντής για τρίτη φορά
στο ύψιστο χρέος, πολέμησε με το κόκκινο χιτώνιο των Γαριβαλδινών (του Ricciotti Garibaldi) για την απελευθέρωση της Ηπείρου. Δεν
ευτύχησε να δει το αποτέλεσμα του αγώνα∙ γιατί στα βουνά του Δρίσκου, ακριβώς
απέναντι από τα πολυπόθητα Γιάννενα, βρήκε ένδοξο θάνατο, όπως τον είχε
προμαντέψει στο λεβέντικο εκείνο «Excelsior!» της Κρήτης:
Και
ανηφορούν οι βλάμηδες λεβέντες
τ’
ατέλειωτο φαράγγι, όλο χαλίκι,
μονοσκοίνι
με γέλια και κουβέντες.
Μα
έχουν ποδάρια και καρδιές τσελίκι∙
Μα
τους θεριεύει η ελπίδα του θανάτου
με
τ’ αγιασμένα δαφνοστέφανά του.
___
Η
Μυρτιώτισσα (Θεώνη Δρακοπούλου) θυμάται: «… Απ’ τα λόγια του νιώθαμε πως δεν
πίστευε κι ούτε που το ’θελε να γυρίσει πίσω. Μας μίλησε για την αδελφή του,
που ήταν πολύ μεγαλύτερή του στα χρόνια…»: Σαν την αποχαιρετούσα στους Κορφούς,
με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: «Λορέντζο, τώρα δε γυρίζεις άλλο». Και δεν
γύρισε.