ΓΚΕΟΡΓΚ ΤΡΑΚΛ, ΑΥΣΤΡΙΑ ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ...ΠΟΙΗΤΙΚΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 5:23 μ.μ.

0




 
Ο Τρακλ (3 Φλεβάρη 1887-3 Νοέμβρη 1914) στην Αυστριακή - Γερμανική λογοτεχνία

«Η μοναδική αυστηρότητα της πολυσήμαντης γλώσσας του Τρακλ είναι με μια υψηλότερη έννοια τόσο σαφής, ώστε υπερέχει απεριόριστα σε σύγκριση με την ακρίβεια του απλά επιστημονικά σαφούς όρου». Έτσι γράφει ο Μάρτιν Χάιντεγκερ για τον Τρακλ. Αυτή η γνώμη παραξενεύει ίσως, μια και μπορεί κανείς να διαβάσει πολλά ποιήματα του Τρακλ – και κυρίως πολλά από τα πρώτα του – σαν στίχους ενός ποιητή της ρομαντικής παράδοσης. Και είναι ολοφάνερο πως δεν υπάρχει σχεδόν κανένα ποίημα του Τρακλ που να μη διατρέχεται από τέτοια – συχνά, βέβαια, κάπως στερεότυπα – ρομαντικά μοτίβα: καμπάνες μοναστηριού και τιτιβίσματα πουλιών, σκιές του δάσους και ήχοι βιολιού. Στη μελαγχολική μελωδία των στίχων του αφήνει να ξεθωριάζουν τα όρια ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα, στο παρελθόν και στο παρόν, και μοιάζει να παριστάνει μ’ αυτό τον τρόπο τη συνύφανση όλων των φαινομένων του κόσμου, την “unio mystica” κάθε ύπαρξης. Έτσι τουλάχιστον μπορεί να φανεί σ’ έναν βιαστικό αναγνώστη.
Βέβαια, αν κοιτάξει κανείς κάπως πιο προσεχτικά, θα παρατηρήσει ότι αυτά τα ρομαντικά μοτίβα έχουν αποκτήσει στο έργο του Τρακλ, αν μη τι άλλο, μια σημαντικά μεγαλύτερη γλωσσική ακρίβεια απ’ ό,τι είχαν μέχρι τότε. Ο Τρακλ δεν κατονομάζει πια απλά μια οποιαδήποτε χειροπιαστή πραγματικότητα. Μιλάει μόνον για το «φεγγοβόλημα», το «κροτάλισμα», το «βουητό», τη «λάμψη», το «πύρωμα», μιλάει κυρίως για το παιχνίδισμα και τις αποχρώσεις των φαινομένων. Δεν πρόκειται πια εδώ για την ρομαντική παράδοση αλλά μάλλον για την παράδοση του γαλλικού ιμπρεσιονισμού – αυτή συναντά κανείς στους στίχους του. Πολλά ποιήματα του Τρακλ μπορούν να διαβαστούν σχεδόν σαν μουσικές - ποιητικές παραλλαγές πάνω σε πίνακες του Μονέ, του Σωρά ή του Γκωγκέν. Ό,τι  ισχύει γι’ αυτούς τους ζωγράφους  ισχύει και γι’ αυτόν: δεν υπάρχει πλέον μια «πραγματικότητα» που να μπορεί κανείς να την καθορίσει με σαφήνεια. Και ακριβώς στον πιο επίμονο και διεισδυτικό παρατηρητή αποκαλύπτεται αυτή η «πραγματικότητα» σαν κάτι πολυσήμαντο, σαν κάτι τρόπον τινά αιωρούμενο ανάμεσα σ’ αυτόν και στα άγνωστα πράγματα.
Το πόσο φαινομενικά είναι τα ρομαντικά μοτίβα στην ποίηση του Τρακλ γίνεται ιδιαίτερα σαφές αν προσέξει κανείς ότι συχνά σ’ ένα και το αυτό ποίημα αντιπαρατίθενται σ’ αυτά κατά τελείως παράφωνο τρόπο διαφορετικά στοιχεία …
…Μέχρι και στον τρόπο της δομής της έκφρασης  μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι η πραγματικότητα κατακερματίζεται για τον Τρακλ σε ασύνδετα μεμονωμένα μέρη. Δε συνθέτει όπως ο κλασικός - ρομαντικός ποιητής περίπλοκες, σοφά δομημένες προτάσεις –  αυτό θα ήταν η συντακτική απεικόνιση ενός σύνθετου, ιεραρχικά οργανωμένου κόσμου. Ο Τρακλ παραθέτει μάλλον τη μια μετά την άλλη σύντομες κύριες προτάσεις, από τις οποίες σχεδόν καμιά δεν έχει θεματικά κάποια κατανοητή σχέση με την προηγούμενη ή την επόμενη. Σαν να ήθελε να σχολιάσει αυτό τον τρόπο σύνταξης, γράφει ο Τρακλ σ’ ένα από τα τελευταία του γράμματα: «Είναι μια ακατονόμαστη δυστυχία όταν κάποιου του γκρεμίζεται ο κόσμος σε χίλια κομμάτια». Και τελειώνει την επιστολή αυτή με τη συγκλονιστική διαπίστωση: «Ξέσπασε μια πέτρινη σκοτεινιά».
Σ’ αυτή την εικόνα, όμως, πραγματοποιείται επιτέλους κάτι από αυτό που περιγράφει ο Χάιντεγκερ σαν τη «μοναδική αυστηρότητα της πολυσήμαντης γλώσσας του Τρακλ». Κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της ζωής του – χρόνια που βασανιζόταν από όλο και σοβαρότερες μελαγχολίες – πετυχαίνει ο Τρακλ να αναπτύξει μια ποιητική γλώσσα που έχει την ικανότητα να εκφράζει κάτι μέχρι τότε ανέκφραστο, αόριστο και ανεξήγητο.
Περιγραφές της φύσης ή των ψυχικών καταστάσεων, όπως συνηθίζονταν μέχρι τότε, δε θα βρει κανείς πλέον στην ποίηση του Τρακλ. Με τη βοήθεια μιας νέας, τρόπον τινά, «απόλυτης» χρήσης γλωσσικών όρων – και με τον καινούριο τρόπο να συσχετίζονται μεταξύ τους – αναλαμβάνει ο Τρακλ με «μοναδική αυστηρότητα» να δώσει μορφή στην κατακερματισμένη άγνωστη πραγματικότητα. «Κοιτάζει κανείς, κοιτάζει», γράφει σ’ ένα από τα γράμματά του, «και τα πιο μηδαμινά πράγματα είναι χωρίς τέλος. Φτωχαίνει κανείς όσο πλουσιότερος γίνεται». Κι έτσι, σα να είχε επιτέλους βρει την ποιητική του γλώσσα, γράφει σ’ ένα από τα ποιήματά του εξορκίζοντας την άφωνη σιωπή:

Μια σκιά είμαι, μακρινών σκοτεινών χωριών.
Τη σιωπή του Θεού
Ήπια από την πηγή του ιερού δάσους.
Κρύο μέταλλο ακουμπάει στο μέτωπό μου.
Αράχνες ψάχνουν την καρδιά μου.
Είναι ένα φως που σβήνει μες στο στόμα μου.

Klaus Betzen

___

(σημείωση: δεν θεωρώ ιδιαίτερη ανάγκη να συνθέσω, εδώ, από στοιχεία μια νέα βιογραφία. Υπάρχουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες και στη Βικιπαίδεια. Παρακαλώ, ανατρέξτε. γ.τ.κ.)

___

Τρομπέτες

Κάτω από ιτιές που κλάδεψαν, εκεί που παίζουνε 
παιδιά ηλιοκαμένα
κι ο αέρας περνά μέσ' απ' τα φύλλα - ακούγονται
τρομπέτες.
Ρίγησε το προαύλιο μιας εκκλησιάς.
Λάβαρα πορφυρά θροΐζουνε μέσ' απ' της σφενταμιάς 
τη λύπη
καβαλάρηδες καλπάζουν και περνούν αγρούς με σίκαλη,
άδειους μύλους.

Οι βοσκοί τη νύχτα τραγουδούν κι ελάφια
ξεπροβάλλουν
στον κύκλο της φωτιάς τους, η θλίψη του αρχαίου
δάσους,
από το μαύρο τοίχο εκτοξεύονται χορευτές.
λάβαρα πορφυρά, γέλιο, τρέλα, τρομπέτες.

*

Νυχτερινό τραγούδι

Ανάσα του ακίνητου. Πρόσωπο ζώου
παγωμένο από το γαλάζιο, απ' την αγιότητά του.
Τεράστια η ισχύς της σιωπής στην πέτρα.

Η μάσκα ενός νυχτοπουλιού. Τρεις απαλοί ήχοι
σβήνουνε σ' έναν. Ελάι! το πρόσωπό σου
σκύβει αμίλητο πάνω απ' το αχνογάλαζο νερό.

Και σεις, καθρέφτες της αλήθειας ήρεμοι.
Στα κεχριμπαρένια μάγουλα του μοναχικού
να 'τη που καθρεφτίζεται η λάμψη
των αμαρτωλών αγγέλων.

*

Ο ήλιος

Ο ήλιος καθεμέρα στο λόφο έρχεται χρυσός.
Ωραίο το δάσος, το μαύρο αγρίμι
κι ο άνθρωπος: βοσκός ή κυνηγός.

Ρόδινο το ψάρι ξεμυτίζει στην πράσινη λιμνούλα.
Κάτω απ' το στρόγγυλο ουρανό
σ' ένα σκαρί γαλάζιο φεύγει ο ψαράς ταξίδι δίχως 
θόρυβο.

Αργά ωριμάζει το σταφύλι και το καλαμπόκι.
Καθώς η μέρα λήγει ακίνητη
κάτι καλό, κάτι κακό ετοιμάζεται.

Σαν έρθει η νύχτα,
ο στρατοκόπος απαλά σηκώνει τα βαριά του
βλέφαρα.
Μέσ' από άβυσσο γεμάτη ίσκιους, ο ήλιος βγαίνει.

*

Το τραγούδι του αποχαιρετισμού

Γεμάτο αρμονία το πέταγμα των πουλιών. 
Τα πράσινα δάση αυτό το δειλινό 
μαζεύτηκαν σε ήρεμες καλύβες.
Τα κρυσταλλένια μονοπάτια του ελαφιού.
Το πότισμα του ρυακιού κάτι σκοτεινό καθησυχάζει,
τις υγρές σκιές και τα λουλούδια του καλοκαιριού
που εξαίσια ηχούν στον άνεμο.
Το σκεφτικό μέτωπο του ανθρώπου σκοτείνιασε.
Κι ένα μικρό φανάρι, η καλοσύνη,
ανάβει στην καρδιά του. 
ειρήνη του δείπνου. γιατί αγιάστηκαν
το ψωμί και το κρασί από τα χέρια του Θεού
και σε κοιτάζει ο αδελφός
με νυχτωμένα μάτια σιωπηλά
σαν να 'θελε να πάρει ανάσα 
απ' τις αγκαθερές περιπλανήσεις του.
Αχ, το να ζεις
στο αποπνευματωμένο της βραδιάς γαλάζιο.
Η ησυχία στο δωμάτιο
ωραία ξετυλίγει τις σκιές των γέρων,
τα πορφυρά μαρτύρια,
το θρήνο μιας μεγάλης οικογένειας
που ξεκληρίζεται τώρα ταπεινά
στο στείρο αγγόνι της.
Γιατί από τα σκοτεινά λέπια της τρέλας
λαμπρότερος ξυπνά ο άρρωστος της υπομονής
στο πέτρινο κατώφλι
και το ψυχρό γαλάζιο με το αστραποβόλο
γύρισμα του φθινόπωρου,
το ήσυχο σπίτι και οι μύθοι του δάσους
ισχύουν και κάνουν ό,τι θέλουν τώρα
και τα φεγγαρίσια μονοπάτια των αποχωρισμένων
τον παίρνουνε στη δυνατή αγκαλιά τους.

__

Το στοιχείο της φύσης που σηματοδοτεί καίρια την ποίηση του Τρακλ παίρνει μια μεταφυσική, σχεδόν δαιμονιακή, διάσταση. Αν θελήσουμε να συγκρίνουμε σ' αυτό τον Τρακλ με τον Έσσε, απ' τη σύγκριση βγαίνει αναντίρρητα κερδισμένος ο Τρακλ. Είναι φανερό, στην περίπτωση του Τρακλ, πως έχουμε ένα γνήσιο ποιητικό τάλαντο που με την εξπρεσιονιστική του εικονοκλαστικότητα ανέτρεψε την ισορροπία του γερμανικού λυρισμού στον αιώνα μας (sc. εικοστό) πηγαίνοντας κατευθείαν στον μεγάλο Χαίλντερλιν. 
Η νοσταλγία, η απώλεια, η αποδημία, η επιστροφή, στον Τρακλ αποκτούν σχεδόν υλική υπόσταση μέσα στην αγωνία τους και παύουν να λειτουργούν σαν λέξεις, υπερβαίνοντάς τις και πολιτογραφούμενες σ' ένα χώρο που προέχει το ρίγος του αγνώστου και το υπαρξιακό άγχος.

Ανδρέας Αγγελάκης