ΣΠΥΡΟΣ ΒΡΕΤΤΟΣ, ΟΜΟΝΟΙΑ 1983 / ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ, ΤΟ ΔΙΑΔΗΜΑ, ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ ΙΠΠΟΚΑΜΠΟΥ / ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΥΡΜΟΥΖΗΣ, ΦΟΡΤΗΓΟΝ "ΚΟΜΗΣ ΜΠΕΝΤΦΟΡΝΤ" ,ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΩΝ ΗΧΩΝ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 12:54 π.μ.

0


Σπύρος Βρεττός

Ομόνοια 1983

Το πρωί το άλογό σου θα τιναχτεί στα τέσσερα
απ’ το βραχνό μαγνητόφωνο του τυφλού.
Θα σε δω να καλπάζεις ξέφρενα
στα υπόγεια της Ομόνοιας
κατά τις ηλεκτρικές εξόδους.
Τις κινήσεις σου που φωσφορίζουν έξω
και σβήνονται όταν περνούν αυτοκίνητα, τις είπες
              λάθος.
Τώρα επαναστατείς χωρίς ν’ αντιδράς.
Σου αρκεί που καλπάζεις και τραβάς το χαλινάρι
σαν ν’ αλλάζεις τις ταχύτητες μιας μηχανής.
Κυκλοφορείς ανάμεσα σε κερματοδέκτες
και αυτόματες επανεκδόσεις  του προσώπου σου,
κι έχεις αφήσει τη σκέψη σου
στους θολωτούς τάφους των Μυκηνών
και στο γύρο του θανάτου επαρχιακού λούνα παρκ.
Είσαι ο υπόγειος ιππέας, ο ξέφρενος.
Η χαίτη του αλόγου σου ακουμπάει στη στέρεη πλάκα.
Τώρα ξετυλίγεσαι σ’ ευθεία γραμμή.
Εγώ σε βλέπω κοκαλωμένο
στις γραμμές του ηλεκτρικού,  να ’χεις διακόψει,
μέρες τώρα, την υπόγεια κυκλοφορία.
Έχεις μια παγωμένη ικανοποίηση
που δεν κατέβηκες περισσότερο
και στ’ άλλα οργανωμένα επίπεδα του κατεστημένου
παρά σταμάτησες εδώ.
Και δεν με αισθάνεσαι που βγαίνω από μέσα σου
με άλογο πιο άγριο.

____

Γιώργος Βέης

Το διάδημα

Καθώς γύρισε σελίδα στη ζωή του
αντίκρισε τα σφαγμένα κριάρια
άλλο ένα φλογισμένο πανηγύρι των μουσουλμάνων
πίστεψε για μια στιγμή ότι είχε βρεθεί σε λάθος επεισόδιο
αναζήτησε την έξοδο κινδύνου
αλλά απλώς στεκόταν εκεί
ένα δευτερόλεπτο προτού αρχίσει η πτώση
χωρίς φρένα,
χωρίς αέρα και νοσταλγία
μόνο χολή

*

Με τον τρόπο του ιππόκαμπου

Θα μείνει πάντα ένα ερωτηματικό
πότε ξεκάθαρο, πότε θολό,
δειλό σαν μια υπόθεση μεταμορφώσεων
αιωρούμενο, πάντως όχι τόσο βασανιστικό
όσο επίμονα παιδικό
από εποχή σε εποχή
μια ένδειξη αβρότητας
που έμεινε αναπάντητη
μέσα στη μπόρα της αλλοφροσύνης των άλλων
που έζησαν υποχρεωτικά μαζί μας
μετά το ναυάγιο.
Πώς το είπε εκείνο το βράδυ ο Φιοντόρ;
«Ο καθένας από μας είναι ένοχος απέναντι σε όλους,
για όλους και για όλα».
Είναι άραγε έτσι ή κάπως διαφορετικά;

_____

Δημήτρης Χουρμούζης

Φορτηγόν «Κόμις Μπέντφορντ – «φέρον κατά το πλείστον ελληνικόν πλήρωμα»-
Δεν ξέρεις το πώς θα ’ρθει το τέλος, το πότε θα ’ρθει το τέλος,
το πού θα ’ρθει)
Οι άνεμοι κι οι θάλασσες το τι θα φέρουν, δεν ξέρεις.
Σαν ξεκινάς, όχι για ταξίδι, όχι για την Ιθάκη
κι όχι ακόμα για θησαυρούς κι ανακαλύψεις,
Σαν ξεκινάς με δυο άδεια χέρια και μάτια
τσιμέντο γιομάτα,
ανώνυμος,
κι εφιαλτικός στην εθνικότητα που δεν γνώρισες,
σαν ξεκινάς να κατακτήσεις
-κι όχι τόσο για την κατάκτηση-
κόσμους που εσύ γέννησες,
ανθρώπους που εσύ έπλασες
δρόμους και πολιτείες
κι ένα ταύρο με σημαίες στα κέρατα,
δεν ξέρεις το πώς θα ’ρθει  το τέλος
- άλλωστε δεν σ΄ενδιαφέρει…
Εμείς,
το «Ελληνικόν πλήρωμα
εδώ στ’ ανοιχτά της Οκινάβας. Βρεθήκαμε.
εμείς
«Το Ελληνικόν», επί του φορτηγού «Κόμις Μπέντφορντ»,
ναυάγια στα νότια της Ιαπωνίας
(και τάχα στην Ιαπωνία;)
Εμείς το πλήρωμα του ναυαγήσαντος σκάφους
χωρίς ιστορία πια και ίσως χωρίς μνήμη
δίχως δυο παιδικά μάτια αναμονής θριάμβου
μόνο με μια «καταγωγή» χωρίς καταγωγή,
μ’ έναν Ήλιο που δεν ξέρουμε τι να τον κάμνουμε
μια μοίρα. Κι ένα όνομα: «το ελληνικόν»…
…Δεν θα ζητήσω το πώς βρεθήκαμε εδώ
κι ούτε ευθύνες για τον καταποντισμό
τώρα πια, ο ενσκήψας τυφών κι η θάλασσα
δεν επιτρέπουν δίκην.
Δεν το νιώσαμε πως είχαμε έλθει τόσο κοντά…
…………………………………………………………….
Μαζεύαμε μνήμες απ’ την πλαγιασμένη άγκυρα,
όνειρα απ’ τις δεμένες βάρκες του ¨κόμιτος»,
έρωτες απ’ τα νησιά μας:
……………………………………………………………
αμετανόητοι κι επίμονοι, εμείς,
Εμείς  «το ελληνικόν». Και πού θα πάμε;
…Στα μάτια φάνταξε απίθανα όμορφο το τέλος,
γυμνά λαιμά γυναικών, στήθη στολισμένα
και μικρά ποδάρια ηδονής
-Όπως δα σ’ Έλληνες μόνο ταιριάζει
σαν υψώθηκε το κοράλι.
Μάζα σκληρή, ακίνητος τάφος, άγραφο πρόσωπο
σ’ αυτήν την περιοχή τη δίχως αιτία και νόημα
δίχως προέκταση κι ελληνική γραμμή
δίχως κατανόηση και συναίνεση για την αδημονούσα
εφηβεία μας…………………………………………..
Κουβαλούσαμε λοιπόν τόση μνήμη;
Φέρναμε λοιπόν τόσα χιλιόμετρα  Δρόμων στ’ αμπάρι μας;
Κι έτσι ανυποψίαστοι…
Τώρα, ξερός κρότος, ο όγκος του κοραλλιού,
το σκάφος σκίστηκε στα δυό,
οι Δρόμοι απλώθηκαν στο νερό της θάλασσας,
μπλεχτήκαν στα μαλλιά ερωτευμένης γιαπωνέζας,
κι απλώσαν σκληρά κι αδυσώπητα,
φίλια πρόσωπα, εικονίσματα κι αποδημία
και μια μικρή κοπέλλα  με πιπεριές στα δάχτυλα…
Ντυθήκαμε στα νερά.
Ταξιδεύουμε στα νερά.
Σκεπτόμαστε με τα νερά στο στόμα, ξερνώντας
θάνατο και βλαστήμια στη φύτρα μας.
Σαν ήλθε ο τυφών «Χάριετ» ήμασταν έτοιμοι:
Το ταξίδι συνεχιζόταν!
Κάθοδος κι άνοδος, ευθεία και τεθλασμένη,
έννοιες που απώλεσαν πια το βάρος τους,
οι σημαίες κυρτές, μεσίστιες
Γιατί – Τι ενδιαφέρει; -
Είναι το «ελληνικόν» που εδώ ανοιχτά της Οκινάβας
νοτίως της Ιαπωνίας
στο γεωγραφικό μήκος της κάθε χώρας,
Ισημερινό και τροπικό του Αιγόκερω,
και πέραν του Ισημερινού και τροπικού του Αιγόκερω,
στην κάθε Γης,
στη Γης,
«Το ελληνικόν»
κατεποντίσθη!

_____

-Τα δυο ποιήματα του Γιώργου Βέη είναι αδημοσίευτα.
-Το «Φορτηγόν “Κόμις Ρέντφορντ”…», δημοσιεύτηκε το 1956.