ΠΤΩΧΟΠΡΟΔΡΟΜΙΚΑ, ΟΨΕΙΣ ΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΑΙΩΝΩΝ
Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in ΟΨΕΙΣ ΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΑΙΩΝΩΝ | Posted on 12:36 π.μ.
0
Τα Πτωχοπροδρομικά, 12ος αιώνας, είναι τέσσερα, συνολικά, ποιήματα.
Είναι τα παλαιότερα (;) της λεγόμενης "Βυζαντινής δημώδους γραμματείας". Υποστηρίζεται ότι είναι δημιουργήματα μεταγενέστερων, που χρησιμοποίησαν το όνομα του Θεόδωρου Πρόδρομου. Ο ποιητής εμφανίζεται σε τέσσερις διαφορετικές, λίαν δραματικές σκηνές: μια για να εξευμενίσει τη δύστροπη γυναίκα του που τολμάει να τον αποκλείει ακόμη και από το οικογενειακό τραπέζι με αποτέλεσμα να κοντεύει να πεθάνει της πείνας· μια για να συντηρήσει το ενδεές νοικοκυριό της πολυμελούς οικογένειάς του· μια για να ζητήσει κάποια αμοιβή για τον εαυτό του ως σπουδαγμένο φιλόλογο ("ανάθεμα τα γράμματα...")· και μια για να ζητήσει μετάθεση, ως καλόγερος πια, από ένα κακώς διοικούμενο μοναστήρι σε άλλο, προφανώς καλύτερο...
Αν και πολλά στοιχεία υποδεικνύουν τη σχέση των ποιημάτων με την αυτοκρατορική αυλή των Κομνηνών του 12ου αιώνα, η ταύτιση του δημιουργού τους με τον γνωστό λόγιο αυλικό ποιητή Θεόδωρο Πρόδρομο είναι αμφίβολη, κυρίως με βάση το πλούσιο δημώδες γλωσσικό υλικό και το ύφος τους. Πρόκειται για έργα που ανήκουν στην παρακλητική ή επαιτική ποίηση, είδος γνωστό από παλιά, με στοιχεία σάτιρας.
Πέρα από την καθαρά λογοτεχνική τους αξία, που από ορισμένους αμφισβητείται (όπως ο Φώτης Κόντογλου), πρόκειται για"κοσμικά" (σε διάκριση με τα εκκλησιαστικά) κείμενα και αποτελούν κλειδί για τη μελέτη της εξέλιξης της μεσαιωνικής ελληνικής γλώσσας.
Πρόσφατα, το 2012, από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, εκδόθηκε το σημαντικό βιβλίο "Πτωχοπρόδρομος", έργο του φιλέλληνα και ελληνιστή Hans Eideneier. Η εικονογράφηση είναι του Ελέκου Φασιανού.
*
...Τα ποιήματα του Φτωχοπρόδρομου είναι κακότεχνα και κακορίζικα, αλλά μέσα σε αυτά βρίσκει κανένας θησαυρό από λόγια, που πολλά από αυτά βρίσκουνται στο στόμα του λαού ως τα σήμερα....
Φώτης Κόντογλου
*
(αποσπάσματα)
"…για την πενία των
σπουδαγμένων"
Από μικρού με έλεγεν
ο γέρων ο πατήρ μου
Τέκνον μου, μάθε
γράμματα, κι ωσάν εσέναν έχει,
Βλέπεις τον δείνα,
τέκνον μου, πεζός περιεπάτει,
Και τώρα έν’
διπλοεντέλητος και παχυμουλαράτος.
Αυτός μικρός ουδέν
είδεν του λοετρού κατώφλιν,
Και τώρα
λουτρακίζεται τρίτον την εβδομάδαν.
Ο κόλπος του
εβουρβούρυζεν φθείρας αμυγδαλάτας,
Και τώρα τα
νομίσματα γέμει τα μανδηλάτα.
Και έμαθον τα
γραμματικά μετά πολλού του κόπου.
Αφ’ ου δε τάχα
γέγονα γραμματικός τεχνίτης,
Επιθυμώ και το ψωμίν
και του ψωμιού την μάνναν.
…………………………………………………….
Εδάρε τότε αν μ’
έποικαν τεχνίτην χρυσσοράπτην,
Από αυτούς που
κάμνουσι τα κλαπωτά και ζώσι,
Και έμαθα τέχνην
κλαπωτήν την περιφρονημένην,
Ου μην ήνοιγα τ’
αρμάριν μου και ηύρισκα ότι γέμει
Ψωμίν, κρασίν
πληθυντικόν και θυννομαγειρίαν,
Και παλαμιδοκόμματα
και τσίρους και σκουμπρία.
Παρ’ ου ότι τώρα
ανοίγω το, βλέπω τους πάτους όλους,
Και βλέπω
χαρτοσάκκουλα γεμάτα τα χαρτία.
Γείτονα έχω
πετσωτήν, ψευδοτσαγγάρην τάχα,
Πλην ένι
καλοψωνιστής, ένι και χαροκόπος.
……………………………………………………...
Αυτός γαρ
εμπουκκώνεται, κλώθει την μαγειρίαν,
Και εγώ υπάγω και
έρχομαι πόδας μετρών των στίχων.
Αυτός χορταίνει το
γλυκύν εις το τρανό μουχρούτιν,
Και εγώ ζητώ τον ίαμβον,
γυρεύω τον σπονδείον,
Γυρεύω τον πυρρίχιον
και τα λοιπά τα μέτρα.
Αλλά τα μέτρα πού
ωφελούν την άμετρον την πείναν!
*
"Άλλο…όπου συγκρίνει
τον πλούσιο γείτονα με τον εαυτό του"
Γείτοναν έχω
κοσκινάν, φάρσωμα μας χωρίζει,
Και βλέπω την ιστίαν
του, πώς συχνοφλακαρίζει,
Και πώς πολλάκις των
κρεών την τσίκναν απολύει.
Πώς δ’ αυ εις την
ανθρακιάν την φοβερήν εκείνην
Κείμενα βλέπω,
βασιλεύ, τα πλήθη των ιχθύων.
Και εγώ τσικνώνω δια
ψωμίν, ζητώ και ουδέν μ’ εδίδουν,
Αλλ’ ονειδίζουν
άπαντες και καθυβρίζουσί με,
Λέγοντες, «φάγε
γράμματα και χόρτασε, παπά μου».
*
"Άλλο…όπου εξιστορεί
τα πάθη του εξαιτίας της γυναίκας του"
………………………………………………
και θέλω δείξαι
προφανώς την ταύτης μοχθηρίαν
τους καθ’ ημέραν
χλευασμούς και τας ονειδισίας.
……………………………………………….
«…Εγώ ήμην ευγενική
και συ πτωχός πολίτης
Συ είσαι
Πτωχοπρόδρομος και εγώ ήμην Ματζουκίνη.
……………………………………………….
Το τι σε θέλω
εξαπορώ, το τι σε χρήζω ουκ οίδα.
Αν ουκ εθάρρεις
κολυμβάν, κολυμβητής μη εγένου,
Αλλ’ ας έκνηθες την
λέπραν σου, και ας ήφινες εμέναν.
Ει δε κομπώσειν
ήθελες και λαβείν και πλανήσειν,
Ας έλαβες ομοίαν
σου, καπήλου θυγατέραν,
Κουτσοπαρδάλαν
τίποτε γυμνήν, ηπορημένην».
Η δε τας αποκρίσεις
μου μη καταδεχομένη
Στήκει,
τριχομαδίζεται, δέρει τα μάγουλά της.
Συνάγει τα παιδία
της, απαίρει και την ρόκαν,
Εμβαίνει εις το
κουβούκλιν της, κλείει σφιχτήν την θύραν,
Μουλλώνεται και
κρύπτεται, εμέ δ’ αφίνει έξω,
………………………………………………….
Τρέμω, πτοούμαι,
δέδοικα μη φονευθώ προ ώρας,
Και χάσης σου τον
Πρόδρομον, τον κάλλιστον ευχέτην.
*
"…περιγράφει τα δεινά
του ως καλογέρου. Για κάθε μικρό παράπτωμα, τιμωρείται"
Όταν εξέλθω γαρ
μικρόν από της εκκλησίας,
Αν ραθυμήσω πώποτε
και λείψω από τον όρθρον,
Ου φέρειν όλως
δύναμαι τας προσταγάς εκείνων.
Το πού ήτον εις το
θυμιατόν; Ας βάλη μετανοίας.
Το πού ήτον εις το
κάθισμα; Ψωμίν μηδέν τον δώσουν.
Το πού ήτον εις τον
εξάψαλμον; Κρασίν μηδέν τον δώσουν.
Πού ήτον εις τον
εσπερινόν; Ας τον εκβάλλουν έξω.
"…δικαιολογίες, ώστε
να βγαίνει τακτικά έξω από το μοναστήρι, επειδή το θέλει κι όχι όποτε τον
στέλνουν για θελήματα"
Και πρόσχες και την
δύναμιν του ψεύδους ίνα μάθης,
Και να γελάσης των
πολλών εφευρημάτων λόγους.
«Πάτερ, πετσίν ουδέν
έχω, να αναβώ να αγοράσω,
και μελανίτσιν
ολίγον και τώρα εία που φθάνω.
Πάτερ, πανίτσιν
έδωκα προχθές εις τον βαφέα,
Να υπάγω να ζητήσω
το, και τώρα εία που φθάνω.
Πάτερ, αυς λέγουν,
εκ παντός ψυχομαχεί ο αδελφός μου
Ας έβγω, ας δράμω να
ιδώ, και τώραν εία που φθάνω».
Ταύτα λαλούντες
έχομεν μικράν παρηγορίαν
Και εκ της μονής εκβαίνοντες βλέπομεν και τον κόσμον.
Και εκ της μονής εκβαίνοντες βλέπομεν και τον κόσμον.