ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ, ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ή ΜΟΝΟΛΟΓΙΑ
Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ή ΜΟΝΟΛΟΓΙΑ | Posted on 12:45 π.μ.
0
"Θάθελα κάτι για την
ποίηση νάλεγα – μα δεν μπορεί, δε φτάνει τούτη η χουμάτινη και παράχορδη φωνή
μου. Θα τόλεγα σαν κάλεσμα της αινιγματικής ερημιάς μας, κάτι σαν διαμαρτυρία μας,
στη στιγερή διαταράχτριά μας – την ζωή", Γ.Σ.
(απ’
τον πρόλογο του βιβλίου του "Άπαντες στίχοι, 1936-1970").
"Μόνο με το κωμικό
στοιχείο μπορείς να πολεμήσεις τον αντίπαλο, κάθε στραβό κι ανάποδο και το
κατεστημένο μας". Γ.Σ
*
Ο Σκαρίμπας έμεινε
ένας φανατικός του μεσοπολέμου, ο πιο γνήσιος, αναμφισβήτητα μέσα στην Ελληνική
ποίηση. Ποιητής με μια χορδή, κλεισμένος στον ιδιόμορφο κόσμο του, έχτισε το
μεσοπολεμικό του όνειρο με εμμονή κι υπομονή, αδιάφορος ίσως στο χρόνο που
κυλούσε και στις πληγές που ανοίγονται, ανάμεσα στο «Ουλαλούμ» του 1936, στους
«Εαυτούληδες» του 1950 και στους «Βοϊδαγγέλλους» του 1968», Στέφανος Ροζάνης,
«Οι πνευματικοί προσανατολισμοί του μεσοπολέμου κι ο Γιάννης Σκαρίμπας».
*
*
Το είπα κι άλλοτε στην
κριτική των “Ουλαλούμ”: Ο Γιάννης Σκαρίμπας είναι ασύλληπτος. Οσονδήποτε κι αν
δίνεται διατηρεί ακέραια πάντα την προσωπικότητά του, γι’ αυτό και δύσκολα
θαύρει μιμητές, γι’ αυτό και θα ζήσει, Πέτρος Ολύμπιος, «Γιάννης Σκαρίμπας»,
κριτική μελέτη, 1937
*
Μα ο Σκαρίμπας δεν
οδηγεί τον αναγνώστη του σε απαισιόδοξα συμπεράσματα. Αντίθετα, με το ιδιότροπο
ύφος του, με την καυτή σάτιρά του και με την ειρωνεία του, αποκαλύπτει τα κακώς
κείμενα και δίνει τις προσωπικές του λύσεις…Είναι μαχητικός συγγραφέας: κατά
των καθαρευουσιάνων, κατά του παπαδαριού, κατά της υποκρισίας, κατά του πολέμου
και της δικτατορίας, κι υπέρ της Αλήθειας όσο συντριπτική κι αν είναι αυτή:
όπως το αποδεικνύει στο μελέτημά του των τελευταίων χρόνων για την Επανάσταση
του 1821. Τα πλατιά του ενδιαφέροντα,
που καλύπτουν όλα τα είδη Τέχνης (διήγημα, ποίηση, μυθιστόρημα, θέατρο,
δοκίμιο), δεν υποχώρησαν ούτε στα βαθιά του γεράματα. Εκεί, στην αγαπημένη του
Χαλκίδα, όπου έζησε για πάνω από πενήντα χρόνια, εξακολούθησε να γράφει και ν’
αγωνίζεται, Δ.Π. Κωστελένος
*
*
Είναι ένας ποιητής ριγών και μεταφέρων το
ποιητικό ρίγος. Δημιουργεί την παράξενη ποίησή του μέσα σ' έναν ονειρικό κόσμο, γεμάτον μουσικότητα και, πάνω απ' όλα, γνησιότητα, με στίχους σπαστούς, απρόσμενα δομημένους με "εκρήξεις, αφορισμούς, φως και δάκρυ, πίκρα και σαρκασμό". Είναι ακόμα- θα τα πω σαρωτικά- καυτός, σφριγηλός, σαφής, κοφτός, ειλικρινής, καθαρός, σπινθηρίζων, χωρίς κενή σοβαροφάνεια, γνήσιος, δυναμικός, ανθρώπινος, λυρικός, ονειροπόλος, νοσταλγικός, λιτός. Τι άλλο...
Το τραίνο
Πώς ήταν έτσι πώς μου
εφάνη
Τόσο μελαγχολικό αυτό
το τραίνο,
Σχεδόν όλο πηγαίνω και
δεν φτάνει
Σχεδόν ούτε δε φτάνει
ούδε πηγαίνω.
Ούτε θυμάμαι πρωί αν
ήταν,
Η νύχτα κι έλαμπε ο
δίσκος της Εκάτης,
Έτσι του μελαγχολικό
όπως εκείταν
όπως εγώ είμαν χαύνος
του επιβάτης.
Όπως σχεδόν παιδί –
ωραίον όπως
Δεν ξέρω τι με πήρε
εντός του – μόνο
Καιρός αν ήταν, ή ήταν
δρόμοι ή ήταν τόπος
Που ταξίδευε
(σκέφτομαι) στο χρόνο…
Κι όπως βροντούν εντός
του οι κρότοι
Πότε στατό και πότε
χωρίς φρένο
Με αναφτούς τους φάρους
του στα σκότη
Άπιαστο, σερπετό και
νυχτωμένο.
Κι όλο κυλάει στου νου
τη ρόδα
(σε τέρμα ή σ’ επιστροφή
ή αιωνιότη;)
κι είναι σαν
ανθοστολισμένο με τα ρόδα
τραίνο που μεταφέρει
μου τη νιότη.
Και πάει σαν άστρο κι
ως μές’ σ’ ύπνο
Κι ουδέ ξέρω, για να πω
σε ποίο,
Αν μέσα σε φέρετρο
κείτομαι ή σε λίκνο,
Αν είναι τραίνο αυτό κι
εγώ τοπίο.
Πάντως και πάει και
πάει κι είναι το τραίνο
Και πάει μαζί του, η
ζωή με τα φτερά της
Και πάντως είναι
περίεργο ως πηγαίνω
Περίεργο πάντως ως
είμαι του επιβάτης.
*
Αλλαγή επαγγέλματος
Όσα ’χαν να ’ρθουν ήσαν
δώ: τα ψάρια, οι αυγές, τ’ αμπέλι.
Πάσα ένα με την τέχνη
του, καθ’ ένα σε μια στράτα:
Ο Μάης ν’ ανθίζει τα
κλαριά, τ’ άνθη να κάνουν μέλι
και τ’ άστρα – κει στον
ουρανό – όλα μαζί, μια τράτα.
Κι ήμουν κι εγώ. Στη
γης όπου δουλειά και κρότοι,
εμένα η υπηρεσία μου
στο τελωνείο ήτον:
Διασαφήσεις να ιστορώ
για «έν κιβώτιον» ότι
«εκ ξύλου – ήτανε
–κοινού», μ’ «εν τούτοις και ουχ ήττον».
Κι ήρθες εσύ. Και να η
ζωή ξεφεύγει του σκοπού της.
Για σένα ο Μάης τώρ’
ανθεί, τ’ αηδόνια στέλνουν ήχους
κι εγώ δίχως «κιβώτιον»
και δίχως πια «εν τούτοις»
μνέσκω τα τσαλιμάκια
σου να κάνω φως και στίχους.
*
Τ’ αφιγκράτα του
βραχοκάβουρα
Άμα θάχω μιαν – αμφί –
χτένα
Εντεκάποδη,
Θ’ αποδημήσω στους
ρόμβους.
Εκεί, θα πατήσω ένα
υποδεκάμετρο
Που θα του καταμετράω
τους σφυγμούς μου.
Ύστερα, στις δυο γωνιές
της πλάτης μου
Θα μου βγουν μαύρα μάτια.
Θα σπάσει τότες η υγεία
μου
Σε παραλληλόγραμμα
επεισόδια…
Μετά, θάρθουν οι
βάρβαροι
Με τ’ ακουστικά της
σιωπής μου.
Και τότε μόνο (ω ΔΕΗ)
Θα μασάω τεθλασμένες.
Ουχ’ ήττον,
Η ατμομηχανή της νυκτός
(όπου
Απ’ το τζάμι της ο
μηχανοδηγός της θα βλέπει)
Θα επωάζει – αυτή –
τρίγωνα
Και αριθμούς
διαιρετέους.
Καιρός,
-: Έλλειψις θυέλλης
-: Θάλασσα παροιμιώδης
-: Η Χαλκίδα – Σελήνη –
θάναι καθιστή στην ουρά της
-: σαν γάτα.