ΤΣΕΣΛΑΒ ΜΙΛΟΣ, ΠΟΛΩΝΙΑ, ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ...ΠΟΙΗΤΙΚΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 12:03 π.μ.

0


Τσέσλαβ Μίλος, Czeslaw Milosz, 1911-2004, Πολωνία


Ο Τσέσλαβ Μίλος, γεννήθηκε σε περιοχή που σήμερα ανήκει στη Λιθουανία και πέθανε το 2004 σε ηλικία 93 ετών στο σπίτι του στην Κρακοβία, όπου είχε επιστρέψει στις αρχές της δεκαετίας του ’90.

Σύμβολο του αγώνα κατά του ολοκληρωτισμού, τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας (1980) για το ποιητικό του έργο, εν μέσω των καταλυτικών εξελίξεων που είχε προκαλέσει ο αγώνας του κινήματος Αλληλεγγύη κατά του τότε καθεστώτος της Πολωνίας. Υπηρέτησε στο διπλωματικό σώμα από το 1945 έως το 1950, στη συνέχεια όμως διαφώνησε με το σοβιετικού τύπου καθεστώς και εγκαταστάθηκε στη Γαλλία και το 1960 στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου δίδαξε λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας. Έγραψε πεζογραφία και ποίηση και μετέφρασε έργα της αγγλικής λογοτεχνίας στα πολωνικά.

Όταν εγκατέλειψε την διπλωματική υπηρεσία της Πολωνίας και ζήτησε πολιτικό άσυλο στη Γαλλία έγραψε την Αιχμάλωτη σκέψη (1951, έκδ. 1953) στην οποία αναλύονται οι εμπειρίες του από τους κύκλους των διανοούμενων στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και η βαθμιαία προσαρμογή τους στο ολοκληρωτικό σύστημα και απομυθοποιείται κάθε ιδεολογική τους ψευδαίσθηση.

Είναι ένας ποιητής που βρίσκεται συνεχώς στον δρόμο, στον  ανθρώπινο δρόμο, εντός τόπου και χρόνου, ασυμβίβαστος.

*

«Τα λόγια μου είναι ισοδύναμα με διαμαρτυρία. Αρνούμαι το δικαίωμα στο Δόγμα να δικαιολογεί τα εγκλήματα που έγιναν στο όνομά του. Στον σύγχρονο άνθρωπο που λησμονεί πόσο άθλιος είναι σε σύγκριση με αυτό που μπορεί να είναι, αρνούμαι το δικαίωμα να κρίνει το μέλλον και το παρελθόν με τα δικά του μέτρα…



Ίσως αυτό δεν είναι ποίημα αλλά θα πω τουλάχιστον ό,τι νιώθω. Τώρα που πραγματικά χρειάζεται μια επανάσταση όσοι υπήρξαν ένθερμοι οπαδοί της αδιαφορούν. Την ώρα που η χώρα δολοφονείται και βιάζεται η Ευρώπη αντί ν’ ανταποκριθεί στις εκκλήσεις για βοήθεια χασμουριέται. Ενώ οι πολιτικοί επιλέγουν την αθλιότητα, καμιά φωνή δεν τολμάει να τη στιγματίσει. Η εξέγερση των νέων που ζητούσαν έναν νέο κόσμο ήταν απάτη, η γενιά εκείνη υπέγραψε τη θανατική της καταδίκη. Ακούει με απάθεια τις κραυγές όσων χάνονται, αφού δεν είναι παρά βάρβαροι που αλληλοσφάζονται».

Τσέσλαβ Μίλος

* 
«Πρόσβλεψα πάντα σ’ ένα σχήμα πιο άνετο ελεύθερο από τις απαιτήσεις της ποίησης ή της πρόζας που θα μας βοηθούσε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον δίχως να εκθέτει τον ποιητή ή τον αναγνώστη σε υπέρτατες αγωνίες. Στην ίδια τη φύση της ποίησης υπάρχει κάτι το άπρεπο:
Κάτι που προβάλλει και δεν γνωρίζαμε πως είχαμε εντός μας. Γι αυτό κλείνουμε τα μάτια, σαν να έχει ορμήσει μια τίγρη εμπρός μας, στο φως μας, χτυπώντας την ουρά της. Δίκαια, γι αυτό, λένε πως την ποίηση υπαγορεύει ένα δαιμόνιο, αν και είναι υπερβολή να ισχυρίζεται κανείς πως πρέπει να ’ναι άγγελος. Είναι δύσκολο να μαντέψουμε πούθε πηγάζει η περηφάνεια των ποιητών αφού τόσο συχνά ντροπιάζονται από την αποκάλυψη της αδυναμίας τους. Ποιος άνθρωπος στα λογικά του θέλει να είναι η κατοικία δαιμόνων που φέρονται σαν να βρίσκονται σπίτι τους, μιλούν γλώσσες πολλές. Και ανικανοποίητοι που κλέβουν μονάχα τα χείλη ή το χέρι του προσπαθούν ν’ αλλάξουν και τη μοίρα του για τη δική τους βολή; Ειν’ αλήθεια πως το νοσηρό εκτιμάται πολύ σήμερα. Κι έτσι μπορείς να σκέφτεσαι πως αστειεύομαι ή πως επινόησα ακόμα έναν τρόπο για να εκθειάζω την Τέχνη μου με τη βοήθεια της ειρωνείας».


Τσέσλαβ Μίλος
*

Συμβουλή

Ναι, είν’ αλήθεια το τοπίο άλλαξε λιγάκι.
Εκεί που ήταν δάση, τώρα φυτρώνουν αχλαδιές
τα εργοστάσια,
οι δεξαμενές.
Κοντά στου ποταμού τις εκβολές κρατάμε τη μύτη μας.
Το ρεύμα σέρνει χλώριο, πετρέλαιο κι ενώσεις
μεθυλίου,
Χωρίς να αναφέρουμε τα υποπροϊόντα των Βιβλίων της Αφαίρεσης:
Κόπρανα, κατρουλιά και πεθαμένο σπέρμα.
Στη θάλασσα, μια τεράστια κηλίδα τεχνητού χρώματος δηλητηριάζει
τα ψάρια.
Κι η ακρογιαλιά, σκεπασμένη άλλοτε από βούρλα,
σκουριάζει τώρα με σπασμένες μηχανές, αποκαϊδια, τούβλα.
Στους παλιούς ποιητές διαβάζαμε την ευωδιά της γης
και τις ακρίδες. Τώρα παρακάμπτουμε τους αγρούς:
Πέρνα, όσο πιο γρήγορα μπορείς, μέσ’ από τη χημική ζώνη των καλ-
λιεργητών.
Έντομα και πουλιά εξαφανίζονται. Πέρα μακριά
ένας βαριεστημένος άντρας
σέρνει με το τρακτέρ του σκόνη, μιαν ομπρέλα κόντρα στον ήλιο.
Ρωτάω: Τι νοσταλγούμε; Μια τίγρη; Έναν καρχαρία;
Φκιάσαμε μια δεύτερη Φύση κατ’ εικόνα της πρώτης
για να μην πιστέψουμε πως ζούμε στον Παράδεισο.
Πιθανόν, λοιπόν, σαν ξύπνησε ο Αδάμ στον κήπο
τα θεριά γλείφανε τον αέρα και χασμουριόνταν φιλικά
τα μυτερά τους δόντια κι ουρές τους μαστιγώνοντας τα πισινά τους
ήταν απλώς συμβολικά, κι ο κοκκινοράχης αϊτομάχος
που αργότερα, πολύ αργότερα, ονομάστηκε Lanius Collurio,
δεν παλούκωνε τις κάμπιες στ’ αγκάθια της τσαπουρνιάς.
Πάντως ό,τι γνωρίζουμε για τη Φύση, εκτός εκείνης της στιγμής
δεν είναι υπέρ αυτής. Διόλου χειρότερη δεν είναι η δική μας.
Παρακαλώ, λοιπόν, τέρμα οι θρηνωδίες.

*

Αναγνώσματα

Με ρώτησες ποιο το κέρδος να διαβάζουμε τα Ευαγγέλια στα ελληνικά.
Απαντώ πως σωστό είναι να σέρνουμε αργά το δάχτυλό μας
πάνω στα γράμματα που θα κρατήσουν πιο πολύ παρά αν ήταν σε πέ-
τρα σκαλισμένα,
κι ότι προφέροντας αργά τις συλλαβές
νιώθουμε τη μεγαλοπρέπεια του λόγου.
Αναγκασμένοι να προσέχουμε, θα σκεφτούμε κείνη την εποχή
όχι μακρινή από χτες, μολονότι, των Καισάρων οι κεφαλές
επάνω στα νομίσματα, σήμερα, διαφέρουν. Κι ωστόσο, ζούμε στον ίδιο
αιώνα.
Φόβος κι επιθυμία είναι τα ίδια. Λάδι και κρασί,
ψωμί, σημαίνουνε τα ίδια πράματα. Το ίδιο πλήθος, άστατο,
διψασμένο για θεάματα, όπως τότε. Ακόμα κι οι συνήθειες,
του γάμου οι γιορτές, τα γιατρικά, οι θρήνοι για τους πεθαμένους,
φαινομενικά διαφέρουν. Και τότε, επίσης, υπήρχαν
πολλά πρόσωπα που τα κείμενα ονομάζουν
daimonizomenoi, με άλλα λόγια, οι δαιμονισμένοι,
κι αν προτιμάς, οι δαιμονόπληκτοι (όσο για τους «καβαλημένους»
απ’ το σατανά, σκέτη παραξενιά του λεξικού).
Σπασμοί, αφροί στο στόμα και τριγμοί δοντιών
δεν θεωρούνταν ένδειξη ταλέντου.
Οι δαιμονισμένοι δεν είχαν πρόσβαση στον τύπο ή στις οθόνες
και σπάνια καταπιάνονταν με τις τέχνες ή τη λογοτεχνία.
Αλλά, η παραβολή του Ευαγγελίου έχει ακόμα την ισχύ της:
Ότι το πνεύμα που τους δυναστεύει μπορεί να μπει στα γουρούνια.
Αυτά
ερεθισμένα απ’ την ξαφνική σύγκρουση
ανάμεσα σε δυο φύσεις – τη σατανική και τη δική τους –
πηδάνε στο νερό και πνίγονται (συμβαίνει τακτικά).
Έτσι λοιπόν, σε καθεμιά σελίδα, ο πεισματάρης αναγνώστης θα δει
είκοσι αιώνες σε είκοσι μέρες
σ’ έναν κόσμο που μια μέρα θα φτάσει στο τέλος του.

*


Τραγούδι για το τέλος του κόσμου 

Τη μέρα που τελειώνει ο κόσμος
μια μέλισσα τριγυρίζει ένα τριφύλλι,
ένας ψαράς ματίζει δίχτυ αστραφτερό.
Χαρούμενα δελφίνια πηδούν στη θάλασσα,
δίπλα στο λούκι της βροχής νεαρά σπουργίτια παίζουν
και του φιδιού το δέρμα είναι χρυσό - όπως θα 'πρεπε πάντα να 'ναι.

Τη μέρα που τελειώνει ο κόσμος
γυναίκες με ομπρέλες περπατούν στους κάμπους
τον μεθυσμένο  ο ύπνος παίρνει στο γρασίδι,
πλανόδιοι μανάβηδες φωνάζουνε στον δρόμο
και μια βάρκα με κίτρινο πανί πλησιάζει στο νησί,
Η φωνή ενός βιολιού κρατάει στον αέρα
και φέρνει μια νυχτιά γεμάτη αστέρια.

Κι εκείνοι που περίμεναν βροντές και αστραπές
απογοητεύονται.
Κι εκείνοι που περίμεναν σημάδια κι αρχαγγέλων σάλπιγγες
δεν το πιστεύουν πως τώρα γίνεται.
Όσο ο ήλιος και το φεγγάρι είναι από πάνω,
όσο ο μπάμπουρας κάθεται στο τριαντάφυλλο
όσο γεννιούνται ρόδινα μωρά
κανένας δεν πιστεύει πως τώρα γίνεται.

Μόνο ένας γέρος ασπρομάλλης, που θα 'τανε προφήτης,
μα που δεν είναι προφήτης, για δεν του περισσεύει χρόνος,
λέει και ξαναλέει καθώς τις ντοματιές του δένει:
Δεν θα υπάρξει άλλο του κόσμου τέλος,
Δεν θα υπάρξει άλλο του κόσμου τέλος.



*



Φρουρός σ’ έναν ατέρμονα αγωγό στην έρημο;
Απόσπασμα ενός ανδρός σε κάστρο μες την άμμο;
Όποιος κι αν ήταν. Την αυγή είδε βουνά αυλακωμένα στο
χρώμα της στάχτης, κι απάνω η σκοτεινιά που ξεθωριάζει
βουτηγμένη στο μενεξελί, σπάζοντας σ’ ένα ρευστό κόκκινο
ώσπου σταθεροποιείται, τεράστια, σ’ ένα φως πορτοκαλί.
Μέρα τη μέρα, και, πριν το νιώσει, χρόνο με το χρόνο.
Για ποιον, ρωτιέται, αυτό το θάμπος; Για μένα μόνο;
Ωστόσο, θα παραμείνει κι αφού εγώ χαθώ.
Τι είναι τάχα για το μάτι της σαύρας; Πώς είναι κοιταγμένο από
διαβατάρικο πουλί;
Αν είμαι όλη η ανθρωπότητα, υπάρχει τίποτα χωρίς εμένα;
Κι ήξερε πως δεν είχε νόημα να φωνάζει, κανείς δεν μπορούσε
να τον σώσει.

μετάφραση , Σπύρος Τσακνιάς