ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ / ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΠΑΡΑΣ, ΛΕΩΝ ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΟΣ / ΕΥΤΥΧΙΑ - ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ, Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΜΑΣ ΗΛΙΚΙΑ, ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΩΝ ΗΧΩΝ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 12:44 μ.μ.

0

Μιχάλης Γκανάς

Προσωπικό     
  
Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει
μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή
δεν αξίζει τον κόπο.

Επειδή σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ ακόμη
κι ας μην είναι όπως παλιά,
δε θα πει πως πέθανε η αγάπη,
κουράστηκε ίσως σαν καθετί που ανασαίνει.

Επειδή περνάς δύσκολες μέρες
σκυμμένη σε χαρτιά και γκρεμούς
που δεν κλείνουν, κι εγώ πηδάω
τις νύχτες επί κοντώ λαχανιάζοντας,
δε θα πει πως δεν έχουμε
μοίρα στον ήλιο, έχουμε
τη δική μας μοίρα.

Επειδή πότε είσαι άνθρωπος
και πότε πουλί, φέρνεις στο σπίτι μας
ψωμάκια μικρά της αποδημίας
κι ελπίζουνε τα παιδιά μας
σε καλύτερες μέρες.

Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι
και δεν παραιτείσαι, ντρέπομαι
για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου,
μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ,
αν αλλάζαμε θα ’μαστε πάλι
δυο άγνωστοι και θ’ αρχίζαμε
απ’ το άλφα.

Τώρα ξέρουμε πού πονάς
πού σωπαίνω πότε γίνεται παύση,
διακοπή αίματος και κρυώνουν
τα σώματα, ώσπου μυστικό δυναμό
να φορτίσει πάλι τα μέλη
με δύναμη κι έλξη και δέρμα ζεστό.

Επειδή είναι δύσκολο ν’ αγαπάς
και δυσκολότερο ν’ αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο
για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά
και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη
κι αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές
και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά
και καμένα, θέλοντας ο καθένας
να ’ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο
και πηγή, κατά τις περιστάσεις
ή και όλα μαζί στην ανάγκη,
δε θα πει πως εγώ δεν μπορώ
να γίνω κάτι απ’ αυτά ή και όλα μαζί,
κι αν είναι να περάσω
μια ζωή στη σκλαβιά –έτσι κι αλλιώς–
ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.

 *

Αλέξανδρος Μπάρας

Λέων Αφρικανικός - Σουδάν

 Η πινακίδα αυτή, βαλμένη στο κλουβί του
για τους περίεργους του «Ζωολογικού»,
πόσες φορές δεν ξέβαψεν από τα καλοκαίρια
που πέρασαν και πέρασαν,
πόσες φορές δεν βάφτηκε ξανά!..
Σε τόσα έτη αιχμαλωσίας,
πόσα και πόσα χιλιόμετρα
ανυπομονησίας,
περπατημένα σε δέκα τετραγωνικά!..
Εικοσιτετράωροι αιώνες τον έκαμαν νευρασθενή
χωρίς να τον δαμάσουν.
Δεν πιάστηκε δα και μικρός,
για να μην έχει παρελθόν, να μη θυμάται…
Απεναντίας! Η μνήμη του στον τόπο της!
Εκείνες του Μπαχρ-Ελ-Γκαζάλ οι νύχτες, τότε,
οι τόσο φωτεινές…
οι πρώτοι του έρωτες κάτω από τ’ άστρα…
οι θριαμβικές διαδρομές στα μάκρη της ερήμου…
τα χόρτα απ’ όπου τις γαζέλες καιροφυλακτούσε…
οι βράχοι που ήλιος τροπικός τους πυρπολούσε…
ο ποταμός που ξεδιψούσε…-που είναι; που είναι;
πόσος καιρός να πέρασε; πόσος καιρός;
Εικοσιτετράωροι αιώνες τον έκαμαν νευρασθενή
χωρίς να τον δαμάσουν…
Το όλον του ακόμα μεγαλοπρεπές,
όσο κι αν πέρασαν τα έτη,
παρ’ όλες τις μεγάλες κακουχίες
που υπέφερε μες τον Παγκόσμιο πόλεμο,
με οικονομίες στις τροφές και άλλες αθλιότητες.
Το θηριώδες από τα μάτια του δεν έφυγε,
όσο και αν πέρασαν τα έτη,
δεμένοι μύες στο σώμα του σφικτά
κι ωραία πάντα η χαίτη,
όσο κι αν πέρασαν τα έτη…
Δεν αγρεύει πια, δεν εξανίσταται
-όχι πως του ’γινε συνήθεια η σκλαβιά και πως την υποφέρει,
αλλά, μονάχα από συναίσθηση, περιφρονεί
και στέκεται στο ύψος του!
Η Κυριακή σαν έρχεται το ξέρει
-από λεπτή διαίσθηση την έμαθε,
με το συνωστισμό της, με τ’ αναιδή κυνάρια
στων κυριών τις αγκαλιές, που ’ρχονται και γαβγίζουνε
έξω από το κλουβί του, που χαίρονται τον κόσμο,
ενώ διαρκώς πεθαίνει…Δεν πιάστηκε δα και μικρός,
για να μην έχει παρελθόν, να μη θυμάται…
Ω νύχτες του Μπαχρ-Ελ-Γκαζάλ κάτω από τ’ άστρα!...


*

Ευτυχία - Αλεξάνδρα Λουκίδου

Η αληθινή μας ηλικία 

Με ήχο εκκωφαντικό, αντίθετα προς τη φορά
των τρένων, θα πετάξουμε.
Μπροστά περνώντας από τις προσόψεις των κτηρίων
τις ραγισματιές θα επιδέσουμε που αιμορραγούν
νήματα της ομίχλης
φεγγίζουν σάρκα αφίλητη και μούχλα ανάμεσα
στα δάχτυλα
- τόπο αγαπημένο να νυκτερεύει την αϋπνία της
η μνήμη.

Στάζει και νότισε η ζωή άχρηστες ώρες μιας ψυχής
αποκλεισμένης από τον εαυτό της.

Ίσως πια τίποτα δεν είναι αληθινό
παρά μονάχα οι κάθετες λουρίδες ενός γαλάζιου
ορίζοντα
πίσω απ' τα κάγκελα αυτής της κρύας φυλακής.
Και πού να θυμηθείς κάποιον να μας μιλήσει βάσιμα
για την καταγωγή των κίτρων
ή σε ποιον χρωστάμε τη συμπαγή απελπισία
όταν ο έρωτας εκτίει την ποινή του
και ποια είναι άραγε η πραγματική μας ηλικία
αφού στις τσέπες κρύβουμε τα χέρια μας
μ’ όλους αυτούς τους γυάλινους βόλους
που ακόμα ευωδιάζουν αλάνα κι αγριόχορτο.