Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΑΠΑΡΝΗΜΕΝΗΣ, ΤΩΡΑ 'ΝΑΙ ΜΑΗΣ ΚΙ ΑΝΟΙΞΗ, ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 7:30 μ.μ.

0




Η κατάρα της απαρνημένης

Φεγγάρι μου, που ’σαι ψηλά και χαμηλά λογιάζεις,
πουλάκια, που ’στε στα κλαριά και στις κοντοραχούλες,
και σεις περιβολάκια μου, με το πολύ σας τ’ άνθι,
μην είδατε τον αρνηστή, τον ψεύτη της αγάπης,
όπου μ’ εφίλειε κι ώμονε ποτέ δε μ’ απαρνιέται
και τώρα μ’ απαράτησε σαν καλαμιά στον κάμπο;..
Σπέρνουν, θερίζουν τον καρπό κ’ η καλαμιά ’πομένει,
βάνουν φωτιά στην καλαμιά κι απομαυρίζει ο κάμπος –
έτσ’  είναι κ’  η καρδούλα μου μαύρη – σκοτειδιασμένη!..

Θέλω να τον καταραστώ – και τον πονεί η ψυχή μου.
Μα πάλ’ ας τον καταραστώ – κι ό,τι του μέλλει ας πάθει!..

Σε κυπαρίσσι ν’ ανεβεί, να μάσει τον καρπό του,
το κυπαρίσσι ναν’ ψηλό, να λυγιστεί να πέσει –
από ψηλά να γκρεμιστεί και χαμηλά να πέσει,
σαν το γιαλί να ραγιστεί, σαν το κερί να λυώσει,
να πέσει ’ς τούρκικα σπαθιά, σε φράγκικα μαχαίρια!
Πέντε γιατροί να τον κρατούν και δέκα μαθητάδες,
και δεκαοχτώ γραμματικοί τα πάθη του να γράφουν!..

Κ’ εγώ διαβάτρα να γενώ και νάν τους χαιρετήσω:
-Καλώς τα κάνετε, γιατροί, καλώς τα πολεμάτε!..
Αν κόβουν τα ψαλίδια σας, κορμί μη λυπηθείτε –
κ’ έχω κ’ εγώ λινό πανί, σαρανταπέντε πήχες,
όλο μουρτάρια και ξαντά στου δίγνωμου τη σάρκα!..

Κι α δε σας φτάσουνε κι αυτά, κόβω και την ποδιά μου,
πουλώ και τα μεταξωτά, τα ’ρημοσκότεινά μου –
κι α θέλει γαίμα γιατρικό, πάρτε τ ’οχ την καρδιά μου!..

*

Τώρά 'ναι Μάης κι Άνοιξη

Τώρά ’ναι Μάης κι Άνοιξη, τώρά ’ναι Καλοκαίρι,
τώρα φουντώνουν τα κλαριά κι ανθίζουν τα λουλούδια –
τώρα κι ο ξένος βούλεται στον τόπο του να πάγει…
Νύχτα σελλώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει,
φκιάν’ ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαματένια,
βάνει τα φτερνιστήρια του, ζώνει και το σπαθί του…

Κ’ η κόρη οπού τον αγαπά κρατεί κερί και φέγγει –
με τόνα χέρι το κερί, με τ’ άλλο το ποτήρι,
κι όσα ποτήρια τον κερνά, τόσες βολές του λέγει:
-Πάρε μ’ αφέντη, πάρε με, πάρε κ’  εμέ κοντά σου,
να μαγερεύω να δειπνάς, να στρώνω να κοιμάσαι,
να γένω γης να με πατάς, γιοφύρι να διαβαίνεις,
να γένω κι ασημόκουπα να πίνεις το κρασί σου –
εσύ να πίνεις το κρασί κ’ εγώ να λάμπω μέσα!..