ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΙΡΑΚΗΣ, ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ..., ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΩΝ ΗΧΩΝ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 12:09 μ.μ.

0

ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

Το έγκλημα της μοναξιάς

Κάθε που πέφτει επικίνδυνα το βράδυ,
ξυπνάει η φωνή σου μέσα μου και με ρημάζει
κι όταν η νύχτα όλες τις γλυκιές εικόνες διώχνει,
προβάλλει εντός μου η βρώμικη ομορφιά σου
και σβήνει απ’ τα μάτια μου τη λάμψη του Θεού.

Και τότε δίνομαι στο έγκλημα της μοναξιάς,
που χρόνια τώρα μέσα μου το ετοιμάζω,
και πια δεν έχει ουράνιο φεγγοβόλημα,
δεν έχει πια παιδικές χορωδίες,
μονάχα μια προσπάθεια για σπασμούς,
νυχτερινά χαρτονομίσματα τσαλακωμένα.

__________


ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΙΡΑΚΗΣ

Παιδικό ταξίδι


Όλα έγιναν τη συμφωνημένη ώρα,
τη συμφωνημένη νύχτα, μέσα σ’ εκείνο
το λεπτό αστραπή που συμφωνήθηκε
ακόμα πως το δέρμα του άγουρου μήλου
θα ήταν πλέον βαθύ βιολετί και οι
δάφνες θα ερωτεύονταν τις εφηβικές
βελόνες του έλατου.

Αχ, τι αστόχαστα βαθιά που ήταν
απόψε τα μεσάνυχτα. Χτύπησαν την
πόρτα κουρασμένα πάνω σ’ ένα θλιμμένο
ποδήλατο, χωρίς ακτίνες μελλοντικών επάλξεων.

Το πρωί, το δάσος αρνήθηκε να
ξυπνήσει τα δελφίνια της πρωινής
προσευχής, το βυζαντινό κάστρο
δεν ολοκλήρωσε τη δωδέκατη στέψη
και τις μακραίωνες μνήμες του
και μια παράξενη αύρα σήμανε τις
καμπάνες κι έσβησε τη ζεστή
τελετή με φλογίτσες ψιθυριστές
«εν τόπω παιδικώ». Και εγεννήθη
δακρύουσα Ανατολή. **

__________


ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ

Οι επισκέψεις μου

Συχνά επισκέπτομαι ονόματα
κι απομονωμένους ουρανούς,
τον εχθρό μου εαυτό
και τον εμφύλιο πόνο των νερών.
Ακόμα μπερδεύω τα πάθη τα σεπτά των κοριτσιών
με τους ανέμους των αρωμάτων τους.
Βάζω χρώματα μου βγαίνουν πρόσωπα,
αλλάζω τα μάτια μου ακούω τραγούδια,
χώρια το γέλιο μου το αγέννητο επί αιώνες.

__________

** Ο μικρός Μανόλης πέθανε από καλπάζουσα μηνιγγίτιδα την επόμενη μέρα των γενεθλίων του, κλείνοντας τα έντεκα χρόνια του, στο ξημέρωμα των δώδεκα, στην περιοχή που βρίσκεται το βυζαντινό κάστρο-ιερό με το εκκλησάκι απέναντί του, πριν την Επισκοπή στο νησάκι Κάλαμος του Ιονίου.
Μια παράδοση- πολύ πριν απ’ τον θάνατο του Μανόλη- λέει πως κάποτε στην παραλία της περιοχής που λέγεται «Δάφνες» ένα μικρό αγόρι έκανε καλά ένα τραυματισμένο δελφίνι που από τότε το περίμενε κάθε πρωί για να το μεταφέρει πάνω στη ράχη του απέναντι, στο δημοτικό σχολείο του Μύτικα.
Το παιδί αρρώστησε βαριά και πέθανε. Αλλά το δελφίνι κάθε πρωί, για ένα μήνα, περίμενε στην παραλία μέχρι που, θλιμμένο, βγήκε στην ακτή και αυτοκτόνησε.

__________

Τα ποιήματα της Ανθολογίας απαγγέλλονται στην ενότητα «Μ’ ένα ραδιόφωνο, μουσική ή και ποίηση».


ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ, ΑΠ' ΤΟ ΜΑΡΑΜΠΟΥ ΣΤΟ ΤΡΑΒΕΡΣΟ..., ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ή ΜΟΝΟΛΟΓΙΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 11:54 π.μ.

1

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ, 1910-2010.
(Εκατό χρόνια απ’ τη γέννηση
)

Aπ’ το Μαραμπού (1933) στο Τραβέρσο (1975)

Μαραμπού, Η ΜΑΪΜΟΥ ΤΟΥ ΙΝΔΙΚΟΥ ΛΙΜΑΝΙΟΥ

Κάποτε, σ’ ένα μακρινό λιμάνι του Ινδικού,
δίνοντας μια πολύχρωμη μεταξωτή γραβάτα
σ’ έναν αράπη, μια μικρήν αγόρασα μαϊμού
με μάτια γκρίζα, σκοτεινά και πονηριά γεμάτα.

Ένα τσιμπούκι δάγκωνε στο στόμα της χοντρό
και το ’βγαζε όταν ήθελε μονάχα να φυσήξει
έναν καπνό πολύ βαρύ, που, ως μου ’πε ο πουλητής,
ήταν οπίου, που από μικρή την είχε συνηθίσει.

Τις πρώτες μέρες μοναχή στης πλώρης μια γωνιά,
ξερνούσε και με κοίταζε βουβή και λυπημένη,
μα σαν επέρασε καιρός, ερχόταν μοναχή
κι ώρες πολλές στον ώμο μου ξεχνιόταν καθισμένη.

Όταν στη γέφυρα έκανα τη βάρδια της νυχτός
κι η νύστα βασανιστικά τα μάτια μου ετρυπούσε,
στον ώμο μου κρυώνοντας στεκόταν σκυθρωπή
και σοβαρά μαζί μ’ εμέ τον μπούσουλα εκοιτούσε.

Στην πόρτα της αγόραζα μπανάνες και γλυκά
κι’ έξω με μι’ άλυσο μικρή την έβγαζα δεμένη
κι’ αφού σ’ όλα καθόμαστε κι’ επίναμε τα μπαρ,
στο φορτηγό γυρίζαμε κι’ οι δυο μας μεθυσμένοι.

Δε θύμωνε και μου ’δειχνε πολύ πως μ’ αγαπά,
ούτε κακά την άκουσα ποτέ να μου γρυλίσει.
Φαινόταν πως συνήθισε τις κακουχίες κι’ εμέ,
κι’ εγώ σαν έναν άνθρωπο την είχα συνηθίσει.

Κάποια φορά που επήγαινα μαζί της σκεφτικός
εξέφυγ’ απ’ τα χέρια μου χαρούμενη και πάει.
Είχε προτέρημα μεγάλο: να σιωπάει.
Μα κάτι είχε απ’ την ύπουλη καρδιά της γυναικός.

Τραβέρσο, ΜΟΥΣΩΝΑΣ

Τρελός Μουσώνας ράγισε μεσονυχτίς τα ρέλια.
Στο χέρι σου χλωρό κλαρί, χαρτί ένα φτερό.
Τέσσεροι κάμανε καιροί τα ρούχα σου κουρέλια.
Να σε σκεπάσω θέλησα, γλιστράς και δε μπορώ.

Κοράλλι ο κατραμόκωλος βαστάει να σε φιλέψει.
Γιατί μπήγεις τα νύχια σου στη σάπια κουπαστή;
Είν’ ένα φάδι αθώρητο, και μου μποδάει τη βλέψη.
Γαλάζιο βλέπω μοναχά, γαλάζιο και σταχτί.

Παρακαλώ σε κάθησε να ξημερώσει κάπως.
Χρώμα να βρω, το πράσινο και τίντες μυστικές.
Κι’ απέ, το θρύλο να σου πω που μου ’πε μαύρος κάπος
Τη νύχτα που μας έγλειφε φωτιά στο Μαρακές.

Ακόμα ξέρω τον αρχαίο σκοπό του Μινικάπε,
Τη φοινικιά που ζωντανή θρηνεί στο Παραμέ.
Μα ένα πουλί μου μήνυσε πως κάποιος άλλος σ’ τάπε
Κάποιος, που ξέρει να ιστορά καλύτερα από με.



( έχετε τη δυνατότητα, διαβάζοντας το ποίημα, να παρακολουθήσετε
το video με ή χωρίς ήχο. Η λήψη έγινε απ' τον Γιώργο Τσακιράκη )


ΟΤΑΝ ΟΙ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΠΟΙΗΣΗ..., ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 11:32 π.μ.

0

(Καθώς ύφαιναν και τραγουδούσαν οι κοπελιές και οι καλοί
τους περνούσαν απ’ έξω και τους έλεγαν μαντινάδες…
)

«Πέρνα σαϊτα μ’ αστραπή, να ’φάνω τα προυκιά μου,
Να παντρευτώ τον αγαπώ για να χαρεί η καρδιά μου»

«Στα παραθύρια τα ψηλά με τσι ψηλούς οντάδες
Καταχτυπάς το πέταλο και λέεις μαντινάδες»

«Μεταξωτό ’ναι το πανί, μεταξωτό το χτένι,
μεταξωτή κι η κοπελιά, που κάθεται και ’φαίνει»

«Ο έρωντας ανυφαντής με πονηριά εγίνη,
αράχνην ήστεσε ψιλή και πιάστηκα σε κείνη»
_____

(Το έθιμο τση παράδοσης τση νύφης με τσι σχετικές μαντινάδες...)

απ’ όξω: « Ανοίξετε την πόρτα σας, τη σιδεροζωσμένη,
να δούμενε τη νύφη σας, την πολυπενεμένη »

από μέσα: « Καλή είναι η νύφη μας, σαν το μαργαριτάρι
κι εδιάλεξε και πήρενε όμορφο παληκάρι »

απ’ όξω: «Να δούμενε τη νύφη σας, να δείτε το γαμπρό μας
κι αν έχετε παράπονο να μας το πείτε ομπρός μας »

από μέσα: « Τη νύφη δεν την παίρνετε οξώ να ορκιστείτε.
Πως δε θα τη μαλώνετε παρά θα τη τιμείτε»

Μη μας τηνέ μαλώνετε, μη μα τηνέ χολιάτε,
Γιατί ’ναι παραπονιαρέ και θα παραπονάται»

Απ’ όξω: «Δε σας τηνέ μαλώνουμε, δε σας τηνέ χολιούμε.
Σα το σγουρό βασιλικό θα τη παρακρατούμε»…

(η παρέα του γαμπρού δίνει μια αμποσέ τση πόρτας και μπαίνουνε μέσα…)

_____

(Στο στρώσιμο του κρεββατιού και στο φαγοπότι οι φίλοι συνήθως πειράζουν το γαμπρό με πειραχτικές μαντινάδες...)

«Απάντρευτος σα παντρεφτεί, σκοτούρες θέλει να ’χει,
και θέλει μια στην κεφαλή και μια ραβδέ στη ράχη».
_____

(Ένας γιος λέει στον πατέρα του πως θέλει να παντρευτεί και κείνος του απαντά...)

«Το δήλωσα τση μάνας μου κι είπα το και του γέρο,
ε, κακομοίρη γεροντή, μια κοπελιά θα φέρω»

«Σαν έχεις κανακάρη μου, τα σπίθια σου χτισμένα,
φέρτ’ την επά την κοπελιά κι είντα με γνοιάζει μένα»

«Μα ’χω τα ’γω τα σπίθια μου, χτισμένα με μπαλκόνι,
μόνο τσι τοίχους λείπουνται, ως και τη στέγη ακόμη»

(...το κυριότερο, ο γαμπρός έπρεπε να έχει σπίτι. Αν δεν το είχε φτιάξει έπρεπε να μπει μπρος το γιαπί αμέσως…)

Αγγελική Μποτζάκη-Σκάρπα, «Στιγμές…της Κρήτης»

_____

Μερικές κρητικές λέξεις:

Το δασκάλι, ο μαθητής / βγορίζει, φαίνεται, διακρίνεται / εγράντησα, έμπλεξα, βαρέθηκα πια / το ζούμπερο, το ζώο / αμποσέ-αμπωστέ, το σπρώξιμο / το θυρομάκελο, πόρτα σε εξοχικό κτήμα / το ξαθέρι, οι επίλεκτοι, οι άριστοι / κνογελώ, χαμογελώ / ντηρούμαι, σέβομαι / μοτσάρω, μαλώνω κάποιον, επιπλήττω / ξεκαλαίνω, ομορφαίνω / τα παρατσάφαλα, τα αινίγματα / πεμπάτος, σταλμένος / Πρωτογούλης, ο Ιούνιος / πρεπίζω, ευπρεπίζω / το τζιρητό, το τρέξιμο / ο τροζός-ο κουζουλός, ο τρελός, ο παλαβός, ανόητος, απερίσκεπτος.

"ΦΑΙΑΚΙΔΑ", ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠ' ΤΟ ζ' ΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ..., ΚΛΑΣΙΚΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 11:12 π.μ.

0


(ο Οδυσσέας μπροστά στη Ναυσικά,
Ζ. και Ά. Γκράχαμ Τζόνστον)



Στο σύνορο της σωτηρίας
και του Α ν θ ρ ώ π ο υ.

Ο Οδυσσέας ικέτης

Τμήμα της «Φαιακίδας» απ’ το ζ΄ της Οδύσσειας του ΟΜΗΡΟΥ

ΩΣ ΑΡA ΟΙ ΦΡΟΝΕΟΝΤΙ ΔΟΑΣΣΑΤΟ ΚΕΡΔΙΟΝ ΕΙΝΑΙ
ΛΙΣΣΕΣΘΑΙ ΕΠΕΕΣΣΙΝ ΑΠΟΣΤΑΔΑ ΜΕΙΛΙΧΙΟΙΣΙΝ
ΜΗ ΟΙ ΓΟΥΝΑ ΛΑΒΟΝΤΙ ΧΟΛΩΣΑΙΤΟ ΦΡΕΝΑ ΚΟΥΡΗΙ
ΑΥΤΙΚΑ ΜΕΙΛΙΧΙΟΝ ΚΑΙ ΚΕΡΔΑΛΕΟΝ ΦΑΤΟ ΜΥΘΟΝ

ΓΟΥΝΟΥΜΑΙ ΣΕ ΑΝΑΣΣΑ ΘΕΟΣ ΝΥ ΤΙΣ Η ΒΡΟΤΟΣ ΕΣΣΙ
ΕΙ ΜΕΝ ΤΙΣ ΘΕΟΣ ΕΣΣΙ ΤΟΙ ΟΥΡΑΝΟΝ ΕΥΡΥΝ ΕΧΟΥΣΙΝ
ΑΡΤΕΜΙΔΙ ΣΕ ΕΓΩΓΕ ΔΙΟΣ ΚΟΥΡΗΙ ΜΕΓΑΛΟΙΟ
ΕΙΔΟΣ ΤΕ ΜΕΓΕΘΟΣ ΤΕ ΦΥΗΝ Τ ΑΓΧΙΣΤΑ ΕΙΣΚΩ
ΕΙ ΔΕ ΤΙΣ ΕΣΣΙ ΒΡΟΤΩΝ ΤΟΙ ΕΠΙ ΧΘΟΝΙ ΝΑΙΕΤΑΟΥΣΙΝ
ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΕΣ ΜΕΝ ΣΟΙΓΕ ΠΑΤΗΡ ΚΑΙ ΠΟΤΝΙΑ ΜΗΤΗΡ
ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΕΣ ΔΕ ΚΑΣΙΓΝΗΤΟΙ ΜΑΛΑ ΠΟΥ ΣΦΙΣΙ ΘΥΜΟΣ
ΑΙΕΝ ΕΥΦΡΟΣΎΝΗΙΣΙΝ ΙΑΙΝΕΤΑΙ ΕΙΝΕΚΑ ΣΕΙΟ
ΛΕΥΣΣΟΝΤΩΝ ΤΟΙΟΝΔΕ ΘΑΛΟΣ ΧΟΡΟΝ ΕΙΣΟΙΧΝΕΥΣΑΝ
ΚΕΙΝΟΣ Δ ΑΥ ΠΕΡΙ ΚΗΡΙ ΜΑΚΑΡΤΑΤΟΣ ΕΞΟΧΟΝ ΑΛΛΩΝ
ΟΣ ΚΕ Σ ΕΕΔΝΟΙΣΙ ΒΡΙΣΑΣ ΟΙΚΟΝΔ ΑΓΑΓΗΤΑΙ
ΟΥ ΓΑΡ ΠΩ ΤΟΙΟΥΤΟΝ ΙΔΟΝ ΒΡΟΤΟΝ ΟΦΘΑΛΜΟΙΣΙΝ
ΟΥΤ ΑΝΔΡ ΟΥΤΕ ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΕΒΑΣ Μ ΕΧΕΙ ΕΙΣΟΡΟΩΝΤΑ
ΔΗΛΩΙ ΔΗ ΠΟΤΕ ΤΟΙΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΠΑΡΑ ΒΩΜΩΙ
ΦΟΙΝΙΚΟΣ ΝΕΟΝ ΕΡΝΟΣ ΑΝΕΡΧΟΜΕΝΟΝ ΕΝΟΗΣΑ
ΗΛΘΟΝ ΓΑΡ ΚΑΙ ΚΕΙΣΕ ΠΟΛΥΣ ΔΕ ΜΟΙ ΕΣΠΕΤΟ ΛΑΟΣ
ΤΗΝ ΟΔΟΝ ΗΙ ΔΗ ΕΜΕΛΛΕΝ ΕΜΟΙ ΚΑΚΑ ΚΗΔΕ ΕΣΕΣΘΑΙ
ΩΣ Δ ΑΥΤΩΣ ΚΑΙ ΚΕΙΝΟ ΙΔΩΝ ΕΤΕΘΗΠΕΑ ΘΥΜΩ
ΔΗΝ ΕΠΕΙ ΟΥΠΩ ΤΟΙΟΝ ΑΝΗΛΥΘΕΝ ΕΚ ΔΟΡΥ ΓΑΙΗΣ
ΩΣ ΣΕ ΓΥΝΑΙ ΑΓΑΜΑΙ ΤΕ ΤΕΘΗΠΑ ΤΕ ΔΕΙΔΙΑ Τ ΑΙΝΩΣ
ΓΟΥΝΩΝ ΑΨΑΣΘΑΙ ΧΑΛΕΠΟΝ ΔΕ ΜΕ ΠΕΝΘΟΣ ΙΚΑΝΕΙ
ΧΘΙΖΟΣ ΕΕΙΚΟΣΤΩΙ ΦΥΓΟΝ ΗΜΑΤΙ ΟΙΝΟΠΑ ΠΟΝΤΟΝ
ΤΟΦΡΑ ΔΕ Μ ΑΙΕΙ ΚΥΜΑ ΦΟΡΕΙ ΚΡΑΙΠΝΑΙ ΤΕ ΘΥΕΛΛΑΙ
ΝΗΣΟΥ ΑΠ ΩΓΥΓΙΗΣ ΝΥΝ Δ ΕΝΘΑΔΕ ΚΑΒΒΑΛΕ ΔΑΙΜΩΝ
ΟΦΡ ΕΤΙ ΠΟΥ ΚΑΙ ΤΗΙΔΕ ΠΑΘΩ ΚΑΚΟΝ. ΟΥ ΓΑΡ ΟΙΩ
ΠΑΥΣΕΣΘ ΑΛΛ ΕΤΙ ΠΟΛΛΑ ΘΕΟΙ ΤΕΛΕΟΥΣΙ ΠΑΡΟΙΘΕΝ
ΑΛΛΑ ΑΝΑΣΣ ΕΛΕΑΙΡΕ ΣΕ ΓΑΡ ΚΑΚΑ ΠΟΛΛΑ ΜΟΓΗΣΑΣ
ΕΣ ΠΡΩΤΗΝ ΙΚΟΜΗΝ ΤΩΝ Δ ΑΛΛΩΝ ΟΥΤΙΝΑ ΟΙΔΑ
ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΟΙ ΤΗΝΔΕ ΠΟΛΙΝ ΚΑΙ ΓΑΙΑΝ ΕΧΟΥΣΙΝ
ΑΣΤΥ ΔΕ ΜΟΙ ΔΕΙΞΟΝ ΔΟΣ ΔΕ ΡΑΚΟΣ ΑΜΦΙΒΑΛΕΣΘΑΙ
ΕΙ ΤΙ ΠΟΥ ΕΙΛΥΜΑ ΣΠΕΙΡΩΝ ΕΧΕΣ ΕΝΘΑΔ ΙΟΥΣΑ
ΣΟΙ ΔΕ ΘΕΟΙ ΤΟΣΑ ΔΟΙΕΝ ΟΣΑ ΦΡΕΣΙ ΣΗΙΣΙ ΜΕΝΟΙΝΑΣ
ΑΝΔΡΑ ΤΕ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΦΡΟΣΥΝΗΝ ΟΠΑΣΕΙΑΝ
ΕΣΘΛΗΝ ΟΥ ΜΕΝ ΓΑΡ ΤΟΥΓΕ ΚΡΕΙΣΣΟΝ ΚΑΙ ΑΡΕΙΟΝ
Η ΟΘ ΟΜΟΦΡΟΝΕΟΝΤΕ ΝΟΗΜΑΣΙΝ ΟΙΚΟΝ ΕΧΗΤΟΝ
ΑΝΗΡ ΗΔΕ ΓΥΝΗ ΠΟΛΛ ΑΛΓΕΑ ΔΥΣΜΕΝΕΕΣΣΙΝ
ΧΑΡΜΑΤΑ Δ ΕΥΜΕΝΈΤΗΙΣΙ ΜΑΛΙΣΤΑ ΔΕ Τ ΕΚΛΥΟΝ ΑΥΤΟΙ

ΤΟΝ Δ ΑΥ ΝΑΥΣΙΚΑΑ ΛΕΥΚΩΛΕΝΟΣ ΑΝΤΙΟΝ ΗΥΔΑ

ΞΕΙΝ ΕΠΕΙ ΟΥΤΕ ΚΑΚΩΙ ΟΥΤ ΑΦΡΟΝΙ ΦΩΤΙ ΕΟΙΚΑΣ
ΖΕΥΣ Δ ΑΥΤΟΣ ΝΕΜΕΙ ΟΛΒΟΝ ΟΛΥΜΠΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙΣΙΝ
ΕΣΘΛΟΙΣ ΗΔΕ ΚΑΚΟΙΣΙΝ ΟΠΩΣ ΕΘΕΛΗΙΣΙΝ ΕΚΑΣΤΩΙ
ΚΑΙ ΠΟΥ ΣΟΙ ΤΑΓ ΕΔΩΚΕ ΣΕ ΔΕ ΧΡΗ ΤΕΤΛΑΜΕΝ ΕΜΠΗΣ
ΔΥΝ Δ ΕΠΕΙ ΗΜΕΤΕΡΗΝ ΤΕ ΠΟΛΙΝ ΚΑΙ ΓΑΙΑΝ ΙΚΑΝΕΙΣ
ΟΥΤ ΟΥΝ ΕΣΘΗΤΟΣ ΔΕΥΗΣΕΑΙ ΟΥΤΕ ΤΕΥ ΑΛΛΟΥ
ΩΝ ΕΠΕΟΙΧ ΙΚΕΤΗΝ ΤΑΛΑΠΕΙΡΙΟΝ ΑΝΤΙΑΣΑΝΤΑ
ΑΣΤΥ ΔΕ ΤΟΙ ΔΕΙΞΩ ΕΡΕΩ ΔΕ ΤΟΙ ΟΥΝΟΜΑ ΛΑΩΝ
ΦΑΙΗΚΕΣ ΜΕΝ ΤΗΝΔΕ ΠΟΛΙΝ ΚΑΙ ΓΑΙΑΝ ΕΧΟΥΣΙΝ
ΕΙΜΙ Δ ΕΓΩ ΘΥΓΑΤΗΡ ΜΕΓΑΛΗΤΟΡΟΣ ΑΛΚΙΝΟΟΙΟ
ΤΟΥ Δ ΕΚ ΦΑΙΗΚΩΝ ΕΧΕΤΑΙ ΚΑΡΤΟΣ ΤΕ ΒΙΗ ΤΕ
__________

(λογοτεχνική απόδοση, Γιώργος Τσακιράκης)

Κι όπως το συλλογίστηκε καλύτερο του εφάνη
κρατώντας την απόσταση με λόγια μαλακά παράκληση να κάνει

μήπως κι η κόρη χολωθεί το γόνα αν της κρατούσε.

Έτσι, με σύνεση και πονηριά, τα μαλακά τα λόγια του κινούσε
«Γονατιστός προσπέφτω, δέσποινά μου. Θνητή ’σαι για θεά; Δεν ξέρω.
Αν στους θεούς ανήκεις, τους κτήτορες του ουρανού του πλέριου,

λέω πως μοιάζεις με την Άρτεμη, του Δία τη θυγατέρα του μεγάλου,

στην εμορφιά, στο ανάστημα, στην εξαίσια όψη.
Αν πάλι ανήκεις στους θνητούς που αυτή τη γη πατούνε
τρεις φορές μάκαρες ο γονιός κι η σεβαστή σου η μάνα
και τρεις φορές μακαριστοί κι οι αδελφοί σου. Με ποιο καμάρι

θα θερμαίνεται για πάντα η καρδιά τους να σ’ έχουν πλάι τους

κι όταν σε βλέπουν το χορό να σέρνεις, σαν λουλούδι.

Και πιότερο απ’ όλους πιο μακαριστός κείνος

που νύφη σπίτι του θα σ΄ έχει κερδίζοντάς σε με πλούσια δώρα.

Μέχρι τα τώρα ποτέ τόση γυναίκεια ομορφιά δεν είδα ή ακόμα αντρίκια.
Θάμπωσε η όψη μου. Να σε κοιτάζω δεν χορταίνω.
Ω ναι, κάποτε-πήγα κι εκεί- στη Δήλο, όπου πολύς
στρατός μ’ ακολουθούσε
στο δρόμο που ’μελε μονοπάτι
της μεγάλης συφοράς μου να γενεί,
πλάι στου Φοίβου το βωμό,
μπροστά στα μάτια μου,
ένα βλαστάρι φοινικιάς το είδα να ψηλώνει.

Τότε, καθώς και τώρα, κοιτάζοντας εκείνο το βλαστάρι,

εκστατικός απόμεινα ώρα πολλή.
Γιατί ποτές πάνω στη γη
τέτοιος βλαστός ωραίος δεν εγίνει.
Όμοια και τώρα εκστατικός
σ’ αποθαυμάζω, δέσποινά μου,
θαμπωμένος.
Τα γόνατά σου ν’ ακουμπήσω δεν τολμώ.

Είμαι που είμαι στη βαριά τη συφορά χαντακωμένος.

Χθες μόλις, της μπλάβας θάλασσας της ξέφυγα,
είκοσι
μέρες στα νερά της πάνω. Μέχρι τα τότε το κύμα το αεικίνητο
και θύελλες πυκνές μακριά απ’ το νησί
της Ωγυγίας με ξεσέρναν.
Ενός θεού η εκδίκηση σε τούτο
το ακρογιάλι στα στερνά με πέταξε
κι αναλογίζομαι πως
κάποιο νέο κακό με περιμένει.
Τα πάθη μου ακόμα δεν τελειώσανε.
Κι άλλα πολλά, λογίζομαι,
ορίσαν οι θεοί προηγούμενα να πάθω.
Το έλεός σου τώρα εγώ ζητώ.
Έτσι ανελέητα βασανισμένος,
η πρώτη είσαι σύ που απαντώ
απ’ τους ανθρώπους
που, άγνωστοί μου, κατοικούν σ’ αυτή τη γη,
σ’ αυτή την πόλη.
Δείξε μου την πόλη ετούτη, σε ικετεύω,
κι ένα κουρέλι δώσε μου,
ένα πανί να με τυλίξει
απ’ όσα έχεις φέρει εδώ, τη γύμνια μου να κρύψω.

Κι εύχομαι οι θεοί, ό,τι βαθιά μες την ψυχή σου αποθυμάς να δώσουν.
Σύζυγο, σπιτικό κι ομόνοια που είναι, πιότερο
απ’ όλα, φημισμένη.
Γιατί καλύτερο απ’ αυτό θεμέλιο δεν είναι
απ’ το να συνταιριάζει
και να ομονοεί το αντρόγυνο στο σπίτι».

Τότε κι Ναυσικά, τα χέρια της λευκά, του αντείπε

«Ξένε, δεν φαίνεσαι ασήμαντος πως είσαι κι η φρόνηση,
μήτε κι αυτή σου λείπει. Κι ο ολύμπιος Δίας, όπως καλά το
ξέρεις,
μόνο αυτός την ευτυχία τη μοιράζει στους ανθρώπους

κατα πως θέλει, σ’ άσημους ή και σε φημισμένους.

Λόγιασε πως τα πάθη είναι δικά σου, όσα πέρασες,
και
πρέπει εσύ καρτερικά να τα υπομείνεις. Ωστόσο τώρα,
σ΄αυτή
την πόλη και τη χώρα που ’ρθες καλοδεχούμενος,
ρούχο
δεν θα το στερηθείς μήτε και τίποτε άλλο
απ’ όσα πρέπουν
σε πολύπαθον ικέτη που προσπέφτει.
Καθώς ζητάς, την πόλη
θα γνωρίσεις κι ο λαός μας ποιο ’νομα έχει
θε να μάθεις.
Τη χώρα αυτή, την πόλη ακόμα, την κατοικούν οι Φαίακες.
Εγώ του γενναίου Αλκίνοου θυγατέρα είμαι.
Αυτός
μέσα στους Φαίακες κρατεί δύναμη κι εξουσία».


(για την απόδοση έλαβα υπόψη τη μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη, κάποια στοιχεία της οποίας διατηρώ).

__________

Αισθάνομαι την ανάγκη να στείλω χαιρετισμό στον, για δυο μήνες ( αλλά αρκετούς για μένα ), σεβαστό μου δάσκαλο. Το Δημήτρη Μαρωνίτη που κάποτε μου ’χε πει: «Μη φύγεις από δω. Μιλάς σωστά ελληνικά». Η ζωή δεν μου άφηνε περιθώριο να τον ακούσω. Τα λόγια όμως αυτά δεν τα ξέχασα ποτέ.

Δάσκαλε, ήθελα κάποτε το πνέμα μας να σμίξει.
Και τώρα να. Η βαθιά καρδιά μου μες τη δική σου μένει.


ΗΧΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ..., Μ' ΕΝΑ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ, ΜΟΥΣΙΚΗ Ή ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 11:03 π.μ.

0



Ανάγνωση των ποιημάτων της Ανθολογίας τριών ήχων.
Διαβάζει ο Γιώργος Τσακιράκης

ΣΟΛΟΜΩΝ, ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ, ΙΣΡΑΗΛ..., ΟΨΕΙΣ ΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 10:44 π.μ.

0

ΣΟΛΟΜΩΝ, βασιλεύς του Ισραήλ απ’ το 972 π.Χ.

ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ ( μερική απόδοση, Γιώργος Τσακιράκης )

Άσμα Α΄ (απόσπασμα)

«Ως μήλον μεταξύ των δέντρων του δρυμού,
ούτω είναι ο αγαπημένος μου ανάμεσα εις τους νέους.
Υπό την σκιάν του επεθύμησα και εκάθισα
και ο καρπός του είναι γλυκύς εις τον λάρυγγά μου.
Οδηγήσατέ με εις τον οίκον του οίνου
και αφιερώσατε εις εμέ αγάπην.
Στηρίξατέ με με μύρα
δροσίσατέ με με μήλα,
διότι είμαι τετρωμένη υπό αγάπης..
Υπό την κεφαλήν μου ας είναι η αριστερά του
και η δεξιά του ας με εναγκαλισθεί.
Όρκισα υμάς, θυγατέρες της Ιερουσαλήμ,
εις τας δυνάμεις και εις τας ιδιότητας του αγρού
να μη διαταράξητε, να μη εξυπνήσητε
την αγάπην, μέχρις ότου αύτη ευαρεστηθεί».

Άσμα Β΄ (απόσπασμα)

Αποκρίνεται ο αγαπημένος μου και μου λέγει:
«σήκω, αγάπη μου, ωραία μου, περιστερά μου,
διότι, ιδού, ο χειμών παρήλθεν
η βροχή παρήλθεν. Σήκω και ελθέ, περιστερά μου.
Εις τας σχισμάς των βράχων,
εις τους μυχούς του προτειχίσματος,
άφησέ με να ίδω την μορφήν σου,
άφησέ με να ακούσω την φωνήν σου
διότι η φωνή σου είναι γλυκεία
και η όψις σου είναι χαριτωμένη».
_____

Το Άσμα Ασμάτων είναι σύνθεση βαθύτατα ερωτική και λυρική. Η συνεχής αναζήτηση-σωματική και ψυχική- είναι αέναα αιωρούμενη, σαν το άρωμα των μύρων, συντηρώντας ένα περίβλημα εκστασιαστικό.
Η παρούσα, διαφοροποιημένη, απόδοση-μεταγραφή των αποσπασμάτων, απευθείας απ’ τη Μετάφραση των Ο΄ , έγινε με παρρησία και θάρρος για τις όποιες αλλαγές. Η παραδεδεγμένη μετάφραση υπό την επιστασία του Αθανασίου Π. Χαστούπη περιέχει αυθαίρετες εκδοχές.

Γιώργος Τσακιράκης
__________

Ο Σολομών, γιος του Δαβίδ και της Βησθαβεέ, τρίτος βασιλιάς του Ισραήλ μετά τον Σαούλ και τον Δαβίδ πριν αυτό διαιρεθεί, βασίλευσε για 40 χρόνια ( από το 972 π.Χ.)
Το όνομά του σημαίνει «ειρηνικός» και του δόθηκε απ’ τον Δαβίδ που τον όρισε διάδοχό του. Το όνομα αυτό αποδείχτηκε «προφητικό», αφού ο Σολομών υιοθέτησε ειρηνική πολιτική συνάπτοντας συμμαχίες και σημαντικές εμπορικές συμφωνίες που έδωσαν μεγάλη δύναμη και πλούτο στο Ισραήλ αλλά και στον ίδιο. Είχε τη φήμη του σοφού, με δείγμα της δικαιοσύνης και της σοφίας του τη γνωστή ιστορία των δυο γυναικών που διεκδικούσαν το ίδιο παιδί.
Ζούσε με χλιδή, έχοντας αποκτήσει 700 συζύγους και 300 παλακίδες. Ανάμεσα στα πολλά έργα του ήταν και ο περίφημος ναός της Ιερουσαλήμ, όπου μετέφερε και την Κιβωτό της Διαθήκης.
Τήρησε ανεξίθρησκη συμπεριφορά κα περιποιήθηκε τους ξένους, με πιθανή εξήγηση την επιδίωξη ειρήνης και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του. Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του έκανε, ίσως λόγω πνευματικής κατάπτωσης, λανθασμένες επιλογές και αυτό οδήγησε το Ισραήλ στη διαίρεση, ήδη απ’ την βασιλεία του γιου του Ροβοάμ. Τάφηκε στην πόλη Δαβίδ ( Ιερουσαλήμ ).

Εκτός απ’ το Άσμα Ασμάτων, αποδίδονται στον Σολομώντα και οι Παροιμίες και ο Εκκλησιαστής

"ΑΦΕΛΗ" ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ..., ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΣΤΙΧΟΙ, ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 10:25 π.μ.

0



Γιώργος Τσακιράκης

«Αφελή» ποιήματα για μικρά παιδιά…

Σημείωση 1. οι παρακάτω στίχοι για μικρά παιδιά, είναι γραμμένοι σκόπιμα με «αφελή» και «αστείο» τρόπο (όπως ακριβώς τα limericks ή «ληρολογήματα» του Edward Lear, στα οποία θα αναφερθούμε σε άλλη ύλη), περιέχοντας και το παράδοξο μέχρι και το φαινομενικά «ανόητο» όπως κι εκείνα. Limericks έγραψε και ο Γιώργος Σεφέρης. Προσωπικά, έθεσα-έμμεσα-έναν «ψυχοπαιδαγωγικό» στόχο. Με τον «αστεϊσμό» και το παιχνίδι να επιχειρηθεί-φυσικά με τη βοήθεια συχνά κάποιου οικείου ενήλικα, σε συσχετισμό και με τους ζωγραφικούς πίνακες ή και με την ίδια την φυσική κατάσταση- επίδραση στην ψυχολογία ενός, ακόμα και πολύ μικρού παιδιού, ώστε να μη φοβάται το σκοτάδι.
Σημείωση 2. Το πρώτο απ’ τα «αστεία ποιήματα» (Η Νυχτιά απ’ την Αστόρια) έχει ακριβώς τη μορφή limerick, με ομοιοκαταληξία ααββα. Τα υπόλοιπα όχι.

Η Νυχτιά απ’ την Αστόρια

Ήτανε μια Νυχτιά απ’ την Αστόρια
που φύσαγε πολλά μπωφόρια.
Κατάπιε αέρα πολύ
και πέταξε σαν πουλί
η απρόσεχτη Νυχτιά απ’ την Αστόρια
_____

Λαγός κι η συντροφιά του

Λαγός πλάι στο φεγγάρι
έκανε «κρακ» με τα δόντια του.

Λαγουδάκι πίσω του
κοίταζε την ουρά του.

Ποταμάκι στον κάμπο
έπλενε τις πέτρες του.

Ψαράκι στη γούβα του
μάλωνε τα παιδιά του.
_____

Η δασκάλα απ’ τη Μαυροχώρα

Ήτανε μια Νύχτα
απ’ τη Μαυροχώρα
που ’κανε τη δασκάλα
με τη μπόλια της.

Κούναγε τη βέργα
στο Φεγγάρι
να μάθει πολλαπλασιασμό
κι ύστερα νύσταξε
κείνη η Νύχτα.
_____

Η Μέρα, η Νύχτα και το χάζι

Μια Μέρα
και μια Νύχτα
μπογιάτιζαν τη μύτη τους
να κάνουν χάζι στον καθρέφτη.

Κι έλεγαν κι είπαν.

Εγώ ’μαι η Νύχτα
και σου νυχτώνω τη μύτη

Κι εγώ ’μαι η μέρα
και στην ξημερώνω.

Σημείωση: οι πίνακες που αφορούν τα υπόλοιπα «αστεία ποιήματα» δεν καταχωρήθηκαν για λόγους χώρου. Αλλά υπάρχουν.

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ, Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ..., ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΑΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΚΑΙ ΣΑΝ ΕΡΕΘΙΣΜΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 10:21 π.μ.

0


Πρόσφυγες...η ταπείνωση

φωτογράφηση, Γιώργος Τσακιράκης

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ...ΜΗΔΕΝΙΚΗ ΑΠΟΧΡΩΣΗ..., ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ (ΠΑΡΑ)ΔΕΙΓΜΑΤΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 9:56 π.μ.

0

Ο ποιητής του δρόμου

Μηδενική απόχρωση

Δεν ξέρω αν η βιαιότητα
της σιωπής συμβαδίζει
με το τίποτα.

Ξέρω μόνο πως το τίποτα
είναι μια μηδενική απόχρωση
χαμένη σε ασχημάτιστους δρόμους

που δεν ακολουθούν τα ταξίδια
του καλοκαιριού.

Ξέρω ακόμα πως έξω απ’ τις αίθουσες, ο Κόσμος συνεχίζει να λαμνοκοπάει στη θλιβερή μοναξιά του. Κι η μοναξιά του είναι μεγαλύτερη απ’ τη δική μου. Πως ΕΚΕΙ ΕΞΩ υπάρχουν «υφασμάτινοι» ή και «χάρτινοι» άνθρωποι, σαν κι αυτόν που κάποτε μου είχε πει «είναι ποινικό αδίκημα να ευαισθητοποιείς συνειδήσεις». Αλλά δεν τον χρειαζόμουν και τον πέταξα στην πυρά. Κι όπως και τότε, θα συνεχίσω να φυτεύω αγιοκλήματα στην άσφαλτο, εκεί όπου «τα πάντα ρει», για ν’ αφήσω ένα ανθρώπινο μήνυμα στον Κόσμο που βιάζεται ανομολόγητα, κοιτάζοντας στα μάτια τις όψεις «απουσίας κρίσης και θάρρους». Ίσως θα νιώσω λίγο παράξενα μέσα στις λάσπες και στα πετρέλαια. Μα ένας ένθεος και (ή) ένας αντίθεος δαίμονας κυκλοφορεί μέσα μου και μου φωνάζει. « Είμαι οργισμένος μαζί σου. ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΕΓΚΑΛΕΙΣ; Έχεις το δικαίωμα να το κάνεις αφού πρώτα θυσιαστείς. Και δεν το έχεις ακόμα κάνει. Μόνο τότε μπορούμε εσύ κι εγώ να γίνουμε σύμμαχοι».

Δεν είμαι εδώ μόνο για τα λόγια. Δεν ήμουν ποτέ. Και δεν θέλω να γράφω μόνο ποιήματα αλλά ποίηση. Δεν είναι το ίδιο. Δεν ωφελεί να είμαι ένας «αδιάβροχος» ποιητής. Ένας «ημίχρηστος» διανοούμενος. Οφείλω να σταθώ στο σταυροδρόμι όπου φυσούν όλες οι ανησυχίες και τα ονείρατα. Ρόδο ανέμων. Και δεν θέλω να ντρέπομαι το είδωλό μου πάνω στον ραγισμένο καθρέφτη, που ίσως ράγισε γιατί κι εγώ δεν τον πρόσεχα.

Μια φλόγα είναι η ψυχή μου που ο Κόσμος τη χρειάζεται, ώσπου να κατακάτσουν τα χωμάτινα μόρια που κουβαλώ στο κορμί μου, μέχρι ν’ αποτεθούν πάνω στους νέους σπόρους που κλωθογυρίζουν να ξεπεταχτούν.

Ο θάνατός μου θα ταξιδέψει μόνος. Θα τον αφήσω αβοήθητο, ακολουθώντας έναν δρόμο για αιώνες αταξίδευτο. Γεμάτον αγκάθια, που δεν μου τρύπησαν ακόμα το κορμί και πρέπει να το κάνουν. Πρέπει κι εγώ να κουβαλήσω το σταυρό. Οδυνηρά και επώνυμα. Στην ανωνυμία δεν υπάρχει υπευθυνότητα, υπάρχει δειλία που δεν μου ανήκει. Ανώνυμος δικαιούται να μείνει μόνο αυτός που σε έχει ανάγκη και σε περιμένει.

Σ’ αυτή την πορεία αποκηρύσσω κάθε βία και κάθε καπήλευση.

Στο δημοσίευμα: «Τι νόημα έχει σήμερα να μιλάμε για ποίηση του δρόμου; Όπου ακόμα και ο πιο οργισμένος ποιητής θέλει χορηγό, μπορούμε να μιλάμε για ποιητές επαναστάτες και κοινωνικούς αγωνιστές;»,

προσθέτω την προσωπική μου απάντηση:

Δεν θα χρεώσω το συμπιεσμένο μου κενό στην Κοινωνία.
Και δεν γεννήθηκα απ’ τη στάχτη των δειλών θεών.

Γι’ αυτό, χωρίς κανέναν χορηγό, θ' αφήσω να γεννηθεί μέσα μου ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ και του Κόσμου.

και θα σας δίνω λόγο.

(Μη περιμένετε να δείτε εκεί έξω έναν σκυθρωπό άνθρωπο...)

Γιώργος Τσακιράκης

ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ, ΡΩΣΙΑ..., ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ...ΠΟΙΗΤΙΚΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 9:29 π.μ.

0














Ρωσία, ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ (11 Ιούνη 1889 - 5 Μάρτη 1966)


Ρέκβιεμ ( έτη γραφής 1938, 1939,1940)

1.

Το πικροχάραμα σε πήρανε
κι εγώ ξοπίσω σου έτρεχα στο διάβα
Κλαίγαν παιδιά στη μαυροκάμαρη
και τα κεριά ελιώναν στα εικονίσματα.
Τα χείλη σου στην κρύα εικόνα πάνω απομείναν
και στάλες ίδρωτα κυλούν στο μέτωπό σου
θυμίζοντας το θάνατο…Δεν θα ξεχάσω!
Σαν τις γυναίκες των Στρελτσί
δίπλα στους πύργους του Κρεμλίνου
θα σε θρηνώ ουρλιάζοντας.
(1935)

απόδοση, Γιώργος Τσακιράκης

7.

Καταδίκη

Πέτρινα λόγια η καταδίκη
Πάνω στο στήθος μου χτυπούν
Μα κείνο ζωντανό είν’ ακόμα.
Περίμενα το πλήγμα τούτο
Θα αντέξω ξέρω πώς και τώρα.

Έχω πολλά να κάνω απόψε
Η μνήμη πρέπει να σβηστεί
Και πέτρα να κάνω την καρδιά μου
Να ξαναμάθω τη ζωή
Το καλοκαίρι με την κάψα του, ήρθε
Στο παραθύρι απ’ έξω στήνει γιορτή.
Μια μέρα φωτεινή με σπίτι άδειο
Γνώριζα από πριν πως θα συμβεί.
(1939)
_____

"Τα φοβερά εκείνα χρόνια της τρομοκρατίας του Γιεζόφ* πέρασα δεκαεπτά μήνες σε ουρές έξω από τις φυλακές στο Λένινγκραντ. Κάποια στιγμή κάποιος με «αναγνώρισε». Τότε μια γυναίκα με γαλανά χείλη που στεκόταν πίσω μου και που, σίγουρα, ποτέ δεν είχε ακούσει τ’ όνομά μου, συνήλθε απ’ το πάγωμα που μας κατείχε όλους την εποχή εκείνη και ψιθυριστά με ρώτησε στ’ αυτί ( την εποχή εκείνη όλοι ψιθυριστά μιλούσαμε):
-Αυτά εδώ μπορείτε να τα περιγράψετε;
Και τότε εγώ είπα:
-Μπορώ
Τότε κάτι σαν χαμόγελο γλίστρησε πάνω σ’ κείνο που κάποτε ήταν το πρόσωπό της".

(Άννα Αχμάτοβα, 1η Απριλίου 1957, Λένινγκραντ
)
_____

Δεν κρύφτηκα κάτ’ από ξένο ουρανό
Ούτε φτερούγας ξένης προστασία
Ήμουν με τον δικό μου τον λαό
Όταν εζούσε μεσ’ τη δυστυχία
(1961)


μετάφραση, Δημήτρης Τριανταφυλλίδης


(Τα ποιήματα είναι προφανέστατα γραμμένα για τον γιο της Λέοντα που συνελήφθηκε τρεις φορές, το 1934, το 1938 και το 1940. Στη δεύτερη σύλληψή του είχε καταδικαστεί σε θάνατο, τον οποίο απέφυγε όταν και οι ίδιοι οι δικαστές που τον καταδίκασαν περιέπεσαν στη δυσμένεια του Στάλιν).
_____

«Άννα, χρυσόστομη πασών των Ρωσιών», είπε η Μαρίνα Τσβετάγιεβα
_____

Άννα Αχμάτοβα. Ποιήτρια, το έργο της οποίας έγινε με την πάροδο του χρόνου η φωνή της συνείδησης της Ρωσίας στον 20ο αιώνα. Το πραγματικό της όνομα ήταν Άννα Γκορένκο (το επίθετο του πατέρα της). Όταν ο πατέρας της έμαθε τις ποιητικές της ενασχολήσεις την παρακάλεσε «να μη λερώσει το όνομά του». «Δεν μου χρειάζεται το όνομά σου» του απάντησε και υιοθέτησε το γένος της προγιαγιάς της που καταγόταν από τον Τάταρο Χάνο Αχμάτ. Έτσι στη ρωσική λογοτεχνία έκανε την εμφάνισή του το όνομα Άννα Αχμάτοβα.
Ξεκίνησε με τη σχολή των Ακμαϊστών αλλά αυτονομήθηκε γρήγορα και ξεχώρισε για τον λυρισμό, τους χαμηλούς τόνους και τα έντονα συναισθήματα της ποίησης της. Πέρασε όλη την ζωή κάτω από απηνείς διώξεις του σταλινικού καθεστώτος, το οποίο δεν δίστασε μάλιστα να χρησιμοποιήσει τον γιο της, φυλακίζοντάς τον προκειμένου η Αχμάτοβα να υποταχθεί «τοις κείνων ρήμασι». Αρνήθηκε, διατηρώντας την αξιοπρέπειά της μέχρι τέλους. Η «αγία και πόρνη» της ρωσικής ποίησης επέζησε του σταλινικού ολοκαυτώματος και το έργο της ήταν ο φάρος, η πυξίδα και ο χάρτης με τα οποία επιβίωσε ένας ολόκληρος λαός.
Την αποκάλεσαν «αστέρι του βορρά», παρόλο που γεννήθηκε στην Μαύρη Θάλασσα. Έζησε ζωή μακρά και γεμάτη. Έζησε πολέμους, επαναστάσεις, απώλειες και λίγες στιγμές ευτυχίας. Την γνώριζε όλη η Ρωσία μα υπήρξαν εποχές που το όνομά της ήταν απαγορευμένο. Ήταν μια μεγάλη ποιήτρια με ρωσική ψυχή και ταταρικό επίθετο. Η Αυτής Μεγαλειότης, η Άννα Αχμάτοβα.

Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης
__________

*Γιεζόφ Νικολάι Ιβάνοβιτς (1895-1940): επικεφαλής της Επιτροπής Κρατικής Ασφάλειας της Ε.Σ.Σ.Δ.

Η ΤΕΧΝΗ ΤΩΝ ΤΣΙΓΓΑΝΩΝ..., ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΜΑ...ΣΠΑΝΙΑ ΣΤΙΓΜΙΑΙΟ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 8:38 π.μ.

0

Η Τέχνη των Τσιγγάνων

Άραγε, μιλάμε εδώ για λόγια ποίηση; Αν ψάχνουμε, στην περίπτωση αυτή, για βαθυστόχαστο «προσωπικό» λόγο, μάλλον θα είμαστε κακοπροαίρετοι. Τα λαϊκά «σπαράγματα» δεν είναι συνήθως «βαθυστόχαστα». Είναι εσωτερικά και η εξωτερική τους μορφή είναι ένα είδος- μη ψάχνουμε αντιστοιχίες- μοιρολόι. Που όταν τραγουδιέται με σωστό λόγο, δραματικό λυρισμό και «γονατισμένη» αλλά παρούσα ψυχή, έχει ποιητικές αξιώσεις. Μόνο αυτοί που έχουν εσωτερική δόνηση θα ανακαλύψουν αυτή τη «γεύση»… Γιώργος Τσακιράκης


Τα μάτια της μελαχρινής μου

Τα μάτια της μελαχρινής μου

μοιάζουν με τη δυστυχία μου,
είναι τόσο μεγάλα σαν
την κούραση που έχω,
τόσο μαύρα σαν τον πόνο μου.

Δεν είμαι πια αυτός που ήμουν-
ούτε θα είμαι αυτός που είμαι.
Είμαι ένα θλιμμένο δέντρο,
που ακουμπάει στον τοίχο.

(Coplas flamencas)
__________

Δεν είναι δυνατόν

Τι συνέβη λοιπόν
και εξεγέρθηκαν
οι τσιγγάνοι;

Δεν είναι δυνατόν!

Και τι θέλουν άραγε;
Θέλουν οι τσιγγάνοι να έχουν
ψωμί και λάδι.

Δεν είναι δυνατόν!

Θέλουν ακόμα
όλοι οι άνθρωποι να
είμαστε ίσοι.

Δεν είναι δυνατόν!
Τι τρελή ιδέα!

Δες, ξαδερφούλα μου, ποιο φλαμένγκο
χορεύω, ποιος Τσιγγάνος είμαι,
ο βασιλιάς με διατάζει να φύγω
και να που φεύγω με τους δικούς μου.

Είμαι Τσιγγάνος,
ένας καλός Τσιγγάνος
που το χειμώνα κρυώνει.

Η μάνα μου
με γέννησε Τσιγγάνο
κι αν δεν είμαι καλός,
κάποιος λόγος θα υπάρχει.

(Jaleos και cantinas, απ’ το θεατρικό έργο Camelamos naquerar, Θέλουμε να μιλήσουμε, του Mario Majia, Κείμενο του Jose Heredia Mayia, 1976)
__________

Το πρώτο βήμα

Μόλις αρχίσαμε να βαδίζουμε.
Ζητάμε τη θέση μας ανάμεσα
στους άλλους,
αναζητάμε μια θέση
όπου θα βρούμε αξιοπρέπεια και
αλήθεια.
Πόσοι δρόμοι μας περιμένουν;
Πόσες χιλιάδες χιλιόμετρα;
-Και δεν κάναμε παρά το πρώτο
βήμα.

…ΚΙ ΟΜΩΣ (…Θέατρο Romen στη Μόσχα, αν και έχασε τις εγκαταστάσεις του, Θέατρο Pralipe της πρώην Γιουγκοσλαβίας, που αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στη Γερμανία…κ.ά.) διασκευάζονται στην τσιγγάνικη γλώσσα τα έργα των μεγάλων κλασικών, κυρίως των Ελλήνων, του Γκαρθία Λόρκα και άλλων…

Ζαν-Πιερ Λιεζουά
«Ρομά, Τσιγγάνοι, Ταξιδευτές»

(μετάφραση, Αθηνά Σιπητάνου)

Ο "ΔΙΑΒΡΟΧΟΣ" ΠΟΙΗΤΗΣ..., ΝΥΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ, ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 7:44 π.μ.

0

Ο "ΔΙΑΒΡΟΧΟΣ" ΠΟΙΗΤΗΣ

Η βασική επίπτωση της εσωτερικής ζωής είναι ότι μας κάνει «διάβροχους». Ένας ποιητής αδιάβροχος δε μπορεί να γράψει παρά έργα επιφανειακά.

Αυτό που διαφοροποιεί τους σπουδαίους από τους μέτριους συγγραφείς μπορούμε να πούμε πως είναι η πυκνότητα του λόγου τους (και, φυσικά, η σοβαρότητά τους).

Ο ποιητής πρέπει να νιώθει όλες τις λέξεις του, ενώ ο κοινός άνθρωπος δεν έχει το χρόνο να το κάνει.

Στην ποίηση η ακριβολογία έχει αξία μόνο αν φτάνει στην υπερβολή. Ο Κορμπιέρ είναι κάτι περισσότερο από συγγραφέας. Είναι ποιητής, όταν, θέλοντας να περιγράψει κάποιους ναυτικούς λέει «ετούτοι οι χοντροκομμένοι άγγελοι».

Η αληθινή πρωτοτυπία υπάρχει μόνο στην ωριμότητα, γιατί μόνο το βάθος του εαυτού μας είναι πρωτότυπο. Όλα τ’ άλλα είναι δάνεια από τρίτους, επομένως δεν είναι πρωτότυπα.

Μπορεί να υπάρχει λυρισμός κι έξω απ’ την ποίηση, δεν υπάρχει όμως αληθινή ποίηση χωρίς λυρισμό.

Αυτό που σώζει την τέχνη είναι το εύρημα. Αλλά το πραγματικό εύρημα προέρχεται από μια ανάφλεξη στοχασμών ή συναισθημάτων. Ο λυρικός στίχος είναι προϊόν ανάφλεξης. Μονάχα η ανάφλεξη μπορεί να του χαρίσει πυκνότητα. Γι’ αυτό δεν πρέπει να φοβόμαστε το ακατανόητο. Εκείνο που έχει σημασία είναι να καταλάβουμε αν ο στίχος είναι άξιος πραγματικά ή όχι.

Αν δεν πληγωθείτε ή δε χαρείτε από ερεθίσματα εξωτερικά, αν δεν φτάσετε στην έσχατη οδύνη, δεν πρόκειται ν’ αποκτήσετε εσωτερική ζωή. Κι αν δεν έχετε εσωτερική ζωή, η ποίησή σας θα ’ναι άχρηστη.

Μαξ Ζακόμπ / Max Jacob

Γεννήθηκε το 1876 στο Quimper της Βρετάνης, στη Γαλλία, από γονείς Ισραηλίτες. Το Φλεβάρη του 1944 τον συνέλαβε η Γκεστάπο και τον έστειλε στο στρατόπεδο του Drancy. Εκεί προσβλήθηκε από πνευμονία και πέθανε στις 5 Μάρτη.

μετάφραση, Αντώνης Φωστιέρης