
(ο Οδυσσέας μπροστά στη Ναυσικά,
Ζ. και Ά. Γκράχαμ Τζόνστον)
Στο σύνορο της σωτηρίας
και του Α ν θ ρ ώ π ο υ.
Ο Οδυσσέας ικέτης
Τμήμα της «Φαιακίδας» απ’ το ζ΄ της Οδύσσειας του ΟΜΗΡΟΥ
(λογοτεχνική απόδοση, Γιώργος Τσακιράκης)
Κι όπως το συλλογίστηκε καλύτερο του εφάνη 
κρατώντας την απόσταση με λόγια μαλακά παράκληση να κάνει 
μήπως κι η κόρη χολωθεί το γόνα αν της κρατούσε.
Έτσι, με σύνεση και πονηριά, τα μαλακά τα λόγια του κινούσε
«Γονατιστός προσπέφτω, δέσποινά μου. Θνητή ’σαι για θεά; Δεν ξέρω. 
Αν στους θεούς ανήκεις, τους κτήτορες του ουρανού του πλέριου, 
λέω πως μοιάζεις με την Άρτεμη, του Δία τη θυγατέρα του μεγάλου,
στην εμορφιά, στο ανάστημα, στην εξαίσια όψη.
Αν πάλι ανήκεις στους θνητούς που αυτή τη γη πατούνε
τρεις φορές μάκαρες ο γονιός κι η σεβαστή σου η μάνα 
και τρεις φορές μακαριστοί κι οι αδελφοί σου. Με ποιο καμάρι 
θα θερμαίνεται για πάντα η καρδιά τους να σ’ έχουν πλάι τους 
κι όταν σε βλέπουν το χορό να σέρνεις, σαν λουλούδι. 
Και πιότερο απ’ όλους πιο μακαριστός κείνος 
που νύφη σπίτι του θα σ΄ έχει κερδίζοντάς σε με πλούσια δώρα.
Μέχρι τα τώρα ποτέ τόση γυναίκεια ομορφιά δεν είδα ή ακόμα αντρίκια.
Θάμπωσε η όψη μου. Να σε κοιτάζω δεν χορταίνω. 
Ω ναι, κάποτε-πήγα κι εκεί- στη Δήλο, όπου πολύς στρατός μ’ ακολουθούσε
στο δρόμο που ’μελε μονοπάτι της μεγάλης συφοράς μου να γενεί,
πλάι στου Φοίβου το βωμό, μπροστά στα μάτια μου,
ένα βλαστάρι φοινικιάς το είδα να ψηλώνει. 
Τότε, καθώς και τώρα, κοιτάζοντας εκείνο το βλαστάρι, 
εκστατικός απόμεινα ώρα πολλή. Γιατί ποτές πάνω στη γη
τέτοιος βλαστός ωραίος δεν εγίνει. Όμοια και τώρα εκστατικός
σ’ αποθαυμάζω, δέσποινά μου, θαμπωμένος.
Τα γόνατά σου ν’ ακουμπήσω δεν τολμώ. 
Είμαι που είμαι στη βαριά τη συφορά χαντακωμένος.
Χθες μόλις, της μπλάβας θάλασσας της ξέφυγα,
είκοσι μέρες στα νερά της πάνω. Μέχρι τα τότε το κύμα το αεικίνητο
και θύελλες πυκνές μακριά απ’ το νησί της Ωγυγίας με ξεσέρναν.
Ενός θεού η εκδίκηση σε τούτο το ακρογιάλι στα στερνά με πέταξε
κι αναλογίζομαι πως κάποιο νέο κακό με περιμένει.
Τα πάθη μου ακόμα δεν τελειώσανε. Κι άλλα πολλά, λογίζομαι,
ορίσαν οι θεοί προηγούμενα να πάθω. Το έλεός σου τώρα εγώ ζητώ.
Έτσι ανελέητα βασανισμένος, η πρώτη είσαι σύ που απαντώ
απ’ τους ανθρώπους που, άγνωστοί μου, κατοικούν σ’ αυτή τη γη,
σ’ αυτή την πόλη. Δείξε μου την πόλη ετούτη, σε ικετεύω,
κι ένα κουρέλι δώσε μου, ένα πανί να με τυλίξει
απ’ όσα έχεις φέρει εδώ, τη γύμνια μου να κρύψω.
Κι εύχομαι οι θεοί, ό,τι βαθιά μες την ψυχή σου αποθυμάς να δώσουν.
Σύζυγο, σπιτικό κι ομόνοια που είναι, πιότερο απ’ όλα, φημισμένη.
Γιατί καλύτερο απ’ αυτό θεμέλιο δεν είναι απ’ το να συνταιριάζει
και να ομονοεί το αντρόγυνο στο σπίτι».  
Τότε κι Ναυσικά, τα χέρια της λευκά, του αντείπε
«Ξένε, δεν φαίνεσαι ασήμαντος πως είσαι κι η φρόνηση, 
μήτε κι αυτή σου λείπει. Κι ο ολύμπιος Δίας, όπως καλά το ξέρεις,
μόνο αυτός την ευτυχία τη μοιράζει στους ανθρώπους 
κατα πως θέλει, σ’ άσημους ή και σε φημισμένους.
Λόγιασε πως τα πάθη είναι δικά σου, όσα πέρασες,
και πρέπει εσύ καρτερικά να τα υπομείνεις. Ωστόσο τώρα,
σ΄αυτή την πόλη και τη χώρα που ’ρθες καλοδεχούμενος,
ρούχο δεν θα το στερηθείς μήτε και τίποτε άλλο
απ’ όσα πρέπουν σε πολύπαθον ικέτη που προσπέφτει.
Καθώς ζητάς, την πόλη θα γνωρίσεις κι ο λαός μας ποιο ’νομα έχει
θε να μάθεις. Τη χώρα αυτή, την πόλη ακόμα, την κατοικούν οι Φαίακες. 
Εγώ του γενναίου Αλκίνοου θυγατέρα είμαι.
Αυτός μέσα στους Φαίακες κρατεί δύναμη κι εξουσία».
(για την απόδοση έλαβα υπόψη τη μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη, κάποια στοιχεία της οποίας διατηρώ).
__________
Αισθάνομαι την ανάγκη να στείλω χαιρετισμό στον, για δυο μήνες ( αλλά αρκετούς για μένα ), σεβαστό μου δάσκαλο. Το Δημήτρη Μαρωνίτη που κάποτε μου ’χε πει: «Μη φύγεις από δω. Μιλάς σωστά ελληνικά». Η ζωή δεν μου άφηνε περιθώριο να τον ακούσω. Τα λόγια όμως αυτά δεν τα ξέχασα ποτέ.
Δάσκαλε, ήθελα κάποτε το πνέμα μας να σμίξει.
Και τώρα να. Η βαθιά καρδιά μου μες τη δική σου μένει.