(ο Οδυσσέας μπροστά στη Ναυσικά,
Ζ. και Ά. Γκράχαμ Τζόνστον)
Στο σύνορο της σωτηρίας
και του Α ν θ ρ ώ π ο υ.
Ο Οδυσσέας ικέτης
Τμήμα της «Φαιακίδας» απ’ το ζ΄ της Οδύσσειας του ΟΜΗΡΟΥ
ΩΣ ΑΡA ΟΙ ΦΡΟΝΕΟΝΤΙ ΔΟΑΣΣΑΤΟ ΚΕΡΔΙΟΝ ΕΙΝΑΙΛΙΣΣΕΣΘΑΙ ΕΠΕΕΣΣΙΝ ΑΠΟΣΤΑΔΑ ΜΕΙΛΙΧΙΟΙΣΙΝΜΗ ΟΙ ΓΟΥΝΑ ΛΑΒΟΝΤΙ ΧΟΛΩΣΑΙΤΟ ΦΡΕΝΑ ΚΟΥΡΗΙΑΥΤΙΚΑ ΜΕΙΛΙΧΙΟΝ ΚΑΙ ΚΕΡΔΑΛΕΟΝ ΦΑΤΟ ΜΥΘΟΝΓΟΥΝΟΥΜΑΙ ΣΕ ΑΝΑΣΣΑ ΘΕΟΣ ΝΥ ΤΙΣ Η ΒΡΟΤΟΣ ΕΣΣΙΕΙ ΜΕΝ ΤΙΣ ΘΕΟΣ ΕΣΣΙ ΤΟΙ ΟΥΡΑΝΟΝ ΕΥΡΥΝ ΕΧΟΥΣΙΝΑΡΤΕΜΙΔΙ ΣΕ ΕΓΩΓΕ ΔΙΟΣ ΚΟΥΡΗΙ ΜΕΓΑΛΟΙΟΕΙΔΟΣ ΤΕ ΜΕΓΕΘΟΣ ΤΕ ΦΥΗΝ Τ ΑΓΧΙΣΤΑ ΕΙΣΚΩΕΙ ΔΕ ΤΙΣ ΕΣΣΙ ΒΡΟΤΩΝ ΤΟΙ ΕΠΙ ΧΘΟΝΙ ΝΑΙΕΤΑΟΥΣΙΝΤΡΙΣΜΑΚΑΡΕΣ ΜΕΝ ΣΟΙΓΕ ΠΑΤΗΡ ΚΑΙ ΠΟΤΝΙΑ ΜΗΤΗΡΤΡΙΣΜΑΚΑΡΕΣ ΔΕ ΚΑΣΙΓΝΗΤΟΙ ΜΑΛΑ ΠΟΥ ΣΦΙΣΙ ΘΥΜΟΣΑΙΕΝ ΕΥΦΡΟΣΎΝΗΙΣΙΝ ΙΑΙΝΕΤΑΙ ΕΙΝΕΚΑ ΣΕΙΟΛΕΥΣΣΟΝΤΩΝ ΤΟΙΟΝΔΕ ΘΑΛΟΣ ΧΟΡΟΝ ΕΙΣΟΙΧΝΕΥΣΑΝΚΕΙΝΟΣ Δ ΑΥ ΠΕΡΙ ΚΗΡΙ ΜΑΚΑΡΤΑΤΟΣ ΕΞΟΧΟΝ ΑΛΛΩΝΟΣ ΚΕ Σ ΕΕΔΝΟΙΣΙ ΒΡΙΣΑΣ ΟΙΚΟΝΔ ΑΓΑΓΗΤΑΙΟΥ ΓΑΡ ΠΩ ΤΟΙΟΥΤΟΝ ΙΔΟΝ ΒΡΟΤΟΝ ΟΦΘΑΛΜΟΙΣΙΝΟΥΤ ΑΝΔΡ ΟΥΤΕ ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΕΒΑΣ Μ ΕΧΕΙ ΕΙΣΟΡΟΩΝΤΑΔΗΛΩΙ ΔΗ ΠΟΤΕ ΤΟΙΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΠΑΡΑ ΒΩΜΩΙΦΟΙΝΙΚΟΣ ΝΕΟΝ ΕΡΝΟΣ ΑΝΕΡΧΟΜΕΝΟΝ ΕΝΟΗΣΑΗΛΘΟΝ ΓΑΡ ΚΑΙ ΚΕΙΣΕ ΠΟΛΥΣ ΔΕ ΜΟΙ ΕΣΠΕΤΟ ΛΑΟΣΤΗΝ ΟΔΟΝ ΗΙ ΔΗ ΕΜΕΛΛΕΝ ΕΜΟΙ ΚΑΚΑ ΚΗΔΕ ΕΣΕΣΘΑΙΩΣ Δ ΑΥΤΩΣ ΚΑΙ ΚΕΙΝΟ ΙΔΩΝ ΕΤΕΘΗΠΕΑ ΘΥΜΩΔΗΝ ΕΠΕΙ ΟΥΠΩ ΤΟΙΟΝ ΑΝΗΛΥΘΕΝ ΕΚ ΔΟΡΥ ΓΑΙΗΣΩΣ ΣΕ ΓΥΝΑΙ ΑΓΑΜΑΙ ΤΕ ΤΕΘΗΠΑ ΤΕ ΔΕΙΔΙΑ Τ ΑΙΝΩΣΓΟΥΝΩΝ ΑΨΑΣΘΑΙ ΧΑΛΕΠΟΝ ΔΕ ΜΕ ΠΕΝΘΟΣ ΙΚΑΝΕΙΧΘΙΖΟΣ ΕΕΙΚΟΣΤΩΙ ΦΥΓΟΝ ΗΜΑΤΙ ΟΙΝΟΠΑ ΠΟΝΤΟΝΤΟΦΡΑ ΔΕ Μ ΑΙΕΙ ΚΥΜΑ ΦΟΡΕΙ ΚΡΑΙΠΝΑΙ ΤΕ ΘΥΕΛΛΑΙΝΗΣΟΥ ΑΠ ΩΓΥΓΙΗΣ ΝΥΝ Δ ΕΝΘΑΔΕ ΚΑΒΒΑΛΕ ΔΑΙΜΩΝΟΦΡ ΕΤΙ ΠΟΥ ΚΑΙ ΤΗΙΔΕ ΠΑΘΩ ΚΑΚΟΝ. ΟΥ ΓΑΡ ΟΙΩΠΑΥΣΕΣΘ ΑΛΛ ΕΤΙ ΠΟΛΛΑ ΘΕΟΙ ΤΕΛΕΟΥΣΙ ΠΑΡΟΙΘΕΝΑΛΛΑ ΑΝΑΣΣ ΕΛΕΑΙΡΕ ΣΕ ΓΑΡ ΚΑΚΑ ΠΟΛΛΑ ΜΟΓΗΣΑΣΕΣ ΠΡΩΤΗΝ ΙΚΟΜΗΝ ΤΩΝ Δ ΑΛΛΩΝ ΟΥΤΙΝΑ ΟΙΔΑΑΝΘΡΩΠΩΝ ΟΙ ΤΗΝΔΕ ΠΟΛΙΝ ΚΑΙ ΓΑΙΑΝ ΕΧΟΥΣΙΝΑΣΤΥ ΔΕ ΜΟΙ ΔΕΙΞΟΝ ΔΟΣ ΔΕ ΡΑΚΟΣ ΑΜΦΙΒΑΛΕΣΘΑΙΕΙ ΤΙ ΠΟΥ ΕΙΛΥΜΑ ΣΠΕΙΡΩΝ ΕΧΕΣ ΕΝΘΑΔ ΙΟΥΣΑΣΟΙ ΔΕ ΘΕΟΙ ΤΟΣΑ ΔΟΙΕΝ ΟΣΑ ΦΡΕΣΙ ΣΗΙΣΙ ΜΕΝΟΙΝΑΣΑΝΔΡΑ ΤΕ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΦΡΟΣΥΝΗΝ ΟΠΑΣΕΙΑΝΕΣΘΛΗΝ ΟΥ ΜΕΝ ΓΑΡ ΤΟΥΓΕ ΚΡΕΙΣΣΟΝ ΚΑΙ ΑΡΕΙΟΝΗ ΟΘ ΟΜΟΦΡΟΝΕΟΝΤΕ ΝΟΗΜΑΣΙΝ ΟΙΚΟΝ ΕΧΗΤΟΝΑΝΗΡ ΗΔΕ ΓΥΝΗ ΠΟΛΛ ΑΛΓΕΑ ΔΥΣΜΕΝΕΕΣΣΙΝΧΑΡΜΑΤΑ Δ ΕΥΜΕΝΈΤΗΙΣΙ ΜΑΛΙΣΤΑ ΔΕ Τ ΕΚΛΥΟΝ ΑΥΤΟΙΤΟΝ Δ ΑΥ ΝΑΥΣΙΚΑΑ ΛΕΥΚΩΛΕΝΟΣ ΑΝΤΙΟΝ ΗΥΔΑΞΕΙΝ ΕΠΕΙ ΟΥΤΕ ΚΑΚΩΙ ΟΥΤ ΑΦΡΟΝΙ ΦΩΤΙ ΕΟΙΚΑΣΖΕΥΣ Δ ΑΥΤΟΣ ΝΕΜΕΙ ΟΛΒΟΝ ΟΛΥΜΠΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙΣΙΝΕΣΘΛΟΙΣ ΗΔΕ ΚΑΚΟΙΣΙΝ ΟΠΩΣ ΕΘΕΛΗΙΣΙΝ ΕΚΑΣΤΩΙΚΑΙ ΠΟΥ ΣΟΙ ΤΑΓ ΕΔΩΚΕ ΣΕ ΔΕ ΧΡΗ ΤΕΤΛΑΜΕΝ ΕΜΠΗΣΔΥΝ Δ ΕΠΕΙ ΗΜΕΤΕΡΗΝ ΤΕ ΠΟΛΙΝ ΚΑΙ ΓΑΙΑΝ ΙΚΑΝΕΙΣΟΥΤ ΟΥΝ ΕΣΘΗΤΟΣ ΔΕΥΗΣΕΑΙ ΟΥΤΕ ΤΕΥ ΑΛΛΟΥΩΝ ΕΠΕΟΙΧ ΙΚΕΤΗΝ ΤΑΛΑΠΕΙΡΙΟΝ ΑΝΤΙΑΣΑΝΤΑΑΣΤΥ ΔΕ ΤΟΙ ΔΕΙΞΩ ΕΡΕΩ ΔΕ ΤΟΙ ΟΥΝΟΜΑ ΛΑΩΝΦΑΙΗΚΕΣ ΜΕΝ ΤΗΝΔΕ ΠΟΛΙΝ ΚΑΙ ΓΑΙΑΝ ΕΧΟΥΣΙΝΕΙΜΙ Δ ΕΓΩ ΘΥΓΑΤΗΡ ΜΕΓΑΛΗΤΟΡΟΣ ΑΛΚΙΝΟΟΙΟΤΟΥ Δ ΕΚ ΦΑΙΗΚΩΝ ΕΧΕΤΑΙ ΚΑΡΤΟΣ ΤΕ ΒΙΗ ΤΕ __________ (λογοτεχνική απόδοση, Γιώργος Τσακιράκης)
Κι όπως το συλλογίστηκε καλύτερο του εφάνη
κρατώντας την απόσταση με λόγια μαλακά παράκληση να κάνει
μήπως κι η κόρη χολωθεί το γόνα αν της κρατούσε.
Έτσι, με σύνεση και πονηριά, τα μαλακά τα λόγια του κινούσε
«Γονατιστός προσπέφτω, δέσποινά μου. Θνητή ’σαι για θεά; Δεν ξέρω.
Αν στους θεούς ανήκεις, τους κτήτορες του ουρανού του πλέριου,
λέω πως μοιάζεις με την Άρτεμη, του Δία τη θυγατέρα του μεγάλου,
στην εμορφιά, στο ανάστημα, στην εξαίσια όψη.
Αν πάλι ανήκεις στους θνητούς που αυτή τη γη πατούνε
τρεις φορές μάκαρες ο γονιός κι η σεβαστή σου η μάνα
και τρεις φορές μακαριστοί κι οι αδελφοί σου. Με ποιο καμάρι
θα θερμαίνεται για πάντα η καρδιά τους να σ’ έχουν πλάι τους
κι όταν σε βλέπουν το χορό να σέρνεις, σαν λουλούδι.
Και πιότερο απ’ όλους πιο μακαριστός κείνος
που νύφη σπίτι του θα σ΄ έχει κερδίζοντάς σε με πλούσια δώρα.
Μέχρι τα τώρα ποτέ τόση γυναίκεια ομορφιά δεν είδα ή ακόμα αντρίκια.
Θάμπωσε η όψη μου. Να σε κοιτάζω δεν χορταίνω.
Ω ναι, κάποτε-πήγα κι εκεί- στη Δήλο, όπου πολύς στρατός μ’ ακολουθούσε
στο δρόμο που ’μελε μονοπάτι της μεγάλης συφοράς μου να γενεί,
πλάι στου Φοίβου το βωμό, μπροστά στα μάτια μου,
ένα βλαστάρι φοινικιάς το είδα να ψηλώνει.
Τότε, καθώς και τώρα, κοιτάζοντας εκείνο το βλαστάρι,
εκστατικός απόμεινα ώρα πολλή. Γιατί ποτές πάνω στη γη
τέτοιος βλαστός ωραίος δεν εγίνει. Όμοια και τώρα εκστατικός
σ’ αποθαυμάζω, δέσποινά μου, θαμπωμένος.
Τα γόνατά σου ν’ ακουμπήσω δεν τολμώ.
Είμαι που είμαι στη βαριά τη συφορά χαντακωμένος.
Χθες μόλις, της μπλάβας θάλασσας της ξέφυγα,
είκοσι μέρες στα νερά της πάνω. Μέχρι τα τότε το κύμα το αεικίνητο
και θύελλες πυκνές μακριά απ’ το νησί της Ωγυγίας με ξεσέρναν.
Ενός θεού η εκδίκηση σε τούτο το ακρογιάλι στα στερνά με πέταξε
κι αναλογίζομαι πως κάποιο νέο κακό με περιμένει.
Τα πάθη μου ακόμα δεν τελειώσανε. Κι άλλα πολλά, λογίζομαι,
ορίσαν οι θεοί προηγούμενα να πάθω. Το έλεός σου τώρα εγώ ζητώ.
Έτσι ανελέητα βασανισμένος, η πρώτη είσαι σύ που απαντώ
απ’ τους ανθρώπους που, άγνωστοί μου, κατοικούν σ’ αυτή τη γη,
σ’ αυτή την πόλη. Δείξε μου την πόλη ετούτη, σε ικετεύω,
κι ένα κουρέλι δώσε μου, ένα πανί να με τυλίξει
απ’ όσα έχεις φέρει εδώ, τη γύμνια μου να κρύψω.
Κι εύχομαι οι θεοί, ό,τι βαθιά μες την ψυχή σου αποθυμάς να δώσουν.
Σύζυγο, σπιτικό κι ομόνοια που είναι, πιότερο απ’ όλα, φημισμένη.
Γιατί καλύτερο απ’ αυτό θεμέλιο δεν είναι απ’ το να συνταιριάζει
και να ομονοεί το αντρόγυνο στο σπίτι».
Τότε κι Ναυσικά, τα χέρια της λευκά, του αντείπε
«Ξένε, δεν φαίνεσαι ασήμαντος πως είσαι κι η φρόνηση,
μήτε κι αυτή σου λείπει. Κι ο ολύμπιος Δίας, όπως καλά το ξέρεις,
μόνο αυτός την ευτυχία τη μοιράζει στους ανθρώπους
κατα πως θέλει, σ’ άσημους ή και σε φημισμένους.
Λόγιασε πως τα πάθη είναι δικά σου, όσα πέρασες,
και πρέπει εσύ καρτερικά να τα υπομείνεις. Ωστόσο τώρα,
σ΄αυτή την πόλη και τη χώρα που ’ρθες καλοδεχούμενος,
ρούχο δεν θα το στερηθείς μήτε και τίποτε άλλο
απ’ όσα πρέπουν σε πολύπαθον ικέτη που προσπέφτει.
Καθώς ζητάς, την πόλη θα γνωρίσεις κι ο λαός μας ποιο ’νομα έχει
θε να μάθεις. Τη χώρα αυτή, την πόλη ακόμα, την κατοικούν οι Φαίακες.
Εγώ του γενναίου Αλκίνοου θυγατέρα είμαι.
Αυτός μέσα στους Φαίακες κρατεί δύναμη κι εξουσία».
(για την απόδοση έλαβα υπόψη τη μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη, κάποια στοιχεία της οποίας διατηρώ).
__________
Αισθάνομαι την ανάγκη να στείλω χαιρετισμό στον, για δυο μήνες ( αλλά αρκετούς για μένα ), σεβαστό μου δάσκαλο. Το Δημήτρη Μαρωνίτη που κάποτε μου ’χε πει: «Μη φύγεις από δω. Μιλάς σωστά ελληνικά». Η ζωή δεν μου άφηνε περιθώριο να τον ακούσω. Τα λόγια όμως αυτά δεν τα ξέχασα ποτέ.
Δάσκαλε, ήθελα κάποτε το πνέμα μας να σμίξει.
Και τώρα να. Η βαθιά καρδιά μου μες τη δική σου μένει.