ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ, ΑΠ' ΤΟ ΜΑΡΑΜΠΟΥ ΣΤΟ ΤΡΑΒΕΡΣΟ..., ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ή ΜΟΝΟΛΟΓΙΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 11:54 π.μ.

1

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ, 1910-2010.
(Εκατό χρόνια απ’ τη γέννηση
)

Aπ’ το Μαραμπού (1933) στο Τραβέρσο (1975)

Μαραμπού, Η ΜΑΪΜΟΥ ΤΟΥ ΙΝΔΙΚΟΥ ΛΙΜΑΝΙΟΥ

Κάποτε, σ’ ένα μακρινό λιμάνι του Ινδικού,
δίνοντας μια πολύχρωμη μεταξωτή γραβάτα
σ’ έναν αράπη, μια μικρήν αγόρασα μαϊμού
με μάτια γκρίζα, σκοτεινά και πονηριά γεμάτα.

Ένα τσιμπούκι δάγκωνε στο στόμα της χοντρό
και το ’βγαζε όταν ήθελε μονάχα να φυσήξει
έναν καπνό πολύ βαρύ, που, ως μου ’πε ο πουλητής,
ήταν οπίου, που από μικρή την είχε συνηθίσει.

Τις πρώτες μέρες μοναχή στης πλώρης μια γωνιά,
ξερνούσε και με κοίταζε βουβή και λυπημένη,
μα σαν επέρασε καιρός, ερχόταν μοναχή
κι ώρες πολλές στον ώμο μου ξεχνιόταν καθισμένη.

Όταν στη γέφυρα έκανα τη βάρδια της νυχτός
κι η νύστα βασανιστικά τα μάτια μου ετρυπούσε,
στον ώμο μου κρυώνοντας στεκόταν σκυθρωπή
και σοβαρά μαζί μ’ εμέ τον μπούσουλα εκοιτούσε.

Στην πόρτα της αγόραζα μπανάνες και γλυκά
κι’ έξω με μι’ άλυσο μικρή την έβγαζα δεμένη
κι’ αφού σ’ όλα καθόμαστε κι’ επίναμε τα μπαρ,
στο φορτηγό γυρίζαμε κι’ οι δυο μας μεθυσμένοι.

Δε θύμωνε και μου ’δειχνε πολύ πως μ’ αγαπά,
ούτε κακά την άκουσα ποτέ να μου γρυλίσει.
Φαινόταν πως συνήθισε τις κακουχίες κι’ εμέ,
κι’ εγώ σαν έναν άνθρωπο την είχα συνηθίσει.

Κάποια φορά που επήγαινα μαζί της σκεφτικός
εξέφυγ’ απ’ τα χέρια μου χαρούμενη και πάει.
Είχε προτέρημα μεγάλο: να σιωπάει.
Μα κάτι είχε απ’ την ύπουλη καρδιά της γυναικός.

Τραβέρσο, ΜΟΥΣΩΝΑΣ

Τρελός Μουσώνας ράγισε μεσονυχτίς τα ρέλια.
Στο χέρι σου χλωρό κλαρί, χαρτί ένα φτερό.
Τέσσεροι κάμανε καιροί τα ρούχα σου κουρέλια.
Να σε σκεπάσω θέλησα, γλιστράς και δε μπορώ.

Κοράλλι ο κατραμόκωλος βαστάει να σε φιλέψει.
Γιατί μπήγεις τα νύχια σου στη σάπια κουπαστή;
Είν’ ένα φάδι αθώρητο, και μου μποδάει τη βλέψη.
Γαλάζιο βλέπω μοναχά, γαλάζιο και σταχτί.

Παρακαλώ σε κάθησε να ξημερώσει κάπως.
Χρώμα να βρω, το πράσινο και τίντες μυστικές.
Κι’ απέ, το θρύλο να σου πω που μου ’πε μαύρος κάπος
Τη νύχτα που μας έγλειφε φωτιά στο Μαρακές.

Ακόμα ξέρω τον αρχαίο σκοπό του Μινικάπε,
Τη φοινικιά που ζωντανή θρηνεί στο Παραμέ.
Μα ένα πουλί μου μήνυσε πως κάποιος άλλος σ’ τάπε
Κάποιος, που ξέρει να ιστορά καλύτερα από με.



( έχετε τη δυνατότητα, διαβάζοντας το ποίημα, να παρακολουθήσετε
το video με ή χωρίς ήχο. Η λήψη έγινε απ' τον Γιώργο Τσακιράκη )