ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ Ο ΡΟΔΙΟΣ, Αλεξάνδρεια Αιγύπτου, μεταξύ 295-290 π.Χ.- ίδια πόλη, 215 ή 190 π.Χ.
Για τη ζωή του, το Λεξικό της Σούδας (10ος αι. μ.Χ.) αναφέρει συνοπτικά:
"Απολλώνιος Αλεξανδρεύς, διατρίψας εν Ρόδω, υιός Σιλλέως, μαθητής Καλλιμάχου, σύγχρονος Ερατοσθένους και Ευφορίωνος και Τιμάρχου, επί Πτολεμαίου του Ευεργέτου επικληθέντος, και διάδοχος Ερατοσθένους γενόμενος εν τη προστασία της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης".
Ήταν γνωστή η έντονη, μέχρις εχθρότητας, διαμάχη μεταξύ του Καλλίμαχου και του Απολλώνιου για τον τρόπο λογοτεχνικής- ποιητικής γραφής. Ο Καλλίμαχος μισούσε τα παλιά έπη του επικού κύκλου για την μακρολογία τους. Ο Απολλώνιος, αντίθετα, εμιμείτο τον Όμηρο και ως προς τον τρόπο και ως προς την έκταση. Η φιλονικία τους "λύθηκε" με την προσφυγή στην "ετυμηγορία" του κοινού σ' ένα ποιητικό αγώνα, στον οποίο υπερίσχυσε ο Καλλίμαχος. Ο Απολλώνιος, πικραμένος και λοιδωρούμενος, έφυγε στη Ρόδο όπου τον τίμησαν ιδιαίτερα. Στην Αλεξάνδρεια επέστρεψε μετά τον θάνατο του Καλλίμαχου, όπου και ανάλαβε την Αλεξανδρινή Βιβλιοθήκη. Φημολογείται πως τελικά τον έθαψαν δίπλα στον δάσκαλό του.
"Επιδειξάμενος εις άκρον ευδοκίμησεν ως και την βιβλιοθήκην του μουσείου αξιωθήναι και ταφήναι δε συν αυτώ τω Καλλιμάχω"
Κυριότερο έργο του, απ' το οποίο άλλωστε έγινε γνωστός, είναι τα Αργοναυτικά, στα οποία περιγράφει την Αργοναυτική εκστρατεία. Το έργο αποτελείται από 5835 στίχους και διαιρείται σε τέσσερα "Άσματα" ή "Βιβλία", απ' τα οποία δίνονται, σαν ερέθισμα προσέγγισης, αποσπάσματα απ' το πρώτο και το τρίτο Άσμα.
ΑΣΜΑ Α' (απόσπασμα)
ΑΡΧΌΜΕΝΟΣ ΣΈΟ ΦΟΊΒΕ ΠΑΛΑΙΓΕΝΈΩΝ ΚΛΈΑ ΦΩΤΏΝ 1
ΜΝΉΣΟΜΑΙ ΟΊ ΠΌΝΤΟΙΟ ΚΑΤΆ ΣΤΌΜΑ ΚΑΊ ΔΙΆ ΠΈΤΡΑΣ
ΚΥΑΝΈΑΣ ΒΑΣΙΛΉΟΣ ΕΦΗΜΟΣΎΝΗΙ ΠΕΛΊΑΟ
ΧΡΎΣΕΙΟΝ ΜΕΤΆ ΚΏΑΣ ΕΎΖΥΓΟΝ ΉΛΑΣΑΝ ΑΡΓΏ... 4
...ΝΉΑ ΜΈΝ ΟΎΝ ΟΙ ΠΡΌΣΘΕΝ ΈΤΙ ΚΛΕΊΟΥΣΙΝ ΑΟΙΔΟΊ 18
ΆΡΓΟΝ ΑΘΗΝΑΊΗΣ ΚΑΜΈΕΙΝ ΥΠΟΘΗΜΟΣΎΝΗΙΣΙ.
ΝΎΝ Δ' ΆΝ ΕΓΏ ΓΕΝΕΉΝ ΤΕ ΚΑΊ ΟΎΝΟΜΑ ΜΥΘΗΣΑΊΜΗΝ
ΗΡΏΩΝ, ΔΟΛΙΧΉΣ ΤΕ ΠΌΡΟΥΣ ΑΛΌΣ, ΌΣΣΑ Τ' ΈΡΕΞΑΝ
ΠΛΑΖΌΜΕΝΟΙ. ΜΟΎΣΑΙ Δ' ΥΠΟΦΉΤΟΡΕΣ ΕΊΕΝ ΑΟΙΔΉΣ.
ΠΡΏΤΆ ΝΎΝ ΟΡΦΉΟΣ ΜΝΗΣΏΜΕΘΑ, ΤΌΝ ΡΆ ΠΟΤ' ΑΥΤΉ
ΚΑΛΛΙΌΠΗ ΘΡΉΙΚΙ ΦΑΤΊΖΕΤΑΙ ΕΥΝΗΘΕΊΣΑ
ΟΙΆΓΡΩΙ ΣΚΟΠΙΉΣ ΠΙΜΠΛΗΊΔΟΣ ΆΓΧΙ ΤΕΚΈΣΘΑΙ.
ΑΥΤΆΡ ΤΌΝΓ' ΕΝΈΠΟΥΣΙΝ ΑΤΕΙΡΈΑΣ ΟΎΡΕΣΙ ΠΈΤΡΑΣ
ΘΈΛΞΑΙ ΑΟΙΔΆΩΝ ΕΝΟΠΉΙ ΠΟΤΑΜΏΝ ΤΕ ΡΈΕΘΡΑ.
ΦΗΓΟΊ Δ' ΑΓΡΙΆΔΕΣ ΚΕΊΝΗΣ ΈΤΙ ΣΉΜΑΤΑ ΜΟΛΠΉΣ
ΑΚΤΉΙ ΘΡΗΙΚΊΗΙ ΖΏΝΗΣ ΈΠΙ ΤΗΛΕΘΌΩΣΑΙ
ΕΞΕΊΗΣ ΣΤΙΧΌΩΣΙΝ ΕΠΊΤΡΗΜΟΙ, ΆΣ ΌΓ' ΕΠΙΠΡΌ
ΘΕΛΓΟΜΈΝΑΣ ΦΌΡΜΙΓΓΙ ΚΑΤΉΓΑΓΕ ΠΙΕΡΊΗΘΕΝ.
ΟΡΦΈΑ ΜΈΝ ΔΉ ΤΟΊΟΝ ΕΏΝ ΕΠΑΡΩΓΌΝ ΑΈΘΛΩΝ
ΑΙΣΟΝΊΔΗΣ ΧΕΊΡΩΝΟΣ ΕΦΗΜΟΣΎΝΗΙΣΙ ΠΙΘΉΣΑΣ
ΔΈΞΑΤΟ, ΠΙΕΡΊΗΙ ΒΙΣΤΩΝΊΔΙ ΚΟΙΡΑΝΈΟΝΤΑ... 34
Αρχίζοντας, Φοίβε, από σε τα θαμαστά τα έργα
ηρώων παλιογέννητων θα ψάλω, που οδηγήσαν
απ' το στόμιο του Πόντου και τους Κυανούς τους βράχους
το στέριο πλοίο την Αργώ στο χρυσόμαλλο το δέρας,
ύστερα από παραίνεση του βασιλιά Πελία...
...Όσο για τ' άρμενο οι παλιοί τραγουδιστάδες λένε
πως το 'φτιαξε με φώτιση της Αθηνάς ο Άργος.
Τώρα και για τους ήρωες εγώ και τη γενιά τους
και για τους θαλασσόδρομους που διάβηκαν κι όσα άλλα
έκαναν παραδέρνοντας να πω θέλω. ω σεις Μούσες,
προφητοτραγουδίστριες, εμπνεύστε με τραγούδι.
Πρώτα πρώτα τον Ορφέαν ας ενθυμηθούμε εκείνον,
που, κάποτε όπως μολογάν, στη Θράκη η Καλλιόπη
σμίγοντας με τον Οίαγρο κοντά στην Πιμπηίδα
την κορυφή τον γέννησε. Λεν πως στα όρη εκείνος
εμάγεψε με τη μολπή των γλυκοτραγουδιών του
τα ρέματα των ποταμών και τα σκληρά τα βράχια.
Οι άγριες δρυς με τα πολλά τα πράσινα τα φύλλα,
που σύμπυκνες σκεπάζουνε της Θράκης τα παράλια
μέχρι τη Ζώνη, μαρτυρούν ακόμα πως εκείνος
τις γήτεψε με τη γλυκιά λύρα του τόσο ώστε
να κινηθούνε προς τα εμπρός από την Πιερία..
Τέτοιος ήταν ο Ορφέας της Βιστονικής Πιερίας
ο άρχος, που του Αίσονα ο γιος στερνά από ορμήνιες
του Χείρωνα, τον δέχτηκε στα έργα του βοηθό του...
ΑΣΜΑ Γ' (απόσπασμα)
...ΕΙ Δ' ΆΓΕ ΝΎΝ ΕΡΑΤΏ, ΠΑΡ' ΈΜ' ΊΣΤΑΣΟ ΚΑΊ ΜΟΙ ΈΝΙΣΠΕ 1
ΈΝΘΕΝ ΌΠΩΣ ΕΣ ΙΩΛΚΌΝ ΑΝΉΓΑΓΕ ΚΏΑΣ ΙΉΣΩΝ
ΜΗΔΕΊΗΣ ΥΠ' ΈΡΩΤΙ. ΣΎ ΓΆΡ ΚΑΊ ΚΎΠΡΙΔΟΣ ΑΊΣΑΝ
ΈΜΜΟΡΕΣ, ΑΔΜΉΤΑΣ ΔΈ ΤΕΟΊΣ ΜΕΛΕΔΉΜΑΣΙ ΘΈΛΓΕΙΣ
ΠΑΡΘΕΝΙΚΆΣ.ΤΏΙ ΚΑΙ ΤΟΙ ΕΠΉΡΑΤΟΝ ΟΎΝΟΜ' ΑΝΉΠΤΑΙ.
ΏΣ ΟΙ ΜΈΝ ΠΥΚΙΝΟΊΣΙΝ ΑΝΩΊΣΤΩΣ ΔΟΚΆΚΕΣΣΙΝ
ΜΊΜΝΟΝ ΑΡΙΣΤΉΕΣ ΛΕΛΟΧΗΜΈΝΟΙ, ΑΙ Δ' ΕΝΌΗΣΑΝ
ΉΡΗ ΑΘΗΝΑΊΗ ΤΕ. ΔΙΌΣ Δ' ΑΥΤΟΊΟ ΚΑΊ ΆΛΛΩΝ
ΑΘΑΝΆΤΩΝ ΑΠΟΝΌΣΦΙ ΘΕΏΝ ΘΆΛΑΜΌΝΔΕ ΚΙΟΎΣΑΙ
ΒΟΎΛΕΥΟΝ. ΠΕΊΡΑΖΕ Δ' ΑΘΗΝΑΊΗΝ ΠΆΡΟΣ ΉΡΗ.
"ΑΥΤΉ ΝΎΝ ΠΡΟΤΈΡΗ, ΘΎΓΑΤΕΡ ΔΙΌΣ, ΆΡΧΕΟ ΒΟΥΛΉΣ.
ΤΊ ΧΡΈΟΣ; ΗΈ ΔΌΛΟΝ ΤΙΝΆ ΜΉΣΕΑΙ Ώ ΚΕΝ ΕΛΌΝΤΕΣ
ΧΡΎΣΕΟΝ ΑΙΉΤΑΟ ΜΕΘ' ΕΛΛΆΔΑ ΚΏΑΣ ΆΓΟΙΝΤΟ,
Ή ΚΑΊ ΤΌΝΓ' ΕΠΈΕΣΣΙ ΠΑΡΑΙΦΆΜΕΝΟΙ ΠΕΠΊΘΟΙΕΝ
ΜΕΙΛΙΧΊΟΙΣ; Ή ΜΈΝ ΓΆΡ ΥΠΕΡΦΊΑΛΟΣ ΠΈΛΕΙ ΑΙΝΏΣ,
ΈΜΠΗΣ Δ' ΟΎ ΤΙΝΑ ΠΕΊΡΑΝ ΑΠΟΤΡΩΠΆΣΘΑΙ ΈΟΙΚΕΝ."
ΏΣ ΦΆΤΟ. ΤΉΝ ΔΈ ΠΑΡΆΣΣΟΝ ΑΘΗΝΑΊΗ ΠΡΟΣΈΕΙΠΕΝ.
"ΚΑΊ Δ' ΑΥΤΉΝ ΕΜΈ ΤΟΊΑ ΜΕΤΆ ΦΡΕΣΊΝ ΟΡΜΑΊΝΟΥΣΑΝ,
ΉΡΗ, ΑΠΗΛΕΓΈΩΣ ΕΞΕΊΡΕΑΙ. ΑΛΛΆ ΤΟΙ ΟΎΠΩ
ΦΡΆΣΣΑΣΘΑΙ ΝΟΈΩ ΤΟΎΤΟΝ ΔΌΛΟΝ ΌΣΤΙΣ ΟΝΉΣΕΙ
ΘΥΜΌΝ ΑΡΙΣΤΉΩΝ, ΠΟΛΈΑΣ Δ' ΕΠΕΔΟΊΑΣΑ ΒΟΥΛΆΣ."
ΚΑΊ ΕΠ' ΟΎΔΕΟΣ ΑΊΓΕ ΠΟΔΏΝ ΠΆΡΟΣ ΌΜΜΑΤ' ΈΠΗΞΑΝ,
ΆΝΔΙΧΑ ΠΟΡΦΎΡΟΥΣΑΙ ΕΝΊ ΣΦΊΣΙΝ. ΑΥΤΊΚΑ Δ' ΉΡΗ
ΤΟΊΟΝ ΜΗΤΙΌΩΣΑ ΠΑΡΟΙΤΈΡΗ ΈΚΦΑΤΟ ΜΎΘΟΝ.
"ΔΕΎΡ' ΊΟΜΕΝ ΜΕΤΆ ΚΎΠΡΙΝ, ΕΠΙΠΛΌΜΕΝΑΙ ΔΈ ΜΙΝ ΆΜΦΩ
ΠΑΙΔΊ ΕΏ ΕΙΠΕΊΝ ΟΤΡΎΝΟΜΕΝ, ΑΊ ΚΕ ΠΊΘΗΤΑΙ,
ΚΟΎΡΗΝ ΑΙΉΤΕΩ ΠΟΛΥΦΆΡΜΑΚΟΝ ΟΊΣΙ ΒΈΛΕΣΣΙ
ΘΈΛΞΑΙ ΟΪΣΤΕΎΣΑΣ ΕΠ' ΙΉΣΟΝΙ. ΤΌΝ Δ' ΆΝ ΟΪΩ
ΚΕΊΝΗΣ ΕΝΝΕΣΊΗΙΣΙΝ ΕΣ ΕΛΛΆΔΑ ΚΏΑΣ ΑΝΆΞΕΙΝ."
ΏΣ ΆΡ' ΈΦΗ. ΠΥΚΙΝΉ ΔΈ ΣΥΝΈΑΥΔΕ ΜΉΤΙΣ ΑΘΉΝΗΙ,
ΚΑΊ ΜΙΝ ΈΠΕΙΤ' ΕΞΑΎΤΙΣ ΑΜΕΊΒΕΤΟ ΜΕΙΛΙΧΊΟΙΣΙΝ.
"ΉΡΗ, ΝΉΙΔΑ ΜΕΝ ΜΕ ΠΑΤΉΡ ΤΈΚΕ ΤΟΊΟ ΒΟΛΆΩΝ,
ΟΥΔΈ ΤΙΝΑ ΧΡΕΙΏ ΘΕΛΚΤΉΡΙΟΝ ΟΊΔΑ ΠΌΘΟΙΟ.
ΕΙ ΔΈ ΣΟΙ ΑΥΤΉΙ ΜΎΘΟΣ ΕΦΑΝΔΆΝΕΙ, Ή Τ' ΆΝ ΈΓΩΓΕ
ΕΣΠΟΊΜΗΝ, ΣΎ ΔΈ ΚΕΝ ΦΑΊΗΣ ΈΠΟΣ ΑΝΤΙΌΩΣΑ."... 35
...Και τώρα μπρος, ω Ερατώ, έλα κοντά κ' ειπέ μου,
πώς αποκεί ο Ιάσονας ξανάφερε το δέρας
στην Ιωλκό, απ' τον έρωτα της Μήδειας γητεμένος.
Γιατί έχεις μερδικό και συ απ' το λαχνό της Κύπρης
και θέλγεις αζευγάρωτες παρθένες μ' όσες έγνοιες
τις προκαλείς. Γι' αυτό όνομα αγαπητό σου εδόθη.
Εκεί λοιπόν οι ήρωες μες στα πυκνά καλάμια
κρυμμένοι, παραμόνευαν αθέατοι. Μα η Ήρα
κ' η Αθηνά τους είδανε κι αλάργα από τους άλλους
θεούς κι από τον ίδιον τον Δία πήγαν σ' ένα
θάλαμον και κλειδώθηκαν και βουλευόνταν. Πρώτη
η Ήρα από την Αθηνά βάλθη να πάρει λόγια.
"Πρώτα, του Δία κόρη σύ, κάμε αρχή κ' ειπέ μου
τη γνώμη σου. Τι θα γινεί; Θα στοχαστείς μια κάποια
πονηριά, που να μπορέσουν παίρνοντας απ' τον Αιήτη
το χρυσόμαλλο το δέρας να το φέρουν στην Ελλάδα;
Δεν θα μπορέσουν με γλυκά να τονέ πείσουν λόγια.
Όμως αν το 'χει πάνω του πάρει πολύ, δεν πρέπει
ν' αφήσουμε παράμερα την κάθε μας προσπάθεια".
Είπε. Και τότε η Αθηνά της αποκρίθη αμέσως:
"Κι εγώ μέσα στα φρένα μου, Ήρα, τις ίδιες σκέψεις
ανάδευα όπως ξαφνικά με ρώτησες. Ωστόσο
νοιώθω πως δεν είμαι ακόμη σε θέση να προτείνω
την πονηριάν αυτή που λες, έτσι που των ηρώων
το θάρρος να βοηθήσουμε.πολλές βουλές με δέρνουν".
Είπε. Και μπρος στα πόδια τους χάμου στη γη καρφώσαν
το βλέμμα κι άλλα η καθεμιά σκεδίαζεν. Ωστόσο
κάτι στο νου της σκέφτηκεν η Ήρα κ' είπε πρώτη:
"Δεν πάμε ν' ανταμώσουμε κι οι δυο την Κύπρη κι όταν
τη βρούμε ν' αξιώσουμε στο γιο της να μιλήσει,
μήπως και τον κατάφερνε στην κόρη του Αιήτη
την έμπειρη τη μάγισσα το βέλος του να ρίξει,
έτσι που τον Ιάσονα να ερωτευθεί εκείνη;
Τότε κι εγώ είμαι σίγουρη, πως με τις συμβουλές της
πάλι στην Ελλάδα εκείνος το χρυσό θα φέρει δέρας".
Έτσι είπε. Και στην Αθηνά άρεσε αυτή η σκέψη
και πάλι με γλυκύτητα της αποκρίθη κ' είπε:
"Ήρα, απ' τις ερωτοδουλειές ανίδεη ο γονιός μου
με γέννησε και θέλγητρο πόθου δεν ξέρω ούτ' ένα.
Όμως μια κι εσένα αρέσει, συμφωνώ μαζί σου, μόνον
η ίδια όταν αντίκρυ της βρεθούμε, μίλησέ της".