ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΗ ΤΡΕΛΑ, ΠΩΛ ΒΙΝΣΕΝΤ ΚΑΡΟΛ
Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in ΣΕΛΙΔΕΣ ΘΕΑΤΡΟΥ | Posted on 9:13 μ.μ.
0
ΠΩΛ ΒΙΝΣΕΝΤ ΚΑΡΟΛ, Ιρλανδία, 1900-1968
Κοιμισμένη τρέλα, αποσπάσματα από την πρώτη πράξη
(το έργο διαδραματίζεται σε μια φάρμα του βουνού Μόουρν, στην Ιρλανδία)
Κα ΣΗΡΕΝ, σιδερώνοντας: Τι λέει η εφημερίδα Πήτερ;
ΠΗΤΕΡ, διαβάζοντας με κόπο: "Χτες η αστυνομία επέδραμεν επί της οδού Σέντον 47, στο Δουβλίνο δια να συλ...συλλά...", Έλα Τιμ, εσύ που'σαι πιο γραμματισμένος. Διάβασε τα κατορθώματα του αδελφού μας, που'ναι τύπος και υπογραμμός.
Του δίνει την εφημερίδα. Η κ. Σήρεν σταματάει το σιδέρωμα και ακούει).
ΤΙΜ, αφήνει το βιβλίο του και παίρνει την εφημερίδα: "Χθες η αστυνομία επέδραμεν επί της οδού Σέντον 47 στο Δουβλίνο δια να συλλάβει τον Φράνσις Σήρεν, βοηθόν βιβλιοθηκάριον της Κελτικής Βιβλιοθήκης, ο οποίος πιστεύεται ότι είναι ένα από τα επικίνδυνα μέλη μιας παρανόμου πολιτικής οργανώσεως.
Ο Σήρεν, εν τούτοις, κατόρθωσε να διαφύγει εκ της οπισθίας αυλής, η δε νεαρά Μέιβυ Μακ- Χιου μετά της οποίας συζεί - (Ο Τιμ ρίχνει ματιά στον Πήτερ και συνεχίζει) - έπαθε νευρικόν κλονισμόν και εξέσπασεν εις υστερίαν όταν της ετέθησαν υπό της αστυνομίας ερωτήματα. Την ασθενή ανέλαβαν
να συνεφέρουν διάφοροι συγκάτοικοί της από τα πλαϊνά διαμερίσματα. Δεδομένου ότι υπάρχουν στοιχεία πείθοντα ότι η μυστική αυτή οργάνωσις είναι υπέυθυνος για τας τελευταίας φρικώδεις ανατινάξεις στην Αγγλία, εδόθη διαταγή υπό της αστυνομίας να ελέγχονται όλοι οι λιμένες της Ιρλανδίας δια την σύλληψιν του Φράνσις Σήρεν..."
Κα ΣΗΡΕΝ: Αυτό...Αυτό είναι όλο; (Πηγαίνει το σίδερο στο τζάκι και παίρνει άλλο).
ΠΗΤΕΡ, περπατώντας στην πάνω πλευρά του τζακιού: Δεν είναι αρκετό αυτό; Ένα ντρόπιασμα σ' ολόκληρο τον κάμπο εδώ γύρω. Δεν του'φτανε που ο εφημέριοπς τον έδιωξε απ' το σκολειό γιατί ήταν ένας...ένας...
ΤΙΜ: Ένας αναρχικός, Πήτερ.
ΠΗΤΕΡ: Ναι, ένας αναρχικός ό,τι διάολο κι αν είναι αυτό. Έπειτα η αστοχιά του για μένα. εμένα τον αδερφό του που του στάθηκα πιο πάνω κι από πατέρας από τότε που χάσαμε τον γονιό μας. Πήγε στο Δουβλίνο για να καταντήσει ένας άθρησκος και να ζει μέσα στην αμαρτία με μια σκύλα που κανείς από μας δεν την ξέρει...(Κινείται στο κέντρο, βάθος της σκηνής).
Κα ΣΗΡΕΝ: Μη σεκλετίζεσαι, Πήτερ. Δεν αξίζει τον κόπο να στενοχωριέσαι γι' αυτόν.
ΠΗΤΕΡ, γυρίζει και την κοιτάει: Όχι βέβαια. Άλλοτε όμως τον αγαπούσα. Είχε δυνατό μυαλό και όρεξη για μάθηση.
(Πηγαίνει στα δεξιά του Τιμ που'ναι σκυμμένος στα βιβλία του) Μα το Θεό, και στη σκέψη ακόμα ότι τα διαβάσματά σου μπορεί να σε ρίξουν μια μέρα και σένα στην ίδια αθλιότητα και παλιανθρωπιά, έτσι μου'ρχεται να σου στρίψω το καρύδι.
Κα ΣΗΡΕΝ: Μη Πήτερ. Ξέρεις ότι ο Τιμ δεν είναι το ίδιο με τον άλλον.
ΤΙΜ, μαλακά: Ω, Πήτερ, μπορείς να ξεστομίζεις τέτοια πράγματα για τον φτωχό μικράδερφό σου;
Κα ΣΗΡΕΝ, σιδερώνει το κολλάρο, έχοντας σιδερώσει το πουκάμισο.
ΠΗΤΕΡ, ανακατεύει τα μαλλιά του Τιμ, άτσαλα αλλά με τρυφερότητα: Έλα, μη με ξεσυνερίζεσαι , Τιμ. Έχω πίστη σε σένα.
Όμως όταν θυμάμαι αυτό το μούτρο, φαρμακώνομαι.
ΤΙΜ: Και...θα με στείλεις να σπουδάσω δάσκαλος στο Δουβλίνο όταν θ' αποτελειώσω εδώ τα μαθήματά μου τον άλλο μήνα; Θα με στείλεις, Πήτερ;
ΠΗΤΕΡ, έχει έρθει στο κέντρο: Δεν το'πα; Ναι! (Η κ. Σήρεν ρίχνει ένα ευχαριστημένο βλέμμα στον Τιμ) Χμ. Μπορεί εγώ να'μαι ένας αγράμματος Ιρλανδός παλιοαγρότης, αλλά ο λόγος μου είναι λόγος. (Πηγαίνει κέντρο δεξιά και στρέφεται).
Αν ο Φράνσις ήταν ένας θεοπάλαβος σαν τον Ντε Ντόριαν, θα τον συγχωρούσα. Αλλά να καταφρονέσει τον Εφημέριο, την Εκκλησία και τη νόμιμη Κυβέρνησή μας!
Αναρωτιέμαι τι σόι κοπέλλα είναι αυτή που ζει μαζί του! Θα πρέπει να'ναι άλλου είδους γυναίκα για να στέργει να ζει μ' έναν άντρα μες στο κρίμα. Ο Θεός τα βλέπει αυτά από 'κει πάνω.
ΤΙΜ: Ο Ντεν Ντόριαν τους συναπάντησε το περσινό καλοκαίρι στην ακτή του Όμηθ, οδηγώντας με την καρότσα του κάτι αμερικανούς περιηγητές.
Είναι τόσο όμορφη, λέει, που αν την έβλεπε ο Αρχάγγελος θα του κοβόταν η μιλιά. (Γελάει)
ΠΗΤΕΡ: ΠΟΥΦ! Αυτό το γαϊδούρι ο Ντεν! Εγώ μέχρι τώρα δεν είδα ποτέ μου μια όμορφη γυναίκα που να μην είναι ή πόρνη ή άχρηστη κούκλα που ζει σ τ η ν π λ ά τ η του άντρα της.
Κα ΣΗΡΕΝ, παίρνοντας το πουκάμισο και το κολλάρο: Άσ' τους αυτούς, Πήτερ, μη σκας την καρδιά σου.
Εσύ μια φορά, βρήκες ένα νοικοκυρόσπιτο στο πρόσωπο της Ροζμέριεν.
(διασχίζοντας τη σκηνή, πίσω απ' το τραπέζι, πάει στον Πήτερ, δεξιά κέντρο)
Έλα τώρα Πήτερ, φόρεσε αυτό το πουκάμισο πριν έρθει ο γέρο Φέλεμ για να κανονίσει το ζήτημα του γάμου σας.
ΠΗΤΕΡ: Ντυσίματα και κουταμάρες. Κι όλα αυτά γιατί θα συναντήσω σε λίγο ένα...ένα νοικοκυρόσπιτο για να κάνω ένα μυαλωμένο γάμο...Πού είναι τα ξενόκουμπά μου;
.................................................................................................................................
ΠΗΤΕΡ, ανασηκώνεται: Και βέβαια είναι καλό κορίτσι, το βούτυρό της και το ζυμωτό ψωμί της τι σου λένε;! Κι ύστερα είδες τι γεροδεμένη που είναι; Θ' αρμέγει και θα ταΐζει τα γελάδια μια χαρά.
.................................................................................................................................
(γυρίζει και βλέπει τον Τιμ και του λέει): Τι φτιάνεις εκεί Τιμ;
ΤΙΜ, στρέφοντας σ' αυτόν: Διαβάζω ένα περίφημο βιβλίο που δανείστηκα από τη Βιβλιοθήκη. Γράφει για τρία ορμητικά άλογα που τρέχουν ζεμένα σ' ένα αμάξι που το λένε τρόικα. Εκείνος που το'γραψε λέει γι' αυτά πως είναι η ψυχή μιας μεγάλης χώρας που πάντα αγωνίζεται καλπάζοντας.
Άκουσε αυτό το κομμάτι, Πήτερ. (Διαβάζει):
"Ω, τρόικα, μονάχα εδώ μπορούσε να' χεις γεννηθεί μέσα σ' αυτήν την φυλή που πάντα καλπάζει. Τ' άλογά σου ορμούν σαν ανεμοστρόβιλος, κι τροχοί σου γίνονται φτερούγες. Οι δρόμοι τρέμουν στο πέρασμά σου, τα δέντρα στενάζουν και τα γεφύρια βροντούν.
Όλα τα ξεπερνάς κι όλα θα μείνουν πίσω σου όταν ο οίστρος κεντρίσει τ' άλογά σου.
Ω χώρα μου έτσι κι εσύ δεν καλπάζεις;
Αλλά τι ζητάς; Πού θέλεις να φτάσεις...;".
ΠΗΤΕΡ: Αυτός ο φιλαράκος που το 'γραψε έχει κάτι απ' την τρέλα του Ντεν Ντόριαν όταν τρέχει με τ' αμάξι του.
Τιμ, είσαι σίγουρος, όμως, ότι δεν θα κακοφανεί στον εφημέριο, όταν διαβάζεις τέτοια πράγματα;
ΤΙΜ, στρέφει απότομα την καρέκλα του και καθισμένος πιάνει το ερεισίνωτο της καρέκλας): Καημένε Πήτερ, νομίζεις ότι δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο σ' αυτή την ωραία ζωή παρά μόνον ό,τι μας επιτρέπει αυτός ο γερο-γκρινιάρης ο εφημέριος;
Πήτερ, ο κόσμος τραβάει μπροστά. ολοένα βαδίζουμε, Πήτερ, μέσ' από μια χρυσαφένια ομίχλη. Πότε κόβουμε ρόδα από τους φράχτες και πότε σκουντουφλάμε πάνω σε δέντρα και βράχους. Όμως ποτέ δε σταματάμε. Πάντα τραβάμε μπροστά. Μοιάζει σαν να χάθηκε ο Θεός και ψάχνουμε να τον βρούμε. (σταματάει με κομμένη την ανάσα. Ο Πήτερ τον κοιτάει σκεφτικά)
ΠΗΤΕΡ, καθώς ανασηκώνεται: Α, μια και ψάχνεις για το Θεό...όμως αυτός ο Φράνσις με τα μυαλά που είχε...(Πηγαίνει στα δεξιά της καρέκλας του Τιμ)
ΤΙΜ: Δεν θα γίνω σαν τον Φράνσις, Πήτερ. Ο Φράνσις λατρεύει το αίμα και το σίδερο, ενώ εγώ λατρεύω κάτι που φλέγεται μέσα σε χρώματα και που δεν έχει όνομα.
ΠΗΤΕΡ, πιάνοντάς τον απ' τον ώμο: Σε πιστεύω, Τιμ. Ξακολούθησε τα διαβάσματά σου κι όταν πάρεις το χαρτί σου απ' το σκολειό εδώ, εγώ θα σου κάνω όλα τα έξοδα για τις σπουδές σου στο Δουβλίνο.
(Πηγαίνει αριστερά, κέντρο, περνώντας το τραπέζι). (Ο Ντεν Ντόριαν βάζει το κεφάλι του απ' τ' ανοιχτό παράθυρο. Κρατάει στο χέρι του μαστίγιο. Είν' ένας άντρας μέχρι 30 χρονών με αδρά χαρακτηριστικά, αεικίνητο βλέμμα, κακοζωισμένος κι ατημέλητα ντυμένος. Βγάζει το λαιμό του σαν καμηλοπάρδαλις κάθε φορά που μιλάει και γελάει πάντα λαχανιαστά. Είναι ένας αδιόρθωτος ρομαντικός. Το ένα του μάτι είναι κατάμαυρο από χτύπημα γροθιά.)
ΝΤΕΝ: Έι,τι σκαρώνετε εσείς εδώ;
ΤΙΜ, με χαρά: Ω, ο Ντεν!
..............................................................................................................................................................
*
Ο Πωλ Βίνσεντ Κάρολ είχε πάρει μέρος στην επανάσταση της πατρίδας του εναντίον των Άγγλων από το 1916 μέχρι το 1921, οπότε λευτερώθηκε η Νότιος Ιρλανδία με πρωτεύουσά της το Δουβλίνο. Όταν παραιτήθηκε από δάσκαλος, το 1937, αφιερώθηκε στο γράψιμο.
Επηρεασμένος από τον σπάνιο τύπο του μυθοπλάστη της πατρίδας του, ξεκίνησε για να δημιουργήσει τον εξαίσιο ήρωά του, τον Ντεν Ντόριαν στο γεμάτο ποίηση, φαντασία, συγκίνηση και συναρπαστικό από ενδιαφέρον έργο του "Η κοιμισμένη τρέλα" ("The Old Foolishnes").
Στο έργο αυτό, το πνεύμα του συγγραφέα, με τα χείλη του αεικίνητου και τρισχαριτωμένου Ντεν Ντόριαν, αποσκοπεί να φέρει στην επιφάνεια τις αρχέγονες δυνάμεις, την πρωτόγονη εκείνη ορμή που έβαλε κάποτε ο άνθρωπος μέσα στους ρωμαλέους θρύλους της πατρίδας του και που, άμα απομακρυνθεί απ' αυτούς, χάνει τον εαυτό του, χάνει τον έρωτα για τη ζωή και γίνεται ένας νυσταλέος νοικοκυράκος μέσα στο φοβισμένο κλίμα της παπαδοκρατούμενης κοινωνίας του.
*
Χώρα φτωχή είναι και η Ιρλανδία, με μια φτώχεια τόσο άφθονη, που αναγκάζει τον πληθυσμό της να μεταναστεύει ομαδικά και ν΄αφήνει εκείνους που μένουν να χαροπαλεύουν με τον άγριο ωκεανό πάνω στα ψαροκάικα ή να φυτοζωούν καλλιεργώντας τα βραχώδη λιανοχώραφά τους. Λαός οξύθυμος, βίαιος κι ενθουσιώδης οι Ιρλανδοί, δίνουν συνεχή διέξοδο στις στερήσεις τους με την ποίηση, με τους θρύλους και τις ωραίες εκείνες μπαλάντες, που ανιστορούν τον κόσμο των αισθημάτων και τραγουδούν τη λεβεντιά και τους καημούς των ηρώων της χώρας τους - μυθικών και φανταστικών.
Έχουν μιαν ιδιαίτερη κλίση, να συνενώνουν την ποίηση με τη ζωή τους, ν' αντλούν το χιούμορ απ' τους θυμούς και τη δυστυχία τους και να διασταυρώνιουν τον κόσμο της φαντασίας με την καθημερινή ζωή.
_____
Οι σημειώσεις και η μετάφραση είναι του Μήτσου Λυγίζου.
Κοιμισμένη τρέλα, αποσπάσματα από την πρώτη πράξη
(το έργο διαδραματίζεται σε μια φάρμα του βουνού Μόουρν, στην Ιρλανδία)
Κα ΣΗΡΕΝ, σιδερώνοντας: Τι λέει η εφημερίδα Πήτερ;
ΠΗΤΕΡ, διαβάζοντας με κόπο: "Χτες η αστυνομία επέδραμεν επί της οδού Σέντον 47, στο Δουβλίνο δια να συλ...συλλά...", Έλα Τιμ, εσύ που'σαι πιο γραμματισμένος. Διάβασε τα κατορθώματα του αδελφού μας, που'ναι τύπος και υπογραμμός.
Του δίνει την εφημερίδα. Η κ. Σήρεν σταματάει το σιδέρωμα και ακούει).
ΤΙΜ, αφήνει το βιβλίο του και παίρνει την εφημερίδα: "Χθες η αστυνομία επέδραμεν επί της οδού Σέντον 47 στο Δουβλίνο δια να συλλάβει τον Φράνσις Σήρεν, βοηθόν βιβλιοθηκάριον της Κελτικής Βιβλιοθήκης, ο οποίος πιστεύεται ότι είναι ένα από τα επικίνδυνα μέλη μιας παρανόμου πολιτικής οργανώσεως.
Ο Σήρεν, εν τούτοις, κατόρθωσε να διαφύγει εκ της οπισθίας αυλής, η δε νεαρά Μέιβυ Μακ- Χιου μετά της οποίας συζεί - (Ο Τιμ ρίχνει ματιά στον Πήτερ και συνεχίζει) - έπαθε νευρικόν κλονισμόν και εξέσπασεν εις υστερίαν όταν της ετέθησαν υπό της αστυνομίας ερωτήματα. Την ασθενή ανέλαβαν
να συνεφέρουν διάφοροι συγκάτοικοί της από τα πλαϊνά διαμερίσματα. Δεδομένου ότι υπάρχουν στοιχεία πείθοντα ότι η μυστική αυτή οργάνωσις είναι υπέυθυνος για τας τελευταίας φρικώδεις ανατινάξεις στην Αγγλία, εδόθη διαταγή υπό της αστυνομίας να ελέγχονται όλοι οι λιμένες της Ιρλανδίας δια την σύλληψιν του Φράνσις Σήρεν..."
Κα ΣΗΡΕΝ: Αυτό...Αυτό είναι όλο; (Πηγαίνει το σίδερο στο τζάκι και παίρνει άλλο).
ΠΗΤΕΡ, περπατώντας στην πάνω πλευρά του τζακιού: Δεν είναι αρκετό αυτό; Ένα ντρόπιασμα σ' ολόκληρο τον κάμπο εδώ γύρω. Δεν του'φτανε που ο εφημέριοπς τον έδιωξε απ' το σκολειό γιατί ήταν ένας...ένας...
ΤΙΜ: Ένας αναρχικός, Πήτερ.
ΠΗΤΕΡ: Ναι, ένας αναρχικός ό,τι διάολο κι αν είναι αυτό. Έπειτα η αστοχιά του για μένα. εμένα τον αδερφό του που του στάθηκα πιο πάνω κι από πατέρας από τότε που χάσαμε τον γονιό μας. Πήγε στο Δουβλίνο για να καταντήσει ένας άθρησκος και να ζει μέσα στην αμαρτία με μια σκύλα που κανείς από μας δεν την ξέρει...(Κινείται στο κέντρο, βάθος της σκηνής).
Κα ΣΗΡΕΝ: Μη σεκλετίζεσαι, Πήτερ. Δεν αξίζει τον κόπο να στενοχωριέσαι γι' αυτόν.
ΠΗΤΕΡ, γυρίζει και την κοιτάει: Όχι βέβαια. Άλλοτε όμως τον αγαπούσα. Είχε δυνατό μυαλό και όρεξη για μάθηση.
(Πηγαίνει στα δεξιά του Τιμ που'ναι σκυμμένος στα βιβλία του) Μα το Θεό, και στη σκέψη ακόμα ότι τα διαβάσματά σου μπορεί να σε ρίξουν μια μέρα και σένα στην ίδια αθλιότητα και παλιανθρωπιά, έτσι μου'ρχεται να σου στρίψω το καρύδι.
Κα ΣΗΡΕΝ: Μη Πήτερ. Ξέρεις ότι ο Τιμ δεν είναι το ίδιο με τον άλλον.
ΤΙΜ, μαλακά: Ω, Πήτερ, μπορείς να ξεστομίζεις τέτοια πράγματα για τον φτωχό μικράδερφό σου;
Κα ΣΗΡΕΝ, σιδερώνει το κολλάρο, έχοντας σιδερώσει το πουκάμισο.
ΠΗΤΕΡ, ανακατεύει τα μαλλιά του Τιμ, άτσαλα αλλά με τρυφερότητα: Έλα, μη με ξεσυνερίζεσαι , Τιμ. Έχω πίστη σε σένα.
Όμως όταν θυμάμαι αυτό το μούτρο, φαρμακώνομαι.
ΤΙΜ: Και...θα με στείλεις να σπουδάσω δάσκαλος στο Δουβλίνο όταν θ' αποτελειώσω εδώ τα μαθήματά μου τον άλλο μήνα; Θα με στείλεις, Πήτερ;
ΠΗΤΕΡ, έχει έρθει στο κέντρο: Δεν το'πα; Ναι! (Η κ. Σήρεν ρίχνει ένα ευχαριστημένο βλέμμα στον Τιμ) Χμ. Μπορεί εγώ να'μαι ένας αγράμματος Ιρλανδός παλιοαγρότης, αλλά ο λόγος μου είναι λόγος. (Πηγαίνει κέντρο δεξιά και στρέφεται).
Αν ο Φράνσις ήταν ένας θεοπάλαβος σαν τον Ντε Ντόριαν, θα τον συγχωρούσα. Αλλά να καταφρονέσει τον Εφημέριο, την Εκκλησία και τη νόμιμη Κυβέρνησή μας!
Αναρωτιέμαι τι σόι κοπέλλα είναι αυτή που ζει μαζί του! Θα πρέπει να'ναι άλλου είδους γυναίκα για να στέργει να ζει μ' έναν άντρα μες στο κρίμα. Ο Θεός τα βλέπει αυτά από 'κει πάνω.
ΤΙΜ: Ο Ντεν Ντόριαν τους συναπάντησε το περσινό καλοκαίρι στην ακτή του Όμηθ, οδηγώντας με την καρότσα του κάτι αμερικανούς περιηγητές.
Είναι τόσο όμορφη, λέει, που αν την έβλεπε ο Αρχάγγελος θα του κοβόταν η μιλιά. (Γελάει)
ΠΗΤΕΡ: ΠΟΥΦ! Αυτό το γαϊδούρι ο Ντεν! Εγώ μέχρι τώρα δεν είδα ποτέ μου μια όμορφη γυναίκα που να μην είναι ή πόρνη ή άχρηστη κούκλα που ζει σ τ η ν π λ ά τ η του άντρα της.
Κα ΣΗΡΕΝ, παίρνοντας το πουκάμισο και το κολλάρο: Άσ' τους αυτούς, Πήτερ, μη σκας την καρδιά σου.
Εσύ μια φορά, βρήκες ένα νοικοκυρόσπιτο στο πρόσωπο της Ροζμέριεν.
(διασχίζοντας τη σκηνή, πίσω απ' το τραπέζι, πάει στον Πήτερ, δεξιά κέντρο)
Έλα τώρα Πήτερ, φόρεσε αυτό το πουκάμισο πριν έρθει ο γέρο Φέλεμ για να κανονίσει το ζήτημα του γάμου σας.
ΠΗΤΕΡ: Ντυσίματα και κουταμάρες. Κι όλα αυτά γιατί θα συναντήσω σε λίγο ένα...ένα νοικοκυρόσπιτο για να κάνω ένα μυαλωμένο γάμο...Πού είναι τα ξενόκουμπά μου;
.................................................................................................................................
ΠΗΤΕΡ, ανασηκώνεται: Και βέβαια είναι καλό κορίτσι, το βούτυρό της και το ζυμωτό ψωμί της τι σου λένε;! Κι ύστερα είδες τι γεροδεμένη που είναι; Θ' αρμέγει και θα ταΐζει τα γελάδια μια χαρά.
.................................................................................................................................
(γυρίζει και βλέπει τον Τιμ και του λέει): Τι φτιάνεις εκεί Τιμ;
ΤΙΜ, στρέφοντας σ' αυτόν: Διαβάζω ένα περίφημο βιβλίο που δανείστηκα από τη Βιβλιοθήκη. Γράφει για τρία ορμητικά άλογα που τρέχουν ζεμένα σ' ένα αμάξι που το λένε τρόικα. Εκείνος που το'γραψε λέει γι' αυτά πως είναι η ψυχή μιας μεγάλης χώρας που πάντα αγωνίζεται καλπάζοντας.
Άκουσε αυτό το κομμάτι, Πήτερ. (Διαβάζει):
"Ω, τρόικα, μονάχα εδώ μπορούσε να' χεις γεννηθεί μέσα σ' αυτήν την φυλή που πάντα καλπάζει. Τ' άλογά σου ορμούν σαν ανεμοστρόβιλος, κι τροχοί σου γίνονται φτερούγες. Οι δρόμοι τρέμουν στο πέρασμά σου, τα δέντρα στενάζουν και τα γεφύρια βροντούν.
Όλα τα ξεπερνάς κι όλα θα μείνουν πίσω σου όταν ο οίστρος κεντρίσει τ' άλογά σου.
Ω χώρα μου έτσι κι εσύ δεν καλπάζεις;
Αλλά τι ζητάς; Πού θέλεις να φτάσεις...;".
ΠΗΤΕΡ: Αυτός ο φιλαράκος που το 'γραψε έχει κάτι απ' την τρέλα του Ντεν Ντόριαν όταν τρέχει με τ' αμάξι του.
Τιμ, είσαι σίγουρος, όμως, ότι δεν θα κακοφανεί στον εφημέριο, όταν διαβάζεις τέτοια πράγματα;
ΤΙΜ, στρέφει απότομα την καρέκλα του και καθισμένος πιάνει το ερεισίνωτο της καρέκλας): Καημένε Πήτερ, νομίζεις ότι δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο σ' αυτή την ωραία ζωή παρά μόνον ό,τι μας επιτρέπει αυτός ο γερο-γκρινιάρης ο εφημέριος;
Πήτερ, ο κόσμος τραβάει μπροστά. ολοένα βαδίζουμε, Πήτερ, μέσ' από μια χρυσαφένια ομίχλη. Πότε κόβουμε ρόδα από τους φράχτες και πότε σκουντουφλάμε πάνω σε δέντρα και βράχους. Όμως ποτέ δε σταματάμε. Πάντα τραβάμε μπροστά. Μοιάζει σαν να χάθηκε ο Θεός και ψάχνουμε να τον βρούμε. (σταματάει με κομμένη την ανάσα. Ο Πήτερ τον κοιτάει σκεφτικά)
ΠΗΤΕΡ, καθώς ανασηκώνεται: Α, μια και ψάχνεις για το Θεό...όμως αυτός ο Φράνσις με τα μυαλά που είχε...(Πηγαίνει στα δεξιά της καρέκλας του Τιμ)
ΤΙΜ: Δεν θα γίνω σαν τον Φράνσις, Πήτερ. Ο Φράνσις λατρεύει το αίμα και το σίδερο, ενώ εγώ λατρεύω κάτι που φλέγεται μέσα σε χρώματα και που δεν έχει όνομα.
ΠΗΤΕΡ, πιάνοντάς τον απ' τον ώμο: Σε πιστεύω, Τιμ. Ξακολούθησε τα διαβάσματά σου κι όταν πάρεις το χαρτί σου απ' το σκολειό εδώ, εγώ θα σου κάνω όλα τα έξοδα για τις σπουδές σου στο Δουβλίνο.
(Πηγαίνει αριστερά, κέντρο, περνώντας το τραπέζι). (Ο Ντεν Ντόριαν βάζει το κεφάλι του απ' τ' ανοιχτό παράθυρο. Κρατάει στο χέρι του μαστίγιο. Είν' ένας άντρας μέχρι 30 χρονών με αδρά χαρακτηριστικά, αεικίνητο βλέμμα, κακοζωισμένος κι ατημέλητα ντυμένος. Βγάζει το λαιμό του σαν καμηλοπάρδαλις κάθε φορά που μιλάει και γελάει πάντα λαχανιαστά. Είναι ένας αδιόρθωτος ρομαντικός. Το ένα του μάτι είναι κατάμαυρο από χτύπημα γροθιά.)
ΝΤΕΝ: Έι,τι σκαρώνετε εσείς εδώ;
ΤΙΜ, με χαρά: Ω, ο Ντεν!
..............................................................................................................................................................
*
Ο Πωλ Βίνσεντ Κάρολ είχε πάρει μέρος στην επανάσταση της πατρίδας του εναντίον των Άγγλων από το 1916 μέχρι το 1921, οπότε λευτερώθηκε η Νότιος Ιρλανδία με πρωτεύουσά της το Δουβλίνο. Όταν παραιτήθηκε από δάσκαλος, το 1937, αφιερώθηκε στο γράψιμο.
Επηρεασμένος από τον σπάνιο τύπο του μυθοπλάστη της πατρίδας του, ξεκίνησε για να δημιουργήσει τον εξαίσιο ήρωά του, τον Ντεν Ντόριαν στο γεμάτο ποίηση, φαντασία, συγκίνηση και συναρπαστικό από ενδιαφέρον έργο του "Η κοιμισμένη τρέλα" ("The Old Foolishnes").
Στο έργο αυτό, το πνεύμα του συγγραφέα, με τα χείλη του αεικίνητου και τρισχαριτωμένου Ντεν Ντόριαν, αποσκοπεί να φέρει στην επιφάνεια τις αρχέγονες δυνάμεις, την πρωτόγονη εκείνη ορμή που έβαλε κάποτε ο άνθρωπος μέσα στους ρωμαλέους θρύλους της πατρίδας του και που, άμα απομακρυνθεί απ' αυτούς, χάνει τον εαυτό του, χάνει τον έρωτα για τη ζωή και γίνεται ένας νυσταλέος νοικοκυράκος μέσα στο φοβισμένο κλίμα της παπαδοκρατούμενης κοινωνίας του.
*
Χώρα φτωχή είναι και η Ιρλανδία, με μια φτώχεια τόσο άφθονη, που αναγκάζει τον πληθυσμό της να μεταναστεύει ομαδικά και ν΄αφήνει εκείνους που μένουν να χαροπαλεύουν με τον άγριο ωκεανό πάνω στα ψαροκάικα ή να φυτοζωούν καλλιεργώντας τα βραχώδη λιανοχώραφά τους. Λαός οξύθυμος, βίαιος κι ενθουσιώδης οι Ιρλανδοί, δίνουν συνεχή διέξοδο στις στερήσεις τους με την ποίηση, με τους θρύλους και τις ωραίες εκείνες μπαλάντες, που ανιστορούν τον κόσμο των αισθημάτων και τραγουδούν τη λεβεντιά και τους καημούς των ηρώων της χώρας τους - μυθικών και φανταστικών.
Έχουν μιαν ιδιαίτερη κλίση, να συνενώνουν την ποίηση με τη ζωή τους, ν' αντλούν το χιούμορ απ' τους θυμούς και τη δυστυχία τους και να διασταυρώνιουν τον κόσμο της φαντασίας με την καθημερινή ζωή.
_____
Οι σημειώσεις και η μετάφραση είναι του Μήτσου Λυγίζου.