ΑΛΕΞΑΝΤΡΟΥ ΚΑΠΡΑΡΙΟΥ / ΑΟΥΡΕΛ ΡΕΟΥ / ΑΝΓΚΕΛ ΝΤΟΥΜΠΡΑΒΕΑΝΟΥ, ΡΟΥΜΑΝΙΑ, ΤΡΕΙΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΧΩΡΙΣ ΣΧΟΛΙΑ, ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ...ΠΟΙΗΤΙΚΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 9:48 μ.μ.

0

Alexandru  Caprariu, Αλεξάντρου Καπραρίου

Οδυσσέας

Και να που στην Ιθάκη γύρισε
ταξιδευτής ακούραστος. τώρα πια για ξαπόσταμα
- κι ώσμε το θάνατό του για ξαπόσταμα -
ο Οδυσσέας.
Η αυγή κ' η δύση γίνηκαν ένα.
Η Τροία ζώστηκε τις φλόγες.
Το τόξο που τώρα κρέμεται ήρεμα στο καρφί
και που ακαθόριστα θυμίζει τα πλανερά χείλια της Κίρκης
ποτέ πια πάλι
δε θα δονηθεί,
ποτέ από σήμερα.

Ο Οδυσσέας είν' Οδυσσέας
όσον καιρό ο δρόμος
ανταριασμένος από δεινά και θύελλες
δεν έκλεινε τον κύκλο στο σημείο που άρχισε.
Ούτε ίχνος δεν απόμεινε
απ' το άγριο μπουκέτο της εκδίκησης:
Δόρατα, βέλη, ασπίδες,
τσεκούρια που ασπάζανε θανατερά
τα περιμάζεψαν και σιωπηλά τα πέταξαν
μ' επίσημη απέχθεια
όπως τ' απομεινάρια 
απ' τα συμπόσια 
που τ' αναμένουν σκυλιά πεινασμένα.
Το κρεβάτι - τώρα:
Τρανό, λευκό κρεβάτι δέχτηκε
στα καθαρά, ευωδερά σεντόνια του
το γερό σώμα του Οδυσσέα.

Άσμα σειρήνων σα ν' ακούει σιγανά-ξανά.
Αλλά πού είναι το κατάρτι, πού σχοινί
να σφίξει πάλι ώμους μικρούς
και το άσμα των σειρήνων όλο πιο πλανερό να γίνεται,
πού να κρυφτεί και να χαθεί;
Τέτοιο καράβι και κατάρτι
σαν το παλιό που ρούφηξε η θάλασσα
ποθεί ξανά η ψυχή του.

Δεξιά
- άγαλμα της ειρήνης και του σπιτιού του -
τον παραστέκει η Πηνελόπη.
Κι όλο του ζωντανεύει τους καιρούς
του χωρισμού, κύματα που ξεσπάγαν
και του φέρναν αχούς από τραγούδια γυρισμού.
Δάχτυλα πεινασμένα, μακρυά
- τι σκαλιστά σε φίλντισι -
ακούμπησε στους ώμους του εκείνη.
Δεν ξέρει τι παλιές ουλές
που σήμερα δε δείχνονται,
σκιρτούν ακόμα, κρύβονται στο αγνό της χάδι.
Χαμογελώντας
ο Οδυσσέας συλλογιέται για κείνο το υφαντό
που δίχως τέλος τα πεινασμένα χέρια της υφαίνουν.
" - Πόσοι από εμάς έχουν το θάρρος να υφάνουν,
ως το στερνό τους νήμα
τις ανάμνησες;"
Κι όλο γυρνά τη σκέψη του σε αλλοτινούς παράδεισους
που ερήμωσαν χωρίς αυτόν
κι όσους θαυμάσιους γιαλούς δε θα γνωρίσει,
αφού στο σίγουρο λιμάνι της Ιθάκης γύρισε
να ξαναγίνει ό,τ' ήταν.
Και μέσ' σε ύπνο που τον έπιασε κρυφά,
ονειρεύτηκε, κάπου στο χρόνο, έναν ποιητή,
τυφλό και γέρο,
να τον πηγαίνει πάλι πάνω στα κύματα
πέρα μακρυά, στο μύθο.

___

Aurel Rau, Αουρέλ Ρέου

Ο σπαθάριος Μιλέσκου

Σαν να τον έχω κάπου δει αυτόν τον καβαλάρη
που μπρος στο καραβάνι του παράξενα τον κόσμο αργοπερνά. Πούθ' έρχεται 
και πού πηγαίνει βαθυστόχαστος
κάτω απ' το πολικό αστέρι;
Από πολύ καιρό το χέρι που δεν νιώθει πια το κρύο χαλινάρι,
ακούραστα τα μάτια του πλανιούνται στους ορίζοντες,
τα γένια του, μάκρος αλλόκοσμο έχουν πάρει.
Υπάκουες οι καμήλες κάτω από σάκκους με θροφές
χιλιάδες λεύγες διάβηκαν.
Της Σιβηρίας οι πάχνες τραβιούνται πίσω νικημένες.
Όμως, ποιος να πει πόσος τους απομένει ακόμα δρόμος.
Εκείνος πλέει σ' έν' άκρατο όνειρο, αναζητώντας
στους έρημους ορίζοντες, μια χώρα, των Κιτάιδων.
Κι έτσι ως τραβούνε πλάι στον ποταμό Σέλενγα,
ορκίζεσαι πως είν' ο ένας απ' τους τρεις μάγους αυτός,
που οδοιπορούν να βρούνε το Χριστό.

Κι όταν συναπαντιόμαστε και του παραμερίζω, να περάσει
κ' η σκιά του η πελώρια στην ξένη γη μ' αισθάνεται
από τη βύθιση του ονείρου τον ξυπνά, θαρρείς τραγούδι
ξέμακρο
κ' ένα δάκρυ καυτό πέφτει πάνω στο χέρι του.

*

Μακρινή ηχώ

Τις Ελληνίδες συλλογιέμαι
που περιδιάβαιναν εδώ.
Φύτρωσαν υψηλές οι καλαμιές,
θεσπέσια λυγερές.
Τις Ελληνίδες συλλογιέμαι.
Οι καλαμιές είναι γεμάτες μνήμες...
Το δειλινό, με ανταύγειες μελιχρές 
θωπεύει.

... Στην Ίστρια του κάστρου η πύλη
είχε ανοιχτή ξεμείνει.
Κι ο άνεμος φύσαγε αδιαφορία
τη μέρα εκείνη.

Οι άνδρες όλοι είχαν κινήσει
με τα πλοία στο πέλαγος
κ' έπλεαν πλέον προς το Φειδονήσι.

Από την λίμνη Ραζέλμ, τότες, 
βγήκαν οι πειρατές...
- Όμορφες πουν' οι Ελληνίδες
στ' αρχαία αγγεία πάνω.
Πράες, ανάλαφρες κινήσεις...
Μέρα κι εκείνη που τη μέστωσε ο τρόμος.

Φύτρωσαν υψηλές οι καλαμιές
με ψίθυρους της λησμονιάς. 
Μονάχα ήχοι άρπας
στο γέρικο ουρανό. 
Αλλ' όταν απ' τη λίμνη Ραζέλμ
άγρια σελαγίζει ο άνεμος,
πώς κραδαίνουν και κλαίνε και μένουν
με το πρόσωπο στραμένο προς τη θάλασσα.

___

Anghel Dubraveanu, Άνγκελ Ντουμπραβεάνου

Το τραγούδι της Αλκυόνας

Τι συντεφένιο ηλιοβασίλεμα, συντρόφισά μου.
Κ' η θάλασσα  μονάχη που αλέθει τα βιαστικά ερωτήματα
κ' οι ξεχασμένοι γλάροι και τα πεύκα που ανήσυχα σαλεύουν
κ' η χλωμή άμμος που πάει με τον άνεμο
και χώνεται μέσα στα σπάρτα του γιαλού.
Ούτ' ένα πλοίο, κανένα πλοίο, τίποτα δε φαίνεται.
Ούδ' ένα κύμα φέγγει στ' ανοιχτά
μα όλα γυρεύουν την απάντηση που δεν θα λάβουνε ποτέ.
Τι θλίψη είναι το σταχτί ηλιοβασίλεμα
το κρύο ηλιοβασίλεμα του αργού φθινοπώρου.
Θα μείνουμε δω που όλα τα μονοπάτια τελειώνουν.
Εδώ, συντρόφισά μου πελαργόλαιμη,
συντρόφισά μου αλαφροπάτητη πούχεις και μάτια
σα φύλλα φλαμουριάς. Γρήγορα θάρθει πάλι
του πουλί του βορεινού χειμώνα. Το καλοκαίρι του 
τελεύει στων Βαλχηρίδων την ομίχλη. Ας περιμένουμε, 
ας ετοιμάσουμε τα δίχτυα, ας βγάλουμε απ' τα όπλα
τη σκουριά, ας κλαδεύουμε τα δέντρα για τους
καινούργιους κήπους. Όλες του κόσμου οι στράτες
βρίσκονται στην καρδιά μας. Τυλίγονται με δρόμους,
με άλλους αράζω τα όνειρά μου μέσ' στο δείλι,
με άλλους πλανεύω έν' άστρο και στο φέρνω σκουλαρίκι.
Θα μείνουμε δω να διδαχτούμε κάθε σημάδι του καιρού
κι απ' την πορεία των μάγων ό,τι δηλοί τη μοίρα τους.
Τι συντεφένιο ηλιοβασίλεμα, συντρόφισά μου.
Κ' η θάλασσα μονάχη και το τραγούδι της αλκυόνας
πόσο γροικούνται αληθινά μέσ' στην ομίχλη.

___


- Ο σπαθάριος Μιλέσκου, ένας από τους πρώτους εξερευνητές της Κίνας - ελληνικής καταγωγής από την Πελοπόννησο - ακολούθησε τον Δημήτριο Καντεμίρ, βοεβόδα της Μολδαβίας στη φυγή του. Έζησε στην τσαρική αυλή του Μεγάλου Πέτρου κ' έγινε ο πρώτος Ευρωπαίος πρεσβευτής στην Κίνα.
- Χώρα των Κιτάιδων, η Κίνα. 
- Ίστρια, αρχαία αποικία της Μιλήτου στην τωρινή Δοβρουτσά της Ρουμανίας.