ΓΙΑ ΔΕΣ ΚΑΣΤΕΛΛΙΝ ΕΜΟΡΦΟ / ΣΤΙΣ ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ, ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 9:50 μ.μ.

0


Για δες καστέλλιν έμορφο

Για δες καστέλλιν έμορφο και κρυό νερό δεν έχει
σαν έχει και κρυό νερό δράκος το περιορίζει.
Διψούν τα 'λάφια για νερό και τα πουλιά για δρόσο
διψούν και τ' αρχοντόπουλα για μια καθάρια βρύση.
Και μια Λαμπρή, μια Κεριακή, μιαμ πήσιμος ημέρα
στολίζονται οι ευγενικές στον Δράκοντα να πάνε.
'Πο μακρυά τον χαιρετούν και 'πο κοντά του λένε:
Δράκοντα μόλα το νερό, να πιουν τα διψασμένα
να πιουν και τ' αρχοντόπουλα τα πολυαγαπημένα
κι αν θες λογάριν έπαρε, θέλεις μαργαριτάρι
θέλεις 'πε τις ευγενικές καμιάν ευγενοπούλα.
- Ούτε λογάριν θέλω γω, ούτε μαργαριτάρι
ούτε 'πε τις ευγενικές καμιάν ευγενοπούλα
μόν θέλω την κερά Βδοκιά ντην αγδονολαλούσα
οπύ ντην έχουν τα πουλιά γλώσσα και κελαγδούνε.
Παίρνουν ντο δρόμο το δρομί στην Ευδοκία να πάνε.
'Πο μακρυά την χαιρετούν και 'πο κοντά την λένε:
- Σύρε, σύρε κερά Βδοκιά κι ο Δράκοντας σε θέλει.
-Σαν τι με θέλει ο Δράκοντας, σαν τι με συντυχαίνει;
Σαν και με θέλει για καλό, να βάλω τα χρυσά μου
και σαν με θέλει για κακό να βάλω τα μαυρά μου.
- Και τα χρυσά σου φόρεσε και τα μαυρά σου πάρε.
Παίρνει ντον δρόμο το δρομί στον Δράκοντα και πάει.
'Πο μακρυά τον χαιρετά κι από κοντά τον λέγει:
- Σαν τι με θέλεις Δράκοντα, σαν τι με θέλεις Δράκε;
- Καλώς ήρθε το γιόμα μου, καλώς το πρόγεμά μου.
Η Ευδοκία τον απαντά, η Ευδοκία τον λέγει:
Για μόλα, Δράκε, το νερό, να πιουν τα διψασμένα
Διψούν τα 'λάφια για νερό και τα πουλιά για δρόσο
Διψούν και τ' αρχοντόπουλα, για μια καθάρια βρύση.
- Πες με, πες με κερά Βδοκιά, ποια είν' τα γονικά σου.
-Εγώ είμαι της βροντής παιδί, της αστραπής εγγόνι
που άστραψε και έκαψε σαρανταπέντε Δράκους
και 'κόμα ένας απόμεινε, κάμ' είσι η αφεντιά σου;
Τώρα βροντώ και καύτω σε, στράφτω και τσουροφλώ σε
- Σύρε Βδοκιά στο σπίτι σου, σύρε στα γονικά σου
κι εγώ μολέρνω το νερό να πιούν τα διψασμένα.

(παραλλαγή Σωζόπολης)

*

Στις δεκαπέντε της Λαμπρής

Στις δεκαπέντε της Λαμπρής, στις εικοσιτρείς τ' Απρίλη
πανηγυράκι γίνεται, στ' Άι Γιωργιού τη χάρη.
Ούλοι τρων κι ούλοι πίνουσι, κ' ούλι ξεφάντι κάμνουν
μα κείνος όπου γιόρταζε, δεν τρώει μήδα πίνει.
Γιατί θε νάρτη ο Τσαμερλής, ανθρώπους να χαλάσει.
Και νάτον και τον Τσαμερλή, απ' αντικρύ μπροβάλλει.
Κ' εβάστα και στα χέρια του, πεύκους ξεριζωμένους
κ' είχε στους κλάδους των πευκών ανθρώπους κρεμασμένους.
Από μακριά σύρνει φωνή κι από κοντά τους λέει.
"Ποιος έχει σίδερο βρακί κι αλύσση βρακοζώνη,
κι έχει και μπράτσα δυνατά μαζί μου να μπαλαίσει".
Κανείς και δεν εμίλησε, κι ούλοι τον εφοβούνταν.
Και μια κοπέλα λυγερή από ψηλό παλάτι
τον Κωνσταντή κάμνει ματιά για νάβγει να μπαλαίσει.
Κι ο Κωνσταντής φοβίζουνταν, μα τόχει σε ντροπή του
να του το γνέψ' η κοπελιά κι αυτός να πει το όχι.
Βγαίνει μπροστά στον Τσαμερλή, κ' απηλοή του δίνει.
"Εγώ 'χω σίδερο βρακί κι άλυσση βρακοζώνη
κι έχω και μπράτσα δυνατά μαζί σου να μπαλαίσω".
Έπιασα κι επαστρέψαν τους εφτά μοδιώ χωράφι
Αποσπερίς πιαστήκασι κι ως το πουρνό μπαλούσι
κι ο Τσαμερλής αν ήθελε , γλήορα τον εχάλιε
μα αγάπαε τη μάνα του και τούκαμνε χατήρι
Κι ο Κωνσταντής λιγώθηκε, τη μάνα του φωνάζει.
"Μάνα μου φέρε με νερό για να ξεκάμει ο νους μου".
Κ' η μάνα του η άνομη, η μάνα του η σκύλα
παίρνει σταμνί με το νερό σταμνί με το φαρμάκι.
Του Τσαμερλή δίνει νερό του γιου της το φαρμάκι
κ' η κόρη που τον αγαπά φωνάζ' απ' το παλάτι.
Ε Κωνσταντή μην πιεις νερό και θε να πιεις φαρμάκι.
Βάλε ζερβά τη δύναμη, δεξιά τον φέρε κάτω.
Μην έβγω και σε πουγκωθώ και θέλει σε ντοπιάσω".
"Μακάρι και να τόκαμνες, δεν τόχω σε ντροπή μου".
Σαν αετός πετάχτηκε, από το πανθύρι.
Κι εκεί στον κάμπο τον πλατύ τα ρούχα της αλλάζει
Βάζει σωφόρι πέτσενο και ρούχο σιδερένιο.
Και τρεις φορές την άλυσση, γερά σφιχτά εζώσθη
και σκούφια γερομέταξη κ' έχωσε τις μπλεξούδες.
Τη μάννα της εχτύπησε και βγαίνει στην μπαλαίστρα.
- Για βάρδα βάρδα Κωνσταντή, σύρτου λιγάκι πίσω
να δοκιμάσω δύναμη να δω και την αντρειά μου.
Κι ο Τσαμερλής περήφανος μάταν και παλληκάρι.
- Καλώς τηνε την κοπελιά, που μ' έρκεται για γλέντι
να παίξω να γελάσουμε να γλυκοφιληθούμε".
- Μην το κακιέσαι Τσαμερλή, μη κάμνεις φαντασμένα
κι α θέλ' η χάρη του Θεού θε να σε βάλω κάτω".
Κι ο Τσαμερλής εθάρεψε να πα να την χαδέψει
μα γλήορα το γνώρισα, πως ήταν αντρειωμένη.
Κορμιά και χέρια πιάνουνται, πόδι πατεί το πόδι.
Σα δυο θεριά ταυρομπαλούν, ο Τσαμερλής κι η κόρη
κ' εκεί που πιάνει ο Τσαμερλής, τα γαίματα πετιούσαν
κι εκεί που πιαν' η κοπελιά τα κόκκαλα τσακούσαν.
- Μη με χαλάσεις κοπελιά, μη πα να με σκοτώσεις.
Κι α θέλεις πάρμε σκλάβο σου κι α θέλεις πάρμε δούλο
κι α θέλεις πάρμε σύμβιο να μ' εχεις συντροφιά σου.
-  Δε θέλω μήδε σκλάβο μου, δε θέλω μήδε δούλο.
Δε θέλω μήδε σύμβιο να σ' έχω συντροφιά μου.
Μπαλίστρα να μην κάνεις πιο ανθρώπους να σκοτώνεις.
Και χαίρου και τη νιότη σου και την παλληκαριά σου.
Κ' εγώ αγαπώ τον Κωνσταντή και θε να τόνε πάρω.