ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ, ΑΠΤΕΡΟΣ ΝΙΚΗ, ΜΠΙΖΝΕΣ / ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ, ΕΚ ΠΕΡΑΤΩΝ / ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΙΡΑΚΗΣ, ΤΡΙΖΟΝΙΑ IV, ΘΕΣΠΕΣΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ, ΧΑΜΕΝΟΣ ΔΙΟΝΥΣΟΣ, ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΩΝ ΗΧΩΝ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 2:44 μ.μ.

0

ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ

ΑΠΤΕΡΟΣ ΝΙΚΗ (απόσπασμα)

... Ανάμεσα σε 'μας και το θεό επικρατεί πανικός -
Ανώφελη ίσως πια η τάση να επουλώνω εσένα που ράβω
κι εμένα που ξηλώνω
με ολική καταστροφή
πάνω στο άγριο pendulum* των εκπτώσεων.
Η παραβολή του κόσμου στα χέρια
ενός μικρού παιδιού.
Τα βίτσια χαίρονται μέσα μας σαν μυρμήγκια.
Δουλειά που κανείς δεν θα την αναλάβει δεν υπάρχει.
Ωστόσο καυγάς με κάθε τι αληθινό
είναι να εξηγήσει κάποιος αυτής της ευτυχίας
την καταδίκη...
[Μάιος 2006]
*
ΜΠΙΖΝΕΣ (απόσπασμα)

... Η ωραιότερη πολιτεία επί της γης
είναι η στιγμή του κινδύνου ή
ετούτη η ακουστική στιγμή της
μεγάλης δυστυχίας για έναν
ανταποκριτή:

Αντέχει. Τρίβει τις λέξεις με σαπουνάδα από πάνω του.
Εκείνη είναι μακριά κι εκείνος πίνει απ' το ποτήρι Της.
Πιστεύει πως θα τα καταφέρει ακόμα κι αν
τα πάντα είναι κλειστά.


Τραβάει την προσοχή του τοίχου μ' ένα ποίημα.
Τρέχει στα σπήλαια μέσα του.
Νιώθει πως σβήνει μα δεν σβήνει.
Επιτέλους τον ανακάλυψαν οι πέτρες.


Δεν είναι ολότελα χαμένος, τον απεχθάνονται τα πλήθη.
Ο ήλιος κάποια μέρα θα σβήσει κι εκείνος είναι δέσμιος της φωνής του.
Μέσα του τόσοι πολλοί και ανόητοι που αναζητούν φωνή.


Σηκώνει βάρη που δεν έχουν σχηματιστεί ακόμη.
Κι ακόμη, σηκώνει βάρη.
Είναι κάπως. Έχει μια μύγα πάνω στο σπαθί του.


Πηγαίνει...
[Ιανουάριος 2006]
_____

ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ

ΕΚ ΠΕΡΑΤΩΝ 

VIII

Οιωνός πετόμενος έστη εν μεσουρανήματι
ασάλευτος
κι ούτε κατά τη δύση πάει όπου τραβάν σμήνη οι αποδημούντες
ούτε προς την ανατολή τον σπρώχνουμε απόγειοι στεναγμοί.
Ερήμωσαν άξαφνα οι δρόμοι που το βλέμμα των απελπισμένων
χάραξε στον αέρα
και τα περάματα των κεκμηκότων
κι ο ίσκιος τινάζεται να φύγει απ' το κορμί προς τα πάνω
ξεγλωσσίζοντας
σα φλόγα λύχνου που του σώνεται το λάδι.


Προαίσθημα κακών μελλούμενων...
Πάντα να τα αποτρέψω πάσχιζα έστω την τελευταία ώρα
αλλά, να, τώρα βλέπω δεν υπήρχανε ποτέ μελλούμενα. μόνο τε-
τελεσμένα
κι ούτε ώρα τελευταία μα μετατελευταία
όλη η ζωή μου εκπρόθεσμη
προαίσθημα πάντα όσων είχαν πια συντελεσθεί
έδρασε λάθρα ο χρόνος σαν το μόνο πεπρωμένο
πλήρωμα και συντέλεια.


Το τέλος είχε επέλθει από καιρό
το τέλος είχε επέλθει απ' την αρχή
πέρασε πάνω μου και μ' άφησε σ' αυτή τη μετατελευταία ώρα-
μαύρη ώρα δίχως έκβαση-
να σπαρταράω ψυχόφυρτος.
_____

ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΚΙΡΑΚΗΣ

ΤΡΙΖΟΝΙΑ IV

Πού πάει ο ήχος του
ανέμου όταν σωπαίνει;
[2006]
*
ΘΕΣΠΕΣΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

Στέκομαι εδώ γελοίος,
μαρμαρωμένος κι αιώνιος.
Μια μικρογραφία κι ένα
πελώριο άγαλμα του όλου
και του τίποτα. Θεσπέσιο.
[2006]
*
ΧΑΜΕΝΟΣ ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Διάσχιζε πάντα διαγώνια
τον παραλιακό δρόμο πάνω
στις ίδιες συντεταγμένες,
με ακρίβεια GPS, σαν αμετακίνητη
υποτείνουσα σε ραγισμένους
καθρέφτες, όπου καλπάζουν
αφηνιασμένα άλογα δίπλα
σε επικίνδυνες ρωγμές.


Έμοιαζε με τον χαμένο,
πλην εύοσμο, Διόνυσο με
ροδαλό μάγουλο, που ολοκλήρωνε
καθημερινά τον οίστρο του
δίπλα στη λιμνοθάλασσα
με συρτά βήματα, ευθυτενές
χαμένο βλέμμα και κρυφές
εσωτερικές ελεγείες.
[2011]
_____


* [λατ.] εκκρεμές, μα επίσης και το φαινόμενο της μεταστροφής της κοινής γνώμης.

ΤΟΝΤΑ ΡΑΜΠΑ, Ο ΓΚΡΕΚΟ, ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ, ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ή ΜΟΝΟΛΟΓΙΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 2:32 μ.μ.

0

Νίκος Καζαντζάκης, 18 Φλεβάρη 1883-26 Οκτώβρη 1957

(Ο Νίκος Καζαντζάκης με τη μητέρα του)


Ο νέγρος Τόντα Ράμπα απολύεται από τον αγγλικό στρατό μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και γυρίζει στην πατρίδα του, στην Αφρική. Έχει γνωρίσει τώρα την αδυναμία της Ευρώπης, προβλέπει τη γρήγορη παρακμή της και καλεί τους συμπατριώτες του να ξυπνήσουν.
Το ποίημα είναι σημαντικό, γιατί δείχνει ότι ο Καζαντζάκης πρόβλεψε την αφύπνιση των αφρικανικών λαών.


ΤΟΝΤΑ ΡΑΜΠΑ(απόσπασμα)

.....................................
Κι ο Τόντα Ράμπα, ο νέγρος με τη μάσκα
της πείνας, φάνη αλάργα, και ζαλάδες
θυμού τον περεχούν, με την μπαλάσκα
του φράγκικου πολέμου αναζωστάρι,
με την εγγλέζική του ακόμα κάσκα.
Γυρίζει του πολέμου απομεινάρι,
και την πατρίδα λαχταράει με φούρια.
μαύρο τραγί απ' τα κέρατα σφαγάρι
για τους νεκρούς κρατάει, και στα κιβούρια
χιμάει και δρασκελάει το κοιμητήρι,
όπου αραδίς αχνίζουν τα μνημούρια.
"Μωρέ, καλώς σας βρήκα, νοικοκύροι!
Γύρισα πια και φέρνω σας μαντάτα
απ' τις βοσκές που βόσκουν οι άσπροι χοίροι!"
.....................................
"Φαγιά, κρασιά τ' αμπάρια τους γιομάτα,
και δεν μπορούν να φαν και να μεθύσουν.
τ' άσπρα κοράσια τους παχιά κι αφράτα,
και δεν μπορούν, μωρέ, να τα φιλήσουν!
Γέροι αχαμνοί, σακάτηδες, τσιγκούνοι,
και δεν μπορούν τον κόσμο να κουνήσουν.
κι έχουν θεό, χοντρό χρυσό γουρούνι!
 ...........................................................................................
Απάνω τους, μωρέ παιδιά, πιλάλα!
Δεν είναι αυτοί θεοί, μόν' σάπιοι ανθρώποι!
Πα στους παλιούς προγόνους μας καβάλα,
σε λιόντες, σε ρινόκερους, χαρά μας!
χιμούμε εμείς, και παν την κουτρουβάλα.
Ομπρός, αδέρφια, κι έφτασε η σειρά μας!"
*

Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, στο Εσκοριάλ, απογοητευμένος απ' την κακή συμπεριφορά του βασιληά της Ισπανίας, θυμάται έντονα την Κρήτη και αποφασίζει, σε μια ώρα δειλίας, να ξαναγυρίσει σ' αυτήν. Στην κρίσιμη στιγμή ένας άγγελος τον αρπάζει και τον ξαναφέρνει στα ύψη και στο δρόμο του χρέους, εκεί που βρίσκεται η ιδανική "Κρήτη" των ουρανών.

Ο ΓΚΡΕΚΟ
....................................
Το λάδανο μυρίστη, κι όλο χάδια
γλίστρηξε η Κρήτη, η τίγρισσα, και στρώθη
στου σπλάχνου του τα βογκερά σκοτάδια.
Έγνοιες βαριές, αντρίκειοι γαύροι πόθοι
τα στήθη κρουν, σβουρίζει το μελίσσι
στ' ολάνθιστο θυμάρι, και σηκώθη
στο νου το αγαπημένο του Βροντήσι.
Αχνίζει ο Ψηλορείτης όλο πύρα,
καταχτυπούν στη μαρμαρένια βρύση
τα κρύα νερά, κι η κουδουνάτη λύρα
όρτσες βαράει με ολόρθο καβαλάρη.
Στα χείλια του της θάλασσας η αρμύρα,
κι ακόμη αντιγρικάει, κρουφό λογάρι,
το δάσκαλο ασκητή, το γερο-διάκο,
στου Κάστρου το λιμάνι, πρι σαλπάρει,
να διπλοπαραγγέλνει του: "Κυριάκο,
με φλόγα εσύ προφητικιάν αλείφτης,
στης καλοπέρασης μη μπεις το λάκκο,
σε ρηγικές αυλές τσανακογλείφτης!
Άτριφτες στράτες άνοιγε και πέρνα!"

...................................
Εμείς, καρδιά, πλαστήκαμε τ' ακράτα
της λευτεριάς φτερά με βιας ν' ανοιούμε
και να καιγόμαστε στην πάνω στράτα!
Σπαθί το φως στα χέρια μας κρατούμε!
Γύρνα προσηλιακά, κατά την Κρήτη
τη λευτεριά, τη μοναξιά να βρούμε!
Γοργά γυρνάει δεξά, κατά το σπίτι
του κύρη του στ' αλάργα αραξοβόλια.
η πέρφανη κορφή του Ψηλορείτη
στο νου του απάνω κυματάει σα μπόλια,
και πράσινος, φαρδύς απλώθη ο κάμπος
της Μεσαράς, με τα ζεστά περβόλια!
Μα ξάφνου ολόρθος ετινάχτη, σάμπως
δυο φοβερά να τον αρπάξαν χέρια.
βρούχος γρικάει, φτερά και μέγα θάμπος!
τα μάτια του ξεχείλισαν αστέρια!

....................................

Αρχάγγελος, ζεστός νοτιάς, εχύθη
και λάδανο μυρίζουν τα φτερά του.
το νιον αρπά αγκαλιά στ' αδρά του στήθη,
κλοτσάει τη γης και παίρνει ολόρθος φόρα
και ροβολάει μες στα γαλάζια βύθη.
Χλωμός ο νιος, στην άγρια φωτομπόρα,
δένει γερά το κρητικό μαντίλι
και με ανοιχτά τα μαύρα μάτια εθώρα,
παλικαρίσια σφίγγοντας τα χείλη,
την κάτω γης να λιώνει στο λιοβόρι.
Το μέγα χτίρι, κάρκανο στο αντήλι,
κι ως μέρμηγκοι το ψάχναν οι μαστόροι.
σουρίζουν τ' ακροβούνια, οι δρόμοι κλώθου,
κι ο νιος, σκυφτός στην αγγελίσια πλώρη,
τρυγάει το φως, την κορυφή του πόθου!
Το αθώρητο της γης σηκώθη μπόι.
του μέσα του αρχαγγέλου τον αμπώθου
τα στήθια στο παρθένο κορφολόι,
στης άγριας λευτεριάς την έρμη ελπίδα,
στο πιο αψηλό του κόσμου ετούτου ανώι,
στην Πάνω Κρήτη, την κρυφή πατρίδα!
_____


Και τα δυο ποιήματα ανήκουν σ' αυτά που ο Καζαντζάκης ονόμασε "τερτσίνες" ή "κάντα", γραμμένα στο μέτρο της "Θείας Κωμωδίας" του Dante. Οι "Τερτσίνες" γράφτηκαν ανάμεσα στο 1932 και στο 1937, ενώ παράλληλα ο ποιητής επεξεργαζόταν την "Οδύσσειά" του.

(τα σημειώματα είναι του Στυλιανού Αλεξίου)

FRANCOIS VILLON, ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΒΙΓΙΟΝ, ΟΨΕΙΣ ΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 2:31 μ.μ.

0



FRANCOIS VILLON / ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΒΙΓΙΟΝ ( Παρίσι, 1431-...; )


"...Εκεί (στις φυλακές του επίσκοπου  της Ορλεάνης Τιμπώ ντ' Ωσσινύ), ριγμένος μέσα σ' ένα βαθύ και σκοτεινό σαν πηγάδι κελί, σιδεροδεμένος και καταδικασμένος σε νηστεία με ψωμί και με νερό μονάχα, περίμενε το θάνατο. Μέσα στο φριχτό αυτό μπουντρούμι σύνθεσε δύο απ' τις καλύτερές του μπαλάντες. Τη μια την απευθύνει στους φίλους του ικετεύοντάς τους να κάνουν ό, τι μπορούν για να τον βγάλουν απ' την απαίσια αυτή φυλακή. Με την άλλη, μας δίνει το διάλογο του καυγά που έστησε τάχατες η καρδιά του με το κορμί του, εξαιτίας που εκείνο, αφήνοντας τα πάθη να τον κυριέψουν, έριξε το δόλιο ποιητή στο βούρκο του κριμάτου και της τρισάθλιας ζωής του. Στις μπαλάντες αυτές, εξόν από την αριστουργηματική τους σύνθεση, θαυμάζουμε τη δύναμη και τη γαλήνη της ψυχής του Βιγιόν, που, αν και κλεισμένη μέσα στ' αρρωστιάρικο και ψόφιο απ' τους τόσους παραδαρμούς και κακουχίες της φυλακής κορμί του, διατήρησε όλη της τη φρεσκάδα και το κέφι, που σπιθοβολάει ζωηρά στα δυο του αυτά ποιήματα...".


Ο λόγος για τον Φρανσουά Βιγιόν λοιπόν...τον ποιητή που είχε - σίγουρα δυο, ίσως και τρεις φορές - καταδικαστεί σε θάνατο (και είχε πολλές φορές βρεθεί στη φυλακή) και που, από παιχνίδια της τύχης ( και της νοοτροπίας της εποχής ) είχε γλυτώσει και τις τρεις για να χαθεί, απ' το Γενάρη του 1463, μετά την τελευταία χάρη που του δόθηκε αλλά και τη δεκάχρονη εξορία του απ' το Παρίσι και να μην ξανακουστεί τίποτε γι' αυτόν, σημάδι, μάλλον, πως δεν έζησε για πολύ ακόμα. Τσακισμένος από τη φτώχεια και τις στέρησες, απένταρος, πεινασμένος και κουρελής, με την υγεία του κατεστραμμένη από τις ασωτείες του κι αηδιασμένος απ' τον ίδιο του τον εαυτό, χάθηκε στο σκοτάδι και την αθλιότητα...πριν προφτάσει να δώσει -με πλέρια την ωριμότητα της τόσο πρωτότυπης όσο και προσωπικής ιδιοφυίας του -όλους τους ποιητικούς θησαυρούς που 'κρυβε μέσα του.


Σε μια αντίστροφη, χρονικά, πορεία βλέπουμε το μικρό Φρανσουά ντε Μονκορμπιέ, με τις φροντίδες του προστάτη ψυχοπατέρα του Γκιγιώμ ντε Βιγιόν, να γράφεται στα δώδεκά του χρόνια στο Πανεπιστήμιο και σε ηλικία εικοσιενού χρονώ να παίρνει τον τίτλο του "Δασκάλου των Τεχνών" αλλά, αμέσως μετά, να μπλέκει με κακές φοιτητικές παρέες και στη συνέχεια με διαβόητους κακοποιούς, φαυλόβιους και πόρνες, σε κλεψιές, πονηριές και μαχαιρώματα, μέσα σε μια εποχή (15ο αιώνα) όπου επικρατούσε μεγάλη σύγχυση ανάμεσα στην εκκλησιαστική και κοινωνική ηθική κι η έννοια του εγκλήματος ταυτιζόταν με την αμαρτία κι ακόμα κι ένα έγκλημα, όσο μεγάλο κι αν ήταν, συχωριόταν και σβηνόταν τέλεια με την ειλικρινή μετάνοια, μέσα σε μια νοοτροπία που όλοι μιλούσαν διαρκώς περί τιμής  αλλά στην πραγματικότητα δεν υπήρχε πιο σπάνιο πράγμα απ' αυτήν. Κι ο Βιγιόν μετάνιωνε (και συχνά γλύτωνε) αλλά επέστρεφε, χωρίς καθυστέρηση στα ίδια. Κανείς όμως δεν μπορούσε να αντιληφθεί την ευαισθησία και τη λεπτότητα που κρυβόταν μέσα στην βασανισμένη ψυχή του Φρανσουά Βιγιόν, που- παραταύτα και στις πιο δύσκολες καταστάσεις, ακόμα και ώρες πριν τον θάνατο - διατηρούσε αμείωτο το χιούμορ του. 



XVIII. ΕΠΙΤΑΦΙΟ




ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΑΙΩΝΙΑ ΕΔΩ ΣΤΟ ΔΩΜΑ ΑΥΤΟ,
ΑΠ' ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΤΗ ΣΑΪΤΑ ΣΚΟΤΩΜΕΝΟ,
ΕΝΑ ΣΚΟΛΙΤΑΡΟΥΔΙ ΤΡΥΦΕΡΟ:
ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΒΙΓΙΟΝ ΤΟ ΛΕΓΑΝ, ΤΟ ΚΑΗΜΕΝΟ.
ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΡΟΥΠΙ ΓΗΣ, ΚΑΙ ΜΟΙΡΑΣΜΕΝΟ
ΕΙΧΕ ΟΛΟ ΤΟΥ ΤΟ ΒΙΟΣ ΕΔΩ ΚΙ ΕΚΕΙ:
ΣΚΑΜΝΙΑ, ΤΡΑΠΕΖΙ ΚΑΙ ΨΩΜΙ ΦΡΥΓΜΕΝΟ.
ΠΕΣΤΕ ΓΙ' ΑΥΤΟΝ ΣΤΟ ΘΕΟ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΥΚΗ:




ΕΥΚΗ


Χάρισε αιώνια ανάπαψη και φως,
Κύριε, σ' αυτόνε το συφοριασμένο,
που ούτε ένα ρούπι γης, ούτε στρωμένο
πλούσια τραπέζι απόχτησε ο φτωχός.
Από μαλλιά και γένεια ήταν σπανός,
ωσάν αυγό σκληρό ξεφλουδισμένο.
Χάρισ' του αιώνια ανάπαψη και φως.
Τον στείλαν στο μπουντρούμι στανικώς
με μια κλωτσιά στον κώλο, συστημένο,
κι ας φώναζε: "Εκκαλώ!", πετυχημένο
δεν είναι και πολύ το κόλπο αυτό.
Χάρισ' του αιώνια ανάπαψη και φως.


*


IX. ΕΜΜΕΤΡΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ


(στους φίλους του)


Έλεος, έλεος για με το φουκαρά
δείξετε, αδέλφια, φίλοι γκαρδιακοί!
Σε τάφο κείτομαι, όχι σ' ισκιερά
δάσια, σ' αυτήν τη μαύρη φυλακή
που η μοίρα μ' έχει μ' άδεια θεϊκή.
Κορίτσια, βλάμηδες, νιοί, γέροι, γριές,
φορτσαδόροι, ακροβάτες, χορευτές,
που πηδάτε με μπρίο κωμικό,
λυγερόφωνοι εσείς τραγουδιστές,
το δόλιο τον Βιγιόν θ' αφήστε εδώ;


Ψάλτες π' όλα τα ψέλνετε στραβά,
αλήτες δίχως δυάρα τσακιστή,
μάγκες που κάνετε όλο χωρατά,
διανοούμενοι λίγο ή πολύ χαζοί,
τρεχάτε πριν ο χάρος τόνε βρει.
Σαν πεθάνει, εσείς πρόθυμοι ποιητές,
θαν του φτιάξετε δεκάρικες ωδές.
Αγέρας, φως, δεν βλέπουν τον φτωχό.
Με βαριούς τοίχους του 'καμαν φασκιές.
Το δόλιο τον Βιγιόν θ' αφήσετε εδώ;


Στα χάλια ελάτε ιδέστε τον αυτά,
αφέντες σπλαχνικοί κι ευγενικοί,
που δεν είστε ρηγάδωνε γενιά,
παρά τ' αφέντη θεού είσαστε γονή:
Τον έχουν σε νηστεία στανική,
πληγιάσαν οι μασέλες του οι φτωχές
αλέθοντας ψωμόφλουδες ξερές.
Και γρούζουν τ' άντερά του απ' το νερό
που πίνει με χοντρές χοντρές γουλιές.
Το δόλιο τον Βιγιόν θ' αφήστε εδώ;


Πρίγκιπες, χάρη με βασιλικές
βούλες πετύχετέ μου. Και τριχιές
μ' ένα καλάθι ρίχτε μου να βγω.
Κι οι χοίροι ακόμα τρέχουν μπουλουκιές,
σαν ακούσουν συντρόφου των σκουξιές.
Το δόλιο τον Βιγιόν θ' αφήστε εδώ;


*


X. ΚΑΥΓΑΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΡΜΙΟΥ ΤΟΥ ΒΙΓΙΟΝ


- Τι ακούω; -Εγώ είμαι. - Ποιος εσύ;
- Η καρδιά σου που κρέμεται από μια
ψιλή κλωστή. Έχασα θάρρος και χαρά,
στοχάσου, σα σ' είδα μόνο εκεί σε μια
αγκωνή, σα δαρμένο να κρύβεσαι σκυλί.
- Γιατί αυτό; - Για τις τρέλες σου, νομίζω.
- Τι έχεις; - Άρχισα πια να βαριεστίζω.
- Παράτα με. - Γιατί; - Θε να σκεφτώ.
- Μπα! πότε; - Όταν πια δεν θα παιδιαρίζω.
- Άλλο δε λέω. - Σκοτίστηκα κι εγώ.
- Τι σκέφτεσαι; - Πως έχω αξία.
- Στάσου. Τριάντα χρονώ είσαι. - Όσο μουλάρι ζει.


Τα κύρια στοιχεία της εισαγωγής και η μετάφραση είναι του Σπύρου Σκιαδαρέση.



Μια χαρακτηριστική μπαλάντα του Φρανσουά Βιγιόν.

Η ΡΗΜΑΓΜΕΝΗ ΓΗ...ΤΟΜΑΣ ΕΛΙΟΤ, ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΜΑ...ΣΠΑΝΙΑ ΣΤΙΓΜΙΑΙΟ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 2:29 μ.μ.

0

Η ΡΗΜΑΓΜΕΝΗ ΓΗ / WASTE LAND αποσπάσματα απ' την ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ και την ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ, ΤΟΜΑΣ ΣΤΕΡΝΣ ΕΛΙΟΤ / T.S.ELIOT (1888-1965)



Ο Απρίλης είναι ο σκληρότερος μήνας, γεννώντας
πασχαλιές μέσ' απ' τη νεκρή γη, σμίγοντας
θύμηση κι επιθυμία, αναδεύοντας
ρίζες νωθρές μ' ανοιξιάτικη βροχή.
Ο χειμώνας μας ζέστανε, σκεπάζοντας
το χώμα με ξεχασιάρικο χιόνι, θρέφοντας
μια μικρή ζωή με κατάξερους βολβούς.
Το καλοκαίρι μάς ξάφνιασε, καθώς έφτασε με μια νεροποντή
πάνω απ' τη Σταρνμπέργκερζεε.
............................................................

Ποιες είναι οι ρίζες που γατζώνονται, ποια κλωνάρια
μεγαλώνουν
μέσα σ' αυτά τα πέτρινα χαλάσματα; Υιέ ανθρώπου,
δεν μπορείς να πεις ή να μαντέψεις, επειδή γνωρίζεις μόνο
ένα σωρό σπασμένων ειδώλων, εκεί που χτυπάει ο ήλιος,
και το πεθαμένο δέντρο δεν προσφέρει προστασία, το τριζόνι
καμμιά ανακούφιση,
και το ξερολίθαρο κανέναν ήχο νερού. Μόνο
κάτω απ' αυτόν τον κόκκινο βράχο υπάρχει σκιά,
(Έλα κάτω απ' τη σκιά αυτού του κόκκινου βράχου)
και θα σου δείξω κάτι διαφορετικό
απ' τη σκιά σου το πρωί που δρασκελίζει πίσω σου
ή από τη σκιά σου το δειλινό που ορθώνεται για να σε
συναντήσει.
Θα σου δείξω το φόβο μέσα σε μια χούφτα χώμα...
(απ' την "Ταφή του νεκρού")

*

Το σκήνωμα του ποταμού σωριάστηκε. Γατζώνονται τα
τελευταία δάχτυλα
των φύλλων και βουλιάζουν στην υγρή ακροποταμιά. Ο άνεμος
διασχίζει την καφετιά γη χωρίς ν' ακούγεται. Οι νύμφες
αναχωρήσαν.
Τάμεση γλυκέ, κύλα απαλά, ωσότου ν' αποσώσω το τραγούδι
μου.
Το ποτάμι δεν κατεβάζει άδεια μπουκάλια, χαρτιά από σάντουιτς,
μεταξωτά μαντήλια, χαρτοκούτια, αποτσίγαρα
ή άλλα πειστήρια θερινών νυχτών. Οι νύμφες αναχωρήσαν.
Το ίδιο και οι φίλοι τους, οι αργόσχολοι κληρονόμοι των διευ-
θυντών του Σίτυ.
Αναχωρήσαν. Δεν άφησαν διευθύνσεις.
Επί των υδάτων του Λεμάν εκεί εκάθησα και έκλαυσα...
Τάμεση γλυκέ, κύλα απαλά, ωσότου ν' αποσώσω το τραγούδι
μου,
Τάμεση γλυκέ, κύλα απαλά, γιατί ούτε φωνασκώ ούτε πολυ-
λογώ.
Όμως μέσα σε μια ψυχρή ριπή ακούω πίσω απ' την πλάτη μου
το κροτάλισμα των οστών κι ένα χασκόγελο ν' απλώνεται απ'
το ένα αυτί στο άλλο....



(απ' την "Ομιλία της φωτιάς")


*

[The Waste Land, 1922]

Πιστεύω πως είναι απαραίτητο να σταθούμε σε μια χρονολογία -κλειδί, που κρίνεται οριακή γιατί ο ίδιος ο ποιητής την προτάσσει σαν υπότιτλο του ποιήματός του: κι αυτή είναι το "1922". Είναι η χρονιά που γράφτηκε το μεγαλύτερο μέρος της σύνθεσής του, μόλις τρία χρόνια ύστερα από το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου...Με μια Ευρώπη που οι δυνάμεις της είχαν στερέψει κι είχε φτάσει στο έσχατο σημείο της παρακμής...όχι τόσο από την αιματοχυσία και την καταστροφή που προκάλεσε ο πόλεμος όσο από την πνευματική και συγκινησιακή στειρότητα του Ανθρώπου που δεν είναι παρά το απόβλητο του ίδιου του πολιτισμού του...
(μετάφραση-σημειώσεις, Κλείτος Κύρου)

* 


"Η έρημη χώρα" συνοδεύεται από σημειώσεις του ίδιου του Έλιοτ (που γράφτηκαν καθαρά για να εξυπηρετήσουν την τεχνολογική ανάγκη σελιδοποίησης εκείνης της εποχής) για τις οποίες λέει: "Σκέφτηκα πολλές φορές να ξεφορτωθώ αυτές τις σημειώσεις. Τώρα, όμως, δεν μπορούν να φύγουν με κανένα τρόπο. Έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη δημοτικότητα απ' το ίδιο το ποίημα..."

DUENDE, Φ. ΓΚ. ΛΟΡΚΑ, ΝΥΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ, ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 2:27 μ.μ.

0

DUENDE, ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ 

Όποιος ταξιδεύει...ανάμεσα στον Χούκαρ, τον Γκουανταλέτε, τον Σιλ και τα ποτάμια της Πισουέργκα, αργά ή γρήγορα θ' ακούσει την έκφραση: "Αυτό έχει πολύ ντουέντε". Ο Μανουέλ Τόρρες, ένας μεγάλος καλλιτέχνης της Ανδαλουσίας, είπε κάποτε σ' έναν άλλο τραγουδιστή: "Έχεις φωνή, έχεις στυλ, όμως ποτέ δεν θα πετύχεις γιατί δεν έχεις καθόλου ντουέντε... Το ντουέντε, που βασικά σημαίνει "Άγιο Πνεύμα", είναι μια δύναμη κι όχι μια λειτουργία, μια πάλη κι όχι μια αφηρημένη έννοια...Είναι το ίδιο το πνεύμα της γης... Το σκοτεινό κι ολότρεμο ντουέντε για το οποίο μιλώ, είναι απόγονος του εύθυμου δαίμονα Σωκράτη, όλο αλάτι και μάρμαρο, που όρμησε ξέφρενα κι άρχισε να τσαγκρουνάει τον κύριό του, τη μέρα που πήρε το κώνειο...

Κάθε σκαλί που ανεβαίνει ένας άνθρωπος, ή όπως θα έλεγε ο Νίτσε, ένας καλλιτέχνης , στον πύργο της τελείωσής του, γίνεται ύστερα από μια σκληρή μάχη μ' ένα ντουέντε. Όχι μ' έναν άγγελο ούτε με μια Μούσα. Είναι ανάγκη να γίνει αυτό το βασικό ξεχώρισμα για να φτάσει κανείς στην καρδιά ενός έργου. Η αληθινή μάχη είναι το ντουέντε...

Για να βρούμε το ντουέντε δεν υπάρχει τίποτε να μας βοηθήσει. Ούτε χάρτης ούτε σωστοί τρόποι. Το μόνο που ξέρουμε είναι πως καίει αίμα σαν κοπανιστό γυαλί, πως εξαντλεί, πως σβήνει τη γλυκιά γεωμετρία που μάθαμε, πως κλωτσάει όλα τα στυλ...
Οι μεγάλοι καλλιτέχνες της Βόρειας Ισπανίας...ξέρουν καλά πως χωρίς τον ερχομό του ντουέντε δεν υπάρχει αληθινή συγκίνηση...


Κάποτε, η Ανδαλουσιανή τραγουδίστρια του φλαμένκο Παστόρα Παβόν, "Το κορίτσι με τις χτένες", μια σκοτεινή και βαθιά Ισπανική φυσιογνωμία εφάμιλλη του Γκόγια...τραγουδούσε...με μια φωνή όλο σκιά και λειωμένο μέταλλο, με τη φωνή της σκεπασμένη με φύκια πλεγμένα στα μακριά μαλλιά της. Στιγμές τη μούσκευε με μανχανίγια, στιγμές την έχανε σε σκοτεινά και απόμακρα δάση. Μα τίποτε. Το ακροατήριο έμενε ακίνητο. Δε χειροκρότησε κανείς...Μόνο ένας μικρόσωμος άντρας, ένας απ' αυτούς τους χορευτές με τη γυναικεία σχεδόν ευαισθησία που ξαφνικά πετιούνται πίσω από μποτίλιες άσπρο μπράντυ, είπε με φωνή χαμηλή, γεμάτη σαρκασμό: "Βίβα Παρί!" σα να 'θελε να πει: "Εδώ δε ζητάμε κόλπα και δεξιοτεχνίες! Εδώ ζητάμε κάτι άλλο!".


Μόλις τ' ακουσε "Το κορίτσι με τις χτένες", τινάχτηκε σα δαιμονισμένη, σαν τσακισμένη μοιρολογήτρα του Μεσαίωνα, κατάπιε μονορούφι μια γεμάτη κούπα καθάγια, ένα κρασί από νερό φωτιάς, και κάθισε ξανά να τραγουδήσει- χωρίς φωνή, χωρίς ανάσα, χωρίς παιχνίδια και τσακίσματα με το λαιμό να καίει σαν ηφαίστειο αλλά...με ντουέντε. Κατάφερε να γκρεμίσει τις σκαλωσιές του τραγουδιού, ν' αφήσει το δρόμο ελεύθερο σ' ένα μανιασμένο και φλογερό ντουέντε, σύντροφο των ανέμων που ξεσηκώνουν την άμμο στην έρημο, που 'κανε αυτούς που την άκουγαν ν' αρχίσουν να σκίζουν τα ρούχα τους με τον ίδιο ρυθμό που προσεύχονται οι νέγροι στα νησιά της Καραϊβικής μπρος στο εικόνισμα της Αγίας Βαρβάρας.


"Το κορίτσι με τις χτένες" αναγκάστηκε να κάνει κομμάτια τη φωνή του γιατί ήξερε πως καθισμένοι γύρω άκουγαν οι εκλεκτοί, που ζητούσαν όχι τη μορφή μα το μεδούλι της μορφής...Και πώς τραγούδησε! Τώρα καιγόταν ολόκληρη, η φωνή της είχε γίνει ένα σιντριβάνι από αίμα που σου 'κοβε την ανάσα με τον πόνο και την αλήθεια της...


Όλες οι Τέχνες μπορούν να 'χουν ντουέντε, το πεδίο όμως είναι πιο πλούσιο στη μουσική, στο χορό και στην ποίηση που απαγγέλλεται, γιατί απαιτούν για ερμηνευτή ένα σώμα ζωντανό- είναι μορφές που γεννιούνται και πεθαίνουν ακατάπαυστα και καθορίζονται από ένα ακριβές παρόν...
Η Ισπανία καίγεται αδιάκοπα απ' το ντουέντε! Γιατί είναι μια χώρα αρχαίας μουσικής και αρχαίου χορού, όπου το ντουέντε στίβει λεμόνια από ξημέρωμα...Σε κάθε χώρα, ο θάνατος είναι ένα τέλος. Φτάνει, και τα παραθυρόφυλλα κλείνουν. Όχι στην Ισπανία. Στην Ισπανία ανοίγουν...Ο δεσμός της Ισπανικής τέχνης με τη γη δεν είναι τυχαίος. Είναι μια τέχνη που πνίγεται στ' αγκάθια και στις πέτρες...


Ούτε απορεί κανείς όταν συναντάει το τραγούδι αυτό στην παλαιότερη λυρική ποίηση της Ισπανίας:


Στον κήπο θα πεθάνω.
Στο θάμνο της τριανταφυλλιάς θα σκοτωθώ.
Λίγα τριαντάφυλλα πήγα να κόψω.
Βρήκα το θάνατο στον κήπο
Μάνα γλυκιά!
Λίγα τριαντάφυλλα πήγα να κόψω
Μάνα γλυκιά!
Βρήκα το θάνατο να περιμένει
Κρυμμένο στην τριανταφυλλιά!
Στον κήπο θα πεθάνω.
Στο θάμνο της τριανταφυλλιάς θα σκοτωθώ.


Το ντουέντε δεν εμφανίζεται καν αν δεν δει κάποια πιθανότητα θανάτου, αν δεν πεισθεί πως θα μπαινοβγαίνει ελεύθερα στο σπίτι του, αν δεν είναι σίγουρο πως θα ταράξει εκείνα τα κλαριά που όλοι κουβαλάμε μέσα μας και που θα μείνουν για πάντα απαρηγόρητα...Στη σκέψη, στον ήχο και στην κίνηση το ντουέντε σπρώχνει το δημιουργό σε μια αντρίκεια, τίμια πάλη στο χείλος του πηγαδιού...

(Η διάλεξη του ποιητή για το Duende και τη σημασία του δόθηκε  τον Οκτώβρη του 1934 στο Μπουένος Άιρες. Τα παραπάνω αποτελούν αποσπάσματα, σε μετάφραση της Ολυμπίας Καράγιωργα)



ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΑΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΚΑΙ ΣΑΝ ΕΡΕΘΙΣΜΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 2:24 μ.μ.

0


"...Καμιά φορά, νομίζω πως είναι ένας παλιάτσος που μπαίνει λαθραία στη σκηνή, γιατί λείπει το γέλιο. Στην τελευταία όμως παράσταση τα’ κανε όλα γυαλιά καρφιά με το πρώτο μειδίαμα και βγήκε στο δρόμο να ζητιανέψει δάκρυα.


Όταν έχει τις καλές του, μπορεί να σου δώσει το χέρι να το πας βόλτα, με αντάλλαγμα να κρατάει, σαν πορτοκάλι, την ψυχή σου στα χέρια του. Στην επιστρέφει πάντα γεμάτη ηδονή ή κουρέλι και σε υποχρεώνει να το απαγγείλεις μπροστά σε νοητό κοινό που σε χλευάζει...".

Γιώργος Τσακιράκης

(από την "Βιογραφία του Ποιήματος", στην ενότητα: Νύξεις για το Ποίημα, τον Ποιητή και την Ποίηση").

ΥΜΝΟΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ, ΚΟΥΡΗΤΩΝ / ΟΡΦΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ, ΚΛΑΣΙΚΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 2:22 μ.μ.

0




29. ΦΕΡΣΕΦΟΝΗΣ

ΦΕΡΣΕΦΌΝΗ, ΘΎΓΑΤΕΡ ΜΕΓΆΛΟΥ ΔΙΌΣ, ΕΛΘΈ, ΜΆΚΑΙΡΑ,
ΜΟΥΝΟΓΈΝΕΙΑ ΘΕΆ, ΚΕΧΑΡΙΣΜΈΝΑ Δ' ΙΕΡΆ ΔΈΞΑΙ,
ΠΛΟΎΤΩΝΟΣ ΠΟΛΎΤΙΜΕ ΔΆΜΑΡ, ΚΕΔΝΉ, ΒΙΟΔΏΤΙ,
Ή ΚΑΤΈΧΕΙΣ ΑΪΔΑΟ ΠΎΛΑΣ ΥΠΌ ΚΕΎΘΕΑ ΓΑΊΗΣ,
ΠΡΑΞΙΔΊΚΗ, ΕΡΑΤΟΠΛΌΚΑΜΕ, ΔΗΟΎΣ ΘΆΛΟΣ ΑΓΝΌΝ,  5
ΕΥΜΕΝΊΔΩΝ ΓΕΝΈΤΕΙΡΑ, ΥΠΟΧΘΟΝΊΩΝ ΒΑΣΊΛΕΙΑ,
ΉΝ ΖΕΎΣ ΑΡΡΉΤΟΙΣΙ ΓΟΝΑΊΣ ΤΕΚΝΏΣΑΤΟ ΚΟΎΡΗΝ,
ΜΉΤΕΡ ΕΡΙΒΡΕΜΈΤΟΥ ΠΟΛΥΜΌΡΦΟΥ ΕΥΒΟΥΛΉΟΣ,
ΩΡΏΝ ΣΥΜΠΑΊΚΤΕΙΡΑ, ΦΑΕΣΦΌΡΕ, ΑΓΛΑΌΜΟΡΦΕ,
ΣΕΜΝΉ, ΠΑΝΤΟΚΡΆΤΕΙΡΑ, ΚΌΡΗ ΚΑΡΠΟΊΣΙ ΒΡΎΟΥΣΑ,  10
ΕΥΦΕΓΓΉΣ, ΚΕΡΌΕΣΣΑ, ΜΌΝΗ ΘΝΗΤΟΊΣΙ ΠΟΘΕΙΝΉ,
ΕΙΑΡΙΝΉ, ΛΕΙΜΩΝΙΆΣΙΝ ΧΑΊΡΟΥΣΑ ΠΝΟΉΙΣΙΝ,
ΙΕΡΌΝ ΕΚΦΑΊΝΟΥΣΑ ΔΈΜΑΣ ΒΛΑΣΤΟΊΣ ΧΛΟΟΚΆΡΠΟΙΣ,
ΑΡΠΑΓΙΜΑΊΑ ΛΈΧΗ ΜΕΤΟΠΩΡΙΝΆ ΝΥΜΦΕΥΘΕΊΣΑ,
ΖΩΉ ΚΑΙ ΘΆΝΑΤΟΣ ΜΟΎΝΗ ΘΝΗΤΟΊΣ ΠΟΛΥΜΌΧΘΟΙΣ,  15
ΦΕΡΣΕΦΌΝΗ. ΦΈΡΒΕΙΣ ΓΑΡ ΑΕΊ ΚΑΙ ΠΆΝΤΑ ΦΟΝΕΎΕΙΣ.
ΚΛΎΘΙ, ΜΆΚΑΙΡΑ ΘΕΆ, ΚΑΡΠΟΎΣ Δ' ΑΝΆΠΕΜΠ' ΑΠΌ ΓΑΙΗΣ
ΕΙΡΉΝΗΙ ΘΆΛΛΟΥΣΑ ΚΑΙ ΗΠΙΟΧΕΊΡΩΙ ΥΓΕΊΑΙ
ΚΑΙ ΒΊΩΙ ΕΥΟΛΒΩΙ ΛΙΠΑΡΌΝ ΓΉΡΑΣ ΚΑΤΆΓΟΝΤΙ
ΠΡΟΣ ΣΟΝ ΧΏΡΟΝ, ΆΝΑΣΣΑ, ΚΑΙ ΕΥΔΎΝΑΤΟΝ ΠΛΟΎΤΩΝΑ.  20




ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ

Περσεφόνη, θυγατέρα του μεγάλου Διός, έλα, μακαρία,
μονογενής θεά, δέξου τις προσφερόμενες θυσίες,
πολυτίμητη σύζυγε του Πλούτωνος, σεβαστή, ζωοδότρα,
που κατέχεις τις πύλες του Άδη στα βάθη της γης,
Πραξιδίκη, ωραιοπλόκαμη, αγνέ βλαστέ της Δηούς,    
γεννήτρια των Ευμενίδων, βασίλισσα των υπογήινων,
κόρη που ο Ζευς τη γέννησε με απόρρητους γόνους,
ω μητέρα του βροντόηχου πολύμορφου Ευβουλέως,
συμπαίκτρια των ωρών, φωτοφόρα, λαμπρόμορφη,
σεμνή, παντοκράτειρα, κόρη που βρίθεις με καρπούς,    
λαμπρόφεγγη, κερασφόρα, συ μόνη στους θνητούς ποθηνή,
εαρινή, που χαίρεσαι με τις λιβαδίσιες πνοές,
που φανερώνεις το ιερό σώμα με βλαστάρια χλωρόκαρπα,
που αρπαγμένη νυμφεύθηκες σε γάμους φθινοπωρινούς,
συ μόνη ζωή και θάνατος στους πολύμοχθους θνητούς,    
ω Περσεφόνη. Γιατί πάντοτε τρέφεις και φονεύεις τα πάντα.
Εισάκουσε, θεά μακάρια, και καρπούς απ' τη γη ξαναστείλε
σε ειρήνη και απλόχερη υγεία που θάλλεις
και σε βίο ευτυχή που φέρνει το ανέφελο γήρας
στον δικό σου τον τόπο, ω βασίλισσα, και στον πανίσχυρο Πλούτωνα.    


*











38. ΤΩΝ ΚΟΥΡΗΤΩΝ*

 ΘΥΜΙΑΜΑ ΛΙΒΑΝΟΝ

ΧΑΛΚΌΚΡΟΤΟΙ ΚΟΥΡΉΤΕΣ, ΑΡΉΙΑ ΤΕΎΧΕ' ΈΧΟΝΤΕΣ,
ΟΥΡΆΝΙΟΙ ΧΘΌΝΙΟΊ ΤΕ ΚΑΙ ΕΙΝΆΛΙΟΙ, ΠΟΛΎΟΛΒΟΙ,
ΖΩΙΟΓΌΝΟΙ ΠΝΟΙΑΊ, ΚΌΣΜΟΥ ΣΩΤΉΡΕΣ ΑΓΑΥΟΊ,
ΟΊΤΕ ΣΑΜΟΘΡΆΙΚΗΝ, ΙΕΡΉΝ ΧΘΌΝΑ, ΝΑΙΕΤΆΟΝΤΕΣ
ΚΙΝΔΎΝΟΥΣ ΘΝΗΤΏΝ ΑΠΕΡΎΚΕΤΕ ΠΟΝΤΟΠΛΑΝΉΤΩΝ.     5
ΥΜΕΊΣ ΚΑΙ ΤΕΛΕΤΉΝ ΠΡΏΤΟΙ ΜΕΡΌΠΕΣΣΙΝ ΈΘΕΣΘΕ,
ΑΘΆΝΑΤΟΙ ΚΟΥΡΉΤΕΣ, ΑΡΉΙΑ ΤΕΎΧΕ' ΈΧΟΝΤΕΣ.
ΝΩΜΆΤ' ΩΚΕΑΝΌΝ, ΝΩΜΆΘ' ΆΛΑ ΔΈΝΔΡΕΑ Θ' ΑΎΤΩΣ.
ΕΡΧΌΜΕΝΟΙ ΓΑΊΑΝ ΚΟΝΑΒΊΖΕΤΕ ΠΟΣΣΊΝ ΕΛΑΦΡΟΊΣ,
ΜΑΡΜΑΊΡΟΝΤΕΣ ΌΠΛΟΙΣ. ΠΤΉΣΣΟΥΣΙ ΔΕ ΘΉΡΕΣ ΆΠΑΝΤΕΣ     10
ΟΡΜΏΝΤΩΝ, ΘΌΡΥΒΟΣ ΔΕ ΒΟΉ Τ' ΕΙΣ ΟΥΡΑΝΟΝ ΊΚΕΙ
ΕΙΛΙΓΜΟΊΣ ΤΕ ΠΟΔΏΝ ΚΟΝΊΗ ΝΕΦΈΛΑΣ ΑΦΙΚΆΝΕΙ
ΕΡΧΟΜΈΝΩΝ. ΤΌΤΕ ΔΗ ΡΑ ΚΑΙ ΆΝΘΕΑ ΠΆΝΤΑ ΤΈΘΗΛΕ.
ΔΑΊΜΟΝΕΣ ΑΘΆΝΑΤΟΙ, ΤΡΟΦΈΕΣ ΚΑΙ ΑΎΤ' ΟΛΕΤΉΡΕΣ,
ΗΝΊΚ' ΑΝ ΟΡΜΑΊΝΗΤΕ ΧΟΛΟΎΜΕΝΟΙ ΑΝΘΡΏΠΟΙΣΙΝ     15
ΟΛΛΎΝΤΕΣ ΒΊΟΤΟΝ ΚΑΙ ΚΤΉΜΑΤΑ ΗΔΈ ΚΑΙ ΑΥΤΟΎΣ
+ ΠΙΜΠΛΆΝΤΕΣ, ΣΤΟΝΑΧΕΊ ΔΕ ΜΈΓΑΣ ΠΌΝΤΟΣ  ΒΑΘΥΔΊΝΗΣ,
ΔΈΝΔΡΗ Δ' ΥΨΙΚΆΡΗΝ ΕΚ ΡΙΖΏΝ ΕΣ ΧΘΌΝΑ ΠΊΠΤΕΙ,
ΗΧΩ Δ' ΟΥΡΑΝΊΑ ΚΕΛΑΔΕΊ ΡΟΙΖΉΜΑΣΙ ΦΎΛΛΩΝ.
ΚΟΥΡΉΤΕΣ ΚΟΡΥΒΑΝΤΕΣ, ΑΝΑΚΤΟΡΕΣ ΕΥΔΎΝΑΤΟΊ ΤΕ     20
ΕΝ ΣΑΜΟΘΡΆΙΚΗΙ ΆΝΑΚΤΕΣ, ΟΜΟΎ (ΔΕ) ΔΙΌΣΚΟΡΟΙ ΑΥΤΟΊ,
ΠΝΟΙΑΊ ΑΈΝΑΟΙ, ΨΥΧΟΤΡΌΦΟΙ, ΑΕΡΟΕΙΔΕΊΣ,
ΟΊΤΕ ΚΑΙ ΟΥΡΆΝΙΟΙ ΔΊΔΥΜΟΙ ΚΛΗΊΖΕΣΘ' ΕΝ ΟΛΎΜΠΩΙ,
ΕΎΠΝΟΙΟΙ, ΕΎΔΙΟΙ, ΣΩΤΉΡΙΟΙ ΗΔΈ ΠΡΟΣΗΝΕΊΣ,
ΩΡΟΤΡΌΦΟΙ, ΦΕΡΈΚΑΡΠΟΙ ΕΠΙΠΝΕΊΟΙΤΕ ΆΝΑΚΤΕΣ.     25



ΤΩΝ ΚΟΥΡΗΤΩΝ


θυμίαμα με λίβανο


Χαλκοκυμβαλοκρούστες Κουρήτες, με τα Άρεια όπλα,
ουράνιοι και γήινοι και θαλασσινοί, πανευτυχείς,
ω ζωογόνες πνοές, του κόσμου μεγαλόπρεποι σωτήρες,
εσείς που κατοικούντες την Σαμοθράκη, την ιερή γη,
απομακρύνετε θαλασσοπλάνητων θνητών τους κινδύνους.    
Εσείς πρώτοι θεσπίσατε για τους ανθρώπους την τελετουργία,
αθάνατοι Κουρήτες, με τα Άρεια όπλα.
Εσείς κινείτε τον Ωκεανόν, κινείτε τη θάλασσα ως και τα δέντρα.
Σαν φτάνετε στη γη αντηχείτε με πόδια ανάλαφρα,
απαστράπτοντες με τα όπλα. Κρύβονται όλα τ' αγρίμια    
καθώς ορμάτε, θόρυβος και βουή ανέρχεται στον ουρανό
ως έρχεσθε. Τότε λοιπόν και τ' άνθη όλα ανθίζουν.
Ω αθάνατες θεότητες, τροφείς συνάμα και εξολοθρευτές,
κάθε που ορμάτε χολωμένοι στους ανθρώπους
τον βίο και τα κτήματα αφανίζοντας κι αυτούς τους ίδιους    
καίγοντάς τους, στενάζει η βαθυστρόβιλη μεγάλη θάλασσα,
τα δέντρα τα υψηλόκορφα απ' τις ρίζες πέφτουνε στη γη,
και η ουράνια ηχώ αντηχάει στους θρόους των φύλλων.
Κουρήτες Κορύβαντες, άρχοντες και πανίσχυροι
στη Σαμοθράκη βασιλιάδες, μαζί και Διόσκουροι οι ίδιοι,    
αέναες πνοές, ζωογόνες, αερόμορφες,
που και ουράνιοι δίδυμοι ονομάζεστε στον Όλυμπο,
εύπνοοι, ήσυχοι, σωτήριοι και προσηνείς,
εποχοτρόφοι, καρποφόροι ας επιπνέετε ω άνακτες.

_____
Οι Ορφικοί Ύμνοι ανήκουν στη Λυρική Ποίηση και είναι συνυφασμένοι με τα Ορφικά Μυστήρια, μυστικιστικές και "απόκρυφες" λατρευτικές τελετές για τον μυθικό μουσικό-ήρωα Ορφέα, για την κάθοδό του στον Άδη για χάρη της Ευριδίκης και, ίσως, για τον "καθαρμό" των ψυχών προκειμένου να ταξιδέψουν στον Κάτω Κόσμο ή και για την "επικοινωνία" μεταξύ ζωντανών και νεκρών. Ελάχιστα γνωρίζουμε για τα Ορφικά Μυστήρια μιας και συμμέτοχοι ήταν μόνο οι μυημένοι.
Ο Ορφέας, ένας από τους μυθικούς ήρωες των αρχαίων Ελλήνων, γεννήθηκε- κατά το μύθο- σε μια σπηλιά και διδάχθηκε από νήπιο απ' τον ίδιο τον Απόλλωνα τη μουσική, παίρνοντας απ' τον θεό σαν δώρο τη λύρα του, στης οποίας τη δύναμη βρισκόταν και η δική του δύναμη, όπως και στην αγάπη του για τη μουσική και την ποίηση. Ήταν τόση η γλύκα της μουσικής και της φωνής του που "και τα αγρίμια του δάσους μαζεύονταν για να ακούσουν και τα δέντρα και τα βράχια κινούνταν σαν χόρευαν στη μουσική του".
Με τη γλύκα της μουσικής του κατάφερε να πάρει από τον Άδη- με την άδεια του Πλούτωνα- την αγαπημένη του Ευριδίκη, αλλά στην έξοδο παράβηκε την υπόσχεσή του να μη γυρίσει να δει την Ευριδίκη αν δεν βγουν από τις πύλες του Άδη κι έτσι την έχασε οριστικά.
Σύμφωνα με το μύθο, οι μαινάδες θύμωσαν μαζί του γιατί, τραγουδώντας και παίζοντας στα δάση για να παρηγορηθεί, τις περιφρονούσε. Τον κομμάτιασαν μανιασμένες και πέταξαν τη λύρα και τα κομμάτια του στον Έβρο. Στη Λήμνο, όπου έφτασαν μαζί με τη λύρα, οι Μούσες τα έθαψαν με κάθε ευλάβεια. Τη λύρα του την πήραν απ' τους κατοίκους οι θεοί και την τοποθέτησαν ανάμεσα στους αστερισμούς του ουρανού για να θυμίζει τον Ορφέα...
Στους  87 Ορφικούς Ύμνους- λυρικούς με επικά στοιχεία- "συναντάμε ένα απέραντο αρχιπέλαγος επιθέτων με μυστηριακές λάμψεις και αποχρώσεις, που η πλαστικότητά τους συναγωνίζεται τη νοηματική τους φόρτιση στον προσδιορισμό των ιδιοτήτων θεών, θνητών και φυσικών στοιχείων θεοποιημένων, τις οποίες επικαλύπτουν, αποκρύπτουν ή αποκαλύπτουν" (Δ. Π. Παπαδίτσας- Ελένη Λαδιά).
Σχετικά με τη χρονολόγησή τους ή είναι "κείμενα παλαιότερα και των Ομηρικών επών ή μεταγενέστερα, κατά μια άποψη έργα της σχολής των Νεοπλατωνικών. Πάντως, οι μαρτυρίες βεβαιώνουν πως υπήρχαν τουλάχιστο τον 6ο αι. π.Χ.. Ο αστρολόγος Κων. Χασάπης υποστήριξε πως η ηλικία των Ορφικών Ύμνων, ως προς το περιεχόμενο, ανάγεται τουλάχιστο στον 14ο αι. π.Χ., βασισμένος στον ύμνο (34) του Απόλλωνος και ιδιαίτερα στο στίχο "μίξας χειμώνος θέρεός τ' ίσον αμφοτέροισιν". Απέδειξε, αστρονομικά, πως η ισότης των εποχών, χειμώνος και θέρους, συνέβη το 1366 π.Χ..
Σύμφωνα με μια μαρτυρία του Ηροδότου, η περισυλλογή των Ορφικών κειμένων έγινε από μια ομάδα ειδικών με επικεφαλής τον σοφό Ονομάκριτο, κατ' εντολή του Πεισιστρατίδη Ιππάρχου τον 6ο π.Χ. αι. Το γεγονός επίσης πως ο Ίππαρχος εξόρισε τον Ονομάκριτο - όταν ο Λάσος ο Ερμιονεύς τον κατηγόρησε πως θέλησε να ενθέσει δικούς του στίχους για την καταβύθιση κάποιων νησιών κοντά στη Λήμνο - δηλώνει τον σεβασμό των αρχαίων για τα Ορφικά κείμενα" ( Δ.Π. Παπαδίτσας- Ελένη Λαδιά).
 
μετάφραση, Δ. Π. Παπαδίτσας, Ελένη Λαδιά

_____

Στην Ελληνική μυθολογία οι Κουρήτες ήταν Δαίμονες (= Δαΐμονες, ειδήμονες) που η λατρεία τους εντοπίζεται κυρίως στη Φρυγία και στη Κρήτη που κατά παράδοση ονομαζόταν και Κουρήτις.
Αναφέρονται όμως και σε άλλες ελληνικές περιοχές ταυτιζόμενοι αλλού με τους Τελχίνες, αλλού με τους Κορύβαντες και αλλού με τους Καβείρους ακόμα δε και με τους Ιδαίους Δακτύλους.
Στη Φρυγία φέρονται ως ακόλουθοι της Κυβέλης – Ήρας στην οργιαστική της λατρεία. Αντίθετα στη Κρήτη μνημονεύονται ως «άγρυπνοι φύλακες» του Δία που κάλυπταν με τις ένοπλες ορχήσεις και τον θόρυβο των όπλων τους και των κρουστών οργάνων τους, τους κλαυθμούς του για να μη τον ακούσει ο θεός Κρόνος. Αλλά και γενικότερα πιστεύονταν ως ακόλουθοι του Δία όπως οι Σάτυροι του Διονύσου. Ο αριθμός των Κουρήτων έφθανε τους δέκα και τα ονόματά τους έλαβαν πολλές πόλεις της Κρήτης.
Σ΄ αυτούς αποδίδεται κατά τις τοπικές παραδόσεις η εφεύρεση του πολεμικού χορού της «πυρίχης» ενώ στην Εύβοια θεωρούνταν οι εφευρέτες των κυνηγετικών όπλων και τιθασευτές.
Γενικά πιστευόταν ότι αυτοί έθεσαν τις βάσεις του πολιτισμού της κοινής συμβίωσης των ανθρώπων, προστατεύοντας τις πόλεις και τους πολίτες με ομόνοια και ευνομία διευκολύνοντας την ιδιωτική ζωή με τη διδασκαλία της χρήσης της φωτιάς, της κατεργασίας μετάλλων, της χρήσης του τόξου καθώς και της υπόδειξης θρεπτικών ειδών, όπως το μέλι, και άλλων τροφίμων.

Οι Κουρήτες της Αιτωλίας ήταν αρχαιότατος λαός της δυτικής Ελλάδας και συγκεκριμένα της Αιτωλοακαρνανίας που συγγένευε με τους Καλυδωνίους. Αναφέρονται από τον Όμηρο ως διεκδικητές της Καλυδωνίας από τους Αιτωλούς. Το όνομά τους ετυμολογείται κατά τους μεν από το Κούριο όρος της Αιτωλίας, κατά τους δε από το γεγονός ότι «έκειραν» (κούρευαν) το μπροστινό μέρος της κόμης τους σε αντίθεση με τους Ακαρνάνες γείτονές τους που τη διατηρούσαν άθικτη. Πάντως κατά τον Στράβωνα οι Κουρήτες ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της Αιτωλίας και προέρχονταν είτε από την Εύβοια ή από την Κρήτη.                                                                                            (από την wikipedia)

Στο video που ακολουθεί ακούγεται ο Ορφικός Ύμνος 31, επίσης για τους Κουρήτες.




Ο Ύμνος είναι συγκλονιστικός. Ακολουθήστε τον συνυμνώντας:

Σκιρτηταί Κουρήτες, ενόπλια βήματα θέντες / ποσσίκροτοι, ρομβηταί, ορέστεροι, ευαστήρες, / κρουσιλύραι, παράρυθμοι, επεμβάται, ίχνεσι κούφοι, / οπλοφόροι, φύλακες, κοσμήτορες, αγλαόφημοι, / μητρός ορειομανούς συνοπάονες, οργιοφάνται. / έλθοιτ' ευμενέοντες επ' ευφήμοισι λόγοισι, / βουκόλωι ευάντητοι αεί κεχαρηότι θυμώι. 




ΧΟΡΧΕ ΝΤΕ ΣΕΝΑ (JORGE DE SENA), ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ, ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ...ΠΟΙΗΤΙΚΑ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 2:21 μ.μ.

0



JORGE DE SENA / ΧΟΡΧΕ ΝΤΕ ΣΕΝΑ, Πορτογαλία

Ο Χόρχε ντε Σένα (1919-1978), αντίθετος στον Salazar, αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί αρχικά στην Βραζιλία, όπου έγινε καθηγητής της πορτογαλικής και βραζιλιάνικης λογοτεχνίας, και στη συνέχεια στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Πολυγραφότατος, δοκιμιογράφος, λιβελογράφος, δραματουργός, μεταφραστής πολλών μυθιστοριογράφων και ποιητών... Το ποιητικό του έργο είναι θεόρατο και πολυποίκιλο: λόγια ποίηση, λυρική κριτική, εξομολογήσεις υπαρξιακής ανησυχίας, ανήκουστα ξεσπάσματα κτηνωδίας, σεξουαλικότητας και απελπισίας.
"Η ποίηση του Sena...είναι κατά μεγάλο μέρος μια ποίηση διαμαρτυρίας...μια φωνή που κραυγάζει, κι ο ίδιος ένας Maitre της απειθαρχίας".

ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΜΕ ΤΟ ΜΙΝΩΤΑΥΡΟ

Ι

Γεννημένος στην Πορτογαλία, από γονείς Πορτογάλους,
και πατέρα από Βραζιλιάνους στην Βραζιλία,
θα είμαι ίσως Βορειοαμερικάνος όταν θα είμαι εκεί.
Θα συλλέγω εθνικότητες όπως αλλάζουν πουκάμισα,
μετακομίζουν ή φεύγουν, με όλο τον αναγκαίο
σεβασμό στα ρούχα που φαίνονται και προσφέρουν υπηρεσία.
Εγώ, είμαι εγώ ο ίδιος η πατρίδα μου. Η πατρίδα
για την οποία γράφω είναι η γλώσσα στην οποία τυχαίως
γεννήθηκα. Και ό,τι κάνω και ό,τι ζω είναι αυτή
η λύσσα που έχω για τη μικρή ανθρωπότητα αυτού του κόσμου.
Αφού δεν πιστεύω σε άλλον, ο άλλος που ήθελα
είναι ίδιος με τούτον. Αλλά, αν μια μέρα ξεχάσω τα πάντα,
ελπίζω να γεράσω
πίνοντας καφέ στην Κρήτη
με τον Μινώταυρο,
κάτω από το βλέμμα των θεών χωρίς ντροπή.

ΙΙ

Ο Μινώταυρος θα με καταλάβει
Έχει κέρατα, όπως οι σοφοί και οι εχθροί της ζωής.
Είναι μισός ταύρος και μισός άνθρωπος, όπως όλοι οι άνθρωποι,
βίαζε και καταβρόχθιζε παρθένες, όπως όλα τα κτήνη.
Γιος της Πασιφάης, αδελφός ενός στίχου του Ρακίνα,
όπου ο Valery, ο κρετίνος, τον συνάντησε - έναν από τους πιο ωραίους
της γλώσσας.
Αδελφός επίσης της Αριάδνης: τον τύλιξαν
σ' ένα κουβάρι που κόπηκε.
Ο Θησέας, ο ήρωας και, όπως όλοι οι Έλληνες ήρωες, γιος
πουτάνας,
τον ξεγέλασε κάτω από τη μούρη του.
Ο Μινώταυρος θα με καταλάβει, θα πιει καφέ μαζί μου,
ενώ
ο Ήλιος ήρεμα θα γεννιέται κάτω από τη θάλασσα, κι οι ίσκιοι,
γεμάτοι νύμφες και άεργους έφηβους,
θα βυθίζονται γλυκύτατοι στα φλιτζάνια,
όπως η ζάχαρη που ανακατεύουμε με βρόμικο δάχτυλο
για να ερευνήσουμε την καταγωγή της ζωής.

ΙΙΙ

Είναι εκεί που θέλω να ξαναβρεθώ έχοντας αφήσει
κομματιασμένη τη ζωή για τον κόσμο, όπως έλεγε
εκείνος ο κακομοίρης διάβολος, τον οποίο ο Μινώταυρος δε διάβασε
γιατί, όπως όλος ο κόσμος, δεν ξέρει Πορτογαλικά.
Ούτε εγώ ξέρω Ελληνικά και, σύμφωνα με τις πιο σοβαρές
πληροφορίες,
θα συνομιλούμε  στα βολαπούκ,
που κανείς απ' τους δυο δεν ξέρει. Ο Μινώταυρος
δεν μιλούσε Ελληνικά, δεν ήταν Έλληνας, έζησε πριν την Ελλάδα,
Όλη αυτή η σκατένια παιδεία που μας καλύπτει από αιώνες,
σκατά των σκλάβων μας ή δικά μας, όταν είμαστε
οι σκλάβοι των άλλων! Στο καφενείο
θα πούμε ο ένας στον άλλον τις πίκρες μας.
IV
Με πατρίδες που μας αγοράζουν και μας πουλούν, από έλλειψη
πατρίδων που πωλούνται αρκετά ακριβά για να ντρέπονται
που δεν ανήκουν σ' εκείνες. Ούτε εγώ ούτε ο Μινώταυρος
θα έχουμε πατρίδα. Μόνο ο καφές,
αρωματικός και πολύ δυνατός, όχι της Αραβίας ή της Βραζιλίας,
της Fedecam ή της Αγκόλας ή οποιασδήποτε άλλης χώρας. Αλλά καφές
με τα όλα του. Κι εγώ, με τρυφερότητα γιου,
θα δω να στάζει το σαγόνι του ταύρου
μέχρι τα γόνατα του ανθρώπου που δεν ξέρει
από ποιον κληρονόμησε, από τον πατέρα ή τη μητέρα,
τα στριφτά κέρατα  που του στολίσαν
το ευγενικό μέτωπο πριν από την Αθήνα,
και ποιος ξέρει,
την Παλαιστίνη, και άλλα τουριστικά μέρη,
απέραντα πατριωτικά.
V
Στην Κρήτη με τον Μινώταυρο,
χωρίς στίχους και χωρίς ζωή,
χωρίς πατρίδες και πνεύμα,
χωρίς τίποτα και κανέναν,
και χωρίς βρόμικο δάχτυλο,
θα πίνω τον καφέ μου ειρηνικά.
  
σημείωμα και μετάφραση του Γιάννη Σουλιώτη 

ΔΙΣΤΙΧΑ ΑΓΑΠΗΣ , ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Posted by Ίδρυμα Ποίησης | Posted in | Posted on 2:19 μ.μ.

0




Μια τρίχ' απ' τα μαλλάκια σου, τα μάτια μου να ράψω,
κι όρκον σου κάνω στον Θεόν, άλλην να μη τηράξω.
*
Όταν σε συλλογίζομαι, το αίμα μου παγώνει,
κι ο νους μου διασκορπίζεται σαν τ' άχυρον στ' αλώνι.
*
Οπόχ' αγάπην, φαίνεται, πρασινοκοκκινίζει.
χέρια, ποδάρια, τ' ορφανό, τίποτε δεν ορίζει.
*
Ήθελα να 'μαι στο βουνό, μ' ελάφια να κοιμούμαι,
και το δικό σου το κορμί να μη το συλλογιούμαι.
*
Δεν είν' μαχαιροβαρετιά, με αλοιφήν να ιάνει.
τούτ' είναι πάθι στην καρδιάν, όπου θα με ζουρλάνει.
*
Έχεις δυο μάτια γαλανά σαν τ' ουρανού το ρέγγι.
ωσάν η πούλια την αυγήν το 'να και τ' άλλο φέγγει.
*
Τον ουρανόν κάμνω χαρτί, την θάλασσαν μελάνι,
να γράψω τα πεισματικά, και πάλι δεν με φθάνει.
*
Ίσως θαρρείς, κι αν μ' αρνηθείς, πως θε να κιτρινίσω.
γαροφαλάκι θα γενώ, δια να σε δαιμονίσω.
*
Μικρήν μικρήν σ' αγάπησα, μεγάλην δεν σε πήρα,
όμως θα έρθ' ένας καιρός που θα σε πάρω χήρα.
*
Κοπέλες, πιάστ' εις τον χορόν, πέτ' ένα τραγουδάκ,
παινέσετε τον λυριστήν, που 'ναι παλικαράκι.
*
Όντας περνώ και δεν μπορώ μαζί σου να μιλήσω,
δεν μου περνούν οι λογισμοί αν δεν λιγοθυμήσω.
_____

Ο Claude Fauriel γράφει για τα (περίπου εξήντα) δίστιχα που έχει συλλέξει: "Εκτός που βρίσκει κανείς εδώ κι εκεί ιδιοφυείς σκέψεις δοσμένες με επιτυχία, αισθήματα λεπτά, εκφρασμένα με χάρη, και ευχάριστες εκλάμψεις της φαντασίας, ανήκουν όλα σ' ένα κλάδο πραγματικά ξεχωριστό της ελληνικής λαϊκής ποίησης και παρουσιάζουν όλα...κάτι το ιδιαίτερο που χαρακτηρίζει καλά τον ελληνικό πληθυσμό των νησιών και των παραλίων, αντπαραβάλλοντάς τον με τον πληθυσμό του εσωτερικού και ιδίως των βουνών...Τα περισσότερα είναι ανέκδοτα και έχουν συλλεγεί κατευθείαν από το στόμα των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης, της Χίου, των νησιών του Ιονίου και των Ιωαννίνων".

*Ο πίνακας είναι του Γιώργου Σικελιώτη, Πινακοθήκη Ρόδου